Η λέξη κατακλυσμός φέρνει στο νου των περισσοτέρων ανθρώπων μια μεγάλης έκτασης καταστροφική πλημμύρα. Ανακαλεί στη μνήμη τον κατ’ εξοχήν κατακλυσμό, τον βιβλικό κατακλυσμό των ημερών του Νώε, απ’ τον οποίο, σύμφωνα με τις Γραφές σώθηκαν μόνο αυτός και η οικογένειά του, τουτέστιν οκτώ ψυχές, μέσα σε μια τεραστίων διαστάσεων κιβωτό μαζί με τους επιλεγμένους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου.
Όλη η άλλη ανθρωπότητα σαρώθηκε και εξαφανίστηκε.
Ήταν έργον Θεού αυτός ο φοβερός κατακλυσμός, σύμφωνα με τη Γένεση και τη σταθερή μεταγενέστερη βιβλική παράδοση και τα λόγια του ίδιου του Χριστού, ο οποίος συσχέτισε–παραλλήλισε τις ημέρες του Νώε με τις ημέρες της Δευτέρας Παρουσίας Του (Ματθ. 24:37–39 και Λουκ. 17:27, 27). Και η ανάμνηση αυτής της καταστροφής παρέμεινε νωπή, σε πολλούς θρύλους και μύθους, παγκοσμίως, όπως έδειξαν εθνογραφικές έρευνες ειδικών που τις ανεβάζουν γύρω στις 300 και πλέον [για τις παραδόσεις σχετικά με τον κατακλυσμό και για το ίδιο το γεγονός, βλ. F.A. Filby, The Flood Reconsidered (1970), ιδίως σελ. 48 επ. και H. Morris – J. Whitcomb, The Genesis Flood (1961). O H. S. Bellamy στο βιβλίο του Moon, Myths and Man, υπολογίζει τους θρύλους και τις παραδόσεις για τον κατακλυσμό σε 500].
Οι περισσότεροι χριστιανοί ανοικείωτοι όντες με τη Βίβλο, παραξενεύονται όταν διαβάζουν ότι ο Θεός της Βίβλου και του χριστιανισμού, δρα δυναμικά, επεμβαίνει στην ιστορία, προβαίνει σε έργα σωτηρίας για ορισμένους, και καταστροφής για άλλους. Γαλουχημένοι με την ιδέα ενός Θεού αγάπης μόνον και αγαθοσύνης, κατά τα πλατωνικά και νεοπλατωνικά πρότυπα, δυσκολεύονται να πιστέψουν, να αποδεχτούν, έναν Θεό που ταυτόχρονα είναι και Θεός κρίσης και δικαιοσύνης και δράσης– καθώς και ότι ο Ιησούς θα επανέλθει κρίναι ζώντας και νεκρούς, και ας το λέει και το Σύμβολο της Πίστεως που παπαγαλίζουν.
Όσο για τους σκεπτικιστές, και τους βιβλικούς μινιμαλιστές, τους αγνωστικιστές και τους άθεους, γι’ αυτούς δεν τίθεται, καν, θέμα. Ο Θεός αυτός της Βίβλου, του Ιησού και της χριστιανοσύνης, είναι αποκύημα της διάνοιας και της φαντασίας του ιουδαϊκού ιερατείου. Που, γύρω στον 7ο με 6ο αιώνα π.Χ., έγραψε το μεγαλύτερο μέρος της Παλιάς Διαθήκης, έπλασε ένα Θεό ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του λαού–ιδιαίτερα μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία–, και του απέδωσε ιδιότητες καλοσύνης και αγάπης αλλά και σκληρότητας συγχρόνως. Επινόησαν τον Γιαχβέ, έναν Θεό πολέμου και αιματοχυσίας, αν και, ο Μωυσής, ίσως μίλησε γι’ αυτόν ως ενοθεϊστής.
Με άλλα λόγια, ο Γιαχβέ, ο ζων Θεός της Βίβλου, ο δρων στην ιστορία, «ο απαγγέλων απ’ αρχής το τέλος και από πρότερον τα μη γεγονότα», όπως τον αναφέρει ο Ησαΐας, ο «υποσχόμενος και εκπληρών» όπως τον παρουσιάζει ο Ιεζεκιήλ και οι προφήτες, είναι Θεός εξελιχθείς… σε Θεό. Ξεκίνησαν οι Εβραίοι, μια νομαδική φυλή της ερήμου, αρχικά από τον ανιμισμό και τον πολυθεϊσμό, για να καταλήξουν σταδιακά στον ενοθεϊσμό και τελικά στον ηθικό μονοθεϊσμό. Αυτή είναι η θεωρία που λάνσαρε ένας δικτάτορας που κυβερνά ακόμα κι από τον τάφο του ο Γερμανός Julius Wellhausen (1844–1918).
Αυτή η θεωρία με κάποιες παραλλαγές και εκλεπτύνσεις που ακολουθεί το σύστημα διαλεκτικής του Heggel και συμβαδίζει ομόριζα και ομότροπα με την εξελικτική βιολογική θεωρία του Δαρβίνου, είναι η θεωρία που ικανοποιεί τους σύγχρονους διανοούμενους, αφού έτσι, βρήκαν έναν τρόπο ν’ απαλλαγούν από τον ενοχλητικό αυτό Θεό της Βίβλου, που καταδυναστεύει τις διάνοιες των ανθρώπων επί αιώνες, μέσω του ιουδαιοχριστιανισμού και των τριών μονοθεϊσμών που πηγάζουν από τον Αβραάμ. Έτσι γράφει, επί παραδείγματι, ο Robert Wright στο βιβλίο του The Evolution of God (2009). Και δεν είναι ο μόνος. Η θρησκειολόγος Karen Armstrong έχει παρόμοιες απόψεις, όπως και ο Jack Miles στο βιβλίο του Ο Θεός, η βιογραφία του (1999), για να αναφέρω κάποιους ενδεικτικά από τη διεθνή βιβλιογραφία.
Η προέλευση του βιβλικού μονοθεϊσμού, είναι βέβαια ένα ακανθώδες πρόβλημα, ένα αίνιγμα, μια σπαζοκεφαλιά, για τα ορθολογιστικά κεφάλια που ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες επίλυσης του προβλήματος. Δεν αποτελεί όμως αίνιγμα, για τους πιστεύοντες–όχι τους εύπιστους–, τους μετά λόγου γνώσεως εγκύπτοντας στις Γραφές και στο υπέροχο σχέδιο σωτηρίας του ανθρώπου μέσω του ζώντος και δρώντος Θεού (Heilsgeschichte).
Ασφαλώς, χρειάζεται κάποιος έλλειψη προκατάληψης κατά του υπερφυσικού, καθαρότητα καρδιάς, ειλικρίνεια και εξασκημένους, διορατικούς οφθαλμούς, για να διασχίσει μαζί με τις σελίδες της Βίβλου, τις σελίδες και τις δέλτους της ιστορίας, και να βλέπει αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν, ή μάλλον δεν θέλουν να δουν…
Γιατί από τις πρώτες σελίδες της Βίβλου, από τη Γένεση, κιόλας, εκεί φαίνεται καθαρά ένας Θεός πρωταγωνιστής, ο οποίος μετά την επανάσταση του πρωτανθρώπου και τη μεγαλειώδη προφητεία ότι το σπέρμα της γυναίκας θα συντρίψει την κεφαλή του όφεως (Γεν. 3:15), φαίνεται καθαρά ότι με τις ενέργειές του, κάπου το πάει, όσο ξεδιπλώνεται το κουβάρι του χρόνου.
Αυτός ο Θεός της υπόσχεσης, της επαγγελίας, και της εκπλήρωσης, είναι Αυτός που δρα δυναμικά σ’ όλη τη Βίβλο και στην ιστορία μ’ ένα τρόπο, που μπορεί αν θέλει κάποιος ψηλαφητά, να παρακολουθήσει.
Δεν πρόκειται για έναν ανθρωποποίητο, καπριτσιόζο Θεό που προσαρμόζεται στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες ή που ανακλά τις κοινωνικές συνθήκες, και διανοητικές ενορμήσεις και συλλήψεις της εποχής, των ανθρώπων ή των Εβραίων ιερέων και προφητών, αλλά για έναν Θεό διανοητικά ασύλληπτο, αόρατο, αιώνιο, απροσδιόριστο, ανεικονικό, επιβλητικό, φοβερό και συνάμα στοργικό. Υπεράνω τόπου και χρόνου και ταυτόχρονα εντός του χρόνου και του τόπου όπου αποκαλύπτεται.
