Της Μάρως Στασινοπούλου
ομιλία στην εκδήλωση της Ε.Ε.Λ. (4/3/2005)
Μέσα σ’ έναν χώρο πολιτισμικό, βαθιά γεωργημένο από τη λογοτεχνία—καθώς συμβαίνει βέβαια και στον αντίστοιχο των εικαστικών τεχνών ή της μουσικής—θεωρείται και είναι δυσχερές επίτευγμα η συγκρότηση μιας όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένης πνευματικής προσωπικότητας που να εκφράζεται δημιουργικά με συνέπεια και άνεση, μεταγγίζοντάς μας τον εσωτερικό της παλμό.
Μια τέτοια έκφραση έμπειρης βούλησης και αισθαντικής δημιουργίας είναι σίγουρα ο αποψινός τιμώμενος, ο ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ο νομικός Δημήτρης Τσινικόπουλος, ο συνεχώς παρών στα λογοτεχνικά δρώμενα με κείμενα άλλοτε ποιητικής υφής και άλλοτε δοκιμιογραφικής εποπτείας, πάντοτε όμως δοσμένα μ’ ένα πλούσιο ανάβρυσμα καρδιάς.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Τσινικόπουλος θωπεύει εξακολουθητικά την ομορφιά και την αντίληψή της. Αυτή την ομορφιά, όχι μόνο των εύχυμων κειμένων αλλά κυρίως των σκέψεων, των προθέσεων, των ενεργειών ή των πραγμάτων. Η έντονα στοχαστική πλευρά της ψυχοσύνθεσής του αποκρυσταλλώνει, στο έως τώρα ποιητικό, πεζολογικό ή δοκιμιογραφικό του έργο πολλές συμπυκνωμένες και οξυδερκείς γνωμολογίες αναφορικά με τα μεγάλα θέματα της ζωής. Μέσα από την πνευματική του συγκομιδή αναδίνεται συνήθως μια ιδιότυπη, αρκετά δαμασμένη, αξιοπρεπής ευαισθησία, ένα έμμεσο δίδαγμα άοκνης εργατικότητας, έννομης φιλοδοξίας και ελευθερίας, μια λεπτή, διακριτική, ευρύτερα κοινωνική, συμπαθής ανθρώπινη παρουσία.
Πριν μερικά χρόνια σε εκδήλωση που έγινε στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», στην Αθήνα, για την μελέτη του «Ποίηση στα λόγια του Ιησού», μια θελκτική εργασία αποτέλεσμα έρευνα πολύχρονης που είχε αποσπάσει την αισθητική μας ευαρέσκεια τόσο με την πρωτοτυπία της σύλληψης όσο και με την ουσία του λόγου, προλογίζοντας, είχα ανακαλέσει στη μνήμη μου τα λόγια του πολυαγαπητού χαμένου πια φίλου, έξοχου ποιητή και κριτικού της Νέας Εστίας Δημήτρη Παπακωνσταντίνου που είχε γράψει: «Οι ποιητές δεν είναι ανεύθυνα και μακάρια τζιτζίκια που ροκανίζουν το χρόνο και το καλοκαίρι». Κι αληθινά. Τεκμηριώνει αυτόν τον εύστροφο λόγο, ο Δημήτρης Τσινικόπουλος, μ’ έναν τρόπο απόλυτα θετικό. Η «εγρηγορούσα» σκέψη του, η αγραυλούσα συνείδηση, δέχεται πολλά από τα μηνύματα των καιρών, από τα κοινωνικά, πολιτισμικά, πολιτικά και ψυχολογικά πλέγματα και φανερώνει πνεύμα ευέλικτο, διάθεση βαθύτατα ανθρωπιστική και πρόθυμη για την κατανόηση των σύμφυτων ατελειών του ατόμου, μια «φιλοσοφημένη» εμβάθυνση στις δεδομένες αντιφάσεις και αντιθέσεις για την ισορροπία της ζωής. Το σύνολο του έργου του, κυρίως του ποιητικού, γιατί αυτό είναι που θα ήθελα να απομονώσω και να τονίσω στην αποψινή μας συνάντηση, περιέχει ανθρώπινη, χοϊκή, παγανιστική κάποτε δροσιά, εικόνες απλές από τη φύση, μιαν ισορροπημένη πρόσμειξη των εσωτερικών οραματισμών και του εξωτερικού τοπίου, κάποια