Δαρβίνος, ο ιερέας του Διαβόλου
Η πορεία του Κοπέρνικου της βιολογίας
προς τον αγνωστικισμό
Τι είδους βιβλίο μπορεί να γράψει
ένας ιερέας του διαβόλου για τα αδέξια,
σπάταλα, χονδροειδή, υποβιβασμένα
και φρικτά άσπλαχνα έργα της φύσης;
Από επιστολή του Δαρβίνου στον
Τ. Χ. Χούκερ (13 Ιουλίου 1856)
Όταν στα 1831, ο Κάρολος Δαρβίνος, ο πατέρας της εξελικτικής θεωρίας, ο Κοπέρνικος της βιολογίας όπως τον ονόμασαν, ταξίδευε με το ιστιοφόρο Μπιγκλ (ιχνηλάτης) με κατεύθυνση την ακτή της Ν. Αμερικής (γη του Πυρός, Χιλή, νησιά Γκαλαπάγκος, λέξη που σημαίνει χελώνα), ούτε κι ο ίδιος φανταζότανε ότι το 5ετές εκείνο ταξίδι θα είχε καταλυτική επίδραση στην μετέπειτα ζωή του, και θα τον βοηθούσε αποτελεσματικά ώστε να διαμορφώσει αργότερα την πολύκροτη θεωρία του. Τη θεωρία, δηλαδή, ότι όλα τα υπάρχοντα είδη ζώων ή φυτών και πολύ περισσότερο όλα τα όντα που έζησαν ποτέ και ζουν σήμερα, προέρχονται από ή λίγες, αρχικές απλές μορφές ζωής, οι οποίες μέσα σε εκατομμύρια χρόνια μεταμορφώθηκαν με βάση τη φυσική επιλογή και τον αγώνα περί υπάρξεως σε εκατομμύρια είδη. Και έτσι ήλθε σε ύπαρξη ολόκληρο το φυτικό και ζωικό βασίλειο, που αριθμεί εκατομμύρια είδη.
Η θεωρία αυτή, προκάλεσε σοκ στις διάνοιες των ανθρώπων όταν πρωτοδιαδόθηκε με το περίφημο βιβλίο του, Η καταγωγή των ειδών. Γιατί μέχρι τότε πίστευαν στην ξεχωριστή δημιουργία των ειδών και του ανθρώπου από έναν Θεό–δημιουργό. Το βιβλίο αυτό, σχετικά μικρό σε όγκο 500 σελίδων, γράφτηκε σ’ ένα διάστημα 13 μηνών περίπου (γεγονός που τον εξάντλησε διανοητικά και ψυχικά), έγινε από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας του ανάρπαστο, best seller, και εξαντλήθηκε αμέσως. Επακολούθησαν έξι επανεκδόσεις του, με τροποποιήσεις, αναθεωρήσεις και μεταβολές από τον ίδιο τον συγγραφέα. Μέρος της επιτυχίας του βέβαια, οφείλονταν στο ότι ο Δαρβίνος το έγραψε με προσωπικό ύφος, χωρίς ακαδημαϊσμό, υποσημειώσεις και παραπομπές, μ’ έναν τρόπο που θα μπορούσε να διαβαστεί από το ευρύτερο κοινό, αν και κατά την ομολογία των ειδικών, δεν είναι εύκολο να διαφωτιστεί κανείς ακόμα κι αν είναι ειδικός. Το βιβλίο σύντομα μεταφράστηκε σ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Αλλά ένα μεγάλο μέρος τη επιτυχίας του οφείλονταν και στην απίθανη πολυπληθή αλληλογραφία του Δαρβίνου με προσωπικότητες της εποχής του και στις άριστες δημόσιες σχέσεις του και την επέκταση της εκδοτικής βιομηχανίας στα χρόνια του.
Το δεύτερο βιβλίο του που επακολούθησε στα 1871, με τίτλο Η καταγωγή του ανθρώπου και η σεξουαλική επιλογή, προκάλεσε μεγαλύτερο σοκ. Εκεί και ο άνθρωπος θεωρούνταν προϊόν βιολογικής εξελίξεως από κατώτερες μορφές ζωής και κατά κάποιο τρόπο εξάδελφος αν όχι άμεσος πρόγονος των πιθήκων… Ο κύβος πια είχε ριχτεί για τα καλά!
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα βιβλία των μεγάλων επιστημόνων, σοφών ή στοχαστών, οι πιο πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν ότι υπάρχουν, λίγοι όμως τα έχουν διαβάσει, και ακόμα πιο λίγοι, τα έχουν μελετήσει προσεκτικά.
