Ο Ιταλός συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Τα βιογραφικά του, τον φέρουν καθηγητή της Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπαλόνια, που δίδαξε και σε αμερικάνικα πανεπιστήμια. Συγγραφέας πολλών δοκιμίων και μελετών μεταξύ των οποίων: Le poetiche Di Jouce (Η ποιητική του Τζόις ) II problema estetico in Tommasa D’ Aquino, (Το αισθητικό πρόβλημα του Θωμά Ακινάτη) κ.ά., έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τα βιβλία του «Το όνομα του Ρόδου» (μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στην ελληνική από τις εκδόσεις Γνώση το 1988) και το «Εκκρεμές του Φουκώ», που κυκλοφόρησε στη χώρα μας (1989) από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Τα δύο τελευταία είναι βιβλία, , που έχουν κυκλοφορήσει σε χιλιάδες αντίτυπα σε πολλές γλώσσες, έχουν κάμει τον Έκο παγκόσμια γνωστό, και έχουν αποσπάσει βραβεία και τις καλύτερες κριτικές, αν και δεν έλειψαν και κάποιες επικρίσεις... για το δυσνόητο περιεχόμενό τους.
Τι είναι εκείνο που συνετέλεσε σε μια τέτοια μεγάλη επιτυχία;
Δύσκολα μπορούμε ν’ αποφύγουμε το συμπέρασμα, ότι ο βασικός παράγοντας είναι η ευρύτατη παιδεία του, η πλατειά λατινομάθεια και η γνώση θεολογικών συγγραμμάτων της καθολικής εκκλησίας (ιδιαίτερα της Μεσαιωνικής περιόδου) μαζί με τον ακάματο ζήλο, την εργατικότητα και την αγάπη του για την αρτιότητα των έργων του. Σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ρεπούμπλικα» ο Έκο ανέφερε για το μυθιστόρημα του το «Ονομα του Ρόδου» που τον απέφερε το Ιταλικό βραβείο Strega (1981) και το γαλλικό Medicis Etranger (1982) ότι κάθε σελίδα ξαναγράφτηκε δέκα φορές τουλάχιστον... Στην ίδια συνέντευξη εξομολογήθηκε ότι για να γράφει το «Εκκρεμές του Φουκώ», που συνδυάζει φιλοσοφία, θεολογία, μυστικισμό κ.ά., συγκέντρωσε υλικό και στοιχεία από μια βιβλιοθήκη με 1.500 βιβλία με σπάνιες εκδόσεις που περιελάμβαναν βιβλία φυσικής, αστρικής μαγείας, προφητειών, κ.λπ. Δεν είναι απορίας άξιον λοιπόν, που ένας τέτοιος εκπληκτικός μόχθος τελικά αναγνωρίζεται και επιβραβεύεται.
Τα παραπάνω που είπαμε για το συγγραφέα δείχνουν γιατί δεν θα μπορούσε να τον αφήσει αδιάφορο ένα αγιογραφικό βιβλίο, όπως η Αποκάλυψη του Ιωάννη του μαθητού της αγάπης και «υιού της βροντής». Το 1989 κυκλοφόρησε στη χώρα μας το θαυμάσιο εικονογραφημένο έργο του διάσημου καθηγητη, με τίτλο «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», σε μετάφραση του δημοσιογράφου Θόδωρου Ιωαννίδη, ενώ προηγήθηκε η έκδοση ενός ολιγοσέλιδου δοκιμίου του ιδίου με τον τίτλο «Η διακριτική γοητεία της Αποκάλυψης». Το κείμενο του δοκιμίου κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 1988 ( σε έκδοση εκτός εμπορίου από τον εκδοτικό οργανισμό Θεσσαλονίκης) σε ωραία και γλαφυρή μετάφραση του δημοσιογράφου–λογοτέχνη Θόδωρου Ιωαννίδη. Το δοκίμιο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο της εβδομαδιαίας εφημερίδας L’ Espresso το 1973. Και ο Έκο το έγραψε παρακινούμενος από εξαιρετικής ωραιότητας μινιατούρες Μαζαραβικής σχολής που συνοδεύουν ένα παλιό σχόλιό του Μπεάτο, Ισπανού ηγουμένου του 8ου αιώνα μ.Χ. Ο Έκο είχε δισταγμούς για την ελληνική έκδοση μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν, αλλά τους υπερνίκησε, γιατί, τα τρομερά οράματα του Ιωάννη (άρα και η δίκη του ανάγνωση) συνεχίζουν να παραμένουν επίκαιρα. Η έκδοση της μεγαλύτερης σε έκταση μελέτης του για την Αποκάλυψη, επιβεβαιώνει το συμπέρασμα.
