Ξέρω πολύ καλά πως σχεδόν δεν υπάρχει
ούτε ένα σημείο του βιβλίου μου όπου δεν
θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν γεγονότα
που συχνά φαίνεται να οδηγούν σε
συμπεράσματα φαινομενικά αντίθετα
από εκείνα που κατέληξα εγώ.
Κάρολος Δαρβίνος
Ακόμα δεν έχει καταλαγιάσει ο απόηχος από τον περυσινό εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννηση του Δαρβίνου και 150 από τη δημοσίευση του πολύκροτου βιβλίου Η καταγωγή των ειδών. Ο Κάρολος Δαρβίνος, παρά την σφοδρή πολεμική που δέχτηκε αρχικά για τη θεωρία του, αναδείχτηκε, τελικά, ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη επιρροή στο Δυτικό κόσμο—και όχι μόνο—σε σημείο που, ο επίγονός του, ο δεδηλωμένος αθεϊστής Richard Dawkins, ο επωνομασθείς σύγχρονος Δαρβίνος, να προτείνει ν’ αλλάξει το σύστημα χρονομέτρησης και αντί για π.Χ. και μ.Χ. που χρησιμοποιούμε με βάση τη γέννηση του Χριστού στον πολιτισμένο κόσμο, να εισαχθούν τα σύμβολα, π.Δ. και μ.Δ.(αρβίνου)!
Πολλά ερωτηματικά εγέρθηκαν μετά τη δημοσίευση του έργου Η καταγωγή των ειδών, και πολύ περισσότερα, μετά τη δημοσίευση του άλλου σκανδαλώδους για την εποχή του Η καταγωγή του ανθρώπου. (1871). Πολλά παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστα και μέχρι σήμερα, και πολλά ερωτηματικά για την ορθότητα αυτής της θεωρίας, αν και, η διεθνής επιστημονική κοινότητα την έχει αποδεχθεί, γνωρίζοντας βέβαια, και τα κενά και τις αδυναμίες της. Ο σύγχρονος Νέο-Δαρβινισμός, που είναι το κρατούν επιστημονικό μοντέλο ή παράδειγμα, διατηρεί το όνομα του Δαρβίνου, αλλά μικρή σχέση έχει με τον φέροντα το όνομα. Από τα τρία κύρια πολεμικά άλογα του Δαρβίνου—κατά τον Νικήτα Λανιέρη—τη φυσική επιλογή, τον αγώνα για τη ζωή και την κληρονομικότητα των αποκτημένων χαρακτήρων, τα δύο έχουν σήμερα σχεδόν ψοφήσει ενώ το τρίτο έχει μετατραπεί σε πράο γαϊδουράκι…
***
Ο πρώτος που αποδυνάμωσε τη δαρβίνεια θεωρία, δεν ήταν κάποιος φυσιοδίφης της ολκής του Κουντρέφας ή του Louis Agassiz (1807-1873), αλλά ο ίδιος ο Δαρβίνος. Σε σημείο μάλιστα, ώστε πολλοί ιστορικοί της επιστήμης όπως ο P. Thuiller, ν’ αναρωτηθούν πόσο Δαρβινιστής ήταν ο ίδιος. Και τούτο, διότι, διατηρούσε πολλές επιφυλάξεις για την ορθότητα των συμπερασμάτων του και χρησιμοποίησε όχι λιγότερο από 800 φορές—όπως υπολογίστηκε—εκφράσεις πιθανολογικού χαρακτήρα όπως: ίσως, μπορεί, αν, πιθανόν, ενδέχεται, πιστεύω, φαίνεται, θα πρέπει, μπορούμε να υποθέσουμε, είμαι διατεθειμένος να πιστέψω, κάποιος με διαβεβαίωσε, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, και άλλες. Ο Δαρβίνος δεν απέδειξε τη θεωρία του πειραματικά, ώστε να εκφύγει των ορίων της υπόθεσης. Απλά υπέδειξε, πως θα μπορούσε ίσως να προέλθει όλη η βιοποικιλότητα από μια αρχική μορφή, χρησιμοποιώντας εκ των υστέρων κάποιες παρατηρήσεις του, αλλά με οδηγό περισσότερο τη φαντασία του, παρόλο που δεχότανε ότι για να φθάσουμε σε ένα ορθό συμπέρασμα, έπρεπε η «λογική να επιβληθεί στη φαντασία». Απ’ την άλλη, συχνά ομολογούσε τα τεράστια κενά, τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, και την άγνοια για τους νόμους της μεταβολής (όπως τους χαρακτήριζε). «Ούτε ένα στα εκατό δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως είναι δυνατό να βρούμε μια εξήγηση γιατί τούτο ή εκείνο το μέρος μεταβλήθηκαν» (σελ. 169).