Ο Γιαχβέ, (=Αυτός που κάνει να γίνει), ο Δημιουργός του κόσμου, σύμφωνα με τη Βίβλο, είναι και ο πηδαλιούχος της ιστορίας κατά τρόπο μυστηριώδη, που ο σκοπός του ξεδιπλώνεται σιγά σιγά, μέχρι ν’ αποκαλυφθεί το «μυστήριον το σεσιγημένο», το «αποκεκρυμμένον από αιώνων». Εδώ, στο μυστηριώδες αυτό πρόσωπο που προαναγγέλλεται, είναι ο πρώτος μεγάλος σταθμός της ιστορίας, του χρόνου, που κινείται όχι κυκλικά κι επαναλαμβανόμενα, όπως πίστευαν οι αρχαίοι λαοί, μηδέ των αρχαίων Ελλήνων σοφών εξαιρουμένων, αλλά ευθύγραμμα. Και που οδηγείται σ’ ένα τέρμα, σ’ ένα τέλος, σ’ έναν σκοπό, από τον «κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντως Θεού» και «κατά την βουλήν του θελήματος Αυτού» (Εφεσίους 1:11).
Ο παρατηρητικός και απροκατάληπτος αναγνώστης της Βίβλου και της ιστορίας, βλέπει τον Γιαχβέ Ελοχίμ κατά καιρούς, να αποκόπτει άλλοτε άτομα και άλλοτε ολόκληρα κομμάτια της ανθρωπότητας (λόγω της ακαταλληλότητας και της απιστίας τους), και να ενδιαφέρεται για ορισμένα μόνο απ’ αυτά ή για μια ομάδα ατόμων ή για ένα λαό.
Και στη συνέχεια, πάλι, να κόβει απ’ αυτό το λαό, ή από μια ομάδα και να επικεντρώνεται σε λίγους, σ’ ένα υπόλοιπο (λείμα) ή σε έναν. Κι απ’ αυτούς να αναπτύσσει έναν άλλο βλαστό και να εκπληρώνει τον ή τους επιμέρους σκοπούς Του. Ο χρόνος κυλά, αλλά ο πανδαμάτωρ του χρόνου Θεός λέει: «Η βουλή μου θα σταθεί και θα εκπληρώσω άπαν το θέλημα μου».
Για να το καταστήσω αυτό σαφές και χειροπιαστό, αναφέρομαι σε συγκεκριμένα γεγονότα και παραδείγματα.
Από τη Γένεση, κιόλας, βλέπουμε τον Θεό μετά την επανάσταση–απομάκρυνση του πρώτου ανθρώπου, και μετά την μίνι επανάσταση του Κάιν με τη δολοφονία του Άβελ, να λειτουργεί σαν το βοσκό που όταν βλέπει ψωριασμένα πρόβατα, τα διαχωρίζει και κρατάει μόνο τα υγιή. Κι αν και εκείνα προσβληθούν κρατάει ένα, το μόνο καθαρό, και το απομονώνει με φροντίδα για να μη μολυνθεί, μέχρι απ’ αυτό να κάνει άλλο κοπάδι καθαρό. Βλέπουμε να απορρίπτει τον Κάιν και τη ράτσα του. Να αντικαθιστά τον αδικοχαμένο Άβελ με το Σηθ και τη γενιά του. Ύστερα, όταν διεφθάρη η γενιά του Σηθ, βλέπουμε να την βάζει στην άκρη, και να κρατάει το Νώε, «τον μόνο δίκαιο επί γης». Φέρνει έναν σαρωτικό κατακλυσμό και αφανίζει την ασεβή ανθρωπότητα… Από τους απογόνους του Νώε επικεντρώνεται στη γενιά του Σημ. Και από το Σημ, μετά από γενιές, βρίσκει και κρατάει ένα υγιές πρόβατο, τον Αβραάμ, που τον καλογυμνάζει στη συνέχεια, και τον κάνει μέτοχο μιας μεγαλειώδους επαγγελίας–υπόσχεσής Του, που εκπληρώθηκε μετά από αιώνες από τον ίδιο το Θεό: «Εν σοί ενευλογηθήσονται πάσαι αι φυλαί της γης», μια υπόσχεση που ανανεώθηκε στον Ισαάκ και στον Ιακώβ.
