Russell, Bertrand: Κείμενα για τη θρησκεία
Ο Βρετανός φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Rassel 1872-1970), δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τα πολλά έργα του που έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας όπως και διεθνώς. Ήταν ένας Βρετανός διανοούμενος και επιστήμων, που ασχολήθηκε με πολλά θέματα του επιστητού: φιλοσοφία, μαθηματικά, λογική, γλωσσολογία, κριτική, λογοτεχνία. Υπήρξε όπως ελέχθη, ο αγαπημένος των μέσων ενημέρωσης δημόσιος διανοούμενος, πολιτικός ακτιβιστής, ιδιαίτερα γνωστός για το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου που με μερικούς άλλους δημιούργησε σε ηλικία 94(!) ετών για να δικάσει κυρίως τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν Αμερικανοί στο Βιετνάμ. Επίσης είναι γνωστός και από την περίφημη «Ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας», που είναι ένα εύπεπτο εγχειρίδιο 2 τόμων για ένα τόσο δύσκολο έργο. Ο Ράσελ τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1950, αν και ο ίδιος δεν ήταν τόσο λογοτέχνης όσο φιλόσοφος.
Πριν από λίγα χρόνια, είδαν το φως της δημοσιότητας κάποια κείμενά του πάνω στη θρησκεία, που γράφτηκαν κατά διαστήματα (μερικά ήταν διαλέξεις του) και, που απηχούν τις αντι-θρησκευτικές απόψεις του Ράσελ γενικότερα, τον αγνωστικισμό του για την ύπαρξη του Θεού (υπάρχει και ειδικό κεφάλαιο με τίτλο: Τι είναι αγνωστικιστής, σελ. 68-80), αλλά και την εξήγησή του «Γιατί δεν είμαι Χριστιανός», θέμα που αναπτύσσεται μαζί με άλλα, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τον υπότιτλο «Θρησκεία και φιλοσοφία».
Ο τόμος που εκτείνεται σε 343 σελίδες, εμπεριέχει και άλλα ενδιαφέροντα θέματα όπως αυτά στο τρίτο μέρος: Θρησκεία και Επιστήμη (ιδιαίτερα σπουδαία τα Μυστικισμός και λογική, και Επιστήμη και θρησκεία, καθώς και το δοκίμιο: Είναι ασυμβίβαστες θρησκεία και επιστήμη;).
Το τέταρτο μέρος με τίτλο «Θρησκεία κι ηθική», εξετάζει μεταξύ άλλων τι είναι αμαρτία, και αν «έχει συμβάλει η θρησκεία εποικοδομητικά στον πολιτισμό».
Το βιβλίο κλείνει με το πέμπτο μέρος με τίτλο «Θρησκεία και ιστορία» όπου συγκεντρώθηκαν μερικά άλλα ενδιαφέροντα δοκίμια του πολυγραφότατου Μπέρτραντ Ράσελ.
Ενώ όλα τα δοκίμια και τα μελετήματα του τόμου παρουσιάζουν ενδιαφέρον, εγώ θα ήθελα με το παρόν κριτικό σημείωμα να ασχοληθώ κυρίως με το δοκίμιό του: «Γιατί δεν είμαι Χριστιανός» (σελ. 116-134). Αυτό το δοκίμιο (που ξεκίνησε ως ομιλία) το είχα διαβάσει νέος, πριν από 30-40 περίπου χρόνια, και είδα για πρώτη φορά την επιχειρηματολογία του Ράσελ, η οποία ομολογουμένως με παραξένεψε, σε κάποια σημεία με προβλημάτισε, αλλά δεν κλόνισε με τίποτα την πίστη μου στο πρόσωπο του Χριστού. Ούτε άλλαξε την άποψή μου για το πρόσωπο και τη διδασκαλία του. Τώρα, ξαναδιαβάζοντάς το μετά από χρόνια, και μετά από περισσότερη ωρίμανση και γνώση, μπορώ να προσδιορίσω το γιατί δεν με έπεισε ο φιλόσοφος Ράσελ, μια κι εγώ έχω γράψει και σχετικό δοκίμιο με τίτλο: «Γιατί παραμένω Χριστιανός» (βλ. tsinikopoulos.org). Εδώ σκοπεύω να καταθέσω τις σκέψεις μου και τις παρατηρήσεις μου απαντώντας στις αιτιάσεις και ενστάσεις του αγνωστικιστή Ράσελ, όσο πιο σύντομα και περιεκτικά μπορώ.