Ο Δαρβίνος φυσικά, υπήρξε παιδί της εποχής του. Για να τον καταλάβει κανείς, θα πρέπει να τον τοποθετήσει στα ανάλογα κοινωνικά και πολιτιστικά πλαίσια και σ’ αυτά να τον εντάξει. Είναι γνωστό ότι την θεωρία περί εξελίξεως των ειδών (λέξη που ο Δαρβίνος χρησιμοποίησε μόνο στην 5η έκδοση του πρώτου βιβλίου του), την υιοθέτησε από τους προγενέστερους Έρασμο Δαρβίνο (παππού του), τον Jean-Baptiste Lamarck και άλλους, και τον πολύ αρχαιότερο Αναξίμανδρο (610—547 π.Χ.), που εδίδασκε ότι «εξ αλλοειδών ζώων (και ιχθύων) προήλθε ο άνθρωπος» και από τον Εμπεδοκλή (495—435 π.Χ.).
Είναι γνωστό επίσης, ότι αποφασιστικό ρόλο για τον σχηματισμό του πυρήνα της θεωρίας του, που είναι η φυσική επιλογή (έκφραση που υιοθέτησε με δισταγμό) ή η επιβίωση του ισχυρότερου (έκφραση που προήλθε από τον Herbert Spencer και σχεδόν τού επιβλήθηκε), έπαιξαν η οικονομική θεωρία του Thomas Robert Malthus (1766-1834), η θεωρία του ομοιομορφισμού του Charles Lyell (1797-1875) και η τεχνητή επιλογή, που ο ίδιος έθεσε ως πρότυπό του. Αγνοώντας τους νόμους της κληρονομικότητας του Mendel (1822-84) που διατυπώθηκαν από τον Αυστριακό μοναχό μετά τον θάνατόν του, ο Δαρβίνος, πίστευε στη θεωρία της παγγένεσης ότι, δηλαδή, οι επίκτητες ιδιότητες κληρονομούνται, και έδινε μεγάλη σημασία στη φυσική δύναμη της συσσώρευσης των μικρών παραλλαγών.
Για να υποστηρίξει τη φυσική επιλογή, στηρίχτηκε και σ’ άλλες δευτερεύουσες θεωρίες, όπως τη σεξουαλική επιλογή, την προσαρμογή και άλλες.
Συνέλαβε με την φαντασία του μια θεωρία, και μετά αναζητούσε πειστήρια και τεκμήρια στη φύση για να την τεκμηριώσει. Διότι, όπως έγραφε στον Lyell, «με το κριτήριο των αποδείξεων οι φυσικές επιστήμες δεν θα σημείωναν καμιά πρόοδο καθόσον είμαι πεπεισμένος ότι χωρίς θεωρία δεν θα μπορούσε να υπάρξει παρατήρηση». Σ’ άλλη περίπτωση έγραψε: «Πάντα έβλεπα την φυσική επιλογή ως μίαν υπόθεση που, καθώς εξηγεί πολλές διαφορετικές κλάσεις γεγονότων, αξίζει να καταχωρηθεί ως μια θεωρία άξια αναγνώρισης». Φυσικά, είχε πολλούς ενδοιασμούς, επιφυλάξεις και παλινωδίες. Γι’ αυτό και έγραψε: «Η ιδέα πως ένα ψάρι μεταμορφώνεται σ’ ερπετό είναι τερατώδης». Και σε μια επιστολή του προς τον Bentham, λίγα χρόνια μετά την πρωτοδημοσίευση του βιβλίου Η καταγωγή των ειδών, επεσήμανε: «Η πίστη (sic) στη φυσική επιλογή πρέπει τώρα να βασίζεται μόνο σε γενικές απόψεις… Όταν φτάνουμε στις λεπτομέρειες… δεν μπορούμε ν’ αποδείξουμε πως άλλαξε ούτε ένα είδος. Ούτε μπορούμε ν’ αποδείξουμε πως οι υποτιθέμενες αλλαγές είναι ευνοϊκές, πράγμα που αποτελεί το θεμέλιο λίθο της θεωρίας» (βλ. Δαρβίνου, Βίος και Επιστολές, εκδ. Francis Darwin, τομ. 2ος σελ. 210).