Τότε, έγινε ένας άλλος φοβερός, αλλά αυτή τη φορά αόρατος, μυστικός, σιωπηλός κατακλυσμός. Επιλέγοντας ο Γιαχβέ τον Αβραάμ λόγω της πίστης και της υπακοής του σ’ Αυτόν να εξέλθει από τη χώρα των Χαλδαίων με άγνωστο προορισμό και αργότερα να φτάσει στο σημείο να θυσιάσει τον μονογενή του γιο, τον Ισαάκ, ως το μόνο κατάλληλο πρόσωπο για να πολιτευτεί με αυτόν, «έπνιξε» όλη την άλλη ανθρωπότητα και κράτησε τον «πατέρα της πίστης», τον Αβραάμ, που αργότερα αποκλήθηκε «φίλος Θεού» (Ησ. 41:8· Ιακ. 2:23)
Αλλά αργότερα, η εκλογή και ο αποκλεισμός συνεχίζεται. Από τα 8 παιδιά του Αβραάμ, άφησε τα 7 και κράτησε μόνο τον Ισαάκ. Και από τα δίδυμα του Ισαάκ, απέρριψε τον βέβηλο Ησαύ, και κράτησε τον Ιακώβ. Από τον Ιακώβ, «τον άσσο της πίστης», κράτησε ολόκληρο το σπέρμα του και το διαφύλαξε μέχρι το Μωυσή, μέσω του οποίου συνάπτει συμφωνία (berith) διαθήκη με το λαό και προβαίνει σε νομοθεσία. Αλλά αργότερα όταν μολύνεται αυτός ο λαός από τη Βααλολατρεία, ξεσκαρτάρει και ξαναξεσκαρτάρει, διαλέγει και ξαναδιαλέγει και κρατάει τον Ηλία και 7.000 που δεν έκλιναν γόνυ στον Βάαλ, και κρατάει τους προφήτες και όσους πιστούς, «ξαναπελεκάει» το λαό τον ατίθασο και σκληροτράχηλο, για να φτάσει στο «μυστήριο το σεσιγημένο», τον Ιησού, το σπέρμα του Αβραάμ. Και μέσω του σπέρματος αυτού και της εκκλησίας των πιστών, που είναι το πραγματικό σπέρμα του Αβραάμ, αφού το φυσικό αυτοαπερίφθη λόγω της απιστίας τους (Γαλ. 3:9, 16, 29), ευλογούνται όλες οι φυλές της γης! Αρκεί άνθρωποι απ’ όλες τις φυλές να θέλουν να μπολιαστούν (ενευλογηθήσονται) από το εμβόλιο που προμήθευσε ο σοφός Βιολόγος και από αδιάφορα και κατεστραμμένα έθνη και λαοί, να γίνουν ευλογημένα. Έτσι εκπληρώνεται η υπόσχεση του Θεού στο φίλο του Αβραάμ. Η τελική εκπλήρωση της υπόσχεσης του ζώντος και δρώντος Θεού κορυφώνεται εσχατολογικά με τη θριαμβική κραυγή: «Ιδού ποιώ καινά τα πάντα» της Αποκάλυψης, επαναλαμβάνοντας το μήνυμα του Θεού δια των προφητών: «Ζω εγώ λέγει Κύριος… Νέους ουρανούς και νέα γη εγώ κτίζω. Και δεν θα ρθουν στο νου τα παλιά!».
Αυτή η δράση και σώζουσα ενέργεια του Θεού μέσα στις σελίδες της Βίβλου και μέσα από τις αψευδείς καταγεγραμμένες δέλτους της ιστορίας, δίνει έμμεση απάντηση και στις φτωχές και αξιοθρήνητες θεωρίες των ορθολογιστών περί επινόησης τάχα του ζώντος και δρώντος Θεού του Ισραήλ.