Ο Ράσελ επισημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι Χριστιανός αν δεν πιστεύει στο Θεό και στην αθανασία ψυχής και, ιδίως, αν δεν πιστεύει κατά κάποιον τρόπο στο Χριστό, δεχόμενος ότι οι ορισμοί για το τι είναι Χριστιανός, ποικίλλουν από εποχή σε εποχή. Θα συμφωνήσω σε γενικές γραμμές, γιατί είναι πολλά που θα διαφωνήσω παρακάτω και δεν θεωρώ κατάλληλο να δεχθεί κανείς ότι οπωσδήποτε ένας για να είναι Χριστιανός, πρέπει να πιστεύει π.χ. στο πυρ της αιώνιας κόλασης, κάτι που και ο ίδιος ο Ράσελ δέχεται ότι δεν είναι συστατικό στοιχείο του Χριστιανισμού.
Ο συγγραφέας, βέβαια, δηλώνει αγνωστικιστής και ως τοιούτος δεν δέχεται κανένα επιχείρημα ορθού λόγου για την ύπαρξη του Θεού όπως: το επιχείρημα της Πρώτης Αιτίας, το επιχείρημα του φυσικού νόμου, το Τελολογικό επιχείρημα και τα ηθικά επιχειρήματα (καθώς και το επιχείρημα της αποκατάστασης δικαιοσύνης).
Τα αντιπαρέρχεται όλα αυτά, με κάπως ρηχή επιχειρηματολογία. Αυτάρεσκα παρατηρεί ότι ο Καντ απέρριψε τα πρώτα 3 επιχειρήματα και ταμπουρώθηκε μόνο πίσω από το ηθικό επιχείρημα ως το ισχυρότερο. Για τα σημεία αυτά ήδη έχω γράψει στο βιβλίο μου το «Στοίχημα του Πασκάλ» (εκδ. Εν πλω 2010), στο κεφάλαιο με τίτλο: «Ποιος σχεδίασε το σχεδιαστή», όπου απαντώ στον Ρίτσαρντ Ντόκινς, ο οποίος επαναλαμβάνει το περίφημο αυτό ερώτημα. Αμφότεροι, Ράσελ και Ντόκινς, βρίσκουν το ερώτημα απροσμάχητο, γι’ αυτό και δεν παύουν να το επαναθέτουν. Συνοπτικά, εδώ έχω να επαναλάβω ότι η ερώτηση αυτή εμπεριέχει την απάντηση. Αν, με τη λέξη Θεός, εννοούμε ένα πεπερασμένο ισχυρό ον, τότε, το ερώτημα είναι θεμιτό. Αν, όμως, εξ ορισμού, εννοούμε αυτό που εννοούσαν αρχαίοι φιλόσοφοι και ιδρυτές θρησκειών και οι περισσότεροι πιστοί, δηλαδή ένα Ον άπειρο, αγέννητο, αΐδιο, παντοδύναμο κ.λπ., το να ρωτάμε ποιος έκανε το Θεό, είναι ένα ερώτημα αντιφατικό. Είναι σα να ρωτάμε ποιος έκανε τον (εξ ορισμού) αιώνιο. Γιατί ο Θεός, για να είναι Θεός, είναι «Ον μη έχον αρχήν μήτε τέλος ημερών» (Θαλής ο Μιλήσιος). Αλλιώς, αυτόν τον Θεό τον έχει κάνει κάποιος άλλος Θεός, και αυτόν κάποιος άλλος, και ούτω καθ’ εξής. Έτσι δεν οδηγούμαστε όμως πουθενά. Αντιθέτως, ξέρουμε από την επιστήμη ότι το σύμπαν έχει αρχή και τέλος (ηλικίας 13,7 δις μας λένε σήμερα) κα, άρα, δεν μπορεί ο κόσμος να είναι αιώνιος, ούτε να υπάρχει ανέκαθεν όπως εικάζει εσφαλμένα ο Ράσελ (σελ. 119). Για περισσότερα ο αναγνώστης μπορεί να δει και το άρθρο μου «Θεά τύχη ή Θεός Δημιουργός» στην ίδια ιστοσελίδα.
