Πρόλογος
Η παλιά αντιδικία ανάμεσα στη Βίβλο που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι είναι βιβλίο υπερφυσικές, θείας προέλευσης και στους πολέμιούς της που προσπαθούν να αποδείξουν, ότι δεν διαφέρει σε τίποτε από τ’ άλλα αρχαία βιβλία του είδους της, βρήκε το κατακόρυφό της στο βιβλίο του προφήτη Δανιήλ.
Εξετάζοντας κανείς, τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς της αρνητικής κριτικής κατά της αυθεντικότητας και της ιστορικής αξιοπιστίας του βιβλίου του Δανιήλ, μπορεί να πάρει ένα δείγμα της αρνητικής «συλλογιστικής και της πολεμικής τακτικής των ορθολογιστών κατά της Βίβλου ολόκληρης. Η εξονυχιστική όμως, καλοπροαίρετη έρευνα, μπόρεσε να καταδείξει ότι το επίμαχο αυτό βιβλίο των αιώνων είναι η «σφύρα η συντρίβουσα τον βράχον» της αμφιβολίας και του σκεπτικισμού… Έχοντας υπόψη μου, ότι σ’ οποιοδήποτε θέμα δεν αρκεί να προχωρεί κανείς στην απόδειξη των θέσεων που υποστηρίζει, αλλά να αντικρούει και να αναιρεί τις αντίθετες απόψεις, στην παρούσα έρευνα, αφ’ ενός μεν εξετάζονται, αναλύονται και ανασκευάζονται τα επιχειρήματα των αρνητών, αφ’ ετέρου δε, παρουσιάζονται οι θετικές μαρτυρίες της αυθεντικότητας και της δανιήλειας προέλευσης του βιβλίου’ στο τέλος εξετάζονται με σύντομο τρόπο, μερικές από τις καταπληκτικές προφητείες του Δανιήλ, που η εκπλήρωσή τους αιώνες αργότερα, μαρτυρεί την αυθεντικότητα και την θεοπνευστία του βιβλίου. Ακολουθεί περίληψη της μελέτης, στην Αγγλική γλώσσα.
Για λόγους τεχνικά καθαρούς, οι υποσημειώσεις και οι παραπομπές σε πηγές και βοηθήματα, πλην των χωρίων της Βίβλου, τέθηκαν στο τέλος της εργασίας, με αύξοντα, υπογραμμισμένο αριθμό.
Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1982
Εισαγωγή
Η ιστορία του προφήτη Δανιήλ που έζησε εξόριστος στην Βαβυλώνα τον 6ο αιώνα π.Χ. και ρίχτηκε στο «λάκκο των λεόντων» γιατί παρέμεινε αφοσιωμένος στη λατρεία του προς τον Θεό παραβαίνοντας διάταγμα του βασιλιά Δαρείου του Μήδου, που απαγόρευε κάθε πράξη λατρείας, είναι μια πολύ γνωστή ιστορία, η οποία ενέπνευσε πιστούς χριστιανούς να μιμηθούν το θάρρος και την ακεραιότητα του, και αρχαίους και νέους καλλιτέχνες ν’ απεικονίσουν το επεισόδιο με περισσή τέχνη και φροντίδα.
Η βιβλική αφήγηση (κεφ. 6) μας λέγει ότι ο προφήτης με θαυματουργικό τρόπο διαφυλάχθηκε από το να κατασπαραχτεί απ’ τα λιοντάρια, ενώ οι μηχανορράφοι συκοφάντες του που ενήργησαν για να ριχτεί εκεί, καταβροχθίστηκαν αμέσως μόλις τους έριξαν στα σαρκοβόρα ζώα.
Φαίνεται όμως, ότι η τύχη του Δανιήλ ήταν να γίνει και πάλι αντικείμενο σφοδρής επίθεσης και μηχανορραφίας αυτή τη φορά όχι ο ίδιος, αλλά το βιβλίο που φέρει το όνομά του, και μετά από εκατοντάδες χρόνια και να πέσει όχι στο λάκκο των λεόντων, αλλά στο λάκκο που έσκαψαν οι κριτικοί του.
Πράγματι, δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι το βιβλίο του Δανιήλ δέχθηκε περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης ενορχηστρωμένη και συστηματική επίθεση από τα πυρά της αρνητικής και ριζοσπαστικής κριτικής της Βίβλου, που στους τελευταίους δύο αιώνες κυρίως, δεν άφησε κανένα σχεδόν βιβλίο της Αγίας Γραφής που να μη το χαρακτηρίσει ως ανιστόρητο, μη αυθεντικό, νόθο και ανάξιο εμπιστοσύνης. Στις προσπάθειές της αυτές, το βιβλίο του Δανιήλ παρέμεινε ένα σοβαρό εμπόδιο που ανέτρεπε τους ισχυρισμούς και τα συμπεράσματά της και γι’ αυτό επιστρατεύθηκε όλο το βαρύ πυροβολικό της επιχειρηματολογίας της κριτικής για την υπονόμευση της ιστορικής αξιοπιστίας και της αυθεντικότητας του βιβλίου.
