Αφιερωμένο στον Κ. Σ.
Στο μεγάλο στάδιο της Σιδώνος, του φημισμένου λιμανιού της Μεσογείου, το πλήθος παραληρούσε από το θέαμα. Οι ιερείς της θεάς Κυβέλης, πρόσφερναν και πάλι το μοναδικό θέαμα που απ’ τα τέσσερα άλφα της γης οι φανατικοί θαυμαστές ερχόταν να απολαύσουν. Μετά την καθιερωμένη θυσία στη θεά, δέκα ιερείς θηλυστολούντες ευνούχοι, στέκονταν στο κέντρο του στίβου και επιδίδονταν στο γνωστό αλγολαγνικό τους όργιο προς τέρψη του κοινού: Μ’ ένα μαστίγιο που τα νεύρα του κατέληγαν σε αγκαθωτά βαρίδια για να πληγώνουν και να ματώνουν, με τα προστηθίδιά τους, να φούσκωναν σαν ψεύτικα θηλυκά στήθη, αυτομαστιγώνονταν. Οι ιαχές και οι κραυγές τους ακούγονταν σ’ όλο το στάδιο και μέχρι έξω σε κάποια απόσταση, όταν δεν καλύπτονταν απ’ τους αλαλαγμούς του πλήθους.
Ο Φλάβιος Κόιντος Φάλκος, ο βετεράνος Ρωμαίος χιλίαρχος μπήκε στο στάδιο, όταν άρχιζε το δεύτερο θέαμα, το πιο εντυπωσιακό. Είχαν μπει σε πομπή είκοσι ιερείς, μοναχοί λάτρεις της θεάς, κίναιδοι, με μουσική υπόκρουση. Ο ένας μετά τον άλλο με ιερουργική τελετή που καθήλωνε τα πλήθη ευνουχίζονταν με τα ίδια τους τα χέρια. Απόκοπταν τα «γεννητικά τους όργανα» και τα πετούσαν στα πλήθη που επευφημούσαν! Πολλοί σηκώνονταν όρθιοι και σπρώχνονταν ο ένας με τον άλλον για να μπορέσουν ν’ αρπάξουν ένα κομμάτι απ’ τα κομμένα μέλη τους. Μια γυναίκα καθισμένη μπροστά από το Ρωμαίο χιλίαρχο, σε μια προσπάθεια, άρπαξε ένα κομμάτι που... προσγειώθηκε κοντά στα πόδια της, πριν προλάβει να της το πάρει κάποια άλλη από δίπλα. Πίστευε ότι της χρειαζότανε σαν φυλακτό για να είναι σίγουρη πώς θα εξακολουθούσε να είναι γόνιμη...
Ο Φάλκος, κοιτούσε με κάποια έκφραση αηδίας το θέαμα. Ήταν αναποφάσιστος να πάει να μην πάει να ξαναδεί το θέαμα τούτο, που το είχε δει πριν από χρόνια. Τότε όμως, ήταν πιο νέος, νέος και αρτιμελής. Από τότε που μπλέχτηκε σ’ αυτόν τον καταραμένο πόλεμο με τους Πάρθους, έφαγε πολλά χρόνια για να τους απωθήσει απ’ τη Συρία και απ’ τα παράλια της Μικρός Ασίας, κάθε φορά που αγριεμένοι και παραθρασεμένοι επιτίθονταν. Νόμιζαν πώς μπορούσαν να τα βάλουν με τις σιδερόφρακτες ρωμαϊκές λεγεώνες, με το Ιτηρθπυτη Ροιπαηυιη (;;;). Τελικά, αναχαιτίστηκαν και αποκρούστηκαν και αποδεκατίστηκαν. Αυτό όμως στοίχισε τη ζωή σ’ εκατοντάδες Ρωμαίους στρατιώτες... Ο Φλάβιος Κόιντος είχε εκτός από μια ουλή στο δεξί μάγουλο, μια χειρότερη οδυνηρή ανάμνηση. Στην τελευταία μάχη, σε μια σκληρή αναμέτρηση, κάποιος σωματώδης Πάρθος με τον πέλεκύ του, τού,, κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο δεξί του χέρι... Παρά τις προσπάθειες των Ρωμαίων γιατρών, στάθηκε αδύνατο στο πρόχειρο ιατρείο του στρατοπέδου να του το σώσουν. Το χέρι κόπηκε από τον βραχίονα... Δέκα χρόνια από τότε ο Φάλκος, είχε αποτραβηχτεί από το στρατό και από τη διοίκηση, προτιμούσε τώρα, να ζει στην Καισάρεια, σε μια έπαυλη που η τύχη τού χάρισε. Την κληρονόμησε από τον ζάπλουτο και άτεκνο θείο του, τον Μάρκους Σεκούνδο που για ένα διάστημα ήταν και συγκλητικός στη Ρώμη. Ο Σεκούνδος είχε πεθάνει και ο μόνος κληρονόμος του ήταν ο Φλάβιος Φάλκος. Ο Κόιντος, μέτριου αναστήματος και αρρενωπός, με θεληματικό πηγούνι, είχε αποφασίσει να ζήσει ήσυχα πια τη ζωή του. Το χρόνο του τον μοίραζε στο διάβασμα, και σε κάποια ταξίδια στις γύρω πόλεις. Επεκτείνονταν κατά διαστήματα στην Σεπφωρίδα και τις πόλεις της Δεκάπολης, τη Σκυθόπολη ιδιαίτερα, όπου ένιωθε πάντα Ρωμαίος, περιφερόμενος στους δρόμους και βλέποντας τα ελληνο-ρωμαϊκά σεβάσματα, τους βωμούς, τους αφιερωμένους στον Γιούπιτερ και τη Μινέρβα. Μερικές φορές, κατηφόριζε προς την Σαμάρεια και την Ιερουσαλήμ, αλλά δεν έμενε πολλές μέρες. Τον κούραζε εκείνος ο εβραϊκός συρφετός, ο ξεχυμένος στους δρόμους, ιδιαίτερα τις μέρες των γιορτών του, με τις φωνές του, με τους φανατισμούς του, με τα ξεσπάσματά του και τα πισώπλατα μαχαιρώματα των σικάριων. Ο Ρωμαίος προκουράτορας Πόντιος Πιλάτος είχε πολλά προβλήματα με δαύτους... και ήταν υποχρεωμένος να ενισχύει τη φρουρά του τακτικά. Πιο πολύ τού άρεζε να επισκέπτεται την Αντιόχεια της Συρίας και την Καισάρεια Φιλίππου, την πόλη που ήταν χτισμένη στις παρυφές του όρους Αερμών, εκεί όπου υπήρχε ο ναός του Πάνα, περνώντας μέσα από τα εύφορα εδάφη της Γαλιλαίας.
Βαριεστημένος και κάπως προβληματισμένος, άφησε διακριτικά τους άλλους Ρωμαίους που κάθονταν δίπλα του, ζήτησε από τον ιπποκόμο να του φέρει το άλογό του και να τον βοηθήσει να ιππεύσει, μια και το χέρι του δεν τον βοηθούσε πάντα... Ήθελε να φτάσει μια ώρα πιο μπροστά στην έπαυλή του, να ησυχάσει. Έφτασε σχεδόν νύχτα.
Δεν είχε προλάβει να φτάσει, όταν ακούστηκαν βήματα πίσω του από οπλές αλόγου. Γύρισε κι αμέσως αναγνώρισε τον εκατόνταρχο του ιταλικού τάγματος, Κορνήλιο, που παλιότερα ήταν υπό τις διαταγές του. Οι δύο άντρες αλληλοχαιρετήθηκαν εγκάρδια. Ο Κόιντος τον προσκάλεσε να περάσει μέσα στο σπίτι του. Μπήκαν, και οι υπηρέτες αμέσως προσέφεραν στον επισκέπτη μια κούπα με κρασί. Άναψαν τις λυχνίες και αποσύρθηκαν μ’ ένα νεύμα του Κόιντου.