Τα δυο αυτά κλασικά βιβλία του Δαρβίνου, πυροδότησαν εξ’ αρχής έντονους διαξιφισμούς και διαμάχες μεταξύ των ειδικών. Ο λόγος, ήτανε, ότι η μελέτη τους έδειχνε ότι ο Δαρβίνος είχε σοβαρές επιφυλάξεις και προβληματισμούς για πολλά επιμέρους σημεία και θέματα και έβρισκε αδύναμη τη θεωρία του να τα εξηγήσει ικανοποιητικά. Γι’ αυτό κατέφευγε συχνά σε υποθετικές εκφράσεις του τύπου: πιθανόν, ίσως, θα έπρεπε, υποθέτω, μου φαίνεται ότι, είμαι διατεθειμένος να πιστέψω, φανταζόμαστε, κλπ., εκφράσεις που αποκαλύπτουν την υποθετική δομή της θεωρίας του και την προσπάθεια ερμηνείας πολλών γεγονότων που την αντιστρατεύονταν, όπως η έλλειψη μεταβατικών μορφών, το αίνιγμα των καμβριανών απολιθωμάτων, το Holy Graal της παλαιοντολογίας, η ύπαρξη πολύπλοκων οργάνων (μάτι, αυτί, εγκέφαλος), το ένστικτο στα έντομα και τα πουλιά κλπ. Επιπλέον, ο Δαρβίνος τότε που διατύπωνε τη θεωρία του, αγνοούσε τους νόμους κληρονομικότητας που ανακαλύφθηκαν αργότερα, από τον μοναχό Γκρέγκορ Μέντελ και οι οποίοι φαινότανε ανατρεπτικοί της θεωρίας του, αφού ο Δαρβίνος πίστευε ότι οι επίκτητες ιδιότητες κληρονομούνται! Για ένα διάστημα, η θεωρία του Δαρβίνου έπεσε σε ανυποληψία μεταξύ των επιστημόνων, αλλά απ’ το 1950 κυρίως, έτυχε γενικής αποδοχής και με τη συνδυαστική θεωρία των μεταλλάξεων, ως μηχανισμού της εξέλιξης και της φυσικής επιλογής, πέτυχε σήμερα να είναι η κρατούσα θεωρία στην βιολογία, γνωστή ως συνθετική θεωρία, ή Νεοδαρβινισμός.
Ωστόσο, πολλά πράγματα θεωρούνται ακόμη αδιευκρίνιστα, ανερμήνευτα και ανεπιβεβαίωτα και όπως είπε χαρακτηριστικά κάποιος βιολόγος, ο Δαρβινισμός εξακολουθεί να περιέχει μεγάλες περιοχές άγνοιας, μερικές από τις οποίες ήδη είχε επισημάνει στα 1867, ο Φλέμιγκ Τζένκιν, ασκώντας δριμεία κριτική στον Δαρβίνο.
Η πορεία του Δαρβίνου προς τον αγνωστικισμό
Πέραν αυτής καθ’ εαυτήν της δαρβινικής θεωρίας, που στύλος της και ακρογωνιαίος λίθος είναι η φυσική επιλογή, (μια έκφραση που δεν έμεινε χωρίς επικρίσεις αφού για τη σύλληψη και τη διατύπωσή της χρησιμοποιήθηκε από το Δαρβίνο κατ’ αναλογίαν η τεχνητή επιλογή από τον άνθρωπο και θεωρήθηκε αντιφατική στον πυρήνα της, διότι η λέξη επιλογή προϋποθέτει λογική ικανότητα της φύσης, να επιλέγει), ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα, τού πώς ο Δαρβίνος κατέληξε από πιστός χριστιανός σε αγνωστικιστή. Καθόσον προοριζότανε μάλιστα για ιερατική καριέρα, αφού για λίγα χρόνια (1828–1831) σπούδασε στο κολέγιο του Χριστού στο Κέμπριτζ για να χειροτονηθεί ιερέας. Ο Δαρβίνος, όμως, παράτησε τις θεολογικές του σπουδές, όπως και τη φοίτησή του στην ιατρική στο Εδιμβούργο (1825–1827) που δεν τον είλκυε ιδιαίτερα, και αφοσιώθηκε στην εντομολογία. Έγινε γνωστός ως φυσιοφίδης χωρίς ειδικότητα, που μελετούσε λουλούδια, σκαθάρια, μαλάκια και πτηνά. Μεγάλη επίδραση άσκησαν επάνω του, ο γεωλόγος Τσαρλς Λάιελ με τη θεωρία του «ομοιομορφισμού»—«τα βιβλία μου, βγαίνουν κατά το μισό από τον εγκέφαλο του Λάιελ», έγραψε σε επιστολή του—και η θεωρία του Μάλθους για την αύξηση του πληθυσμού.