Τα παραπάνω, λίγο πολύ, είναι ίσως γνωστά στους περισσότερους. Κάποια άλλα όμως δεν είναι και τόσο γνωστά. Και σ’ αυτά εδώ επικεντρώνομαι. Ο Δαρβίνος όπως προανέφερα, παιδί της εποχής του, ξεκίνησε να σπουδάσει θεολογία και ιατρική, στα πρώτα βήματα της φοίτησής του, αλλά απέτυχε και στα δυο. Δεν τον έλκυαν οι κλάδοι αυτοί. Αντίθετα, τον έλκυε η εξερεύνηση της φύσης. Γι’ αυτό, χωρίς ν’ αποκτήσει κάποια ειδικότητα, ταξίδεψε για μεγάλο διάστημα με το ιστιοφόρο Beagle κι έγινε φυσιοδίφης.
Η άγρια φύση στα νησιά Γκαλαπάγκος και οι σπίνοι με την ποικιλότητα των ραμφών τους, καθώς και άλλες παρατηρήσεις, άναψαν τη φαντασία του. Στο καράβι μελετούσε τη Βίβλο, και έλεγε ρητά της. Έδειχνε ακόμη σεβασμό στη χριστιανική θρησκεία.
Ωστόσο, όταν επέστρεψε στην Αγγλία, καθώς συνέχιζε τις έρευνές του χωρίς να καταλήγει πουθενά, προχώρησε σε κάποια άλλα βήματα. Παντρεύτηκε την εξαδέλφη του Emma Wedgwood, η οποία διέθετε τεράστια περιουσία και του χάρισε οικονομική άνεση, ώστε να έχει την δυνατότητα να μην εργάζεται και ν’ ασχολείται με τις έρευνές του. Η Emma, χάρισε επίσης στον ήπιου χαρακτήρα Κάρολο, και 10 παιδιά. Ατυχώς για τον Δαρβίνο, τα δύο παιδιά του πέθαναν σε μικρή ηλικία καθώς και η πολυαγαπημένη του κόρη η Άννυ. Οι βιογράφοι του, στηριζόμενοι στις επιστολές του, στην αυτοβιογραφία του και στο κλασσικό έργο Η Ζωή του Δαρβίνου που γράφηκε από τον γιο του Francis, αποκαλύπτουν, ότι ο θάνατος της Άννυ στοίχισε πολύ στον Δαρβίνο, σε σημείο ώστε, να τον θεωρήσει εντελώς φριχτό, παράλογο και άδικο. Και τον Θεό, στον οποίο ακόμα πίστευε, σκληρό, αφού παρά τις προσευχές της συζύγου του και του ίδιου δεν τη θεράπευσε. Αμφιβολίες και κλυδωνισμοί σάρωναν συχνά την ψυχή του Δαρβίνου, και, παρατηρώντας περισσότερο τον αγώνα περί υπάρξεως στη φύση—«τα ματωμένα δόντια και νύχια των σαρκοβόρων», όπως χαρακτηριστικά έγραφε—βαθμιαία απώλεσε την πίστη του με τρόπο ανώδυνο γι’ αυτόν και κατέληξε σε αγνωστικιστή, όπως σημείωσε αργότερα.