Για τη θέση αυτή του Έκο δηλ., την επικαιρότητα του περιεχόμενο της Αποκάλυψης, θα μιλήσουμε παρακάτω. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ περισσότερο, αφήνοντας κατά μέρος τα κριτικοφιλολογικά και θεολογικα προβλήματα του Αποκαλυπτικού κειμένου, είναι να δούμε μερικές ξέχωρες σκέψεις και παρατηρήσεις του συγγραφέα, που μπορούν να πρόβληματίσουν και να δώσουν αφορμή για μια πιο γόνιμη αναζήτηση, αφού, όπως είναι ευνόητο, δεν μπορεί να γίνει λεπτομερής αναφορά σ’ όλο το δοκίμιό του.
«Η αποκάλυψη πρώτα πρώτα θέτει το πρόβλημα της ιστορίας. Η παγανιστική κουλτούρα ήταν μια κουλτούρα χωρίς ιστορία», σημειώνει εξ αρχής ο Έκο (σελ. ιβ) Η παρατήρηση είναι σωστή γιατί, «η σκέψη της λύτρωσης είναι εκείνη που επιφέρει την αλλαγή στην αρχαία σκέψη, που αναζητά και δίνει μιαν αρχή και ένα τέλος». Η αρχή του ανθρώπου σύμφωνα με τη Βίβλο ξεκινάει από τη Δημιουργία και συνεχίζει την ευθύγραμμη πορεία της με ένα ατύχημα το προπατορικό αμάρτημα, ένα βασικό επίκεντρο την ενσάρκωση, και μια προοπτική, τη δεύτερη επιστροφή…»
Δηλαδή, εδώ, ορθά σημειώνει ο Έκο, την διαφορετική βιβλική αντίληψη της κίνησης του χρόνου σε σχέση με την αρχαιοελληνική, και μια έννοια–αίσθηση της ιστορίας που σύμφωνα με την Ιουδαιο-χριστιανική άποψη θεωρείται σαν μια εξελισσόμενη σειρά γεγονότων (είτε ανοιχτή είτε κλειστή) με μιαν αρχή και ένα τέλος.
Πράγματι, η Ιουδαιο-χριστιανική αντίληψη της ιστορίας σύγκειται στο ότι «η ιστορία είναι σαν ένα βέλος που κατευθύνεται πάντα μπρος». Οι κάτοικοι της ανατολής και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι αλλά και οι Ρωμαίοι, με εξαίρεση τον Ησίοδο και Βιργίλιο που κοιτάζουν όμως το παρελθόν και όχι το μέλλον, αγνοούν την ιδέα της ιστορίας ως πρόοδο· την δέχονται, ως κυκλική δηλ., ως αιώνια επαναφορά των ίδιο στιγμών. «Ο κόσμος γεννιέται από τη φωτιά και πάλι γίνεται φωτιά κατά περιόδους εναλλάξ ολάκερη την αιωνιότητα», λέγει ο Ηράκλειτος. Και «γαρ ο χρόνος», γράφει ο Αριστοτέλης, «κύκλος τις είναι δοκεί» (Φυσικά 4, 14).
Συνέπεια αυτής της άποψης, είναι η αντίληψη ότι δεν μπορεί να λυτρωθεί ο άνθρωπος από το χρόνο, γιατί για ν’ απελευθερωθεί, πρέπει να απελευθερωθεί από την αιώνια κυκλική τροχιά.
Αντίθετα η ιουδαϊκή σκέψη δεν κοιτάζει το παρελθόν. Δέχεται ότι η εποχή του «χρυσού» αιώνα δεν πέρασε, αλλά αναμένεται με την ανακαίνιση του κόσμου, και την επικράτηση της Βασιλείας του Θεού που παρουσιάζεται με δυναμικό τρόπο στην Αποκάλυψη, ιδιαίτερα στα τελευταία της κεφάλαια. Μάλιστα, στην Αποκάλυψη, τα επεισόδια ομαδοποιούνται σι επτάδες, που αφήνουν να εξελιχθούν τα γεγονότα, παρέχοντας όμως συγχρόνως και τη δυνατότητα ανακεφαλαίωσης των προηγουμένων. Περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να λεχθούν εδώ γι’ αυτό το σπουδαίο θέμα. Ο Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες στο βιβλίο του Historia de la Eternidad (1936) που μεταφράστηκε από τον Αχ. Κυριακίδη στην γλώσσα μας (Ιστορία της αιωνιότητας, Υψιλον, 1985) δίνει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις και σκέψεις γύρω απ’ αυτό το ζήτημα, αλλά για τον απαιτητικό αναγνώστη που θέλει να το μελετήσει παραπέρα και εις βάθος, σπουδαίο βοήθημα μεταξύ άλλων είναι η μελέτη του ελβετού Καινοδιαθηκολόου και λόγιου Oscar Culmann «Χριστός και Χρόνος» (Αθήνα 1980, Ελλην. μεταφ. Π. Κουμάντου, κέντρο βιβλικών μελετών, Άρτος Ζωής).