Σήμερα, 150 χρόνια μετά από την έκδοση του διάσημου βιβλίου του Η καταγωγή των ειδών και σχεδόν 200 χρόνια από τη γέννησή του (1809), ο Δαρβίνος εξακολουθεί να διχάζει απλούς και μορφωμένους, θρησκευόμενους και επιστήμονες. Ιδιαίτερα στην Αμερική, όπου είναι εδραιωμένος ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, ουδέποτε έγινε πλατιά αποδεκτός ο Δαρβινισμός, ενώ η πρόσφατη θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού, πυροδοτεί νέες διαμάχες στην επιστημονική κοινότητα, υπογραμμίζοντας τα κενά και τις αδυναμίες μιας θεωρίας που δεν έπεισε, ώστε να θεωρηθεί φυσικός νόμος ή επιστημονικό γεγονός (σαν το νόμο της βαρύτητας, ή τους νόμους της κληρονομικότητας, παραδείγματος χάριν), αν και πολλοί εξελικτικοί βιολόγοι μιλούν γι’ αυτήν σαν κάτι το αναμφισβήτητο, ενώ πρόκειται για ερμηνευτικό μοντέλο, μια επιστημονική θεωρία της οποίας δεν υπάρχει δυνατότητα επαλήθευσης ή διάψευσης.
Το βιβλίο όμως του Δαρβίνου, άλλαξε τον τρόπο που ο άνθρωπος έβλεπε μέχρι τότε τον κόσμο, τη φύση και τον εαυτό του. Ο Δαρβίνος, παρόλο που ποτέ του δεν ήταν άθεος, συρρίκνωσε την έννοια του Θεού. Άφησε απέξω τον κόσμο του υπερφυσικού και ενέταξε τον άνθρωπο στη φύση. Τον συνέδεσε σε ένα τεράστιο οικογενειακό δέντρο, με πολλούς προγόνους, όπου δεν υπάρχει ούτε σκοπός, ούτε τάξη, αλλά αγώνας για επιβίωση. Εκτός από το πλήθος των παρατηρήσεων που είχε συλλέξει, διέθετε και τεράστια φαντασία, την οποία είχε εμπλουτίσει με την ανάγνωση βιβλίων προγενεστέρων του (Λαμάρκ, Εράσμος Ντάρβιν, κλπ) αλλά και μυθιστορημάτων όπως της Τζέην Ώστεν, του Γουώλτερ Σκοτ και άλλων, καθ’ ομολογίαν του. Είχε την τάση, γράφει ο γιος του Φράνσις Ντάρβιν, στο να φτιάχνει θεωρίες, έτοιμη να οργιάσει με την πιο ασήμαντη αφορμή… «Τα πειράματά του ήταν απλά και δεν τα διέκρινε μεγάλη ακρίβεια».
Πώς όμως έφτασε, ο πρώην ιερέας του Θεού να καταλήξει κατά τον αυτοπροσδιορισμό του, σε ιερέα του διαβόλου;
Σημαντικό φως στο ερώτημα αυτό, εκτός από το βιβλίο του Ταξιδεύοντας με το Μπιγκλ ένα είδος ημερολογίου του που κυκλοφόρησε σε εκατομμύρια αντίτυπα, ρίχνει και ένα άλλο βιβλίο του που πρόσφατα μεταφράστηκε στα ελληνικά· Η αυτοβιογραφία, με δυο παραρτήματα που γράφτηκαν από το γιο του Φράνσις Ντάρβιν (Sir Francis Darwin). Το ένα απ’ αυτά αναφέρεται στις θρησκευτικές αντιλήψεις του πατέρα του.
Απ’ αυτή τη πηγή, αλλά και από την μακροχρόνια αλληλογραφία του Δαρβίνου σε φίλους του, μαθαίνουμε ότι παράλληλα με τη διαμόρφωση της θεωρίας του περί μεταμορφώσεως των ειδών, αυτή ήταν η ονομασία που έδινε στη θεωρία του και όχι της εξέλιξης,, έγινε και μια σταδιακή απομάκρυνσή του από την αρχική χριστιανική του πίστη, αν και ποτέ του δεν κατέληξε άθεος όπως ο αδελφός του Έρασμος. Προτιμούσε για τον εαυτό του τον όρο αγνωστικιστής, όρο που ως γνωστόν πρώτος χρησιμοποίησε ο προπαγανδιστής του, το μπουλντόγκ του Δαρβίνου όπως ονομάστηκε,, ο Τ. Χ. Huxley (1825–1895). Επίσης, ο Δαρβίνος δεν έβρισκε την όλη θεωρία του ασυμβίβαστη με την ύπαρξη ενός υπέρτατου όντος δημιουργού του σύμπαντος, του κόσμου και της ζωής, αφού κατ’ αυτόν «υπάρχει μεγαλείο σ’ αυτή την άποψη της ζωής, με τις διάφορες δυνάμεις της, που εμφυσήθηκαν αρχικά, από το Δημιουργό σε λίγες μορφές ή μόνο σε μια… από μια τόσο απλή αρχή έχουν εξελιχθεί και εξελίσσονται ατελείωτες μορφές». (Η καταγωγή, σελ 507). Στο δεύτερο βιβλίο του, έγραφε: «Το πρόβλημα του αν υπάρχει ένας Κύριος Δημιουργός του σύμπαντος, είναι πρόβλημα στο οποίο οι μεγαλύτερες διάνοιες όλων των αιώνων έχουν απαντήσει καταφατικά» (σελ. 106).