«Λοιπόν τι καλά νέα μας φέρνεις, Κορνήλιε», ρώτησε με ενδιαφέρον ο Κόιντος. «Μα τους θεούς, μου φαίνεσαι ίδιος κι απαράλλαχτος. Σα να μη περνάει ο χρόνος από πάνω σου».
«Τίποτε το ιδιαίτερο, Κόιντε», απάντησε με ήρεμο ύφος ο δεύτερος. Τα πράγματα όμως, δε μου φαίνονται ήσυχα. Πολύ φοβάμαι πώς θα ξεσπάσουν ταραχές στην Ιουδαία... Είναι μια χώρα που βράζει από μικροεπαναστάσεις, και ληστοσυμμορίες. Είναι χωρισμένοι σε φατρίες που αλληλομάχονται. Κάποια στιγμή πρέπει να επιβληθεί η τάξη της Ρώμης παντού... Η Pax Romana. Δε νομίζεις Κόιντε;»
«Αυτό νόμιζα κι εγώ πριν από χρόνια», απάντησε ο Φάλκος.
«Πολέμησα με θάρρος κι αυταπάρνηση. Και ιδού το έπαθλο!» είπε, δείχνοντας το κομμένο του χέρι... «Ας μπορούσα να το είχα, και θα ριχνόμουνα πάλι στη μάχη να ξεριζώσω κι εγώ τα χέρια των εχθρών του Καίσαρα..., των εχθρών μας...» Είχε αποσυρθεί από το στρατό ο Χιλίαρχος, αλλά το μίσος, δεν είχε αποσυρθεί απ’ την καρδιά του... το ’βλεπες στα μάτια του να σπιθίζει, όταν μιλούσε.
«Έχω ακούσει για κάποιον στη Γαλιλαία, τον Γιεχόσουα μπεν Γιοσέφ, μάγο τον αποκαλούν μερικοί, προφήτη κάποιοι άλλοι, που κάνει θαύματα, θεραπεύει χωλούς, τυφλούς, σακάτηδες κάθε είδους και...»
«Σιγά, και να μη κάνει και χέρια να φυτρώνουν», ακούστηκε σαρκαστική η φωνή του χιλίαρχου... «Αυτό θες να μου πεις:»
Ο Κορνήλιος δίστασε να συνεχίσει...
«Ακούσε Κόιντε», του είπε με χαμηλωμένη τη φωνή. «Εγώ τους συμπαθώ τους Εβραίους, όχι όλους, βέβαια. Αλλά πώς να το πω, τους συμπαθώ. Βρίσκω τη θρησκεία τους πιο ρεαλιστική απ’ τη δική μας. Πιστεύουν σ’ ένα Θεό—όχι σε πολλούς. Αλλά αυτά που ακούω να λέγουν γι’ αυτόν το Ναζωραίο με αφήνουν έκπληκτο. Αυτός δεν κάνει μόνο θαύματα «σημεία και τέρατα», όπως λεν. Αυτός μιλάει για έναν Θεό πατέρα όλων των ανθρώπων μιλάει για αγάπη όλων προς όλους— αγάπη και για τους εχθρούς μας ακόμη και συγχωρητικότητα...»
«Αγάπη στους εχθρούς μας, σημαίνει αφανισμό της Ρώμης», απάντησε ο χιλίαρχος προφέροντας αργά-αργά κάθε του λέξη.
«Αγάπη και δύναμη δεν συμβαδίζουν. Όπου υπάρχει δύναμη είναι άχρηστη η αγάπη. Και όπου υπάρχει αγάπη, φεύγει η δύναμη... Εγώ ήθελα δύναμη. Την είχα κάποτε αλλά οι θεοί αλλιώς αποφάσισαν για μένα... Βέβαια δεν έχω παράπονο η Ρώμη με τίμησε με το παραπάνω». Τα χαρακτηριστικά του φαίνονταν πιο σκληρά, καθώς βηματίζοντας απομακρύνονταν από το λυχνοστάτη και οι σκιές πολλαπλασιάζονταν πάνω του.