Βέβαια, δεν αρνήθηκε ποτέ την ύπαρξη του Θεού στα συγγράμματά του. «Τα μεγαλύτερα μυαλά», έγραψε στο δεύτερο βιβλίο του, «παραδέχονται την ύπαρξη του Θεού» (σελ. 106)· αλλά ο ίδιος έγινε αγνωστικιστής, περιορίζοντας το Θεό σε μια αρχική δημιουργία της ύλης ή του κόσμου και κάποιας πρωτόγονης μορφής ζωής. Τίποτα περισσότερο. Απ’ εκεί και πέρα η δική του θεά η παντοδύναμη φυσική επιλογή, σε συνδυασμό με την τύχη, κατά την άποψή του, έφεραν στο είναι τις χιλιάδες και εκατομμύρια μορφές ζωής, όλο το ζωικό και φυτικό βασίλειο, τη φλόρα και τη φάουνα, με την απίστευτη ποικιλία τους, σε μια ανοδική πορεία: από την πρωτόγονη αμοιβάδα, στο volvox, μέχρι τον άνθρωπο! Ο οποίος άνθρωπος κάπου, κάπως, κάποτε, στην Αφρική, έχασε το τρίχωμά του και εξανθρωπίστηκε, αφού προήλθε από ένα παρακλάδι των μακρινών συγγενών μας χιμπατζήδων… Και όλα αυτά, χωρίς την ύπαρξη απολιθωμένων ευρημάτων που να υποστηρίζουν τη θεωρία του, καθ’ ομολογίαν του!
Περιτριγυριζόμενος από ισχυρούς φίλους και επιστήμονες με τους οποίους διατηρούσε αλληλογραφία (έγραψε 14.000 επιστολές!), κτίζοντας προσεχτικά το προσωπικό του ίματζ, ο φιλόδοξος και πεισματάρης Δαρβίνος, έβαλε σα στόχο του, σ’ αντιπαράθεση μάλιστα με τον Carl Linnaeus (Κάρολο Λινναίο), τον ιδρυτή της Βοτανολογίας, ν’ αποδείξει ότι το βιβλίο της Γένεσης σφάλλει όταν λέει ότι ο Θεός δημιούργησε ζώα και φυτά κατά το «είδος αυτών», νομίζοντας ότι η Γένεση εννοούσε ότι όλες οι ποικιλίες που υπήρχαν στην εποχή του, και ότι όλες οι ράτσες είχαν έτσι εξαρχής δημιουργηθεί. Εσφαλμένη άποψη, που διακρατούσε και ο Linnaeus, όπως την είχε εκθέσει στα βιβλία του: «Tot sunt species quot ab initio creativ jufinitum ens». Ασφαλώς, έσφαλαν και οι δύο, αφού η Γένεση μιλάει για δημιουργία κατά γένος (Ο΄), χωρίς ν’ αποκλείει οποιαδήποτε ανάπτυξη της ποικιλότητας που είχε εμφυτευθεί στο γονιδίωμα από το Δημιουργό και τη λεγόμενη μικρο-εξέλιξη. Ο Δαρβίνος, άλλωστε, δεν είχε και σαφή άποψη περί του τι είναι είδος, αφού κατά την ομολογία του, είναι όρος αυθαίρετος και κάποιοι φυσιοδίφες θεωρούν τις φυλές (ράτσες), σαν ξεχωριστά είδη.
Ο σύντροφος του Δαρβίνου, Alfred Russel Wallace (1823-1913), που είχε κι αυτός συλλάβει την ίδια θεωρία με αυτόν, κάποια στιγμή, αντιστρατεύτηκε στην ιδέα ότι η φυσική επιλογή θα μπορούσε να δημιουργήσει ποτέ, τις καταπληκτικές πνευματικές και ηθικές δυνάμεις στον άνθρωπο. Τις θεώρησε ως προϊόν νοήμονος δημιουργίας. Αλλά, η ισχνή φωνή του Wallace, σκεπάστηκε από τις θορυβώδεις φωνές των Huxley και Haeckel και άλλων δυναμικών υλιστών, που βρήκαν στη θεωρία του Δαρβίνου ένα ισχυρό όπλο καταπολέμησης του θρησκευτικού δεσποτισμού της εκκλησίας της εποχής εκείνης. Ο Δαρβίνος, σ’ όλη του τη ζωή, είχε διαφωνίες και έριδες και συγκρούσεις με την σύζυγό του, και ισχυρούς πονοκεφάλους υποβαλλόμενος σε υδρομασάζ. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η άγνωστη ασθένεια που κατέτρεχε τον Δαρβίνο, ήταν κάποια ασθένεια που κόλλησε από τις περιοδείες του, την λεγόμενη νόσος του Chagas, ή νευρικής φύσεως. Κάποιοι άλλοι όμως, υποστηρίζουν ότι ήταν αποτέλεσμα των εσωτερικών του συγκρούσεων, των συγκρούσεων με την Emma και της ασυνείδητης-συνειδητής προσπάθειάς του ν’ απολακτίσει το Θεό των προγόνων του από την κοσμο-βιοθεωρία του.