Σε μια επιστολή του έγραφε ανάμεσα στα άλλα: «… Ακόμα και στις πιο ακραίες μεταβολές της ζωής, δεν έχω υπάρξει ποτέ άθεος με την έννοια της άρνησης της ύπαρξης ενός Θεού…» Και ακόμη, σ’ άλλη επιστολή (2/4/1873), που έστειλε σ’ έναν Ολλανδό φοιτητή έγραφε: «Εκείνο που θα μπορούσα να πω είναι ότι αυτό το μεγάλο και θαυμαστό σύμπαν, μαζί με τους ενσυνείδητους εαυτούς μας αποκλείεται να πιστέψουμε ότι έχει προκύψει τυχαία και αυτό μου φαίνεται ότι αποτελεί το βασικότερο επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης του Θεού, δεν έχω όμως καταφέρει να αποφανθώ αν το επιχείρημα αυτό έχει ουσιαστική αξία». Σ’ άλλη περίπτωση αναφερόμενος στο ίδιο επιχείρημα έγραφε: «Αναγκάζομαι να αποδεχτώ την ύπαρξη κάποιου πρώτου κινούντος με νοημοσύνη ανάλογη σε κάποιο βαθμό με τη νοημοσύνη του ανθρώπου και αξίζω το χαρακτηρισμό του θεϊστή». Επειδή όμως, «δεν είχε εμπιστοσύνη στις διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου, αφού το μυαλό έχει προέλθει από ένα μυαλό χαμηλού επιπέδου ζώων», κατέληγε, ότι «είναι αδύνατον να λύσουμε το μυστήριο της αρχής όλων των πραγμάτων».
Το θολωμένο μυαλό του Δαρβίνου βέβαια, βασάνιζαν διάφορες συναφείς σκέψεις: Η μια είναι, συχνά προβαλλόμενη από τους αθεϊστές, διαδόχους του Δαρβίνου τύπου Richard Dawkins: «Από πού προήλθε αυτό το πρώτο κινούν;»
Το δεύτερο θέμα που τον απασχολούσε ζωηρά, ήταν, η δυσκολία να ερμηνεύσει, πού οφείλονται τα τρομαχτικά δεινά που πλήττουν τον κόσμο… Γι’ αυτό κατέληγε στο να πει, ότι το όλο ζήτημα ξεπερνά τις πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου. Αλλά ο ίδιος τόνιζε κατ’ επανάληψη, ότι δεν είχε ερευνήσει, ούτε στοχαστεί αρκετά πάνω στα μεταφυσικά ή θρησκευτικά, θέματα.
Το πρόβλημα της ύπαρξης του κακού στον κόσμο, των δεινών, της δυστυχίας και του θανάτου, καθώς και ο αγώνας της επιβίωσης των ζώντων, φαίνεται ότι τον προβλημάτιζαν ιδιαίτερα. Το κακό και τα δεινά έδειχναν ότι δεν υπάρχει σκοπιμότητα στον κόσμο, ούτε κάποιο σχέδιο στη φύση, όπως υποστήριζε ο Paley: «Αυτό το πολύ παλιό επιχείρημα της ύπαρξης των δεινών, ενάντια στην ύπαρξη ενός νοήμονος πρώτου κινούντος, μου φαίνεται σοβαρό» σημείωσε. Ένα μεγάλο μέρος της πίστης του φαίνεται ότι χάθηκε και κλονίστηκε ανεπανόρθωτα, όταν έχασε στα 1851 (σε ηλικία 10 ετών) την αγαπημένη κόρη του, Άννυ. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πώς ένας Θεός αγάπης, επέτρεψε να πεθάνει ένα τόσο αγαπημένο τρυφερό και αθώο πλάσμα όπως έλεγε. Ο θάνατος επισυνέβη πριν γράψει την Καταγωγή των ειδών. Στα 1856 ονομάζει τον εαυτό του φρικτά άθλιο, καταραμένο. Ένα μήνα αργότερα, έγραφε στον Χούκερ, αυτοσαρκαζόμενος, ότι ήταν ένας επιβεβαιωμένος άπιστος και ένας «ιερέας του Διαβόλου».