Λάθος, και αυθαίρετο επίσης είναι το συμπέρασμα του Ράσελ, ότι, ο Θεός που θέσπισε τους φυσικούς νόμους υπόκειται ο ίδιος στο νόμο (σελ. 121). Ενώ, βέβαια, ο Θεός σύμφωνα με τον χριστιανισμό και τη βιβλική αποκάλυψη, είναι αΐδιος υπεράνω χρόνου και τόπου, και ως απόλυτος νομοθέτης μπορεί να μην υπόκειται στους φυσικούς νόμους Του, που δύναται ελεύθερα να αναστείλει τη λειτουργία τους ή να τροποποιήσει αν είναι θέλημά του και εξυπηρετεί κάποιους σκοπούς.
Ο Ράσελ, καίτοι αριστοτελιστής, δεν βρίσκει σοβαρό το επιχείρημα της τελολογίας που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Αριστοτέλης:
«Λογιείται δήπου ου παντελώς άνευ τέχνης τινος ταύτα πάντα δεδημιούργειται, αλλ ην και εστίν ο του παντός δημιουργός».
Επισημαίνω επίσης, ότι το επιχείρημα της «Πρώτης Αιτίας» το οποίο ο Ράσελ το βρίσκει αβάσιμο, ο Δαρβίνος το βρήκε αρκετά ισχυρό, αν και αυτός δήλωνε επίσης αγνωστικιστής (βλ. Κάρολος Δαρβίνος, Αυτοβιογραφία, εκδ. Γκοβόστη 2007, σελ. 157,165).
Αλλά, ήδη, είναι καιρός να έρθουμε τώρα στα επιχειρήματα του Ράσελ κατά του προσώπου του Χριστού.
Ήδη από την αρχή, ο Βρετανός φιλόσοφος ξεκαθαρίζει τη θέση του. Μας λέει (σελ. 117) ότι: «δεν θεωρώ τον Χριστό ότι ήταν ο καλύτερος και σοφότερος των ανθρώπων, μολονότι τού αναγνωρίζω ηθική αγαθότητα υψηλού βαθμού». Λίγες σελίδες όμως παρακάτω, έκπληκτοι διαβάζουμε: «Είναι αμφίβολο αν ο Χριστός υπήρξε ποτέ, αλλά κι αν υπήρξε, δεν ξέρουμε γι’ αυτόν τίποτε…» Τότε, πώς ξέρει ότι υπήρξε πρόσωπο με ηθική αγαθότητα υψηλού βαθμού; Εξηγεί, ότι, δέχεται αυτά που λένε τα Ευαγγέλια – όπως τον παρουσιάζουν δηλαδή –, και έτσι με αυτά κρίνει τον χαρακτήρα του Χριστού. Ο διανοούμενός μας λοιπόν, συμφωνεί, ότι ο χριστός είπε μερικά σπουδαία ηθικά διδάγματα, όπως: «μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε», και «όστις σε ραπίσει εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην». Ή ακόμη: «Ει θέλεις τέλειος είναι, υπάγε πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος τοις πτωχοίς» και αρκετά άλλα, τα οποία τα βρίσκει έξοχα μεν, ανεφάρμοστα δε από τους περισσότερους Χριστιανούς και… από τον ίδιο. Ε, λοιπόν; Τι σημαίνει το ότι δεν εφαρμόζονται τα παραγγέλματα του Ιησού; Ότι φταίει ο ίδιος, που τα εθέσπισε;
Το ζήτημα είναι άλλο. Ο Ράσελ βρίσκει αδυναμίες στη διδασκαλία του Χριστού. Και σαν τέτοιες κατονομάζει τις επόμενες. Πρώτον, την πίστη του Ιησού ότι η Β’ παρουσία του θα γινόταν όταν θα ζούσαν οι μαθητές του, πράγμα που δεν έγινε, και άρα, έπεσε έξω… και άρα, δεν ήταν τόσο σοφός όσο άλλοι, και φυσικά, δεν ήταν πάνσοφος, ούτε θεός, ή υιός Θεού.
