Ντίνος Χριστιανόπουλος: Αναμνήσεις και στιγμιότυπα

Τον Χριστιανόπουλο, τον ήξερα εδώ και πολλά χρόνια.. Ποιος, άλλωστε, στη Θεσσαλονίκη, δεν είχε ακουστά γι’ αυτόν; Τον Ντίνο τον γνώρισα κυρίως με την επαφή που είχαμε μέσω της αλληλογραφίας και της αποστολής βιβλίων μου σ’ αυτόν. Απ’ εκεί και πέρα, βλεπόμασταν σε αραιά διαστήματα είτε τυχαία στο δρόμο, είτε σε κάποιες παρουσιάσεις βιβλίων.

Του έστειλα για πρώτη φορά το βιβλίο μου «Ποίηση στα Λόγια του Ιησού» (1993) με κάποιο δισταγμό κι επιφύλαξη, γνωρίζοντας πόσο αυστηρός ήταν στις κρίσεις του. Παραδόξως, μετά από ένα μήνα περίπου, έλαβα μια σύντομη επιστολή με εγκωμιαστικά σχόλια. Επί λέξει μου έγραψε τα εξής: «Το ευχαριστήθηκα το βιβλίο. Με βοήθησε να συνειδητοποιήσω πολλά γύρω από τον ποιητικό λόγο του Ιησού».

Παραξενεύτηκα. Μετά από λίγες μέρες – ήταν τέλος εορτών Χριστουγέννων – πήγα στην περίφημη Διαγώνιο όπου διατηρούσε τη Γκαλερί και ήταν το μόνιμο στέκι του στη Μητροπόλεως. Ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες, τον ευχαρίστησα κι έφυγα, αφού προηγουμένως περιεργάστηκα τους πίνακες… Τον άκουσα να λέει κάπως ειρωνικά σε κάποιον: «Λοιπόν, γεννήθηκε ο μικρός Χριστός στην καρδιά σας τις άγιες αυτές μέρες;».

Από εκεί και πέρα άρχισα να του στέλνω βιβλία μου, κυρίως δοκίμια, και να μου απαντά λακωνικά όπως συνήθιζε πάντα, με θετικά σχόλια, γεγονός που με εξέπληττε γιατί μάθαινα ότι σε άλλους απαντούσε αυστηρά μέχρι απαξιωτικά… Είχε τέτοια φήμη. Του αυστηρού κριτή.

Μετά την αποστολή του βιβλίου μου «Τρεις Νομπελίστες ποιητές» (1996) τον συναντώ μια μέρα έξω από την ΧΑΝΘ όπου στεγαζόταν η Δημοτική βιβλιοθήκη. Συνήθιζε να την επισκέπτεται συχνά όπως κι εγώ. Ανταλλάξαμε χαιρετισμούς και μπήκε κατ’ ευθείαν στο ψητό. «Η Γκαμπριέλα Μιστράλ, ναι, σπουδαία ποιήτρια, άξια… αλλά ετούτος ο Οκτάβιο Παθ δεν μου γεμίζει βρε παιδί μου το μάτι… ποιος είναι αυτός;» Για τον τρίτο, τον Μπρόντσκι δεν είπε τίποτα. Δεν μίλησα. Χαμογέλασα μόνο, και αποχωριστήκαμε…

Ένα χρόνο μετά, τον βλέπω με τον δικαστή – λογοτέχνη Θανάση Παπαθανασόπουλο κι έναν άλλο άγνωστό μου, να τρώνε σ’ ένα εστιατόριο επί της Αριστοτέλους. Με κάνουν νεύμα να πλησιάσω. Κάθομαι για λίγο. Τους λέγω ότι είμαι βιαστικός, γιατί οι υποχρεώσεις μου ως δικηγόρου είναι πολλές… Συγκατανεύουν. Τον ακούω να εγκωμιάζει τον Καβάφη και να λέει τι του είπε ο καθηγητής Σαχίνης… «Και ένα σκατόχαρτο του Καβάφη να είχα… θα ήμουν ευτυχής…» Η συζήτηση περιστράφη για τους ειρωνικούς, τους χολερικούς τύπους, αυτούς τους λογοτέχνες που επιτίθενται σε άλλους. «Πάντες οι έχοντες όνυχας επιποθούσι να κατασπαράξουν τους έχοντας πτερά», λέγω, πριν φύγω. Με κοιτάζει αινιγματικά. Ροΐδης, τους λέω και αποχωρώ. Στο μεταξύ δεν παύει να στέλνει τις σύντομες επιστολές του σχολιάζοντας θετικά τα βιβλία μου. Μόνο για κάποιο βιβλίο μου, λέει, να πάψω να βάζω φωτογραφία στο εξώφυλλο χαμογελαστός…