***
Αλλά ποιο ήταν το θανάσιμο μυστικό του Δαρβίνου; Ασφαλώς δεν ήταν η διατύπωση της θεωρίας του, της οποίας εξαρχής φάνηκαν οι αδυναμίες. Δεν ήταν η ιδέα της φυσικής επιλογής που από ορισμένους σαν τον φιλόσοφο Daniel Dennett χαρακτηρίστηκε ως επικίνδυνη. Τα γεγονότα δείχνουν, ότι ήταν η ηθελημένη άγνοια της Βίβλου στο θέμα της απαγόρευσης της αιμομιξίας. Ο Δαρβίνος όπως προανέφερα είχε ξεκινήσει να γίνει ιερέας. Στα 1831 μάλιστα, πήρε πτυχίο θεολογίας. Αν πίστευε στο βιβλίο της διαχρονικής σοφίας και αλήθειας, τη Βίβλο, που πρώτο και αποκλειστικά στο βιβλίο του Λευιτικού, κεφ. 18, απαγορεύει τους αιμομικτικούς γάμους μεταξύ συγγενών έως τρίτου βαθμού για λόγους ευγονικής προφανώς, θα απέφευγε να έλθει σε αιμομικτικό γάμο με την εξαδέλφη του Emma. Κάτι που ο ίδιος θεωρούσε αμελητέο. Γιατί στην Καταγωγή του ανθρώπου γράφει επί λέξει: «Άλλωστε στην παρούσα κατάσταση της επιστήμης δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε πως ο άνθρωπος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στα βλαβερά αποτελέσματα των αιμομικτικών ενώσεων… Ξέραμε… πως… οι κάτοικοι ορισμένων απ’ τα δυτικά νησιά της Σκωτίας, είναι σχεδόν όλοι τους ξαδέλφια, ή στενοί συγγενείς, χωρίς τίποτα, ωστόσο, να δείχνει πως μειώθηκε η γονιμότητά τους» (σελ. 215). Ο αιμομικτικός αυτός γάμος όμως, είχε σαν συνέπεια, να γεννηθούν ασθενικά παιδιά, να χάσει την Άννυ και άλλα δύο, και τα άλλα επτά που παντρεύτηκαν αργότερα, να παραμείνουν στείρα! Όπως έδειξαν νεώτερες έρευνες, η αιμομιξία του οίκου των Αψβούργων, που ήταν μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες της Ευρώπης, ήταν αυτή που έριξε την δυναστεία, γιατί οι Αψβούργοι είχαν τη συνήθεια να παντρεύονται μεταξύ τους για να διατηρήσουν αγνή τη δυναστεία τους!
Ο Δαρβίνος πίστευε, ότι ατιμωρητί μπορεί κάποιος να παραβεί βιολογικούς νόμους και όρους, που ο σοφός νομοθέτης έθεσε και απαγόρευσε. Το αποτέλεσμα ήταν να θερίσει τους καρπούς της ηθελημένης του άγνοιας. Η στάση του σκλήρυνε απέναντι στο Θεό. Παρ’ όλο που δεν τον απαρνήθηκε τελείως, διατύπωσε μια θεωρία-υποκατάστατο, που συρρίκνωνε τον ρόλο του Θεού, και τον κατέστησε ουσιαστικά ανενεργό. Αργότερα, επιτέθηκε και στην χριστιανική θρησκεία, χαρακτηρίζοντας τον Χριστιανισμό και τη Βίβλο μυθεύματα σαν κι αυτά των Ινδουιστών…
Θεωρίες βέβαια, διατύπωσαν και διατυπώνουν οι επιστήμονες ανέκαθεν. Οι θεωρίες δεν βλάπτουν, όταν έχει κανείς επίγνωση ότι είναι θεωρίες, υποθέσεις. Χωρίς θεωρίες δεν προχωρά η επιστήμη. Με το Δαρβίνο όμως, τα πράγματα διαφέρουν. Είναι βέβαιο, ότι ο Δαρβίνος από ηθελημένη άγνοια διέπραξε το θανάσιμο σφάλμα να παντρευτεί την εξαδέλφη του, ν’ αποκτήσει παιδιά ασθενικά, και μετά να επιρρίψει τις ευθύνες στο Θεό, και ουσιαστικά να τον αρνηθεί, γεγονός που διαμόρφωσε αποφασιστικά τη θεωρία του. Συνέβη, δηλαδή, εδώ, αυτό που γράφει ο σοφός Παροιμιαστής: «Η αφροσύνη του ανθρώπου διαστρέφει την οδόν αυτού και η καρδία του αγανακτεί κατά του Κυρίου» (19:3).