Είναι ορθή αυτή η αιτίαση του Ράσελ; Έπεσε ο Ιησούς έξω, όταν είπε π.χ. ότι «εισιν τινες των ωδε εστώντων ου μη γεύσωνται θανάτου εως εάν ίδωσιν τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυτού»; Ή, όταν έλεγε «μη μερμνήσετε εις την αύριον, η γαρ αύριον μεριμνήσει εαυτής», προέτρεπε τους μαθητές του έτσι, γιατί πίστευε ότι η Β’ παρουσία του, θα ήταν επικείμενη;
Δυστυχώς, ο Ράσελ δεν εμβάθυνε στη συνάφεια του κειμένου, ούτε στη συνολική διδασκαλία του Ιησού. Αν το έκανε αυτό, θα διαπίστωνε ότι, ο Ιησούς στο πρώτο χωρίο αναφερόταν – όπως το διευκρίνισε χρόνια αργότερα, ο παρών στην μεταμόρφωση του Ιησού, απ. Πέτρος (μαζί με τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο) – ακριβώς στο θαύμα της μεταμόρφωσης, ως πρόγευση της Βασιλείας του Χριστού. Επί λέξει γράφει ο Πέτρος:
«ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος. Λαβών γαρ παρά θεού πατρός τιμήν και δόξαν φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης· ο υιός μου ο αγαπητός μου ουτός εστιν, εις ον εγώ ευδόκησα, και ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν συν αυτώ όντες εν τω αγίω όρει» (Β’ Πέτρου 1:16-18)
Ως προς το δεύτερο εδάφιο, ο Ιησούς προφανώς δεν εννοούσε ότι οι ακόλουθοί του δεν πρέπει να εργάζονται ή να μην ενδιαφέρονται για τα επίγεια καθόλου. Εννοούσε να μην ανησυχούν υπερβολικά στη διάρκεια της ζωής τους, και να μην ζουν με το άγχος και την μέριμνα των αποκτημάτων. «Ζητείτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη του και όλα αυτά θα σας προστεθούν», ήταν τα λόγια του (Ματθ. 6:33). Δίδαξε να προσεύχονται «Ελθέτω η Βασιλεία σου» όχι, επιζητείτε την Β’ Παρουσία μου, η οποία επίκειται…
Άλλωστε, στην εσχατολογική ομιλία του ο Ιησούς διευκρίνισε ότι ούτε οι άγγελοι, ούτε ο ίδιος γνώριζε πότε θα γινόταν το τέλος και η Β’ παρουσία του παρά μόνο ο πατέρας του. Και ότι οι μαθητές έπρεπε να είναι άγρυπνοι όποτε κι αν γινόταν (Ματθ. 24:36, Μαρκ. 13:32).
