Σε προλογικό του σημείωμα ο πολυτάλαντος δημιουργός Δημήτρης Τσινικόπουλος σημειώνει: «Μεταφράζοντας–όπως είπε ο Πάθ–είναι σα να μεταφέρεις κάτι από έναν άλλο κόσμο, στο δικό μας κόσμο... Όπως και να ‘χει το πράγμα, παρά τις ποικίλες σχολές, τεχνοτροπίες και διάφορες εκφάνσεις, η Ποίηση είναι μία: ομημήτρια, ομογάλακτη, ομοούσια με τον πεζό λόγο, προ αυτού, αλλά πάντα μετ’ αυτού συμπορευόμενη».
Τρείς Νομπελίστες ποιητές: Γκαμπριέλα Μιστράλ, Γιώζεφ Μπρόντσκι και Οκτάβιο Παθ, παρουσιάζει ο ποιητής και κριτικός Δημήτρης Τσινικόπουλος, σε δικές του μεταφράσεις ποιημάτων τους, για να μην αγνοούμε, όπως προλογίζει ο ποιητής Γιάννης Τζανής: «Πολλούς και σημαντικούς δημιουργούς, και έργα που μας επιφυλάσσουν απροσδόκητες εκπλήξεις δυνατές συγκινήσεις και μας αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές του πολύπλοκου κόσμου μας». Πολύγλωσσος ο μεταφραστής, μετέφερε στη γλώσσα μας όλην την αισθαντικότητα μιας αυθεντικής δημιουργίας. Και τα προτασσόμενα βιογραφικά σημειώματα και ο ευσύνοπτος κριτικός σχολιασμός συμβάλλουν θετικά στην πληρέστερη κατατόπιση του αναγνώστη για μιαν άμεση κοινωνία με τη μαγεία του πνεύματος.
Η γεννημένη στη Χιλή Γκαμπριέλα Μιστράλ, πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1945. Η μεγάλη ποιήτρια, με την κρυσταλλένια ελευθερία του πνεύματος, γράφει στο Δεκάλογο του Καλλιτέχνη: «Θα πρέπει ν’ αγαπάς την ομορφιά που είναι η σκιά του Θεού στο Σύμπαν. Θα πρέπει να δημιουργείς ομορφιά, όχι για να διεγείρεις τις αισθήσεις, αλλά για να δώσεις τροφή στην ψυχή». Έμεινε πιστή στον κριτικό της στοχασμό. Η τέχνη της, μεταλλάσσει μέσα της, την πραγματικότητα, σε μιαν ευγενική ουσία παρθενικής ομορφιάς:
Κουβαλάω μία κούπα
από ένα νησί στ’ άλλο,
χωρίς να ξυπνήσει το νερό.
Αν τόχα χύσει
μία δίψα θάχα προδώσει·
μία σταγόνα χαμένη,
και το δώρο του κατεστραμμένο·
όλο χαμένο,
ο κύριός μου θα ’χει κλάψει.
Ο λόγος της Γκ. Μιστράλ είναι κεραυνός στην πόρτα της ψυχής μας. Και ένας ανοιξιάτικος πλούσιος κάμπος του Μάη για να τον σεργιανίσει η αγάπη με το όνειρο του Θεού. Η Γ. Μιστράλ έμεινε κοντά στον ανώνυμο άνθρωπο που είναι ο βαθύς πόνος του δημιουργού του. Γραφή για την συντροφιά της ζωής της, η Αγία Γραφή: «Βιβλίο αληθινά δικό μου, για κάθε περίσταση. Καλέ και δυνατέ φίλε της καρδιάς μου. Μου δίνεις τη δύναμη της ομορφιάς και την κρυσταλλένια ομορφιά του πνεύματος... Πόσες φορές με παρηγόρησες... Είσαι πάντα επίκαιρη και πάντα δροσερή... Σε χρειάζομαι κάθε ώρα!».