«Εγώ λέω να πάμε μια μέρα μαζί να ακούσουμε ένα απ’ τα κηρύγματά του σε μια λοφοπλαγιά της Γαλιλαίας».... αποκρίθηκε ο Κορνήλιος κάνοντας πώς δεν ακούει αυτά που συνέχιζε να λέει ο Κόιντος... «Εκεί κηρύττει συνήθως ο Γαλιλαίος με το γαλήνιο βλέμμα. Μπορεί να σε θεραπεύσει κιόλας... αφού μπορεί και νεκρούς ν’ αναστήσει, όπως λεν. Κάποιες φήμες λένε, ότι ανέστησε το γιο μιας χήρας στη Ναΐν... Πάντως, θεράπευσε και το δούλο ενός εκατόνταρχου που ήταν παράλυτος στη Καπερναούμ, όπως ακούστηκε. Αλλά ο εκατόνταρχος, ο συνάδελφός μου ο Ρούφος, είχε πίστη σ’ αυτόν τον παράξενο Γαλιλαίο, ότι μπορούσε να θεραπεύσει το δούλο του. Και ο Γεχόσουα παραξενεύτηκε και θαύμασε την πίστη του Ρούφου, τον έκανε καλά τον δούλο του, χωρίς να τον δει, πριν επιστρέφει στο σπίτι του ο Ρούφος».
Ο χιλίαρχος δεν απάντησε. Φάνηκε συλλογισμένος. Πίστη, μονολόγησε, πίστη, σε τι; Σ’ έναν άγνωστο θαυματοποιό και στον άγνωστο Θεό του; Και οι Ρωμαίοι θεοί; Ο Γιούπιτερ, ο Κρόνος, ο Ιανός, η Γιούνο, όλοι αυτοί που αυτός λάτρευε και όλοι οι Ρωμαίοι ήταν ψεύτικοι;
«Όχι Κορνήλιε, σ’ ευχαριστώ δε μπορώ να ’ρθω μαζί σου. Δε πιστεύω σ’ αυτά πού λέν’ και πάνω απ’ όλα δεν πιστεύω σε φλυαρίες γυναικών, ότι τάχα ο Ιησούς αυτός, μπορεί ν’ αναστήσει νεκρούς. Και να το δω ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω... Σε αγύρτες δεν πιστεύω. Πιστεύω σ’ ό,τι βλέπω και στη λογική. Και η λογική μού λέει πως οι νεκροί δεν ξαναζωντανεύουν, εκτός κι αν είναι φαινομενικά νεκροί...»
Ο Κορνήλιος σηκώθηκε. Κατάλαβε πως η συζήτηση έφτανε σε αδιέξοδο. Χαιρέτισε με σεβασμό τον χιλίαρχο κι έφυγε.
Εκείνο το βράδυ ο Κόιντος πήρε στα χέρια του να διαβάσει την διατριβή του Μάρκου Τίλιου Κικέρωνα Περί της φύσεως των Θεών, αφού είχε τελειώσει Περί φιλίας έργο του. Του άρεζε ο Κικέρων, για τον φιλοσοφικό του σκεπτικισμό, γιατί δεν δεχότανε αλήθειες, αλλά μόνο πιθανότητες. Κουράστηκε και, κάποια στιγμή, έσβησε το λυχνάρι, που τον φώτιζε. Έγειρε να κοιμηθεί στο άνετο κρεβάτι του... Αλλά μέσα στον ύπνο του τον απασχολούσε ο άγνωστος αυτός μάγος που μιλούσε γι’ αγάπη και στους εχθρούς ακόμη. Μάγος που να μιλάει γι’ αγάπη; Λόγια, λόγια είπε. «Όπου υπάρχει δύναμη δεν χρειάζεται αγάπη», μονολόγησε, κι αποκοιμήθηκε...
Είχαν περάσει πέντε χρόνια περίπου. Τόσα είχε να δει τον Κορνήλιο ο χιλίαρχος. Τον ξανασυνάντησε μια μέρα στην παραλία της Καισάρειας φανερά αλλαγμένο. Το πρόσωπό του έλαμπε...