Ο Δαρβίνος έτσι, ναυάγησε στον ύφαλο του προβλήματος του πόνου… αφού στη διάρκεια της ζωής του, έχασε άλλα 2 παιδιά στο σύνολο των 10 που απέκτησε με τη σύζυγό του Έμμα.
Τι προβλημάτισε τον Δαρβίνο;
Ο Δαρβίνος στην αυτοβιογραφία του, όπως φαίνεται γύρω στο 1879, προσδιόρισε τους παράγοντες που τον έκαναν να μεταβληθεί από θεϊστής σε θολωμένο θεϊστή (a muddled theist) και να καταλήξει σε αγνωστικιστή, σε άνθρωπο που δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά.
Ανάμεσα στα έτη 1836 και 1839, (όταν ταξίδευε δηλαδή με το Μπιγκλ) είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η Παλαιά Διαθήκη ήταν εξίσου αναξιόπιστη όσο και τα ιερά κείμενα των Ινδουιστών και, κατέληγε, ότι ποτέ δεν μπορεί να έγινε κάποια θεία αποκάλυψη όπως δέχεται ο χριστιανισμός που συνδέεται με την Παλαιά Διαθήκη, την οποία κάποτε κι ο ίδιος πίστευε με την κυριολεκτική σημασία κάθε λέξης…
Ακόμα, κατέληξε, ότι δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για τα θαύματα που στηρίζουν το χριστιανισμό, όσο περισσότερα μαθαίνουμε για τους νόμους της φύσης, τόσο πιο απίστευτα μοιάζουν, τα θαύματα έλεγε,, ότι εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι ήταν αδαείς και εύπιστοι σε τόσο μεγάλο βαθμό που μας φαίνεται ακατανόητο ότι τα Ευαγγέλια δεν μπορεί να αποδειχτεί πως γράφτηκαν παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους κι έχουν ανακρίβειες. Η θρησκευτική διδασκαλία περί αιώνιας τιμωρίας και κολάσεως ήταν ένας άλλος μεγάλος σκόπελος γι’ αυτόν…
Αυτές οι σκέψεις καθώς και το ότι πολλές ψευδείς θρησκείες είχαν εξαπλωθεί σαν πύρινη λαίλαπα στα χρόνια του, είχαν δυσμενή επιρροή επάνω του κατ’ ομολογίαν του. Πίστευε ότι ίσως, κάποτε ανακαλύπτονταν χειρόγραφα που θα αποδείκνυαν την αλήθεια των Ευαγγελίων. «Δυσκολευόμουν, όμως», γράφει, «όλο και περισσότερο, αφήνοντας ελεύθερη τη φαντασία μου, να επινοήσω αποδεικτικά στοιχεία που θα κατάφερναν να με πείσουν. Έτσι άρχισε να με κυριεύει, με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς βέβαια, η δυσπιστία, η οποία τελικά εδραιώθηκε μέσα μου. Οι ρυθμοί ήταν τόσο αργοί, ώστε δεν αισθάνθηκα καμιά οδύνη» (Αυτοβιογραφία, σελ. 160). Ωστόσο, τα γράμματά του στον Χούκερ, περιέχουν εκφράσεις, όπως «Ο Θεός να με συγχωρέσει που είμαι τόσο οκνηρός…», αναφερόμενος στην πρόοδο ορισμένων εργασιών του που είχε προγραμματίσει.Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Δαρβίνος είχε αρκετές αμφιβολίες για τα μεταφυσικά θέματα, αμφιβολίες που δεν είχε τη διάθεση ή τη δύναμη για να τα ερευνήσει συστηματικά, αφού τα ενδιαφέροντά του πια τα είχε μονοπωλήσει η έρευνα της φύσης. Ένα μέρος από τα ερωτήματά του αυτά, έχουν απαντηθεί από τη μεταγενέστερη συστηματική έρευνα, ενώ άλλα εξακολουθούν να απασχολούν τις διάνοιες πιστών και απίστων, αφού είναι μεταφυσικά ερωτήματα, αναπάντητα από την επιστήμη και έξω από το χώρο της.
Μπορεί να μην ανακαλύφτηκαν τα αυτόγραφα των Ευαγγελιστών, όπως θα περίμενε ο Δαρβίνος, αλλά ανακαλύφθηκαν αντίγραφα της Καινής Διαθήκης που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τα αυτόγραφα. Άλλα αρχαιολογικά ευρήματα επικύρωσαν σημαντικό μέρος του ιστορικού πλαισίου και έτσι φάνηκε ότι η Καινή Διαθήκη δεν έχει καμία σχέση με τη μυθολογία των Ινδουιστών, όπως νόμιζε ο Δαρβίνος.