Η ρηξικέλευθη σκέψη του Ρωσοεβραίου Γιώζεφ Μπρόντσκι, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1987, είναι καθοριστική: «...Η ποίηση είναι θείο δώρο... Προέρχεται από το Θεό. Μιλώντας για τον άνθρωπο θα λέγαμε πώς είναι πρώτα ον αισθητικό και έπειτα ηθικό... Ο κόσμος απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μπορεί να σωθεί με την ποίηση–όπως έλεγε ο Μάθιου Άρλοντ, ή την ομορφιά, όπως ήθελε ο Ντοστογιέφσκυ–το άτομο όμως μπορεί».
Ο Γιώζεφ Μπρόντσκι απευθύνεται στον άνθρωπο, πρόσωπο με πρόσωπο και συνάπτει μιαν άμεση σχέση γοητευτικής διάρκειας. Η ποίησή του είναι οδυνηρή και ουσιαστική, όπως ο ίδιος έλεγε, όσο και μία ερωτική σχέση. Τον στίχο του νευρώνει ένας πυρετικός κραδασμός:
Πόσα γυμνά δένδρα προσδοκούν
την επόμενη άνοιξη
καημένη ψυχή μου;
Από όλους τους καρπούς σου
σ’ απογύμνωσαν, μόνο ακόμα
ένα παραμένει αληθινό:
το κενό σου!
Ο Γιώζεφ Μπρόντσκι υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής και εξίσου μεγάλος κριτικός. Σε δοκίμιό του για τον Κ. Καβάφη, γράφει: «Η ποίηση προσφέρει το μοναδικό όπλο που μπορεί να νικήσει τη γλώσσα χρησιμοποιώντας τα μέσα που παρέχονται απ’ την ίδια τη γλώσσα». Κι ακόμη ψηλαφεί τη σύγχρονη πραγματικότητα της διανόησης με έναν διαχρονικής αξίας αφορισμό: «Το χειρότερο απ’ όλα δεν είναι η δίωξη των συγγραφέων ή το κάψιμο των βιβλίων, αλλά η μη ανάγνωση των βιβλίων. Αυτό το έγκλημα το πληρώνει ο άνθρωπος σ’ όλη του τη ζωή».
Ο ποιητής του φωτός, της σιωπής και της λήθης Οκτάβιο Παθ, γεννήθηκε στο Μεξικό και πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1990. Είναι ο ποιητής που κατοικεί κυριολεκτικά στη διαφάνεια. Εξομολογείται: «Σύντομα ανακάλυψα ότι η υπεράσπιση της υποτιμημένης στον αιώνα μας ποίησης, ήταν αδιάσπαστη από την υπεράσπιση της ελευθερίας... Η ποίηση είναι άσκηση της ανθρώπινης ελευθερίας». Ο λόγος του Οκτ. Παθ προσεγγίζει τον έρωτα, τη μοναξιά και το θάνατο, με γλώσσα που πυρέσσει. Η ηχηρότητα της λέξης εκπέμπει μιαν απαστράπτουσα ισορροπία στην άβυσσο της διαφάνειας:
Η ώρα αναπαύεται
πάνω σε μιαν άβυσσο από διαύγεια.
Το ύψος συννεφιάζει με πουλιά.
Τα ράμφη τους χτίζουνε τη νύχτα.
Τα φτερά τους κρατούν
μετέωρη τη μέρα.
Φυτεμένη στο φωτοδιάδημα
ανάμεσα στη σταθερότητα
και τον ίλιγγο, Εσύ Είσαι
η ακτινοβολούσα ισορροπία.
Για τη διαύγεια και τη διαφάνεια ως κρυστάλλωση του στίχου, ο ίδιος ο Παθ ομολογεί: «Λέγεται συχνά πώς ο ποιητής πρέπει να προσπαθεί να είναι σαφής και διαυγής. Εγώ θα πρόσθετα: με την προϋπόθεση πώς αυτή η σαφήνεια δεν θα σήμαινε να στραγγαλίσει ή να δαμάσει τα χαρίσματά του... αλλά να εισχωρήσει βαθύτερα μέσα στον ίδιο του τον εαυτό και να αφουγκραστεί με μεγαλύτερη πιστότητα τη μυστική του φωνή. Να ακονίσει τα νύχια του, όχι να τα λιμάρει».
Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος όντας ποιητής ανοιχτών οριζόντων κατόρθωσε να μετουσιώσει στη γλώσσα μας το καίριο που συναρμόζεται με το υψιπετές. Τα ευσύνοπτα βιογραφικά, η επιλεκτική κριτική θεώρηση των έργων των ποιητών που παρουσιάζει και η αισθαντική μετάφραση ριγηλών στίχων, είναι από τις αρετές που προσδίνουν κύρος και προκαλούν θαυμασμό. Όντως η γραφή του πείθει, πώς η άξια τέχνη είναι σε θέση να μεταφράζει δημιουργικά τον πορευόμενο πνευματικά, αλλόγλωσσο κόσμο μας...
Νίκος Α. Τέντας
περιοδικό Νέα Επικοινωνία
(7ος/8ος, 1996, σελ. 50, 51)
***
Για τον Δ. Τσινικόπουλο κι άλλοτε είχα την ευκαιρία να γράψω εγκωμιαστικά. Το κάθε βιβλίο του είναι και μια σημαντική προσφορά. Και μια έκπληξη, με την έννοια ότι το εύρος των ενδιαφερόντων του και η ασίγαστη συγγραφική δραστηριότητα, τον ωθούν σε ολοένα καινούργια τοπία και θεάσεις. Όσο κι αν ο Τσινικόπουλος πολυπραγμονεί, μ’ όλες τις διακινδυνεύσεις που συνεπάγεται τούτο, θα ’λεγα ότι καταφέρνει σχεδόν πάντα να μας δίνει κάτι έγκυρο και βαθύ. Η συγκροτημένη παιδεία και ο συστηματικός χαρακτήρας της συγγραφικής του ιδιοσυγκρασίας, είναι νομίζω, τα βασικά προσόντα. Είτε για τον Isaac Newton μας μιλά, είτε για τη λογοτεχνική μοναδικότητα της Καινής Διαθήκης (καταπλήσσει εδώ η γνώση και χρήση της διεθνούς βιβλιογραφίας) και τις Αγιογραφικές μαρτυρίες ια την Ελληνικότητα της Μακεδονίας, πάντα οι θέσεις του και ο στοχασμός του, οι αισθητικές αναλύσεις του αλλά και η πρωτογενής λογοτεχνική του παραγωγή έχουν κάτι το στιβαρό, το στιλπνό. Ο Τσινικόπουλος αβίαστα μας επιβάλλεται.
Οι Τρεις Νομπελίστες ποιητές είναι μια κατάθεση αγάπης στην ποίηση και τους τρεις μεγάλους τούτους ποιητές, που κατορθώνει να δώσει πνοή, να ζωντανέψει την ψυχή και το πνεύμα τους. Η Χιλιανή ποιήτρια Γκαμπριέλα Μιστράλ, κάτοχος βραβείου Νόμπελ, καθηγήτρια σε διάφορα σχολεία της χώρας της, ξεχώρισε νωρίς για την σπάνια μόρφωση, τη φαντασία και την ευαισθησία της ψυχής της, προσόντα που πλουτίστηκαν από μια σειρά τραγικών συγκυριών στη ζωή της.
Τρυφερότητα μέσα από το τραγικό αίσθημα της ζωής – Ternura (Τρυφερότητα) ο τίτλος μιαςποιητικής τηςσυλλογής – αλλά και πίστη παθιασμένη και αταλάντευτη στ χριστιανισμό, είναι ό,τι με μια κάποια βεβαίως αφαίρεση, θα τη χαρακτήριζε ριζικότερα. Τα θρησκευτικά ποιήματα της Μιστράλ είναι σπάνιας ομορφιάς καθώς επισημαίνουν μεγάλοι κριτικοί της. Είναι καθώς οι πρωινές δροσοσταλίδες σε ανοιξιάτικη αιθρία. Η Αγία Γραφή είναι η ήρεμη δύναμη, η ασίγαστη βρυσομάνα που τροφοδοτεί τη λυρική της φλέβα αέναα, που την εμπνέει, τη χειραγωγεί προς το θείον και υπερούσιον. Μαργαριτάρι άδυτου φέγγους η ποίησή της, είναι θα ’λεγα καθώς και ο Ελύτης γενικά την ορίζει «μια πηγή αθωότητας με επαναστατικές δυνάμεις». Επαναστατικές δυνάμεις θα πρόσθετα, που ανυψώνουν την ψυχή μας Για να ζει όλη την κλίμακα των συγκινήσεων που ευγενίζουν και ωραΐζουν τον άνθρωπο.