Είχαν περάσει μήνες όταν τον ξανασυνάντησα στην Ερμού, έξω από το βιβλιοπωλείο του Μαλλιάρη. Φορούσε μια άσπρη καμπαρντίνα. Νοέμβριος μήνας… Χαιρετηθήκαμε και μου είπε μειδιώντας ότι τα χρόνια φύγανε κι ό,τι καλύτερο είχε να κάνει το έκανε… Είπαμε δυο-τρεις κουβέντες. Ναι, του λέω, συμφωνώ… Ο χρόνος δεν περνά. Εμείς περνάμε. Αυτός μένει ακίνητος. Και επειδή ξέρω ότι αγαπάτε τους Ψαλμούς του Δαβίδ, τον οποίο Δαβίδ τον θεωρείτε εφάμιλλο του Ομήρου και του Πίνδαρου, ας θυμηθούμε τι είπε. «Τα χρόνια της ζωής μας είναι εβδομήκοντα έτη και εν ευρωστία ογδοήκοντα. Έπειτα εμείς πετώμεν»… Με κοίταξε με ένα συγκαταβατικό, συναινετικό ύφος. Είπαμε δυο κουβέντες ακόμη. Αποχωριστήκαμε. Τέτοια ολιγόλεπτα στιγμιότυπα ήταν οι περισσότερες τυχαίες συναντήσεις μας και η ανταλλαγή σκέψεων.

Είχα διαβάσει το δοκίμιό του «Πλατωνικός έρωτας και χριστιανική ηθική» καθώς και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο που μετέφρασε. Στο παραπάνω δοκίμιό του είχε τη θέση ότι οι δύο απόψεις, ο πλατωνικός έρωτας η μια, και η χριστιανική ηθική απ’ την άλλη, είναι αλληλοαναιρούμενες. Κλειδί για την άποψή του αυτή, ήταν η μετάφραση του εδαφίου Ματθ. 5:28: «Πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού». Το δοκίμιο και η απόδοση του χωρίου, μου έδωσαν το λάκτισμα να γράψω κι εγώ ένα δοκίμιο με τον ίδιο ακριβώς τίτλο που συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου «Εικονοκλάστες και Λεξιμάχοι» (2001).

Έγραψα ότι συμφωνώ εν μέρει με τον Χριστιανόπουλο, αλλά διαφωνώ στην απόδοση του χωρίου «όποιος δει γυναίκα και επιθυμήσει αυτήν» όπως μετάφρασε ο ίδιος. Επεσήμανα ότι ο Χρυσόστομος και άλλοι πατέρες και σύγχρονοι μεταφραστές απέδιδαν ως εξής τα λόγια: «Όποιος βλέπει γυναίκα για να επιθυμήσει… δηλ., όποιος την ποθεί, ή την τρώει με τα μάτια του, όπως θα λέγαμε σήμερα και όχι απλά την επιθυμήσει…» Η επιθυμία είναι κάτι το θεόδοτο, αρκεί το επιθυμούμενο να μην ανήκει σε άλλον… Του έστειλα το βιβλίο με το δοκίμιο, και παραδόξως συμφώνησε με την άποψή μου. Μου έγραψε για το παραπάνω βιβλίο, «Καλογραμμένα κι ενδιαφέροντα δοκίμια… Μου αρέσουν και τις πιο πολλές φορές με βρίσκουν σύμφωνο».

Δυο χρόνια αργότερα, ο Δ.Σ.Θ. διοργάνωσε στο κινηματοθέατρο «ΑΝΕΤΟΝ» μια μουσική βραδιά προς τιμήν του Γιάννη Σπανού. Έπαιξαν μουσική και τραγούδια του μόνο δικηγόροι. Στην πρώτη σειρά ήταν οι προσκεκλημένοι… και ο Ντίνος φυσικά, απ’ τους πρώτους. Στο διάλλειμα, χαιρετηθήκαμε. Ο Ντίνος δεν παρέλειψε να πει στον πρόεδρο της πολιτιστικής επιτροπής Λευτέρη Μυλωνά, ότι είμαι δοκιμιογράφος… Ο Μυλωνάς, ο οποίος με γνώριζε καλά γιατί ήμουν μέλος της πολιτιστικής ομάδας, γέλασε. «Τον Δημήτρη τον γνωρίζω καλά. Άλλωστε ο Δ.Σ.Θ. τον τίμησε πρόσφατα για το έργο του».

Λίγους μήνες αργότερα, μίλησα για το ποιητικό έργο κάποιου φιλόλογου μαζί με δύο άλλους ομιλητές… Στο τέλος της παρουσίασης με πλησίασε και μου είπε: «Η μόνη εισήγηση που άξιζε ήταν η δική σου… Να τη δημοσιεύσεις σε κάποιο περιοδικό». Δεν ξέρω γιατί δεν ακολούθησα τη συμβουλή του… Για διάφορους λόγους και ιδιαίτερα γιατί πνιγόμουν επαγγελματικά, έμεινε στο συρτάρι.