* * *
Το δεύτερο σημείο αναφοράς του Έκο, αναφέρεται στο 20ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης, στο οποίο γίνεται λόγος για το ρίξιμο του Σατανά στην άβυσσο και το αλυσσοδέσιμό του για χίλια χρόνια. Πρόκειται για μια επίμαχη φράση—την περίφημη «Χιλιετή Βασιλεία»!
Οι πρώτοι Χριστιανοί ερμηνευτές πίστευαν ότι επέκειτο στις μέρες τους η 2η παρουσία του Χριστού με την οποία θα άρχιζε «η βασιλεία του Θεού επί γης για χίλια χρόνια». Ο Έκο επισημαίνει ότι ο αγ. Αυγουστίνος, ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, ο Χριστιανός–Πλατωνιστής της Δυτικής Εκκλησίας, που χαρακτήρισε στις «Εξομολογήσεις» του το χρόνο ως ένα τρισυπόστατο παρόν, ήταν εκείνος που έκανε μια στροφή στην ερμηνεία του δυσερμήνευτου αυτού κεφαλαίου, υποστηρίζοντας ότι η βασιλεία του Μεσσία άρχισε με τη διδασκαλία του, και η χιλιετία είναι της εκκλησίας, δηλ., αυτή η ίδια η περίοδος που ζουν οι πιστοί.
Πριν απ’ αυτόν, οι περισσότεροι χριστιανοί απολογητές και, συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα απέβλεπαν σε μια μελλοντική κατά γράμμα «χιλιετία». Με τον Αυγουστίνο αλλάζουν τα πράγματα. Απ’ αυτήν όμως την ερμηνεία του Αυγουστίνου ξεπηδάει για τους ανθρώπους του Μεσαίωνα ένα τρομαχτικό άγχος· αργά ή γρήγορα θα τελειώσει η χιλιετής βασιλεία, και έτσι θα λυθεί ο Σατανάς και συνεπώς, το τέλος του κόσμοι είναι επί θύραις! Δεν είναι παράξενο που γύρω στο 1000 μ.Χ. οι άνθρωποι περιμένουν το τέλος, ενώ δύο αιώνες πιο μπροστά ο επίσκοπος της Liebana, γράφει σχόλια για το επικείμενο τέλος του κόσμου!
Οι ρεαλιστικές περιγραφές του Rodolfo il Glabro για τις συνθήκες ζωής στο 1000 μ.Χ. στην Ευρώπη και για τις θεομηνίες, τα έγκλημα, τους λοιμούς και λιμούς που οδήγησαν πολλούς να κομματιάζουν μικρά παιδιά, ή να ξεθάβουν πτώματα για να ικανοποιήσουν την πείνα τους, είναι καθοριστικά σημάδια σκοτεινών αιώνων.
Έτσι, η Αποκάλυψη αποκτά στα χρόνια εκείνα επικαιρότητα, αλλά η επικαιρότητα μειώνεται μετά την παρέλευση των επικίνδυνων ετών, χωρίς να συμβούν τα εσχατολογικά αναμενόμενα. Ξεπηδούν όμως αργότερα, νέα ρεύματα, και κινήματα όπως π.χ. οι «Καθαροί», που αναμοχλεύουν το αποκαλυπτικό νόημα των πρωτοχριστιανικών αιώνων.
Ο Έκο κλείνει το δοκίμιό του με την ιστορία των «αποκαλυπτικών κινημάτων» και ανακυκλώνει τα νοήματα της εισαγωγής του για την οικολογική μόλυνση της εποχής μας.
Από την Αποκάλυψη διατηρείται η αίσθηση μιας σύγκρουσης που παραμένει πάντοτε ανοιχτή μπροστά μας, επισημαίνει ο συγγραφέας.
