Περιεχόμενα:
The known sources of Kazantzakis
- Homer
- Buddha
- Nietzsche
- Henri Bergson
- Christ
The secret sources of Kazantzakis
- Freud, Darwin and existential writers
- Dostoevsky-Tolstoy
- Missals, Chrurch Fathers, Byzantium and Saint Francis of Assisi
- Theosophy-Freemasonry
What he wanted to achieve with his work
The novelist, poet, essayist, translator, playwright and, primarily, theologizing philosopher Nikos Kazantzakis (1883-1957), is perhaps the most Widely read modern Greek author of recent years in Greece and abroad. At the same time, Kazantzakis, was and continues to be a controversial topic not so much for his literary skill-this has received worldwide recognition and is hardly challenged even by his critics as for the ideas expressed in his works and through the sum of his work It is his philosophical ideas, which he puts in the mouth of his heroes in such a lively, convincing and vivid way, that some find appealing and some repelling.
So far, though, the studies fail to reveal where Kazantzakis draws much of his disparate, often contradictory and provocative ideas. It could certainly be argued that they are purely his own, personal beliefs. And indeed they are. His metaphysical raft is polyphonic. But the roots of his ideas must be sought elsewhere. The material presented in the present essay, aims be informative rather than evaluative. The readers are invited to draw their own conclusions.
Για τον Νίκο Καζαντζάκη, γι' αυτόν τον βαθύ Μύστη ενός κόσμου που δεν θα αποκρυπτογραφηθεί πιθανότατα ποτέ, μα που δεν θα πάψει στιγμή να προκαλεί τη διερεύνηση του εαυτού μας μέσα από τη δική του, έχουν γραφτεί χιλιάδες μελέτες. Τι έχει λοιπόν να προσφέρει στο φετινό Ετος Καζαντζάκη η έρευνα του Δημήτρη Τσινικόπουλου;
Ο Τσινικόπουλος συγκεντρώνει στη μελέτη του το πλήθος δασκάλων ενός τεράστιου συγγραφέα ο οποίος υπήρξε ένα σφουγγάρι δημιουργικής μετουσίωσης, προσφέροντας εν περιλήψει μια περιδιάβαση σε σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας των ιδεών. Κωπηλατώντας στην ομίχλη μιας λίμνης τεράστιας που περιελάμβανε ό,τι καλύτερο της Δύσης και της Ανατολής, μεταπλασμένο σε ό,τι βόλευε την κοσμοθεωρία του, μια θεωρία συνεκτική μέσα από τις αντιφάσεις της, ο Καζαντζάκης περιλαμβάνει το Βυζάντιο, την Αναγέννηση και τον Μεσαίωνα μαζί, τον Χριστό και τον Βούδα, τον Μαρξισμό, τη Θεοσοφία και τον Ελευθεροτεκτονισμό, τους μύστες φιλοσόφους και ποιητές Ανατολής και Δύσης.
Και θυμίζει στο τέλος, μέσα από την elan vital του Bergson, πως κάθε δημιούργημα του ανθρώπου είναι μια πράξη που προσπαθεί να ανατρέψει μέσα από τη ζωώδη δύναμη της ζωής και την (πάνω από κάθε σικέ ιεροποίηση θρησκείας, ηθικής ή πολιτικής) «ιερότητά» της τη δοσμένη γεωγραφία του κόσμου, «προκαλώντας» τη φυσική τάξη του «θανάτου» μας. Πως η ζωή και του πιο μικρού πλάσματος, όπως αντιπαλεύει να φυτρώσει στον βράχο γενναιόφρονα την τραγική ύπαρξή του κάνοντας πως δεν γνωρίζει το «τέλος», γίνεται το «χαίνον ρήγμα» μέσα από το οποίο βλέπει ο θεός την άβυσσο, τον συνειδησιακό του καθρέφτη.
Κι αυτό που σκαλίζει με τα νύχια η ζωή όταν μετουσιώνεται σε άνθρωπο, οι λέξεις, δεν περιγράφουν μονάχα τον κόσμο, ούτε απλώς τον κυοφορούν, αλλά και τον ξαναπλάθουν, ξανά και ξανά, ώσπου οι θνησιγενείς ποιητές να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον δημιουργώντας μέσα από χίλια ποτάμια αυτό που ο Καζαντζάκης έκανε σε όλη του την ζωή: γέφυρες ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς.
Δεν χρειάστηκε π.χ. παρά μία μετάφραση του Πιραντέλο, όπως θυμίζει ο Ζώρας, για να χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά στην ελληνική θεατρική γραμματεία το «θέατρο μέσα στο θέατρο» στο «Ο Οθέλος Ξαναγυρίζει». Αλλους όμως, όπως επισημαίνει ο Τσινικόπουλος, τους έχει μελετήσει και τους έχει ενσωματώσει ακόμη περισσότερο. Μα δεν τους αντιγράφει. Τους μεταπλάθει, τους επιστρέφει, ξαναγεννημένους μέσα από τη γραφή του, στο ποτάμι των ιδεών που κυλά, ζητώντας την πράξη, προς το ανοιχτό πέλαγος και όμως επιστρέφει πάντα.
Εάν π.χ. ο «δάσκαλος» του Ντοστογιέφσκι έγραψε εκείνη την πολυχρησιμοποιημένη αλλά εμβληματική φράση που λέει σαν προσευχή πως «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», ο Καζαντζάκης δεν αναζητά την ομορφιά αλλά τον αγώνα. «Το ύφος του είναι μια παθιασμένη κραυγή· και το πάθος διακρίνει τη σκέψη, την έκφραση και την αίσθηση ζωής», όπως σημειώνεται στη μελέτη.
«Κατάντησα γραφιάς και επιστρατεύω τα 24 στρατιωτάκια του αλφάβητου και επιχειρώ την ανέλπιστη δονκιχωτική εκστρατεία, να συλλάβω τον Αόρατο…» Σε μια επιστολή του προς τον Απόστολο Σαχίνη το 1955, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Τσινικόπουλος, ο Καζαντζάκης δεν περιγράφει μόνο τη σχέση του με τη γραφή, αλλά και τον διαρκή, σισύφειο αγώνα του ανθρώπου που κονταροχτυπιέται με τα κύματα της συμπαντικής σκέψης τολμώντας ν’ αφήσει το ήσυχο λιμάνι κάθε περίκλειστης αφήγησης, ιδεολογίας ή γης, σηκώνοντας στο βάθος όχι το βάρος αλλά την έλλειψή του, τη βαριά κενότητα του βράχου, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή πως είναι αυτό ακριβώς που δίνει την τελεσίδικη ιερότητα στην προσπάθεια. «Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο!» δήλωσε ο Καμί, μιλώντας για μια φύση ανθρώπινη που αρνείται να παραδοθεί κι ας είναι τα όνειρά της από ουρανό μα τα φτερά της από χώμα. Κι είναι αυτό, όπως θυμίζει με τους δικούς της τρόπους η μελέτη, που ο Καζαντζάκης ύμνησε σε όλη του τη ζωή.