Όπως παρατήρησε σωστά διαπρεπής θεολόγος–ερευνητής, κι αν ακόμα αφαιρέσουμε από τη Βίβλο όλες τις προφητείες για την έλευση του Μεσσία, που κάποιοι τις αριθμούν γύρω στις 150, κι αν αφαιρέσουμε τους τύπους και τις βουβές προτυπώσεις και τις εξεικονίσεις που οι ερευνητές τις αριθμούν σε άλλες τόσες [για τις μεσσιανικές προφητείες βλ. μεταξύ άλλων E. W. Hengstenberg, The Christology of the Old Testament (1970) και G. A. Barrois, The Face of Christ in the Old Testament (1974)], κι αν αφαιρέσουμε ολόκληρες περικοπές από την Παλιά Διαθήκη που προφητεύουν την τύχη λαών, εθνών, φυλών, πόλεων, γειτονικών, ή απομακρυσμένων από τον Ισραήλ που εκπληρώθηκαν μέχρι «ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία» αιώνες μετά από την πρόρρησή τους [βλ. J. Barton Payne, Encyclopedia of Biblical Prophecy (1973)], και μόνο αυτή η επέμβαση του Θεού στα ανθρώπινα, και μόνο η επιλογή προσώπων και φυλών με αξιολογικά κριτήρια την πίστη και την υπακοή, και η απόρριψη άλλων, και μόνο η πηδαλιούχηση της ιστορίας από έναν μυστηριώδη Θεό, από έναν Deus absconditus (Θεό κρυπτόμενο, όπως αναφέρεται από τον Ησαΐα), που μεταβάλλει καιρούς και χρόνους, και που αποκαλύπτει μυστικά και κάνει γνωστό τι θα συμβεί τελικά, από Αυτόν που καθαιρεί βασιλείς και ανυψώνει ταπεινούς, που αλλάζει ονόματα πιστών (Άβραμ–Αβραάμ), που υπόσχεται πριν από αιώνες και εκπληρώνει μετά από αιώνες, αποδεικνύει ότι αυτός ο Θεός δεν είναι ανθρωποποίητος! Δεν είναι προϊόν φαντασίας και επίνοιας ανθρώπινης, αλλά Θεός ζων, δρων και αυτο–αποκαλυπτόμενος, που αναζητά ανθρώπους, αναζητά το χωλό και το συντετριμένο, για να το επιδέσει και να το θεραπεύσει και να οδηγήσει σε «ζώσας πηγάς υδάτων».
«Η βιβλική θρησκεία είναι τελικά, εσχατολογική. Σκέφτεται με τους όρους μιας πλήρους μεταμόρφωσης της δομής της νέας γης, της ανακαίνισης ολόκληρης της πραγματικότητας. Και τούτη η νέα πραγματικότητα είναι ο σκοπός προς τον οποίο κατευθύνεται η ιστορία, και μαζί της ολόκληρο το σύμπαν, σε μια μοναδική, ακαταμάχητη κίνηση», θα μας πει ο έξοχος διανοητής Paul Tillich. Αυτό είναι κάτι το ριζοσπαστικό, κάτι το επαναστατικό στην ιστορία, και στην ιστορία των θρησκειών. «Πόσο ωραίο είναι να βλέπεις –γράφει ο Πασκάλ– με τα μάτια της πίστης, τον Δαρείο και τον Κύρο, τον Αλέξανδρο, τους Ρωμαίους… σε δράση χωρίς να το ξέρουν (Σκέψεις υπ. αρ. 701).
Μετά από αυτά που είναι περισσότερο για όσους διαθέτουν εσωτερικούς οφθαλμούς διόπτρες της πίστης αλλά και καλή προαίρεση, δύο λόγια ακόμα για τη θεωρία των σύγχρονων κριτικών περί επινόησης του εβραϊκού Μονοθεϊσμού, νομίζω δεν θα έβλαπτε. Μάλλον θα ωφελούσε.
Από πού προήλθε, λοιπόν, αυτός ο περίφημος μονοθεϊσμός των Εβραίων, του μόνου λαού που σ’ όλη την αρχαιότητα, όπως αναγνώρισε ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (56–120 μ.Χ.), γνώριζε έναν μόνο Θεό; Έναν Θεό αόρατο, ανεικονικό, άφυλο, έναν Θεό δημιουργό της φύσης με υψηλές ηθικές απαιτήσεις και προδιαγραφές όπως φαίνεται απ’ τις απαιτήσεις του, στους πρώτους πιστούς (Ενώχ, Νώε, Αβραάμ, Μωυσή), «τα αρχέτυπα του ανθρώπου του θεοκεντρισμού», όπως τους αποκαλεί η Nyla Farouki, και αργότερα, με το Δεκάλογο και τη Διαθήκη του όρους Σινά στους Ιουδαίους; Ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης έντιμα αναγνωρίζει ότι δεν γνωρίζουμε από πού προήλθε αυτός ο μονοθεϊσμός [Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της (1999), σελ. 15). Κάποιοι, όπως ο κοινωνιοβιολόγος E. O Wilson, υποστήριξαν ότι ο Θεός των Εβραίων ήταν επινόηση δική τους, που ταίριαζε σ’ έναν απλό ποιμενικό λαό (Για την ανθρώπινη φύση (1995), σελ. 204, 205].