Το αν οι πρώτοι χριστιανοί πίστευαν ήδη από τον 1ο αιώνα και μετά την εγγύτητα του τέλους, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Πάντως, δεν οφειλόταν στην διδασκαλία του Ιησού, ο οποίος, ως σοφός δάσκαλος, τους προέτρεψε να είναι πάντα άγρυπνοι γιατί, «καθ’ ην ώρα ου δοκείτε (δεν φαντάζεσθε) έρχεται ο υιός του ανθρώπου» (Ματθ. 24)
Στη συνέχεια ο Ράσελ, πριν χρησιμοποιήσει το μέγιστο επιχείρημά του εναντίον της ηθικής του Ιησού, επικαλείται το περιστατικό με τους χοίρους στη χώρα των Γεργεσηνών και την ξηραμένη συκιά, ως μελανά σημεία της προσωπικότητάς του. Ο Ράσελ ήταν πολυμαθέστατος. Τι τον εμπόδισε, άραγε, να μάθει ότι η εκτροφή των χοίρων απαγορευόταν από τον Μωσαϊκό νόμο (Λευιτ. 11:7, Δευτ. 14:8) και, άρα, καλώς επέτρεψε ο Ιησούς τους δαίμονες να εισέλθουν σ’ αυτούς, αφού οι κάτοικοι ήταν άπληστοι, παραβάτες του Νόμου; Και όσο για τη συκιά που διέταξε να ξηρανθεί, θα μπορούσε να μάθει όπως δέχονται όλοι οι καλοί ερμηνευτές, ότι επρόκειτο για μάθημα παραβολής κατά της υποκρισίας των ηγετών του Ιουδαϊκού έθνους. Που ενώ έπρεπε να είχαν πρώιμο καρπό (αφού είχε η συκή φύλλα), δεν είχαν τίποτα. Ήταν άκαρποι…
Το argumentum maximum του Ράσελ κατά της διδασκαλίας του Ιησού, είναι η αποδοχή και διδασκαλία από μέρους του, της κόλασης… Εδώ εστιάζει μια πολύ σοβαρή ατέλεια στον ηθικό χαρακτήρα του Χριστού. Γράφει επί λέξει:
«Είναι βέβαιο ότι ο Χριστός, όπως μας τον περιγράφουν τα Ευαγγέλια, πίστευε πράγματι στην αιώνιο τιμωρία και διαπιστώνει κανείς επανειλημμένα μια εκδικητική μανία εκ μέρους του που στρέφεται εναντίον όσων δεν άκουγαν το κήρυγμά του… δεν θα βρείτε αυτή τη στάση στον Σωκράτη… Δε νομίζω ότι άνθρωπος με αγαθή φύση θα τρομοκρατούσε έτσι τον κόσμο…».
Στη συνέχεια επικαλείται χωρία που αναφέρουν λόγια του Ιησού στη «γέεννα του πυρός» και τη λέξη κόλαση, στην παραβολή των προβάτων και εριφίων, για να καταλήξει ότι αυτή η διδασκαλία είναι απάνθρωπη, προκάλεσε πόνο σε γενεές γενεών και ότι ο Χριστός των Ευαγγελίων ευθύνεται εν μέρει γι’ αυτό.
Όπως προανέφερα, ο Ράσελ διαθέτει ευρυμάθεια. Σε άλλα δοκίμιά του βλέπουμε να παραπέμπει σε ειδικούς Εβραιολόγους (π.χ. Osterley Robinson, Hebrew Religion κ.άλλ.) που μας πληροφορούν ότι οι Εβραίοι προφήτες δίδαξαν, όχι το δόγμα της αθανασίας αλλά την ανάσταση του σώματος. Η αθανασία της ψυχής υπάρχει στον πλατωνισμό, δέχεται ο Ράσελ (σελ. 318).