ευρηματικότητα που υπερβαίνει τα εγκεφαλικά, λογικευτικά πλαίσια, επεκτείνοντας κάποιες φορές μια λεπτομέρεια, ουσιαστική βέβαια, ή εξάρσεις ερωτικές όπως συνέβαινε στην ποιητική συλλογή του «Σύφλογο» που εξέδωσε πριν από το καιρό με το ψευδώνυμο Άγγελος Δημητρίου. Έναν χυμώδη καρπό αυθορμησίας, συναισθηματισμού, εικόνων, ιδεών, αυθεντικού πάθους, λυρικότητας. Έναν τρυφερό ύμνο στην αιώνια γυναίκα, την πολυδύναμη στην ποίηση του Τσινικόπουλου. Κήρυκα της χαράς ή της οδύνης μα ποτέ ένα πομπώδες ή αδέξιο πλάσμα που στερείται εσωτερικής ζωής.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Ζωγραφάκης στον πρόλογο του βιβλίου: «…Κι αν ακόμη, ο Άγγελος Δημητρίου, δεν σκέφτηκε καθώς ο Δάντης στο τελευταίο του σονέτο το vita nuova, πώς θα πει για την καλή του αυτό που κανείς δεν είπε πριν απ’ αυτόν για μιαν αγαπημένη, δεν δικαιούμεθα παρά ταύτα, να μην βεβαιώσουμε πως ο ποιητικός του λόγος, εμπνευσμένος από και για την Αγάπη, έρχεται άξια να βρει τη θέση του, soto voce, σε μιαν «ελάσσονα» τρυφερή μελωδία, στη χορεία εκείνων που τραγούδησαν την ωραιοποιούσα γυναικεία παρουσία στο γένος των ανθρώπων…»
Και τελειώνει σημειώνοντας εύστοχα: «…Γιατί κατά την επιγραμματική διατύπωση της Τερέζα ντε Θεπέδα (Αγίας Θηρεσίας της Άβιλα): “La cosa no es de saver mutcho, sino de amor mutcho” (σημασία δεν έχει το να ξέρεις πολλά, αλλά το ν’ αγαπάς πολύ). Διάβασα για το «Σύφλογο» πολλές επαινετικές κριτικές, μερικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και υμνητικές θα έλεγα. Προσωπικά, σεβόμενη απόλυτα τη νοητική των λέξεων, το ειδικό τους βάρος, θα προτιμούσα να είμαι φειδωλή στα λόγια των εύκολων εντυπωσιασμών. Υπάρχουν βέβαια και οι κρίσεις εκείνες στις οποίες θα άξιζε κανένας να σταθεί γιατί περικλείουν στοιχεία αντικειμενικότητας, ειλικρίνεια, και τόλμη. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως τίποτα δεν υπογραμμίζει, δεν συμπληρώνει, δεν πείθει, δεν εγκαρδιώνει εν τέλει περισσότερο, από το να ακούσουμε κάποιους ελκυστικούς στίχους από αυτήν την ευγενική ποίηση, την «ζεστή και αφτιασίδωτη» όπως την αναφέρει ο Κώστας Μόντης…
Την ίδια διάχυση ψυχής διακρίνουμε και στην ενασχόληση του Τσινικόπουλου με τα επιγραμματικά ποιήματα, τα περίφημα χαϊκού ή χάι κάι. Αυτά, για τα οποία ο Valery είχε πει: «Είναι το σχήμα ενός στοχασμού τόσο απόλυτα απλού και χαριτωμένου που το μετατρέπει σε ρίγος, ψίθυρο και σε άρωμα πνοής ζεφύρου…»
Μπορούμε κι εδώ, σ’ αυτά τα μικροσκοπικά ποιήματα, ν’ αναγνωρίσουμε μια ροϊκή γεύση ζωής, την γενναιόδωρη συνδρομή μιας φαντασίας ευέλικτης, την μετουσίωση και ανάπλαση ατομικών ερεθισμάτων με την «πυκνότητα του υπαινιγμού», απ’ όπου προέρχεται και η γοητεία αυτών των στίχων. Μέσα από αυτό το λεκτικό μέσο της εξαιρετικά σύντομης εκφοράς του λόγου, ο Δημήτρης Τσινικόπουλος μας δωρίζει στιγμές συμπυκνωμένης συγκίνησης. Επιτρέψτε μου, πολύ σύντομα, να σας παρουσιάσω κάποια δείγματα γραφής:
- Ωραία τα όνειρα. Μουντά τα πράγματα. Ανάμεσα ζούμε.