Εκτός από τα τρία παιδιά του, το 1849 έχασε και τον πατέρα του, που τον αγαπούσε ιδιαίτερα, ενώ το 1851 πέθανε η πολυαγαπημένη κόρη του, Άννυ. Προηγήθηκε, βέβαια, στα 1817, ο θάνατος της μητέρας του. Ο θάνατος των μελών της οικογένειας του Δαρβίνου επέδρασε πάνω του καταλυτικά, ώστε η οσμή του θανάτου να διαποτίσει ολόκληρη την θεωρία του. Και να καταστήσει την πάλη για επιβίωση, τον πόνο, τον θάνατο των ζώντων πλασμάτων, κινητήριο μοχλό της θεωρίας του. Σ’ αντίθεση με τον Kropotkin που θεώρησε την αλληλοβοήθεια των ζώων ως το σπουδαιότερο παράγοντα διατήρησης της ζωής, και σ’ αντίθεση με άλλους φυσιοδίφες, βιολόγους και ηθολόγους που βλέπουν σε τελευταία ανάλυση τον θρίαμβο της ζωής επί της γης, στο σύνολό της, ο Δαρβίνος κατέστησε το θάνατο εξελικτικό παράγοντα για τη ζωή! Όπως παρατήρησε ο καθηγητής Ε. Μπιτσάκης: «Ο Δαρβίνος υπερτίμησε τον ρόλο του αγώνα για την ύπαρξη, στην εξέλιξη των ειδών. Γιατί ανάμεσα στα άτομα του ιδίου είδους δεσπόζει η συνεργασία και όχι ο ανταγωνισμός…»
Αυτό που κατά την Βίβλο είναι αποτέλεσμα εκφυλισμού της αρχικής δημιουργίας που ήταν αρχήθεν τέλεια, «καλή λίαν», και της αμαρτίας του ανθρώπου, της εκούσιας δηλαδή απομάκρυνσής του από το Θεό, αυτό αποτέλεσε για το Δαρβίνο εφαλτήριο της θεωρίας του. Κατά την άποψή του «οι τρόμοι της φύσης και η στυγερή συμπεριφορά των κατοίκων της δεν μπορούν να συμβιβαστούν με έναν Δημιουργό…», αν και, αναγνώρισε ότι, «το όλο θέμα του πόνου και της συμφοράς είναι έξω από τις δυνατότητες της ανθρώπινης διανόησης».
Το περίεργο, βέβαια, σ’ αυτήν την υπόθεση είναι, ότι ενώ κατά τον Δαρβίνο, η πάλη για την επιβίωση, έγινε ο υπεύθυνος παράγοντας, η causa efficiens για την ανοδική εξέλιξη της ζωής προς τον άνθρωπο, η ζωή, τελικά, χρησιμοποίησε αυτό το εργαλείο των παθημάτων, για να γκρεμίσει την πίστη σ’ έναν φιλεύσπλαχνο Θεό, και στη συνέχεια, το χρησιμοποίησε σαν ένα υποκατάστατο για να εξηγήσει την ύπαρξη της δημιουργίας!