Αν προσέτρεχε, λοιπόν, στους Εβραιολόγους και τους βιβλικούς λόγιους θα διαπίστωνε ότι ο Ιησούς, δεν μίλησε για αιώνια βάσανα μιας αθάνατης ψυχής σε μια κόλαση αιώνιας φωτιάς – ιδέες της Καθολικής εκκλησίας του Μεσαίωνα που διαμορφώθηκαν κάτω από την επίδραση του Πλατωνισμού. Ο Ιησούς μίλησε για «γέεννα πυρός» ή «κάμινο του πυρός», όπου όλα τα πτώματα των κακούργων και των σκουπιδιών έξω από την Ιερουσαλήμ σε μια τοποθεσία κατακαίονταν και καταστρέφονταν. Η φωτιά εκεί ήταν διαρκής και συντηρούνταν γι’ αυτό το σκοπό. Η λέξη κόλαση, εξάλλου, από το ρήμα κολάζω (=κολοβώνω) σημαίνει αποκοπή (τιμωρία μεταγενέστερα). Αποκοπή από τη ζωή (θάνατος) των εριφίων, που αντιπαραβάλλεται με την αιώνια ζωή των προβάτων. «Κόλασις δέντρων», σημαίνει στην αρχαιότητα, αποκοπή κλαδιών δέντρων. Για το θέμα αυτό παραπέμπω τον αναγνώστη στο εμπεριστατωμένο μελέτημά μου «Στην Κόλαση δεν καίει καμία φωτιά» (tsinikopoulos.org) όπου υπάρχει και η σχετική βιβλιογραφία και το πώς ξεκίνησε και εξελίχτηκε αυτή η διδασκαλία, η οποία ομολογουμένως έκανε μεγάλο κακό στις διάνοιες των ανθρώπων πιστών και άπιστων. Η διδασκαλία επέδρασε αρνητικά στη σκέψη του Δαρβίνου, ο οποίος την προσμέτρησε μαζί με άλλες αδυναμίες της θρησκείας και του θρησκευτικού κατεστημένου για να καταλήξει στον αγνωστικισμό του (βλ. Κάρολος Δαρβίνος οπ. παρ. σελ. 160). Ο περίφημος ιεροκήρυκας του 18ου αι. Ιωνάθαν Έντουαρτς, αναφερόταν συχνά στα κηρύγματά του στο πυρ της κόλασης και της αιώνιας τιμωρίας.
Ο Ιησούς χρησιμοποίησε παραβολική γλώσσα, αλλά δεν πίστευε σε αιώνια κόλαση ψυχών, ούτε σε αιώνια βάσανα, σαδιστικά μάλιστα όπως διατείνεται ο Ράσελ. Ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων, είναι εικονικές παραβολικές φράσεις της τιμωρίας του ασεβούς, και του να απωλέσει κανείς το προνόμιο να απολαύσει αιώνια ζωή, για την οποία προτιμότερο είναι να χάσει κάτι πολύτιμο σαν το μάτι, ή το χέρι. Σημειωτέον ότι, η φράση ο «σκώληξ ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» όπως αποδείχτηκε από την κριτική του κειμένου (πρβλ. Μαρκ. 9:43-47 με Ματθ. 18:9), έχει προστεθεί στο Ευαγγέλιο του Μάρκου δυο φορές από αντιγραφείς και δεν υπάρχει στο πρωτότυπο!