Εδώ νομίζω είναι το σημείο με το οποίο μπορούμε να κλείσουμε και εμείς την σύντομη περιδιάβασή μας στον παράξενο και γοητευτικό κόσμο της κρυπτογραφημένης Αποκάλυψης. Ο Έκο κάνει λόγο για οικολογικές καταστροφές (έλλειψη καυσίμων, εμφάνιση ανίατων ασθενειών) και τις συσχετίζει με κομμάτια της Αποκάλυψης. Είναι σωστή αυτή η τοποθέτηση;
Γιατί, βέβαια, μπορεί να θεωρείται ότι το Τσέρνομπιλ π.χ., που προξένησε τεράστια οικολογική βλάβη και μόλυνση στις μέρες μας έχει σχέση με τον «άψινθο της Αποκάλυψης (Αποκ. 8:11) όπως υποστήριξαν μερικοί, ή ακόμα ο μυστικός αριθμός χξς 666 (Αποκ. κεφ. 13) που εννοείται μόνο από τον «νουν τον έχοντα σοφίαν», να αναζητείται να εντοπιστεί στο πρόσωπο ενός μελλοντικού αντίχριστου–δικτάτορα, ή ο, τιδήποτε άλλο. Ο Έκο σημειώνει ότι θα μπορούσε να είναι κάποιος σιμωνιακός Πάπας, κάποιος διεφθαρμένος μονάρχης, ή ο καπιταλισμός, ενώ κατά την άποψη άλλων ερμηνευτών μπορεί να αναφέρεται στον Νέρωνα (ιστορική ερμηνεία) ή σε σύνθετα πολιτικό συνασπισμό, που είναι ειδεχθής στα μάτια του Θεού και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 666 (σύμβολο ατέλειας).
Ο χρόνος όμως, ως αλάθητος κριτής, θα δείξει ποια είναι η ακριβή σημασία αυτών των συμβόλων, αφού πράγματι, «σοφώτατον χρόνος ανευρίσκει γαρ πάντα», όπως έλεγε ο Θαλής ο Μιλήσιος. Οι πόλεμοι, οι πείνες, οι σεισμοί, και οι πάσης φύσεως καταστροφές που εμφανίζονται στις σελίδες της Αποκάλυψης, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, θα πρέπει να εκληφθούν και να ερμηνευθούν, πότε κατά γράμμα και πότε συμβολικά, γιατί το κείμενό της λειτουργεί σαν «ανοιχτή προφητεία».
Είναι γνωστό άλλωστε, ότι σε περασμένες εποχές, διαφορετικά εννοήθηκαν και ερμηνεύτηκαν διάφορα κομμάτια και χωρία της Αποκάλυψης, ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής, π.χ., τα θηρία του 13ου κεφ. στο Βυζάντιο, αρχικά θεωρήθηκαν ως ο Μωάμεθ, αργότερα όμως μετά το σχίσμα θεωρήθηκαν ότι εξεικόνιζαν τον Πάπα της Ρώμης ή τον προτεσταντισμό, (πρβλ. την εξαίρετη μελέτη του Α. Αργυρίου Les exégèses grecques de l’Apocalypse à l’époque turque (1453-1821) Θεσ/νίκη, 1982).
Η αποκάλυψη ομολογουμένως είναι ένα δύσκολο βιβλίο. Είναι ίσως το πιο πολύ ερμηνευμένο ή παρερμηνευμένο βιβλίο στον κόσμο. Ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου γράφει ο Ε. Β. Allo δεν θα έφτανε για να διαβάσει κανείς τα υπομνήματα και τα σχολιολόγια που γράφτηκαν για να ερμηνεύσουν το μυστηριώδες αυτό βιβλίο!
Μετά από δεκάδες χρόνια όμως μελέτης και έρευνας, ασφαλώς, μπορεί κανείς να βγάλει τα γενικά συμπεράσματα, αν και οι λεπτομέρειες μπορεί να διαφεύγουν. Μοιάζει το «σκοτεινόμορφο» περιεχόμενό της, με μια συμφωνική συναυλία, που ο μη οικειωμένος, ο αμύητος ακροατής, μπορεί να συλλάβει το συνολικό πνεύμα του έργου, αλλά αδυνατεί να παρακολουθήσει τα μέρη του σε κάθε λεπτομέρεια. Για να γίνει το τελευταίο, απαιτείται επίπονη και επίμονη άσκηση, οικεία κριτική παρατήρηση, εμβάθυνση κ.λπ. Χωρίς καλή γνώση της γλώσσας, των συμβόλων της παλαιοδιαθηκικής φιλολογίας, κ.λπ., δεν μπορεί κανείς να την προσεγγίσει. Γιατί, όπως παρατηρήθηκε, το περιεχόμενο της, μοιάζει μ’ ένα καράβι που ενώ ανοίγει τα πανιά να αποπλεύσει, η άγκυρά του ακόμα το κρατάει στο λιμάνι της Παλαιάς Διαθήκης.