Κάτι ανάλογο, βέβαια, είχε υποστηρίξει και ο J. Wellhausen (και η αρνητική κριτική), αλλά ήρθε αντιμέτωπος με το αδυσώπητο ερώτημα: απλοί ποιμενικοί–αγροτικοί λαοί ήταν και οι Εδωμίτες και οι Μωαβίτες και οι Αμμωνίτες κλπ. Γιατί, τελικά, έγινε αποδεκτός παγκοσμίως επί εκατονταετίες και μέχρι σήμερα από νοήμονες ανθρώπους ο Γιαχβέ, ο Θεός των Εβραίων και όχι π.χ. ο Πάτρωνας θεός, ο Χεμώς του Μωάβ, αφού όλοι αυτοί οι λαοί βρισκόταν κάτω από τις ίδιες γεωγραφικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες;
Το ερώτημα μένει μετέωρο, αναπάντητο, ιδιαίτερα, αν το δει κανείς κάτω από το φως της βιβλικής προφητείας όπου ο Γιαχβέ προέβλεψε την ολοσχερή εξαφάνιση λαών όπως των Εδωμιτών, Μωαβιτών και Αμμωνιτών αλλά τη διαρκή επιβίωση και διασκορπισμό των Εβραίων (Σοφ. 2:8–10· Αβδ. 8, 18· Δευτ. 28:37, 64· Λκ. 21:24).
Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Γιαχβέ, που εφάνη στην καιόμενη βάτο ήταν Θεός των Κεναίων και αυτόν παρέλαβε και λάνσαρε ο Μωυσής. Αλλά για τους Κεναίους δεν ξέρουμε τίποτα, ούτε τι λάτρευαν, κι αν λάτρευαν έναν μόνο Θεό, κι αν λεγόταν Γιαχβέ. Πρόκειται για μια αστήρικτη και αβάσιμη υπόθεση [Nahum M. Sarna, Exploring Exodus (1986), σελ. 150. Ο ΓΧΒΧ του Μωυσή και των Εβραίων, δεν θα μπορούσε να έχει σχέση με τους Κεναίους και για άλλους λόγους. Το όνομα ΓΧΒΧ, είναι γνωστό και προϋπήρχε του Μωυσή. Η μητέρα του Ιωχαβέδ (=ο Γιαχβέ είναι ένδοξος) έχει όνομα που είναι θεοφορικό, δηλαδή το πρώτο συνθετικό (Ιώ) έχει τα στοιχεία του ΓΧΒΧ. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Γένεση και το χωρίο Εξ. 3:1 επ., ο Αβράμ και οι πατριάρχες γνωρίζουν το όνομα του Θεού Γιαχβέ (Γεν. 15:7, 22:14, 28:13). Ο Γιαχβέ είναι Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (πρβλ. Ματ. 22:32 και Μρκ. 12:26)].
Άλλη όμως είναι η πιο επικρατούσα «σοφιστικέ» θεωρία ανάμεσα στους διανοουμένους. Ο Μωυσής παρέλαβε, λένε–αν όχι υπέκλεψε–, το μονοθεϊσμό και τον λάνσαρε στους Εβραίους, από τον αιρετικό Φαραώ της Αιγύπτου, τον Ακενατών (1370–1353 π.Χ.), που κατάργησε όλους τους θεούς του αιγυπτιακού ιερατείου και κράτησε τη λατρεία του Ήλιου–Ατών για όσο ζούσε. Απ’ αυτόν, ισχυρίζονται, εμπνεύστηκε ο Μωυσής την έννοια του ενός Θεού! Άλλωστε, ο Μωυσής ήταν Αιγύπτιος ιερέας του Ατών τον οποίο δολοφόνησαν οι Εβραίοι, μια θεωρία που ανέπτυξε ο Φρόιντ στο βιβλίο του Ο Μωυσής και ο Μονοθεϊσμός (1937), χωρίς ιστορικά και επιστημονικά στοιχεία βέβαια, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε [η θεωρία του Φρόιντ, ακολουθεί τη θεωρία του αιγυπτιολόγου E. Sellin, και άλλων και έχει ψυχαναλυτικήμυθιστορηματική πλοκή. Η Catherine Clement, (Το θήλυ και το ιερό, σελ. 176) παρατηρεί ότι όπως συμβαίνει συχνά στο Φρόιντ, η υπόθεση είναι εύθραυστη αλλά από την απόδειξή της δεν λείπει το θράσος. Ο Φρόιντ παραδέχεται ότι χρησιμοποίει αυθαίρετα το υλικό του και γι’ αυτό στην εισαγωγή του βιβλίου του ο καθηγητής Θ. Λίποβατς το χαρακτηρίζει προβληματικό (σελ. 16). Τη θεωρία της προέλευσης του Μωσαϊκού μονοθεϊσμού από το μονοθεϊσμό του Ακενατών, χωρίς τις ακρότητες του Φρόιντ, υποστήριξε πρόσφατα, μεταξύ άλλων, και ο αιγυπτιολόγος Jan Assman στα έργα του The price of Monotheism (2010), Of God and Gods: Egypt, Israel and the Rise of Monotheism (2008) και Moses the Egyptian: The memory of Egypt in western Monotheism (1998). Οι περισσότεροι πάντως λόγιοι και ειδικοί για τους αναφερόμενους εδώ λόγους και άλλους όπως ότι, καμία σχέση δεν υπάρχει μεταξύ του πνεύματος της Τορά και της θρησκείας του Ατών, την έχουν από καιρό απορρίψει. Βλ. N. Sarna, όπ. π. σελ. 157. Κριτική στη θεωρία του Φρόιντ έχει και ο Κ. Καλοκύρης στο βιβλίο του Μωυσής (1997)].