Το πρόβλημα βέβαια της εξάπλωσης πολλών ψευδών θρησκειών, είναι διαφορετικό θέμα, που οφείλεται στη φιλοσοφική πολυφωνία, στην ελεύθερη προαίρεση, αλλά και στην ιδιοτέλεια των ανθρώπων.
Η συστηματική μελέτη κατέδειξε, επίσης, ότι ήταν εσφαλμένη η θεολογική άποψη των ανθρώπων της εποχής του Δαρβίνου, περί κυριολεκτικής τάχα σημασίας κάθε λέξης της Βίβλου.
Δεν ξέρουμε τι επίδραση θα είχε στον ίδιο και στη διαμόρφωση της θεωρίας του, ο νέος όγκος γνώσεων που είχε προκύψει τόσο από την μελέτη της αρχαίας ιστορίας όσο και από άλλους άγνωστους καινούργιους επιστημονικούς κλάδους όπως, η βιοχημεία, η κυτταρική βιολογία, η εργονομία, η βιομιμητική κ.ά. που ο ίδιος αγνοούσε. Ίσως αν είχε τις σύγχρονες γνώσεις να ήταν ακόμη πιο επιφυλακτικός σε πολλά θέματα, αναδεικνύοντας το μέγεθος της άγνοιας των ανθρώπων στα ζητήματα των απαρχών του κόσμου, της ζωής και του ανθρώπου.
Η κατάληξή του, ότι ο κόσμος είναι γεμάτος δεινά και πόνο, ότι δεν υπάρχει σχέδιο στη φύση, και τα πάντα ερμηνεύονται με βάση τη φυσική επιλογή ή τον αγώνα περί ύπαρξης αλλά και τη σεξουαλική επιλογή στα ανώτερα θηλαστικά, ήταν θεωρίες που δεν ήταν άσχετες με την άρνηση του υπερφυσικού από μέρους του, και τη μη παρέμβαση του Θεού στη φύση και την ιστορία. Κατά το Δαρβίνο, τα πάντα είναι φυσιοκρατικά και ως εκ τούτου, σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο Θεός είναι μάλλον περιττός, ανενεργός, άχρηστος. Ο ίδιος αυτοσαρκαζότανε κάποιες στιγμές ως υλιστής, αλλά έτρεφε υψηλή εκτίμηση και για τα θαύματα της φύσης. Κάποτε ενώ περιστοιχίζονταν από το μεγαλείο ενός βραζιλιάνικου δάσους, δήλωσε: «Είναι αδύνατον να δώσω μια ικανοποιητική εικόνα για τα ανώτερα συναισθήματα δέους, θαυμασμού και ευλάβειας που κατακλύζουν το νου».
Μέχρι το τέλος της ζωής του κλυδωνιζότανε από μια ανίατη ασθένεια που δεν ήταν άσχετη με την εσωτερική του πάλη και από τις πολλές αμφιβολίες για τις ερμηνείες του και οδηγήθηκε, όπως έγραφε ο ίδιος, σε μεγάλη σύγχυση. (Αυτοβιογραφία, σελ. 166). Σε κάποια περίπτωση μάλιστα, απογοητευμένος, με μια δόση αυτοσαρκασμού είπε στον Huxley: «Αν ήμουν φίλος του εαυτού μου, μάλλον θα με είχα μισήσει».
Δεν μπορούσε στο μυαλό του, να συμβιβάσει ύπαρξη Θεού, προσχεδιασμένους νόμους και απροσχεδίαστα αποτελέσματα. Πίστευε ότι μια άλλη θεά, η φυσική επιλογή, μπορούσε να εξηγήσει αποτελεσματικά τα πάντα, αφού η φύση δεν κάνει άλματα (natura non facit saltum). Αλλά αργότερα έγραφε, ότι μάλλον έκανε λάθος και ότι έδωσε υπερβολική σημασία στη φυσική επιλογή. Στο φίλο του φυσιοφίδη Χούκερ, τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου έργου του, έγραφε: «Λυπάμαι γιατί η δόξα έχει ελαττωθεί από τη φυσική επιλογή, της οποίας ο ρόλος είναι τόσο υπέρμετρα αμφίβολος».