Η μεγαλύτερη έκπληξή μου όμως, ήταν, όταν στην ποιητική βραδιά της Δημοτικής βιβλιοθήκης για την παγκόσμια μέρα ποίησης, είδα να με προσκαλούν να διαβάσω 3 ποιήματά μου. Ρώτησα την Διευθύντρια κ. Γκόλα, «Ποιος εισηγήθηκε την επιλογή μου;» Μου απάντησε: Ο κος Χριστιανόπουλος! Θυμήθηκα ότι του είχα στείλει κάποια ανέκδοτα ποιήματά μου. Μου απάντησε ότι αρκετά ποιήματα του άρεσαν και καλά θα έκανα να τα εκτυπώσω σε λίγα αντίτυπα και να τα χαρίσω. Ακολούθησα τη συμβουλή του κι έτσι έβγαλα σε λίγα αριθμημένα αντίτυπα από το περιοδικό ‘Πόρφυρας’ την συλλογή μου «Ψυχής Πέρατα» (2006).

Όταν μετά από χρόνια του έστειλα το βιβλίο μου «Βίβλος, βιβλίο επαναστατικό» (2010), μου απάντησε με τα μικρά χαρακτηριστικά εκείνα γραμματάκια του σ’ ένα φακελάκι. «Δεν έχω λόγια να πω πόσο ευχαριστήθηκα το βιβλίο. Είναι κάτι παραπάνω από ένα ταμείο πληροφοριών. Είναι γραμμένο με την καρδιά. Αξίζει να μεταφραστεί και σε μια ξένη γλώσσα!»

Μετά από κάποιο χρόνο, τον είδα στον Ιανό, με τον Βασίλη τον Καραγιάννη στην παρουσίαση ενός βιβλίου. Στο τέλος της παρουσίασης μου είπε: «Αξίζει το βιβλίο αυτό να το μεταφράσεις στα Αγγλικά, να το διαβάσουν κι άλλοι…». Δύο χρόνια αργότερα έβγαλα καινούριο βιβλίο. Του το στέλνω. Ήταν το «Ανεξερεύνητος Θεός» (2012). Το πρώτο διήγημα – νουβέλα, όπου τρεις συνομιλητές συζητούν το θέμα της θεοδικίας: «Αφού υπάρχει παντοδύναμος και αγαθός Θεός, γιατί υπάρχει το κακό στον κόσμο;»

Μου απαντά με τον γνωστό αφοριστικό του τρόπο: «Πολύ ενδιαφέρον ο ‘Ανεξερεύνητος Θεός’. Βρήκα πολλά με το διάβασμά του». Ένα μήνα αργότερα τον συναντώ και πάλι σε παρουσίαση βιβλίου στον Ιανό. Ήταν εκεί ο Περικλής Σφυρίδης και άλλοι γνωστοί λογοτέχνες. Χαιρετηθήκαμε. Μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Ωραία αυτά στο ‘Ανεξερεύνητος Θεός’. Σου έγραψα σχετικά, αλλά μεταξύ μας, θέλεις μια δική μου συμβουλή; Πίστευε και μη ερεύνα! Είναι το καλύτερο!».

Υπάρχουν και κάποια άλλα περιστατικά που είναι ίσως ασήμαντα ή αδιάφορα. Άλλωστε, πού χώρος, για να καταγραφούν όλα;

Ο Ντίνος όπως τον γνώρισα και όπως τον γνωρίζαμε όσοι τον γνώρισαν από κοντά, ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσες να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις μαζί του, αλλά σίγουρα δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις. Είτε με τις εμπρηστικές του δηλώσεις (για τον Σολωμό και τον Σεφέρη και άλλους μεγάλους), είτε με τις συνεντεύξεις του, είτε με την αγάπη του για το ρεμπέτικο και τον Τσιτσάνη, είτε με την ποίησή του, είτε με τις ιδιορρυθμίες του, είτε με τις επικρίσεις του, πάντα προκαλούσε το ενδιαφέρον του κοινού. Δημιουργούσε φίλους κι εχθρούς. Όπως δημιούργησε αρκετούς εχθρούς με τα «Εσώψυχά του», που έγιναν βιβλίο, στο οποίο κατακεραυνώνει και στηλιτεύει πολλά κακώς έχοντα και πολλούς γνωστούς λογοτέχνες. Το πώς ξέφυγα κι εγώ από τα πυρά του, είναι για μένα ένα μυστήριο… Δεν είχε άδικο ίσως στην άρνησή του να παραλάβει το μεγάλο κρατικό βραβείο και άλλες διακρίσεις γιατί ήξερε ότι πολλά ήταν προϊόντα δοσοληψίας και διαπλοκής. Προτιμούσε το φτωχό του πορισμό από διορθώσεις κειμένων… Τη μόνη διάκριση που δέχτηκε ήταν να ανακηρυχτεί επίτιμος διδάκτωρ φιλολογίας από το Α.Π.Θ. Στην αντιφώνησή του έκανε μια ενδιαφέρουσα ανασκόπηση των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης. Δεν παρέλειψε, βέβαια, να αναδείξει σε κάποια σημεία αυτό που τον χαρακτήριζε πάντοτε: την ειρωνεία του. Τη μόνιμη κληρονομιά του από τον Καβάφη που τόσο θαύμαζε…

Οι πιο πρόσφατες αναρτήσεις