Επιπλέον, ο Ράσελ ατυχώς συγκρίνει τον Ιησού ο οποίος πιστεύει και διδάσκει (και αποδεικνύει δια θαυμαστών έργων) ότι είναι ο υπερκόσμιος «Υιός του ανθρώπου», που έχει υπό τις διαταγές του αγγέλους για να κάνει κρίση, με τον Σωκράτη ο οποίος γνωρίζει ότι είναι μεν σοφός, αλλά γνωρίζει ότι δεν γνωρίζει… (Εν οίδα ότι ουδέν οίδα). Και αντιφάσκει προς εαυτόν, με το να αναγνωρίζει τον Σωκράτη ή τον Βούδα ως ιστορικά πρόσωπα χωρίς επαρκή στοιχεία, αλλά τον Ιησού ως μη ιστορικό…
Πριν κλείσω, δυο-τρεις παρατηρήσεις ακόμη:
Ο Ράσελ παραβιάζει τον κανόνα που προτείνει: Να συμπεραίνετε βάσει δεδομένων. Ο Μπέρτραντ Ράσελ συγχέει σε σημαντικό βαθμό στις επικρίσεις του, τον γνήσιο χριστιανισμό του Ιησού, με τον γνωστό ιστορικό χριστιανισμό. Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι η χριστιανική θρησκεία, καθώς έχει οργανωθεί στις εκκλησίες, υπήρξε και παραμένει ακόμη ο κυριότερος εχθρός της ηθικής προόδου, φθάνει στο άλλο άκρο, καταλήγοντας στον γενικό αφορισμό: Η ανθρωπότητα μπορεί να βρίσκεται στο κατώφλι μιας χρυσής εποχής· αλλά είναι αναγκαίο πρώτα να σκοτώσουμε τον δράκο που φυλάει την πύλη, κι αυτός ο δράκος είναι η θρησκεία (σελ. 132,264).
Αυτές οι δηλώσεις, είναι δηλωτικές της απαξιωτικής κρίσης του εναντίον της πολιτισμικής σημασίας και του ρόλου της θρησκείας, αν και, μια κριτική του τρόπου λειτουργίας της με τους εκπροσώπους της, ποτέ δεν είναι άκαιρη και επιβάλλεται. Ο Αϊνστάιν τοποθετήθηκε πολύ καλύτερα λέγοντας ότι «επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι χωλή και θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή» (Ο σημερινός κόσμος, εκδ. Μαρή σελ. 28). Σε κάποια σημεία βέβαια, ο Ράσελ έχει δίκιο, όταν βλέπει τους κατ’ επίφαση χριστιανούς (κληρικούς και λαϊκούς) να ενεργούν τελείως διαφορετικά από τη διδαχή του Ιησού. Και θα συμφωνήσουμε μαζί του για τις πασιφιστικές του ιδέες, που είναι και χριστιανικές θέσεις.
Από αυτό το σημείο όμως, μέχρι του να φτάσει κανείς να υποστηρίξει αυτό που υποστηρίζει η κόρη του, στα απομνημονεύματά της, ότι επειδή ήταν φιλειρηνιστής, ήταν «ιδιοσυγκρασία βαθύτατα θρησκευτική και φλογερός ηθικολόγος που σε μια ευλαβέστερη εποχή θα γινόταν άγιος(!)» (σελ. 11), υπάρχει νομίζω, μεγάλη απόσταση και εσφαλμένη κρίση. Μπορούμε μαζί με τον Αναστάση Βιστωνίτη (Εφημ. ΒΗΜΑ 30/8/2020 σελ. 17, με τίτλο: Μπέρτραντ Ράσελ, Επιφανής διανοούμενος) να διερωτηθούμε: Ένας ηθικολόγος που έκανε τέσσερις γάμους, που είχε αμέτρητες ερωμένες και ανήκε στον Κύκλο του Μπλούσμπερι, τι σόι ηθικολόγος ήτανε;
Όπως και να έχει το θέμα, ο Ράσελ άσκησε κριτική, έγραψε πολλά, μίλησε για πολλά και για τις ιδέες του που άλλες μπορούν να θεωρηθούν ορθές και άλλες εσφαλμένες ή υπερβολικές. Άλλωστε και ο ίδιος δεν είχε εμπιστοσύνη στις ιδέες του, γι’ αυτό και είπε: «Δεν θα πεθάνω ποτέ για τις ιδέες μου, γιατί μπορεί να κάνω και λάθος». Αυτή είναι η πιο διάσημη φράση του.