Με λίγα λόγια, οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι το βιβλίο του Δανιήλ δεν γράφηκε από τον ίδιο παρά τις εσωτερικές μαρτυρίες του βιβλίου και τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού για το βδέλυγμα της ερημώσεως ως «λαληθέν υπό του προφήτου Δανιήλ» και άλλα τεκμήρια αλλά ότι συντάχθηκε από έναν άγνωστο Ιουδαίο συγγραφέα στην Παλαιστίνη γύρω στο 165 π.Χ., πολύ μετά τα γεγονότα που αναφέρονται στο βιβλίο, ο οποίος υποκινήθηκε να το γράφει για να ενθαρρύνει τους πιστούς Ιουδαίους στον αγώνα τους κατά του Αντίοχου IV του Επιφανή (175–164 π.Χ.), και έτσι το βιβλίο έγινε με ενθουσιασμό δεκτό απ’ αυτούς, που το δέχθηκαν σαν γνήσιο και αυθεντικό και το συμπεριέλαβαν στον εβραϊκό κανόνα.
Η πραγματική όμως αιτία, που κάνει τους κριτικούς να ισχυρίζονται ότι το βιβλίο του Δανιήλ δεν είναι γνήσιο, αλλά ψευδεπίγραφο και νόθο, είναι, ότι το βιβλίο περιέχει έναν απαράμιλλο προφητισμό, που η παραδοχή του και η αναγνώριση της εκπλήρωσης των προφητειών του θα οδηγούσε σε μια παταγώδη ανατροπή της αρνητικής ορθολογιστικής κριτικής, που με πείσμα αρνείται τη δυνατότητα κάθε υπερφυσικού στοιχείου της Βίβλου (θαύματα-προφητείες). Οι κριτικοί διέκριναν ότι η αποδοχή της αυθεντικότητας του βιβλίου του Δανιήλ, τους οδηγούσε στο αδιέξοδο να δεχθούν την υπερφυσική έμπνευση των συγγραφέων της Βίβλου από το Θεό και γι’ αυτό ισχυρίστηκαν ότι οι προφητείες του βιβλίου του Δανιήλ δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ιστορία μεταμφιεσμένη σε προφητεία η όπως λέγεται, vaticinium post eventum (προφητεία μετά τα γεγονότα).
Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους κατά της αυθεντικότητας του βιβλίου, οι κριτικοί χρησιμοποίησαν «φιλολογικά κριτήρια» αμφίβολης αποδεικτικής σημασίας, ιστορικά στοιχεία που περισσότερο είναι ουδέτερες μαρτυρίες παρά θετικές, τη μη επιβεβαίωση μερικών επεισοδίων από κοσμικούς ιστορικούς, την εικασία, ακόμη και την φαντασία τους.
Το όλο ζήτημα, δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία για τους ευσεβείς πιστούς της Βίβλου, αν αυτή η κακόπιστη θεωρία δεν είχε επικρατήσει σε τέτοιο σημείο, ώστε, σχεδόν κάθε μονογραφία, διατριβή ή άρθρο, γραμμένο από τους σύγχρονους θεολόγους και ερευνητές για το βιβλίο του Δανιήλ, να δέχεται ασυζητητί τα «κλασσικά» επιχειρήματα της φιλελεύθερης κριτικής, παρά την αντίθετη άποψη της ιουδαϊκής και χριστιανικής γραμματείας που ανέκαθεν θεωρούσαν το βιβλίο σαν αυθεντικό προερχόμενο από τον Δανιήλ τον προφήτη, χωρίς να κάνουν τον κόπο να τα ζυγίσουν στη πλάστιγγα της αντικειμενικής έρευνας και χωρίς να εξετάσουν προσεκτικά, το πλήθος των αποδεικτικών στοιχείων που βοούν για την αυθεντικότητα και δανιήλεια προέλευση του βιβλίου.
Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των πιο σοβαρών αντιρρήσεων που προβάλλουν οι κριτικοί κατά της γνησιότητας του βιβλίου, και στην παράθεση των θετικών μαρτυριών που υποστηρίζουν την αυθεντικότητά του, για την ιστορία του πράγματος πρέπει να αναφέρουμε, ότι ο πρώτος που αμφισβήτησε τη γνησιότητα του βιβλίου, υπήρξε ο μαθητής του Πλωτίνου νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος (232–304 μ.Χ.), σφοδρός πολέμιος του Χριστιανισμού, ο οποίος ενοχλημένος από τις προφητείες του βιβλίου που εκπληρώθηκαν με καταπληκτική ακρίβεια και που ερχότανε σ’ οξεία αντίθεση με τον ορθολογισμό του, ισχυρίστηκε ότι το βιβλίο γράφηκε απ’ έναν άγνωστο Ιουδαίο που έζησε στους μακκαβαϊκούς χρόνους. Πολεμική κατά του βιβλίου άσκησε επίσης και ο χριστιανομάχος φιλόσοφος Κέλσος (2ος αιώνας π. Χ). Από το 18ο αιώνα μ.Χ. οι αρνητικοί κριτικοί που δεν άργησαν ν’ ανακαλύψουν τα επιχειρήματα του Πορφύριου και του Κέλσου, τα αναμάσησαν προσθέτοντας σ’ αυτά τη δική τους σοφία, και τα ξαναπαρουσίασαν σαν αποτέλεσμα εμβριθούς μελέτης μερικοί απ’ αυτούς με υπερβάλλοντα ζήλο ξεπέρασαν τον Πορφύριο υποστηρίζοντας ότι Δανιήλ που να ’γραψε προφητείες δεν υπήρξε ποτέ, και ότι το βιβλίο δεν είναι ενιαίο, αλλά προέρχεται από την συνένωση κειμένων τριών και τεσσάρων συγγραφέων που έζησαν και έγραψαν πολύ μετά τον 6ο π.Χ. αιώνα!1
Ανάμεσα στους κριτικούς, ο ορθολογιστής Renan επικαλούμενος επιχειρήματα που θα εξετάσουμε παρακάτω, λέγει ότι οι αποδείξεις που έχουν μελετηθεί εκατό φορές «δεν επιτρέπουν ν’ αμφιβάλλουμε πώς αυτό το βιβλίο δεν είναι προϊόν της μεγάλης ψυχικής εξέγερσης που δημιουργήθηκε στους Ιουδαίους απ’ τους διωγμούς του Αντίοχου» και συγκαταλέγει το βιβλίο του Δανιήλ μαζί με τ’ άλλα απόκρυφα.2 Και ο μαρξιστής, Έλληνας ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, ακολουθώντας την «πατέντα» των κριτικών λέγει ότι «ιστορικό πρόσωπο που να έγραψε τις «προφητείες» που έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο που επιγράφεται Δανιήλ δεν υπήρξε ποτέ…
Αργότερα στα μέσα του 2ου αιώνα, οι ραβίνοι τις μάζεψαν και τις διασκεύασαν, για να δώσουν στο μεσσιανισμό συντηρητικό και παθητικό περιεχόμενο… και, για να ’χει κύρος το βιβλίο αυτό, το παρουσίασαν σαν έργο του σοφού Δανιήλ, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη Βαβυλώνα στα πρώτα χρόνια της αιχμαλωσίας.3
Στα χνάρια της ίδιας γραμμής που χάραξαν οι κριτικοί, βαδίζει και ο κοινωνιολόγος-ψυχαναλυτής Erich Fromm, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του Δανιήλ εμφανίστηκε γύρω στο 164 π.Χ., και έγινε πρότυπο των βιβλίων της αποκαλυπτικής φιλολογίας.4 Ακόμη και η Βρεταννική Εγκυκλοπαίδεια (Encyclopaedia Britannica, 1974), που το κύρος της έχει παγκόσμια αναγνωριστεί, στο σχετικό άρθρο για το βιβλίο του Δανιήλ, φαίνεται επηρεασμένη απ’ τις ίδιες απόψεις και σημειώνει ότι πολλοί λόγιοι χρονολογούν το βιβλίο, στο πρώτο μισό του 2ου π.Χ. αιώνα.
