Ανάσαινες...
Μέσα απ’ την μεσοαστρική ύλη
Των δαχτύλων σου
Είδα
Τ’αλογοπέταλα του σκότους,
Να εισχωρούν, ως θάλασσα ερασμία,
Στις τεθλασμένες των βλεφάρων σου.
Οι ήχοι βούλιαζαν αργά
Βασανιστικά
Στα σύσκια των βράχων.
Ανάσαινες
Τον δίανθο της ζωής.
Νεόφυτα ελαιών, κάλυπταν το κορμί σου.
Όταν
Η νύχτα έριξε βιαστικά.
Το αραχνοΰφαντο σάλι της
Επάνω στο λυγερό σώμα σου
Ύπτιος
Με ζήλο σε κρατούσα.
Κι Εσύ,
Ανάσαινες...