Όμως, το να κάθεται κάποιος βολικά στο γραφείο του και να κατασκευάζει όμορφες θεωρίες που έρχονται σε αντίθεση με τα άσχημα γεγονότα είναι απλό. Πολύ απλό. Άλλο είναι να μπορείς να τις επαληθεύεις με ιστορικά στοιχεία.
Διότι, πρώτα πρώτα, ο Μωυσής σύμφωνα με όλες τις βιβλικές και ιστορικές μαρτυρίες έζησε το 16ο–15ο αιώνα π.Χ. και όχι το 14ο, δύο αιώνες και πλέον πριν από τον Ακενατών! [J. Bimson, Redating the Exodus and the Conquest (1978). Πρβλ. Bryant G. Wood, The Rise and Fall of the 13th century, Exodus-Conquest Theory, JETS 48/3/9, 2005, σελ. 475-489]. Δεύτερον, η λατρεία του ήλιου στην οποία περιορίστηκε ο Ακενατών είχε μακρά προϊστορία στην Αίγυπτο. Η λατρεία του θεού Αμόν–Ρα είναι γνωστή από τη 2η ή 3η χιλιετηρίδα. Ο Ακενατών κράτησε αυτόν τον θεό επιλεκτικά απ’ όλο το πάνθεον της Αιγύπτου. Δεν καινοτόμησε. Και τον κράτησε για τη βασιλική οικογένεια και για τους αριστοκράτες, όχι για τον ευρύτερο λαό. Τρίτον, η κίνηση του Ακενατών ήταν πολιτική μάλλον παρά θρησκευτική και είχε πολύ μικρή επίδραση στους Αιγυπτίους. Ξεχάστηκε αμέσως, σ’ αντίθεση με το μονοθεϊσμό των Εβραίων που υπήρχε εξ αρχής και διαδόθηκε. Ο θεός ήλιος δεν αποκλείει το Φαραώ–θεό Ακενατών, διότι κι αυτός θεωρείται θεός στην Αίγυπτο και λατρεύεται ως τοιούτος. Τέταρτον, ο ήλιος είναι θεός φυσικός, στοιχείο της φύσης, σε αντίθεση με το Θεό της Βίβλου που είναι Δημιουργός του ήλιου και της σελήνης, και του κόσμου όλου, έξω από τη φύση και υπεράνω της φύσης (Γένεση κεφ. 1· Έξοδος 20:2, κ.α.). Ποια σχέση θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ του Γιαχβέ του Δημιουργού και ηθικού Θεού, με τον Ατών–Ήλιο που είναι δημιούργημα κτιστό; [Για τις υποτιθέμενες και φημολογούμενες σχέσεις και ομοιότητες μεταξύ του ύμνου του Ακενατών προς τον Ατών και του Ψαλμού 104 (103, Ο΄) βλ. Σάββα Αγουρίδη, Ο 103ος Ψαλμός και ο Ύμνος του Ikhnaton προς τον Ήλιον, (1958). Και J. W. Wilson στην ANET, σελ. 369 επ. και τα σχετικά σχόλια. Ο Albright παρατηρεί ότι ο βασιλιάς-Φαραώ θεωρείται ενσάρκωση του ήλιου-θεού, ο οποίος δεν εμποδίζεται σε τίποτα από έναν αιμομικτικό γάμο με την τρίτη κόρη του! Και καταλήγει ότι ο ιδρυτής του Γιαχβισμού Μωυσής, ήταν σίγουρα ο μόνος μονοθεϊστής (W. F. Albright, From the stone age to Christianity, 1957, σελ. 220 επ). Σύμφωνα με νεώτερες έρευνες, μαζί με τον Ακενατών, αναγνωριζόταν σαν θεοί και ο Θεός πατέρας του Αμένωφις Γ΄, ο Θεός Πτα και ο Θεός των νεκρών Πτα-Σοκόρ-Όσιρις (βλ. Μαργαρίτα Νικολακάκη-Κέντρου, Ακενατών, ο Φαραώ του