- Τα φυτά, με απορημένα χρώματα ο κήπος βάφει.
- Δρόμοι ύποπτοι μειδιούν μπροστά μου. Αμέτοχος μένω.
Νομίζω θα μπορούσαμε, παρασυρμένοι από την μουσικότητα και το συναίσθημα που αντλείται από το φευγαλέο αυτών των ολιγόστιχων ποιημάτων, εγώ να διαβάζω κι εσείς ν’ ακούτε για αρκετή ώρα ακόμη. Θα πρέπει όμως να μας δοθεί ο χρόνος να θωπεύσουμε, διακριτικά έστω, και το ποιητικό του δημιούργημα που κυκλοφόρησε σ’ έναν καλαίσθητο τόμο με τον τίτλο «Μέθεξη» και περιλαμβάνει ποιήματα μεταφυσικά.
Αν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σοβαρής τέχνης είναι και η περίσκεψη και η περισυλλογή, το αργό ωρίμασμα και το ανέβασμα της γενικής εκφραστικής του ποιητή, τότε η συλλογή αυτή του Δημήτρη Τσινικόπουλου αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, απόδειξη αυτής της αλήθειας. Στη «Μέθεξη», ο δημιουργός δείχνει ν’ απομακρύνεται αρκετά από την συχνή χρησιμοποίηση της γενικής των επιθέτων, κάτι που χαρακτήριζε κάποια ποιήματα σε προηγούμενα βιβλία του, από το πλήθος των επιθετικών προσδιορισμών. Αυτή η φειδώς, η διάθεση συνοπτικής και ευθύβολης αποφθεγματικότητας σε ορισμένους στίχους του, μαρτυρεί την πρόοδο στα εκφραστικά του μέσα, μας οδηγεί ίσως να σκεφτούμε πως δεν θα πρέπει να μας βρει εντελώς σύμφωνους η γνώμη ότι, η συγκίνηση του αναγνώστη, η υπαρξιακή του δόνηση, προέρχεται εν πολλοίς από την ασαφή γοητεία και αοριστία των ποιητικών κειμένων. Καλό είναι, να ξεχωρίζουμε την αναβρυστική ποίηση εξυπακούεται ασφαλώς η τεχνική επέμβαση του έμπειρου τεχνίτη από την «κατασκευασμένη». Ίσως το επώδυνο, σε ανθρώπους και ποιητές όπως ο Δ. Τσινικόπουλος, έγκειται στο ότι δεν αιχμαλωτίζονται από τα ίδια τα πράγματα αλλά σπάζουν τον κλοιό τους και ανιχνεύουν το βάθος, μη επιθυμώντας ν’ αυταπατώνται με την εκρηκτική εξωτερικότητα που σκεπάζει τη ζοφερή πλευρά του κόσμου. Η κατάλληλη τοποθέτηση των, αναντικατάστατων πολλές φορές, λέξεων, η αεικίνητη εικονοπλαστική φαντασία του δημιουργού η φυσική του διακίνηση ανάμεσα στην ονειρική διάθεση, σ’ εκείνη την αίσθηση του παραμυθιού και στο αιχμηρό σήμερα, τα ορατά ή καλυμμένα του τραύματα από το πέρασμα του χρόνου, οι «φωτοσκιάσεις του μεταιχμίου», η ζωντανή παρουσία των νεκρών, η σχεδόν απουσία των ζώντων, η προσωπική ερημιά που δημιουργείται μέσα σ’ αυτό που λέμε «πολυάνθρωπη μοναξιά», στην έκρηξη της ευφροσύνης και της χαρούμενης θλίψης, μέσα στη φυσική, ψυχική, συμβολική και μεταφυσική νύχτα, συμπυκνώνονται και πλάθουν ακέραιες ποιητικές μονάδες από τις οποίες, όχι λίγες, μολονότι εκπηδούν από καθαρά ατομικές ιδιαιτερότητες της μοίρας του ποιητή, παίρνουν και αντικειμενικές, πειστικές διαστάσεις.