Και λίγο μετά στο 1871, στο δεύτερο βιβλίο του Η καταγωγή του ανθρώπου έγραφε: «Παραδέχομαι τώρα… ότι στις πρώτες εκδόσεις του έργου μου «Η καταγωγή των ειδών» είχα ίσως αποδώσει υπερβολική σημασία στο ρόλο της φυσικής επιλογής ή της επιβίωσης των ικανοτέρων. Γι’ αυτό κι άλλαξα την πέμπτη έκδοσή του, έτσι που να περιορίσω τις παρατηρήσεις μου στις προσαρμογές κατασκευής» (σελ. 67). Για άλλες δυσκολίες της θεωρίας του παραδεχόταν: «Μερικές απ’ αυτές είναι πολύ σοβαρές, ώστε ακόμη και σήμερα δεν μπορώ ποτέ να τις συλλογιστώ χωρίς να κλονιστώ».
Είναι σημαντικό να κατανοήσει ο σύγχρονος αναγνώστης, ότι ο Δαρβίνος, συχνά παλινδρομούσε και εξέφραζε αλήθειες πολύ προβληματικές για τους επίδοξους επιγόνους του. Ενώ δεν είχε σκοπό να επιλύσει τα μεγάλα μεταφυσικά ερωτήματα, είχε σαν στόχο του να «προσφέρει κάποια υπηρεσία, συμβάλλοντας στο να ανατραπεί το δόγμα της ξέχωρης δημιουργίας των ειδών». (Η καταγωγή, σελ 68). Και τούτο, διότι, στην εποχή του, είχε επικρατήσει η εσφαλμένη θεολογική άποψη ότι το καθένα από τα υπάρχοντα είδη είχε προέλθει έτσι από ξεχωριστή δημιουργία. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός της επιστήμης John Hedley Brooke: «Ο Δαρβίνος δεν αμφισβήτησε την ιδέα της δημιουργίας ως προς το γενικό δόγμα στο οποίο αναφέρονται οι χριστιανοί λέγοντας ότι το σύμπαν οφείλει την ύπαρξή του (και τη συνέχισή του) στον Θεό, αλλά την πολύ στενότερη ιδέα ότι κάθε είδος είχε δημιουργηθεί ξεχωριστά με κάποιο τρόπο, είτε από θεϊκή παρέμβαση, είτε διαφορετικά (σελ. 315).
Ο Δαρβίνος με ειλικρίνεια αναγνώρισε ότι «η ανάπτυξη των ηθικών ιδιοτήτων στον άνθρωπο είναι ένα δύσκολο πρόβλημα… Το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να χαρακτηριστεί ηθικό ον, συνιστά τη μεγαλύτερη απ’ όλες τις διακρίσεις ανάμεσα σ’ αυτόν και τα κατώτερα ζώα» (Η καταγωγή του ανθρώπου, σελ. 391–392 στην αγγλική).
Ακόμη, είναι αξιοσημείωτο ότι, ο αγνωστικιστής Δαρβίνος αναγνώρισε και εγκολπώθηκε την βασική ηθική αρχή της αρχαίας φιλοσοφίας και του χριστιανισμού «Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» (Η καταγωγή του ανθρώπου, σελ. 143) και, κονταροχτυπήθηκε με τον σύντροφό του Alfred Wallace για το ζήτημα της προέλευσης της νοημοσύνης στον άνθρωπο, όταν ο τελευταίος του υπέδειξε την ανεπάρκεια της θεωρίας του, στο σημείο αυτό. Κάποια στιγμή μάλιστα ταραγμένος του είπε: «Πρόσεξε να μη σκοτώσεις το παιδί μας!», εννοώντας, τη θεωρία τους.
Σχετικά με τη δεύτερη θεωρία του, τη σεξουαλική επιλογή ομολόγησε με παρρησία: «Ούτε ισχυρίζομαι εξάλλου πως τ’ αποτελέσματα της σεξουαλικής επιλογής μπορούν να καθοριστούν μ’ επιστημονικά κριτήρια» και «πολλές ιδέες που εκφράστηκαν εδώ είναι θεωρητικής τάξεως και αναμφίβολα θα βρεθεί ποιες θ’ αναγνωριστούν ανακριβείς». (Η καταγωγή του ανθρώπου, μετάφρ. Γ. Ν. Βιστάκη, τόμος 2ος, σελ. 317).
Αλλά το πιο σπουδαίο είναι, η αναγνώρισή του, ότι, «όσο σημαντικός κι αν υπήρξε και εξακολουθεί ακόμα να είναι ο αγώνας για την ύπαρξη, όταν πρόκειται για το ανώτατο τμήμα της ανθρώπινης φύσης υπάρχουν άλλες επιδράσεις πιο σημαντικές. Διότι οι ηθικές ιδιότητες προάγονται είτε άμεσα, είτε έμμεσα, πολύ περισσότερο με τη δύναμη της συνήθειας, τη διαγνωστική ικανότητα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία κλπ, παρά με τη φυσική επιλογή…» (σελ. 404 στην αγγλική).