Η ουσία πάντως είναι, ότι η Αποκάλυψη στην κυριολεξία «αποκαλύπτει» ότι στην διαρκή διαμάχη μεταξύ των σατανικών δυνάμεων και των θεϊκών, τελικά θα κυριαρχήσει ο Θεός, και θα θριαμβεύσει ο Ιησούς, ο βασιλιάς ο ενδεδυμένος λευκά ιμάτια, ο «έχων διαδήματα πολλά στην κεφαλή».Έτσι, η Αποκάλυψη, τελικά εμφανίζεται ως ένα έπος της χριστιανικής ελπίδας.
Σε τελευταία ανάλυση, το όλο περιεχόμενο της είναι υποκειμενικό ζήτημα πίστης και εσωτερικής αποδοχής. Ο ίδιος ο Ουμπέρτο Έκο παρουσιάζεται με κάποιον σκεπτικισμό. Γράφει: «Δεν μπορούμε να πούμε ότι αφού υπάρχει, κρίση, ας το ρίξουμε στην προσευχή και τη μετάνοια για να επιστρέφουμε στην αμόλυντη φύση… Η μοίρα της Αποκάλυψης είναι να χρησιμοποιείται περισσότερο ως αφορμή για προτροπή στην απελπισία και ως κάλεσμα σε μια ορισμένη, παθητική αποδοχή του ακαταμάχητου (Το μυστικό της Έβδομης Σφραγίδας, Εφημερίδα Καθημερινή, 25-9-88 σελ. 17). Όπως όμως διατείνεται ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, αυτή δεν είναι προϊόν ανθρώπινης έμπνευσης· είναι από τον Θεό δια του Ιησού εις τον Ιωάννη».
Το βιβλίο του Έκο για την Αποκάλυψη αξίζει ασφαλώς να διαβαστεί. Αλλά πιο πολύ αξίζει να μελετηθεί σε βάθος η ίδια η Αποκάλυψη, το βιβλίο με την «άγρια και άγια γλώσσα», που διατηρεί πάντα την διακριτική ή απροκάλυπτη γοητεία της, και μάλιστα διακρατεί τη διακριτική σημασία του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
Δεν πρέπει επίσης να παροραθεί η μεγάλη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, γεγονός που αποτέλεσε και αποτελεί ισχυρό πόλο έλξης για τους πάσης φύσεως συγγραφείς, λογοτέχνες και καλλιτέχνες ανά τους αιώνες. Η ευρυθμία της γλώσσας, το λαμπρό ύφος, η ποιητική μεγαλοπρέπεια, οι θαυμάσιες πλαστικές εικόνες, η ποικιλία των χρωμάτων, η τραχεία περιγραφή των δρώμενων, το σφριγηλό δέσιμο των επί μέρους τμημάτων, καθιστούν το κείμενο ένα αληθινό αριστούργημα.
Στο ανεξάντλητο περιεχόμενο της έσκυψαν διψαλέα, τα μεγάλα αναστήματα της ανθρώπινης διανόησης και τέχνης όπως π.χ. Dante, Sir Isaac Newton, Goethe, Dostoyevsky, G. M. Hopkins, Paul Claudel, T. S. Eliot, Σεφέρης, Ελύτης κ.ά.
Όχι λιγότερο, είναι εμφανής η επίδρασή της στις εικαστικές τέχνες. Τοιχογραφίες του Τζιόττο και του Σινιορέλλι, χαλκογραφίες του Diirer και πίνακες του Βελάσκεθ, του Ρούμπεν, Ελ Γκρέκο, κ.ά., είναι εμπνευσμένες από το περιεχόμενό της.
Η Αποκάλυψη, γράφει ο Βίκτωρ Ουγκώ, και το Άσμα Ασμάτων, είναι και τα δύο εκρήξεις συσσωρευμένης παρθενικότητας. Και ο Ιωάννης ήταν ένας από τους μεγάλους περιπλανώμενους της πύρινης γλώσσας. Είναι ο παρθένος γέροντας, όλος ο φλογερός χυμός, που έγινε καπνός και μυστηριώδης τρόμος… αλλά δεν ξεφεύγει απ’ την αγάπη.
Πράγματι, στην ιωάννεια Αποκάλυψη, σμίγουν η αληθινή ποιητική δημιουργία με την αγνότητα και τη φλογερή πίστη, για να δώσουν ένα υπερ-ούσιο, υπερκόσμιο έργο, που πυρώνει και συνταράζει· φθάνει μέχρι τα αβυσσαλέα βάθη, για να βγάλει απ’ εκεί φως, φωτιά και αίμα…