Με την καλημέρα, ο Κορνήλιος άρχισε να του μιλάει ακατάπαυστα για τον Γιεχόσουα, τον Ιησού το Ναζωραίο, και για τον απόστολό του τον Σίμωνα Πέτρο που τον γνώρισε από κοντά στην Ιόπη. Είδε λέει κι ο ίδιος θαύματα από τον Πέτρο, μια και δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον μεγάλο εκείνο Γαλιλαίο από κοντά. Οι Ιουδαίοι εχθροί του της Ιερουσαλήμ, οι Φαρισαίοι και ο αρχιερέας ο Καϊάφας είχαν φροντίσει να τον εξοντώσουν. Γιατί ήταν εμπόδιο στις φιλοδοξίες και στη θέση τους. Ο Ιησούς κήρυττε την αγάπη και την ταπεινοφροσύνη, να γίνουν σαν μικρά παιδιά για να μπουν στη βασιλεία των ουρανών. Αλλά οι Φαρισαίοι αγαπούσαν τις πρωτοκαθεδρίες και την ειρήνη του τόπου, με την πλήρη υποταγή των Ιουδαίων στους Ρωμαίους. Τι να την έκαναν την αγάπη; Ήταν επικίνδυνη η διδασκαλία αυτή, όπως επικίνδυνα ήταν και τα θαύματα του Ιησού. Γιατί απόδειχναν ότι η διδασκαλία του ήταν αληθινή και αυτός σάμπως όχι από τον κόσμο εκείνο. Τον σταύρωσαν τον δίκαιο έξω απ’ την Ιερουσαλήμ... στο Γολγοθά. Το αίμα του όμως έγινε σπόρος που χάριζε πνευματική ζωή και ανάταση και ελπίδα σε χιλιάδες. Ο Θεός τον ανέστησε απ’ τους νεκρούς... τον Ιησού. Αυτό ήταν το μήνυμα του μαθητή του Ιησού του Πέτρου, και το είχε πιστέψει ο Κορνήλιος. Μάλιστα έζησε και το θαύμα της γλωσσολαλιάς. Έφθασε να μιλάει ο ίδιος και η οικογένειά του ξένες γλώσσες που ο ίδιος δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε... Βαφτίστηκε κι έγινε Χριστιανός. Ακολουθούσε την Οδό...
Όλα αυτά τ’ αφηγούνταν με τόση ζωντάνια και πάθος ο Κορνήλιος που ο χιλίαρχος σάστισε...
«Τι είναι αυτό που κρατάς, στα χέρια σου;», ρώτησε τον Κορνήλιο ξαφνικά ο Κόιντος.
«Ένας πάπυρος που ’χει γραμμένα μερικά απ’ τα λόγια του Ναζωραίου», απάντησε αυθόρμητα ο Κορνήλιος. «Τα ’γράψε ένας μαθητής του. Να σου διαβάσω ένα;», ρώτησε, και πριν προλάβει ν’ αντιδράσει ο χιλίαρχος, τον ξετύλιξε με προσοχή κι άρχισε να διαβάζει τυχαία: «Αυτός που πιστεύει σε μένα, θα κάνει θαύματα σαν και τα δικά μου και μεγαλύτερα από τα δικά μου θα κάνει».
«Δος μου τον πάπυρο» έκανε ο χιλίαρχος. «Θέλω να τον διαβάσω. Ξέρω αρκετά καλά Ελληνικά, το ξέρεις». Ο Κορνήλιος δίστασε μια στιγμή. Ύστερα τον εμπιστεύτηκε. «Διάβασέ τον» είπε «και μου τον επιστρέφεις σε λίγες μέρες».
Ο χιλίαρχος επέστρεψε στο σπίτι του συλλογισμένος. Ξετύλιξε τον πάπυρο κι άρχισε να διαβάζει. Καθώς διάβαζε απορροφήθηκε τόσο, πού ξεχάστηκε τελείως. Μια γλυκιά μελωδία έβγαινε από τα λόγια αυτά, πρωτόγνωρα μηνύματα που κατέστρεφαν τη μάντρα του εγωισμού, όπου ο άνθρωπος είναι κλεισμένος. Λόγια που απλώνονταν στην καρδιά κι εμφυσούσαν πίστη στον αναγνώστη.
«Τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λελάληκα ὑμῖν πνεῦμά ἐστιν καὶ ζωή ἐστιν».
«Εργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον».
«Αγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς»...
«Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ.».
«Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν».
«Σίμων Ἰωάννου, ἀγαπᾷς με πλέον τούτων;»
Αγάπη, αγαπάτε, αγάπη, αγαπάτε, σας ηγάπησα... αγαπάς με...
Παραξενεμένος ο χιλίαρχος, άρχισε να μετράει πόσες φορές υπήρχε η λέξη αγάπη και το αγαπώ σ’ αυτόν τον πάπυρο... Μια, δύο, τρεις, δέκα, είκοσι. Αγάπη, λοιπόν κήρυττε ο Ναζωραίος. Μα αν έχεις αγάπη όπως εκείνος αυτό μπορεί να σου στοιχίσει τη ζωή, όπως έγινε με εκείνον. Αλλά ίσως μπορεί ν’ αλλάξει και τη δική σου ζωή! Να σε μάθει να ζεις με νόημα, συλλογίστηκε. Να γίνεις ταπεινός. Συγχωρητικός. Να βλέπεις τους ανθρώπους σαν αδέλφια, όπως τους έβλεπε ο Ναζωραίος, που μιλούσε για έναν ουράνιο πατέρα. Να μη βλέπεις στρατούς, μαχαίρια, θυρεούς, σπαθιά, λεγεώνες, λάβαρα με αετούς, Γαλάτες, Πάρθους, εχθρούς. Να μάθεις ν’ αγαπάς τους ανθρώπους και τους εχθρούς, ναι και τους εχθρούς. Μήπως ξέρουν τι κάνουν οι άνθρωποι; Γιατί είναι εχθροί; «Οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν». «Εγώ», συλλογίστηκε, «χρόνια πολεμούσα τους Πάρθους και οι Πάρθοι εμένα. Γιατί όμως; Για τη δόξα του Καίσαρα. Για το ;;;. Για την Pax Romana. Ούτε τους ήξερα, ούτε με ήξεραν. Εγώ σκότωσα πολλούς στη μάχη. Κι αυτοί πολλούς Ρωμαίους. Με σακάτεψαν κι εμένα... Αν είχα και τα dyo μου χέρια, ίσως συνέχιζα να τους πολεμώ αυτούς ή κάποιους άλλους εχθρούς αλλά ‘όποιος πάρει μάχαιρα, από μαχαίρι θα απολεσθεί’, είπε ο Γαλιλαίος. Και πόσο δίκιο είχε...» Ο Κόιντος σταμάτησε για λίγο το διάβασμα και τις σκέψεις του.
Την επομένη μέρα άρχισε να ξαναδιαβάζει πιο αργά. Το ίδιο και τη μεθεπόμενη... Για πρώτη φορά στη ζωή του ο χιλίαρχος άρχιζε να νιώθει μια γαλήνη στην ψυχή του. Σαν να είχε ξαλαφρώσει... Το μίσος που ήταν κρυφοφωλιασμένο μέσα του, ένιωθε να αργοσβήνει. Ν’ αφαιρείται σιγά-σιγά, το ξίφος του μίσους από την καρδιά του, αυτό που χρόνια το φύλαγε για εκδίκηση. Ξαναδιάβασε τα λόγια «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει...»
Μεγαλύτερα θαύματα, σκέφτηκε. Αλλά μεγαλύτερα απ’ αυτά που έκανε Αυτός; Μεγαλύτερα από ανάσταση νεκρών; Κάποια στιγμή αναπήδησε! Μήπως αυτό είναι το μεγαλύτερο θαύμα; Πού τα λόγια του, αφαιρούν το μίσος απ’ τις καρδιές, των ανθρώπων και σε κάνουν να τα μεταδώσεις στους άλλους, όπως ο Κορνήλιος σε μένα; Μήπως;
Ο Κόιντος τύλιξε με γαλήνιο βλέμμα τον πάπυρο προσεχτικά. Το πρόσωπό του τώρα έλαμπε.. σαν του Κορνήλιου...