Στην σύντομη εισήγησή μου σκοπεύω να ασχοληθώ κυρίως με το λογοτεχνικό έργο του Δημήτρη Τσινικόπουλου.
Επειδή είναι άνθρωπος με αναζητήσεις, αλλά κυρίως καταφάσεις στον χώρο της πίστης, θα κάνω μερικές διακρίσεις, που θα προσδιορίσουν ίσως πιο καλά την χώρο της λογοτεχνίας.
Οι διακρίσεις αυτές δεν πρέπει να θεωρηθούν ως αξιολογικές, αλλά ως διευκρινιστικές των προτιμήσεών του.
Έχω παρατηρήσει ότι ο Δημήτρης Τσινικόπουλος δεν μεταφέρει στη λογοτεχνία του τα ειδικά φιλοσοφικά και θρησκευτικά ζητήματα, που συζητάει στις μελέτες του. Υποθέτω ότι θεωρεί ότι ο χώρος ης λογοτεχνίας δεν προσφέρεται για τέτοιες συζητήσεις. Αυτή είναι η επιλογή του, και την σέβομαι.
Από την αγωνιώδη αναζήτηση, τον σπαραγμό ψυχής, την διακύμανση από την βαθιά πίστη ως την έσχατη αμφιβολία, από την παθιασμένη πάλη ενάντια στο κακό, από τις σχετικές απογοητεύσεις και απελπισίες, που διακρίνει άλλους λογοτέχνες θρησκευόμενους, ο Τσινικόπουλος, σύμφωνα με τη φύση του και τις πεποιθήσεις του, επέλεξε την ήρεμη πίστη ανθρώπου που δέχεται έναν θεό σε αρμονία με τον εαυτό του, φιλάνθρωπο και συγχωρητικό. Η απουσία τεράστιας μεταφυσικής αγωνίας, που διακρίνει άλλους δεν πρέπει να θεωρηθεί ως έλλειψη, αλλά ως επιλογή. Ο Δημήτρης ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ένας κατασταλαγμένος. Πιστεύει και στις δύο Διαθήκες, και δέχεται ακόμα και το τελευταίο γράμμα της Παλαιάς Διαθήκης, που άλλοι διαστέλλουν λίγο ως πολύ απ’ την Καινή Διαθήκη. [[Παραμερίζει, καταργεί τον καθιερωμένο όρο «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός, αντικαθιστώντας τον με τον όρο «Ιουδαιοχριστιανική παράδοση» , πράγμα που με βρίσκει σκεπτικό. Αλλά το θέμα αυτό και άλλα παρόμοια χρήζουν μακροσκελών συζητήσεων, που ως γνωστόν δεν οδηγούν ποτέ σε πλήρη συμφωνία.]]
Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος στη λογοτεχνία ασχολείται βέβαια και με τα θεία, αλλά όχι με το πάθος και την επιμονή που διακρίνουν τα δοκίμια του. Υπάρχουν αφηγήματα με θέματα φιλοσοφικά και θρησκευτικά, και οι υπαινιγμοί είναι διάσπαρτοι, μα την συνολική λογοτεχνία του δεν θα την χαρακτήριζα θρησκευτική ή κυρίως θρησκευτική, αλλά στοχαστική, ανθρωποκεντρική.
Ο Τσινικόπουλος, κατά τη γνώμη μου, κρατάει αρκετά διακριτές τις περιοχές της πίστης και της λογοτεχνίας, χωρίς βεβαίως να τις ξεχωρίζει απόλυτα. Έτσι κι αλλιώς τα θέματα της πίστης είναι χιλιοσυζητημένα, με γνωστά επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, και δεν μπορεί κανείς να περιμένει κάποια πρωτοτυπία. Προσωπικά, αν κάτι μένει στο μυαλό μου, είναι απ’ την λογοτεχνία του.
Όταν κανείς διαβάζει έργα λογοτεχνικά του Δημήτρη Τσινικόπουλου, η πρώτη ευχάριστη διαπίστωση είναι ότι δεν υπέκυψε στις σειρήνες του λεγόμενου «μοντερνισμού», που βέβαια δεν είναι πλέον χρονικά μοντέρνος, και που έχει ποικίλες μορφές, όπως τον σουρεαλισμό, την τέχνη για την τέχνη, το παράλογο, εκπεφρασμένο με μια γλώσσα ακόμα πιο παράλογη, κτλ. Σε αντίθεση με πλείστους σύγχρονούς μας, δεν αποβλέπει σε μια τέχνη κρυπτική, πλήρη συμβολισμών ελάχιστα κατανοητών, δεν καταφεύγει σε συβιλλισμούς, σε σκόπιμες ασυναρτησίες, σε λεκτικές ακροβασίες. Δεν περιφρονεί την λογική, και νοιάζεται πολύ για τον σχεδιασμό και την ισόρροπη ανάπτυξη του έργου.
Βέβαια η αποφυγή των μοντερνιστικών υπερβολών δεν οδηγεί αναγκαστικά σε ενδιαφέρουσες δημιουργίες. Χρειάζονται και πραγματικά προσόντα και ταλέντα, που, κατά τη γνώμη μου, ο Τσινικόπουλος διαθέτει. Και τα αριθμώ:
Το πρώτο είναι ένας λόγος ζωντανός, που μας κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον.
Το δεύτερο είναι η πυκνότητα, που έχει χαρακτηριστεί ως αδελφή του ταλέντου. Ο λόγος του Τσινικόπουλου είναι λιτός, λιτότατος, απαλλαγμένος εντελώς από λογοτεχνικά και ρητορικά στολίδια, κι αυτό όχι μόνο στα τρίστιχά του και τα χάικου, όπου η λιτότητα είναι αυτονόητη.
Η πλούσια φαντασία και το ενδιαφέρον εύρημα δεν λείπουν από την λογοτεχνία του. Συχνά σε περιμένουν ευχάριστες εκπλήξεις.
Εκτός από την φαντασία, που είναι πάντα γόνιμη, χρησιμοποιεί, σε διάφορες αναλογίες, και τα προσωπικά βιώματα και εμπειρίες. Αυτό καταφαίνεται κυρίως στη συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο “Ο άνθρωπος της σκιάς” που εκδόθηκε το 2016.
Είναι καλός ζωγράφος ψυχικών καταστάσεων, αλλά και φυσικών τοπίων και σωμάτων, όπως η σελήνη, που του ενέπνευσε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του.
Το ύφος του είναι ζωηρό, ζεστό, πάντοτε ενδιαφέρον και συνεπές. Αισθάνεσαι παντού τον ίδιο άνθρωπο, την ίδια «ψυχή», όπως λέμε.
Συνολικά, μία λογοτεχνία στοχαστική, θερμή, ανθρώπινη, τρυφερή όπου πρέπει, ζωγραφική συχνά και ευρηματική, σωστά ανεπτυγμένη τεχνικά, μια παρουσία υπολογίσιμη.
Όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς θα ήταν εύκολο να τους στηρίξω με πολλά χωρία από τη ποίηση και την πεζογραφία του, αλλά αυτό θα πήγαινε σε μάκρος. Αρκούμαι σε αυτή τη σύντομη θεώρηση.
Τάσος Φάλκος Αρβανιτάκης,
Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας, Παν. Μακεδονίας-Λογοτέχνης.
Ομιλία στα πλαίσια της εκδήλωσης για τα 35 χρόνια λόγου και τέχνης (05-11-2017).