Λέει η Μιστράλ στο Decalogo del Artista: 1ον: Θα πρέπει να αγαπάς την ομορφιά που είναι η σκιά του Θεού στο σύμπαν. 2ον: Δεν υπάρχει άθεη τέχνη. Παρόλο που δεν αγαπάς το Δημιουργό, γίνεσαι μάρτυράς του δημιουργώντας τα ομοιώματα του. Λίγο πιο κάτω «κάθε έργο της δημιουργίας σου θα πρέπει να σε αφήνει ταπεινό, γιατί δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλο όσο το όνειρό σου και πάντα κατώτερο από εκείνο το υπέροχο όνειρο του Θεού που είναι η φύση». Πόση αλήθεια και στιλπνή φωτεινότητα, ακεραιότητα ψυχής αντανακλούν οι στοχασμοί τούτοι! Επιγράμματα θα τους έλεγα άσφαλτης σοφίας και ομορφιάς. Σε τι αντίθεση έρχονται με τα σύγχρονα μορμολύκεια «λογοτεχνικής σκοτεινιάς και παράνοιας» που θεωρούν ότι η τέχνη μπορεί να πορεύεται σε άριζους «νεωτεριστικούς δρόμους, χωρίς σκοπούς και οράματα, στηριζόμενη σε αδιέξοδους ακκισμούς αυτοϊκανοποίησης».
Γράφει η Μιστράλ στον Ύμνο στη Βίβλο. «Βιβλίο αληθινά δικό μου για κάθε περίσταση... Καλέ και δυνατέ φίλε της καρδιάς μου... πόσες φορές με παρηγόρησες... Ποτέ δεν σε αναζήτησα μάταια, ω συ βιβλίο... το μόνο αληθινό βιβλίο του ανθρώπου. Από το Δαβίδ έμαθα να αγαπώ το ιερό τραγούδι, με την απαλή μελωδία του που σβήνει την ανθρώπινη πικρία... Από τον Εκκλησιαστή άκουσα τον αντίλαλο της ματαιότητας της ζωής. Ποτέ δεν σε χορταίνω... Οι σοφοί χρησιμοποίησαν τα ωμά εργαλεία της λογικής τους, πρώτα για να σε διαιρέσουν κι έπειτα για να σ’ αρνηθούν... Μα εγώ αποφάσισα να σ’ αγαπώ για πάντα και να τρέφω την ψυχή μου με την αλήθεια σου, όσο ο Κύριος θα μ’ αφήνει να βλέπω της ημέρας το φώς...»
Ο δεύτερος νομπελίστας ποιητής ολιγογράφος αλλά υψηλής ποιοτικής επάρκειας, με έργο αποσταγμένης ομορφιάς και σοφίας, είναι ο Ρώσος Γιοσέφ Μπρόντσκι. Γεννημένος στο Λένιγκραντ, προκαλεί με το έργο του, που είναι αληθινά έργο ελευθερίας και τόλμης, το κομμουνιστικό καθεστώς. Κατηγορείται ως «κοινωνικό παράσιτο», μένει στη Σιβηρία 18 μήνες και του χαρίζεται το υπόλοιπο της ποινής ύστερα από πιέσεις ισχυρών δυτικοευρωπαίων που θαυμάζουν το μεγάλο ποιητή.
Ήδη πριν από τη δίκη το 1969, η διάσημη ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα γράφει ενθουσιασμένη: «Απ’ τον καιρό του Μάντελσταμ δεν έχω ξαναδιαβάσει τέτοια ποιήματα όπως του Μπρόντσκι».