Για τον Δαρβίνο είχε ιδιαίτερη σημασία, ήταν αυτονόητο κάτι που παρέβλεψαν οι μεταγενέστεροι επίδοξοι επίγονοί του: ο αλτρουισμός παίζει σημαντικό ρόλο. Όπως γράφει ο καθηγητής της νευροβιολογίας Gerald Huther, στο μικρό, αλλά εξαιρετικό βιβλίο του, Η εξέλιξη της αγάπης–αυτό που υποψιάζονταν ήδη ο Δαρβίνος και οι δαρβινιστές δεν θέλουν ν’ αποδεχτούν, ο Δαρβίνος, δέχτηκε, ότι η μελλοντική εξέλιξη του ανθρώπου εξαρτάται αποφασιστικά από το αν θα καταλάβει με τον καιρό τι σημαίνει άντρας και γυναίκα να γίνονται ένα στην αγάπη.
Οι ιδέες του Δαρβίνου παρόλο που επικρίθηκαν ευθύς εξ αρχής από ειδικούς σαν τον Κουαντρεφάζ και τον Αγκασίζ, κι αργότερα από άλλους ειδικούς, διότι δεν ήταν άμεσα επαληθεύσιμες πειραματικά, έδωσαν γερό θεωρητικό υπόβαθρο και υλικό στους μετέπειτα αθεϊστές και στους κοινωνικούς δαρβινιστές μέχρι σήμερα. Ήδη, ο Μπερνάρ Σω, είχε παρατηρήσει, ότι, «ο Δαρβίνος είχε την τύχη να ικανοποιήσει τον καθένα που ήθελε να εξυπηρετήσει τον ιδιοτελή του σκοπό». Και ο ερευνητής Κλαρκ (F. D. Clark) σημείωσε: «Ο Δαρβίνος έκανε πιθανώς μεγαλύτερο κακό απ’ όλους τους κατασκευαστές και εμπόρους όπλων. Τους προσέφερε και μια φιλοσοφία με την οποία δικαιολογούν τις εγκληματικές τους ενέργειες». Ο Δαρβίνος άθελά του, ίσως, όπλισε το χέρι των Μπύχνερ, Χάικελ, Huxley, Σπένσερ, Μαρξ, Νίτσε, Χίτλερ κλπ.. Η σημασία της θεωρίας του Δαρβίνου, για τον Τ. Χ. Huxley επί παραδείγματι, βρίσκονταν εν μέρει στην ισχύ της ως αντιδότου στο «δηλητήριο» του Ρωμαιοκαθολικισμού, όπως το έβλεπε ο ίδιος. Η θεωρία του Δαρβίνου έγινε το σύμβολο μιας διαμάχης μεταξύ εκκοσμικευμένων διανοητών και θρησκευόμενων, ιδίως φονταμενταλιστών και όχι μόνο. Το ερώτημα, όμως, που έθεσε ο Γάλλος καθηγητής της επιστημολογίας Pierre Thuiller στα 1982 σ’ ένα ρηξικέλευθο άρθρο του, «κατά πόσον ο ίδιος ο ιερέας του διαβόλου, ο Δαρβίνος ήταν δαρβινιστής», είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα, που αναμένει ακόμα την απάντησή του.
Βιβλιογραφία
Α. ΠΗΓΕΣ
Δαρβίνος Κ., Η καταγωγή των ειδών (Γκoβόστης, μετάφρ. Β. Βασιλείου).
Δαρβίνος Κ., Η καταγωγή του Ανθρώπου και η Σεξουαλική Επιλογή (Γκoβόστης, μετάφρ. Β. Βασιλείου).
Δαρβίνος Κ., Αυτοβιογραφία (Γκoβόστης, 2007).
Δαρβίνος Κ., Ταξιδεύοντας με το Μπιγκλ (Στοχαστής 1998).
Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
John Hedley Brooke, Επιστήμη και θρησκεία (παν. εκδ. Κρήτης, 2008).
Gerald Hűther Ç, Η εξέλιξη της αγάπης (Πολύτροπον, 2008).
Alexander R. D., Darwinism and Human Affairs (Condai).
Clark Robert F. D., Darwin: Before and After (1967).
Michel Behe, The Black Box of Darwin (1996).
Herbert S., The Red Notebook of Charles Darwin (British Muscum 1980).
Thuillier P., La Recherche No 129 (1982).
Prenant M., Δαρβίνος και Δαρβινισμός (μετάφρ. Γ. Ν. Βιστάκη).
Browne J., Δαρβίνος, Η προέλευση των ειδών (Αθήνα, 2007).
Ridley M., Δαρβίνος (Πατάκης, Αθήνα 2007).
Miler R. K., Finding Darwin’s God (N.Y. 1999).