Στο νέο βιβλίο σας «Ο Αντίχριστος του Νίτσε και ο αντιχριστιανισμός του» ασχολείστε κυρίως με τον αθεϊσμό του Νίτσε. Σε τι συνίσταται αυτός ο αθεϊσμός και το περίφημο σλόγκαν του Νίτσε «Ο Θεός είναι νεκρός»;
Ο αθεϊσμός του Νίτσε δεν είναι οντολογικός ή επιστημολογικός του τύπου π.χ. Ρίτσαρντ Ντόκινς και άλλων υλιστών επιστημόνων και φιλοσόφων. Είναι περισσότερο βιταλιστικός – μηδενιστικός. Με άλλα λόγια, ο Νίτσε, δεν ενδιαφέρεται τόσο να καταδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός ως υπερφυσική άυλη οντότητα, αλλά να δείξει ότι ούτως ή άλλως αυτός ο θεωρούμενος Θεός είναι νεκρός ως προς τους ανθρώπους και οι άνθρωποι νεκροί ως προς αυτόν, γιατί και να υπάρχει εμείς δεν έχουμε καμιά επαφή μαζί του, αφού εμείς μέσα μας και με τον τρόπο ζωής μας τον «σκοτώσαμε». Αυτό μας το λέει παραστατικά στο βιβλίο του «Η χαρούμενη γνώση» (1882) όπου παρουσιάζει έναν τρελό με αναμένο φανάρι να φωνάζει: «Θα σας πω εγώ που πήγε ο Θεός! τους φώναξε. Τον σκοτώσαμε εσείς κι εγώ! Εμείς, εμείς όλοι μας είμαστε οι δολοφόνοι του… Πώς μπορέσαμε να αδειάσουμε τη θάλασσα; Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός έχει μείνει νεκρός…» Ο ίδιος ο Νίτσε, κατά τους βιογράφους του ήταν ο τρελός που έβγαλε το Θεό απ’ τη ζωή του με τη σφύρα της (παρα)λογης κριτικής του όπως και πολλοί άνθρωποι το έκαναν και το κάνουν συνεχώς με απρόβλεπτα αποτελέσματα στη ζωή τους (ψυχικά, ηθικά κ. άλλ.) αφού, δεν ικανοποιούνται ουσιαστικά από τίποτα όπως επεσήμαναν ειδικοί ψυχίατροι σαν τον Καρλ Γιούνγκ, τον Έριχ Φρομ, τον Βίκτορ Φρανκλ κ.άλλ. Διότι, όπως επεσήμανε κάποιος, προσφυώς, το πρόβλημα δεν είναι να μην πιστεύεις εσύ σε Θεό, αλλά το πώς μπορείς να ζεις, αλώβητος, ανάμεσα σε πολλούς άλλους που πιστεύουν και θρησκεύονται…
Από ποιους επηρεάστηκε η σκέψη του Νίτσε και η κοσμοθεωρία του;
Ο Νίτσε επηρεάστηκε, κυρίως από τους προσωκρατικούς Έλληνες φιλοσόφους ιδίως Ηράκλειτο, Εμπεδοκλή, Καλλικλή (από τον τελευταίο μάλιστα για να αναπτύξει τη θεωρία του περί ηθικής των δούλων). Επίσης από τον πεσιμιστή φιλόσοφο Σοπενχάουερ, τον Βουδισμό, αλλά και κάποιους όχι πολύ γνωστούς όπως τον Δανό κριτικό Γκέοργκ Μπράντες, τον άθεο Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, από τον Δαρβίνο με την άνοδο της θεωρίας του τότε, και τους αρνητικούς βιβλικούς κριτικούς Βελχάουζεν και Στράους. Βέβαια, δέχθηκε κι άλλες ποικίλες επιρροές, όπως του Ντοστογιέφσκι, του Γκαίτε – τον μόνο φιλόσοφο που δεχόταν. Γενικά ο Νίτσε είναι ένας ρηξικέλευθος Sui generis στοχαστής που δεν αναγνώριζε σχεδόν κανέναν ισάξιό του, που τα έβαλε σχεδόν με όλους, που τους περιφρονούσε και μάλιστα τους έβριζε (π.χ. το Σωκράτη τον αποκαλεί παλιάτσο). Ακόμα και τους δασκάλους της ζωής του τους απαξίωσε και φίλους σαν τον Βάγκνερ τους απαρνήθηκε.