Τα πράγματα θα εξελίσσονταν ίσως, τελείως διαφορετικά για τον Δαρβίνο (και τους οπαδούς του) αν, αντί να θεωριολογεί με βάση τη φαντασία του, τις θανατηφόρες εμπειρίες του περιβάλλοντός του, και τον αγώνα για την ύπαρξη, έκανε σοβαρές και συστηματικές έρευνες για την κληρονομικότητα. Κάτι, που έκανε ο Αυστριακός μοναχός Gregor Mendel με πειράματα, και οδηγήθηκε στο ν’ ανακαλύψει τους περίφημους νόμους της κληρονομικότητας. Νόμους, όχι υποθέσεις επί υποθέσεων ή θεωρίες, νεφελώδεις. Οι οποίοι νόμοι, δείχνουν ότι, όσος χρόνος κι αν περάσει, όσες δήθεν ευεργετικές μεταλλάξεις κι αν συμβούν, το όμοιο γεννά πάντα όμοιο, και όχι… τελείως ανόμοιο, σε κάποια μακρινή φάση, όπως υπέθετε ο Δαρβίνος, πιστεύοντας εσφαλμένα ότι οι επίκτητες ιδιότητες κληρονομούνται. Δεν μπορούν δηλαδή, οι μεταλλάξεις των γονιδίων, οι λάθος αντιγραφές, να εξηγήσουν, έστω και μέσα σ’ εκατομμύρια χρόνια, την μετατροπή μιας αρκούδας σε φάλαινα, όπως υποστήριξε ο Δαρβίνος! Οι δε σύγχρονες έρευνες της Γενετικής που στηρίζονται ακριβώς στους νόμους της κληρονομικότητας και στη μελέτη του περίφημου DNA, κατέδειξαν ότι ο κώδικας του DNA που ελέγχει πολλά από τα κληρονομικά χαρακτηριστικά των όντων, είναι εξαιρετικά σταθερός, παρά την ποικιλότητα που επιτρέπει μέσα στα βασικά είδη των ζώντων πλασμάτων. Ο Δαρβίνος, βέβαια, ακόμα κι αν έκανε έρευνες για την κληρονομικότητα, δεν θα μπορούσε ν’ ανακαλύψει τους νόμους της όπως τους ανακάλυψε και τους διατύπωσε ο Mendel. Ο λόγος είναι ότι ήταν «σκράπας» στα μαθηματικά, γεγονός που το αναγνώρισε και ο ίδιος όταν του υπέδειξαν ένα χοντρό λάθος. Έγραψε στα 1858: «Είμαι το πιο δυστυχισμένο, το πιο ζαλισμένο, το πιο αφελές ζώο σε όλη την Αγγλία και είμαι διατεθειμένος να ουρλιάξω από την αγανάκτηση για τη στραβομάρα και τη φαντασία μου». Γι’ αυτό και έκανε βασικά λάθη στα βιβλία του και αναγνώριζε τα κενά και τις αδυναμίες της θεωρίας του.
Αντίθετα, ο Mendel, εξοπλισμένος με καλή γνώση φυσικής και μαθηματικών που απέκτησε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, αρκούνταν στο να επικεντρώνει την προσοχή του σ’ ένα απλό πείραμα. Και πέτυχε εκεί που απέτυχε ο Δαρβίνος, ψάχνοντας την κρυμμένη απλότητα πίσω από ένα σωρό περίπλοκες καταστάσεις της φύσης. Ο Mendel προσέγγισε το πρόβλημα όπως ο Νεύτων: με παρατήρηση, πείραμα, μαθηματικά. Και κατέληξε στο ότι το όμοιο γεννά όμοιο, σ’ αντίθεση με τις θεωρίες και τις υποθέσεις του Δαρβίνου, που στη μακρο-εξέλιξη ποτέ δεν ελέγχθηκαν πειραματικά, ούτε έδιναν απάντηση για ένα μελλοντικό μοντέλο.
Το γεγονός αυτό, έκανε έναν σύγχρονο ερευνητή, τον Dr. Theodore Tahmisian, να χαρακτηρίσει τον Δαρβινισμό, ως «περίπλοκο συνονθύλευμα φαντασιωδών τεχνασμάτων… τη μεγαλύτερη απάτη που υπήρξε ποτέ», αφού σύμφωνα με την παρατήρηση και το πείραμα, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, ποτέ το όμοιο δεν γεννά ανόμοιο, και οι μεταλλάξεις λειτουργούν εντός του είδους και δεν εξηγούν την μεταβολή των ειδών.