Ας ακούσουμε όμως στο σημείο αυτό κάποια ποιήματα από την «Μέθεξη», που νιώθουμε πως θα επιβεβαιώσουν τα λεγόμενό μας….
Το θέμα, για κάθε γνήσιο ποιητή είναι, αν, από τις πληθωρικές ουσίες βιώματα που τον δυνάστευαν, μπορεί να «κτίσει» το ποίημα. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει με τον Δ. Τσινικόπουλο. Επίσης, στην περίπτωση της ποιητικής του, δημιουργείται ατμόσφαιρα, στην οποία μετέχει ο ίδιος, τα εμψυχωμένα πράγματα όχι διακοσμητικά και περιγραφικά μόνο τα αέρινα εκτοπλάσματα του μυαλού του δεμένα πάντα με το πραγματικό, η αρραγής συνέχεια των ψυχολογικών του διακυμάνσεων ή η διαλείπουσα της ουσιαστικής ζωής, που προσπαθεί να γεμίσει τα χάσματά της με την αναδρομή. Αυτή την ατμόσφαιρα των εσώτερων κραδασμών του ποιητή, γεύεται και ο αναγνώστης, μια και οι συμβολισμοί της ποίησής του δεν είναι ρευστοί, ούτε η εσωστρέφειά του σιβυλλική ή απρόσιτη. Επιτυγχάνει, σχεδόν πάντα, τους ποιητικούς στόχους του. Στόχους που αφορούν στην μοναδικότητα και δραματικότητα του όντος, στην αναζήτηση του φωτός εκείνου που το δένει με το σκοτεινό μυστήριο της ζωής, το οποίο, μόνο η πνευματική διάσταση της οντολογίας, ο εξευγενισμός, ο ύψωση πέρα από το στενά βιολογικό, η καθαρή πίστη στο Θεό, τα μεταφυσικά κεντρίσματα, μπορούν κάπως να αμβλύνουν, καθιστώντας ωραίο το τόσο γρήγορο πέρασμά μας, από την ανερμήνευτη και παράλογη χωρίς αυτά τυχαία ύπαρξή μας…
Ένα άρτιο λογοτεχνικό ή φιλολογικό βιβλίο, είναι ένα αντικείμενο με γνήσια οντότητα και παρουσία στο κόσμο, αποτελεί μάλιστα ένα σώμα δρώσας παρουσίας. Συμβαίνει βέβαια συχνά, διαμέσου των αναζητήσεών του να περικλείει μέσα του κάτι από την σαγήνη των αγνώστου και του απείρου, που δεν περιορίζεται στις εξωτερικές, στιλπνές επιφάνειες αλλά προεικάζει βαθύτερες διεισδύσεις, ιλίγγους και βάραθρα, μια εισδοχή στο υπερφυσικό και το πνευματικό, μια προσχώρηση τέλος προς την εύχυμη αλήθεια της ζωής, προς την ρωμαλέα αλήθεια. Ισοδυναμεί θα λέγαμε με το αυθόρμητο και πολύτιμο απόλυτο άνοιγμα της ψυχής του εμπνευστή και δημιουργού του, χωρίς κανέναν ειδολογικό περιορισμό. Με την όχι και τόσο άδικη, σκέψη ότι ο σύγχρονος καταναλωτισμός καταργεί την ευαισθησία και καρατομεί το συναίσθημα με το ψυχρό λεπίδι ενός ανατόμου, ότι δεν ονειρεύεται, διανοείται μόνον, επιζητώντας συνήθως μιαν έκφραση που να είναι ομόλογη με το περιβάλλον, αρκετοί ικανοί τεχνίτες του λόγου έχουν περιφρονήσει την αισθητική αναζήτηση κι έχουν περιοριστεί στο ρόλο ενός μάρτυρα που καταγράφει απλώς το χάος των ημερών μας. Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος δεν είναι, ποτέ δεν ήταν ένας από αυτούς. Ανήκει στην κατηγορία εκείνη των δημιουργών που σέβονται τον εαυτό τους πρώτα, που ξέρουν να τιμούν τους αναγνώστες τους μέσα από τον πολυσήμαντο ρόλο καρπερών κειμένων.
Βιβλία σαν τα δικά του, σίγουρα αποτελούν για τους χαμέρποντες καιρούς μας μιαν ευθυτενή ηθική ανάβαση…