Φωτός, πρόδρομος του μονοθεϊσμού; Περιοδικό Corpus, Μάρτιος 2001, σελ. 45). Σύμφωνα με τον Αιγυπτιολόγο Kent Weeks ο μονοθεϊσμός του Ακενατών είναι γεμάτος από γκροτέσκες εικόνες και σεξουαλικές αναφορές και αυτό τον κάνει να φαίνεται απίθανος ως πρόγονος της αυστηρής εβραϊκής θρησκείας. Kent R. Weeks, The lost Tomb]. Ο Θεός της Βίβλου δεν είναι ο άψυχος δίσκος του ήλιου, ο Αμόν–Ρα. Είναι Θεός αυθύπαρκτος και αιώνιος (Ψλ. 90:2· Ησ. 40:25 επ.), ο οποίος δεν επινοείται, ούτε ανακαλύπτεται από ανθρώπους. Είναι Θεός που κατά την ωραία έκφραση του Vittori Messori (Υπόθεση Ιησούς (1978), σελ. 64. Πολύ ενδιαφέρουσα και διαχρονική παραμένει πάντα η εργασία του Yehezkel Kaufmann σε 8 τόμους The Religion of Israel όπου δείχνει ότι ο Εβραϊκός-Βιβλικός μονοθεϊσμός παραμένει φαινόμενο μοναδικό στην ιστορία) αδυνατεί να συλλάβει η ανθρώπινη διάνοια και η επιστήμη με όλη τη σύγχρονη πολυμάθειά της και τους τεχνολογικούς θριάμβους της. Αλλά, αποκαλύπτεται σε ανθρώπους, μέσα στο διάβα της ιστορίας, όταν θέλει για τους δικούς του λόγους. Όπως παρατηρεί ορθά η καθηγήτρια της φιλοσοφίας Nayla Farouki: «Ο Θεός είναι αυτός που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο και του αποκαλύπτει μόνο ότι τον αφορά και αυτό που θέλει να του αποκαλύψει» (Πίστη και λογική (1997) σελ. 200, 201). Είναι ο Θεός του Αβραάμ, του Μωυσή, των προφητών, του Ιησού, της εκκλησίας. Θεός που δρα, σώζει και ευλογεί, που αυτο–αποκαλύπτεται. Η αποκάλυψη δεν είναι ένα σύστημα θείων λόγων μόνο, είναι πρωταρχικά το σύστημα των θείων πράξεων. Και ο μυστικός κατακλυσμός που έγινε στην εποχή του Αβραάμ, επηρέαζε και συνεχίζει να επηρεάζει όλη την ανθρωπότητα, γιατί έτσι, ο ζων Θεός, με τον έναν, έφτασε στους πολλούς. Και από τους πολλούς στον έναν, το Χριστό. Και μέσω του Χριστού, πάλι στους πολλούς για σωτηρία των πολλών. Γιατί ο Θεός τον «ητοίμασε φως εις φωτισμόν των εθνών». Ο διαχωρισμός με την επιλογή και την απομόνωση [ωραία και διεξοδικά παρουσιάζει το θέμα, μεταξύ άλλων, ο N. H. Snaith στο ενδιαφέρον βιβλίο του The distinctive Ideas of the Old Testament, σελ. 167 επ.] πραγματοποιείται και συνεχίζεται μέσω του Ιησού, του καλού ποιμένος, ο οποίος είναι το πλήρωμα της θείας αυτο–αποκάλυψης, ο «Aυτός και σήμερα και αύριο». Αυτός που έκανε τομή στα σπλάχνα της ιστορίας, τομή στο χρόνο, και δια του οποίου ο ζων και δρων Θεός θα συν– κεφαλαιώσει τα πάντα τα «εν ουρανοίς και επί της γης» κατά την όμορφη ρήση του απ. Παύλου προς σωτηρία πάντων, μάλιστα δε των πιστών.