Ο Μπρόντσκι είναι λειτουργός της ποίησης στα πιο βαθειά φανερώματά της. Η ποίηση είναι γι’ αυτόν «θείο δώρο». Λέει κάπου σε σχετική συνέντευξη: «Δεν πίστευα ότι χρειάζεται διδασκαλία για να γίνει κανείς ποιητής, γιατί η ποίηση είναι κάτι που προέρχεται από το Θεό».
Το ποιητικό έργο Το Urania: Selected Poems 1965-85, άλλα και η συλλογή δοκιμίων Les Than One: Selected Essays, (Penguin Books, 1987), δίνουν νομίζω το ακριβές στίγμα της λογοτεχνικής του ταυτότητας. Πεποίθση του Μπρόντσκι είναι αυτό που είπε σε μια συνέντευξή του: «Ο κόσμος απ’ ότι φαίνεται δεν μπορεί να σωθεί με την ποίηση – όπως έλεγε ο Μάθιου Αρνολντ – ή την ομορφιά όπως ήθελε ο Ντοστογιέφσκι – το άτομο όμως μπορεί». Κι αλλού, «η ποίηση διαθέτει πυκνότητα... Είναι οδυνηρή και ουσιαστική όσο και μια ερωτική σχέση. Η ποίηση είναι ίσως, η μόνη μας ασφάλεια απέναντι στη χυδαιότητα της ανθρώπινης ψυχής».
Με το θάνατό του, πρόσφατα τον Ιανουάριο του 1996, σε μια εποχή χωρίς την ακαμψία και το σκοτάδι της Κομμουνιστικής Ρωσίας «έδυσε ο ήλιος της Ρωσικής Ποίησης», όπως ανέφερε το Ρωσικό Πρακτορείο Ειδήσεων ΙΤΑΡ-ΤΑΣΣ.
Για τον Οκτάβιο Παθ, τον ποιητή του φωτός, της σιωπής και της λήθης, καθώς τον ονομάζει ο Δ. Τσινικόπουλος, γράφτηκαν και γράφονται συνέχεια πολλά τα επαινετικά και μάλιστα διθυραμβικά. Λογοτέχνης της ισπανόφωνης Λατινικής Αμερικής από μητέρα Ισπανίδα Ανδαλουσιάνα, γεμάτη πάθος και πατέρα που τις φλέβες του φλόγιζε Ινδιάνικο αίμα, είναι προικισμένος μαέστρος του λόγου, που μ’ ο,τι καταπιαστεί και γράψει, το ανεβάζει στην περιωπή της ποίησης.
Διάχυτος στον Παθ ένας πυρίμορφος έρωτας, γεμάτος ευγένεια για τη ζωή και τη φύση, τον ουρανό και τη θάλασσα...
Ο έρωτας θα ’λεγα στον πιο αγνό πριμιτιβισμό του. Η ποίηση για τον Παθ δεν είναι παρά η απόπειρα να ακεραιωθεί και πάλι ο άνθρωπος, ο διασπασμένος και συντριμμένος, μετά το σχίσμα της αμαρτίας και το σπαραγμό.
Το έργο του Pedra del Sol (1957), εμπνευσμένο από την τεράστια πέτρα που χρησίμευε ως ηλιακό ρολόι στους Αζτέκους, ενέχει τεράστια συμβολική σημασία αλλά και υπογραμμίζει τη θελκτική περιοχή της τέχνης του η οποία είναι μια πραγματικά πελώρια, λαμπερή πέτρα του ήλιου... ένας ηλιακός λύχνος με καταιγιστικές εικόνες θαμπωτικού φωτός...
Να αναφερθεί κανείς στον Δ. Τσινικόπουλο για τούτο το έργο του, που είναι φόρος τιμής στους τρεις μεγάλους ποιητές είναι θαρρώ πράξη σωφροσύνης. Να τον επαινέσει για το συνεπαρμό, το πάθος και την αγάπη που αποπνέουν τα κείμενά του αυτά, είναι μια πράξη – θα πρόσθετα – και δικαιοσύνης. Χάριτες οφείλονται στο μόχθο, την ευαισθησία, την πνευματική εγρήγορση του Θεσσαλονικιού νομικού και λογοτέχνη, που πιστεύω, διανύει μια περίοδο αξιοθαύμαστης μεστότητας.