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι άμοιρα ή άσχετα με την εξέλιξη της ψυχικής ασθένειάς του, που υπήρχε επί πολλά χρόνια και που επιδεινώθηκε την τελευταία δεκαετία που έγραψε τον ‘Αντίχριστο’. Πάντως όλη η φιλοσοφία του και η ζωή του περιστρεφόταν γύρω από τη θρησκεία και την ηθική που αυτός πίστευε και ήθελε να προωθήσει με την μετάταξη όλων των αξιών και την έμφαση στη δύναμη του υπερανθρώπου, όχι στην αγάπη, τη συγνώμη, την ταπεινοφροσύνη αρετες, που διδάσκει ο χριστιανισμός. Η αναζήτηση του Θεού φαίνεται από κάποια πρώιμα ποιήματά του που υπάρχουν στη συλλογή «Οι Διθύραμβοι του Διόνυσου». Κάπου λέει:
Να σε γνωρίσω Άγνωστε, θέλω
Εσέ που βαθιά αγγίζεις την ψυχή μου…
Να σε γνωρίσω, να σ’ υπηρετήσω θέλω…
Πώς θα χαρακτηρίζατε το Νίτσε ως συγγραφέα;
Δεν είμαι ειδικός στο Νίτσε, σ’ όλη του τη συγγραφική παραγωγή, η οποία παρουσιάζει ποικιλομορφία, σε διάφορα στάδια της ζωής του. Από τα βιβλία του όμως, και από τις μελέτες που γράψαν άλλοι για το έργο του, καταλήγω να αποδεχθώ την άποψη ότι, ο Νίτσε, ήταν ένας στυλίστας του λόγου, ιδίως στους αφορισμούς του, αλλά βασικά, ένας ειρωνικός ποιητής της παρωδίας. Παρωδεί, φιλοσόφους, συστήματα, θρησκείες, κατεστημένα, σχεδόν τα πάντα. Το κλασικό του έργο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα είναι σε ποιητική μορφή με αφορμή τον ίδιο, μια παρωδία του Χριστιανισμού. Αυτό το ειρωνικό, δηκτικό του πνεύμα, μπορεί να εξηγήσει γιατί, τελικά, δεν μένει ικανοποιημένος με τίποτα και οδεύει στον μηδενισμό, κινούμενος ανάμεσα στον υπεράνθρωπο και τον μισάνθρωπο. Ο Νίτσε έγινε ευρύτερα αποδεκτός στην εποχή μας με το σλόγκαν Amor Fati (αγάπα το πεπρωμένο σου) και ιδίως «Γίνε οίος ει», γίνε αυτός που είσαι, ή άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο, να γίνει αυτό που θέλεις, χωρίς απαγορεύσεις ηθικές, κοινωνικές, θρησκευτικές κ.άλλ. Ακόμη, προτρέπει σε μια απελευθέρωση των καταπιεσμένων ενστίχτων, και την αποβολή της έννοιας της αμαρτίας στη ζωή μας. Έγινε κατά κάποιον τρόπο πρόδρομος του Φρόιντ και του ασυνείδητου, ο οποίος ομολογουμένως, επηρεάστηκε από τις ψυχολογικές παρατηρήσεις του Νίτσε. Είπε: «ο Νίτσε παρέμεινε ένας ηθικολόγος και δεν μπόρεσε να αποβάλει τον θεολόγο». Ή, όπως είπε ο βιογράφος του Ronald Hayman, ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άπιστος… λειτουργώντας σαν ελεύθερος συγγραφέας παρά σαν φιλόσοφος.
Τελικά, τι πιστεύετε είχε δίκιο ο Νίτσε στην κριτική του κατά του χριστιανισμού;
Θα πρέπει να πω ίσως πολλά γι’ αυτή την ερώτηση. Θα πρέπει να περιοριστώ και να πω σε άλλα ναι, σε άλλα όχι. Έχει δίκιο όταν κριτικάρει τον ιστορικό χριστιανισμό και την υποκρισία και την φαυλότητα των χριστιανών. Δεν έχει δίκιο όμως όταν κριτικάρει την χριστιανοσύνη δηλ. την διδασκαλία του Χριστού, του Παύλου, και γενικότερα την πνευματική και ηθική διάσταση του βιβλικού αρχικού χριστιανισμού. Περισσότερα στο βιβλίο μου… όπου ασκώ κριτική στην κριτική του.
Συνέντευξη στη Βίκυ Μπαϊρακτάρη (2023-01-21).