Μερικοί σύγχρονοι ερευνητές προσπάθησαν να συμβιβάσουν τη κριτική θεωρία με την παραδοσιακή άποψη για το βιβλίο, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο στη παρούσα μορφή του, προέρχεται από το 2ο π.Χ. αιώνα, αλλά το περισσότερο από το υλικό του και μάλιστα, του πρώτου τμήματος (κεφάλαια 1–6) είναι πολύ παλαιότερο και φθάνει μέχρι τους χρόνους του προφήτη. Η άποψη αυτή βέβαια, απλώς ρίχνει «νερό στο κρασί» της κριτικής θεωρίας και υποβιβάζει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου που περιέχει προφητείες που εκπληρώθηκαν μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. και εφεξής, μετατρέποντάς το σε απλή εξιστόρηση γεγονότων, χωρίς να εκτιμά ορθά τις βιβλικές και εξωβιβλικές μαρτυρίες αξιοπιστίας του βιβλίου, χώρια που δεν μπορεί να εξηγήσει, πώς ο Θεός συνεργάσθηκε μ’ έναν απατεώνα, ώστε να του αποκαλύψει μελλοντικά γεγονότα, ενώ αυτός μέρος ιστορικών επεισοδίων που έλαβαν χώρα μέχρι την εποχή του τα παρουσίασε σαν προφητείες!
ΙΙ. Τα επιχειρήματα των κριτικών
Τα σπουδαιότερα επιχειρήματα των κριτικών κατά της αυθεντικότητας και γνησιότητας του βιβλίου είναι τα επόμενα:
Οι κριτικοί παρατήρησαν ότι το όνομα του Δανιήλ δεν μνημονεύεται από τον Σειράχ, συγγραφέα του βιβλίου του Εκκλησιαστικού, στο κατάλογο των διακριθέντων ανδρών του Ισραήλ, κι αυτό το θεώρησαν σαν στοιχείο κατά της ιστορικότητας του ίδιου του Δανιήλ και κατά της αυθεντικότητας του βιβλίου του.
Το επιχείρημα όμως, ότι το βιβλίο του Δανιήλ πρέπει να είναι μεταγενέστερο και μάλιστα της μακκαβαϊκής εποχής, για το λόγο ότι δεν μνημονεύεται τόσο το όνομα του Δανιήλ όσο και το βιβλίο του στον κατάλογο που έκανε ο Σειράχ γύρω στο 180 π.Χ. ενώ μνημονεύει τους επιφανείς άνδρες του ιουδαϊκού έθνους (Σοφία Σειράχ, 44–50) είναι ένα αναιμικό επιχείρημα a silentio. Μια προσεχτική μελέτη αυτού του καταλόγου, μπορεί να καταδείξει, ότι δεν είναι πλήρης, γιατί παραλείπει και άλλους σπουδαίους Ισραηλίτες όπως τον Έσδρα, την Εσθήρ, τον Μαραδοχαίο, τον Ιώβ, τη Ρουθ και την Ιουδήθ, όλους τους κριτές εκτός από τον Σαμουήλ, τον Ιωσαφάτ κ.ά. και έτσι δεν πρέπει να μας παραξενέψει η απουσία του Δανιήλ Πάντως δεν αποκλείεται η παράληψη του ονόματός του, να οφείλεται σε κάποιο κενό του κειμένου, όπως υποστηρίχτηκε από μερικούς ερευνητές.5
Μερικοί κριτικοί, στην προσπάθειά τους να θεωρήσουν τον Δανιήλ σαν μη ιστορικό πρόσωπο, ταύτισαν τον Δανιήλ του βιβλίου με κάποιο μυθικό Δανέλ της αρχαίας ουγγαριτικής φιλολογίας (Ras Samra), ο οποίος θεωρούνταν σοφός και δίκαιος, στηριζόμενοι στο ότι ο προφήτης Ιεζεκιήλ συγκαταλέγει τον Δανιήλ ανάμεσα στο Νώε και Ιώβ (Ιεζεκιήλ 14:14, 20) γεγονός που σημαίνει κατά την άποψή τους ότι δεν μπορούσε ν’ αναφέρεται σε κάποιο σύγχρονό του, που ακόμα δεν είχε αποκτήσει φήμη δικαίου και σοφού, αλλά σε κάποιο αρχαίο Δανιήλ αμφίβολης ιστορικότητας. Αλλά οι κριτικοί δεν μπορούν να δώσουν ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα, γιατί ο προφήτης του Θεού Ιεζεκιήλ θα ταξινομούσε μια παγανιστική μυθολογική μορφή, ανάμεσα σε άγιες προσωπικότητες όπως ήταν ο Νώε και ο Ιώβ. Οι αναγραφές του Ιεζεκιήλ, αναφέρονται σε σύγχρονα ιστορικά γεγονότα με τον προφήτη Δανιήλ και είναι φανερό ότι, σ’ αυτόν τον Δανιήλ αναφέρεται ο Ιεζεκιήλ. Είναι αξιοσημείωτο, ότι το όνομα του Δανιήλ, αναφέρεται στο βιβλίο του Έσδρα 8:2 και στο Νεεμίας 10:16, σε καταλόγους που περιέχουν τα ονόματα του Μισαήλ, Αζαρία και Ανανία, των τριών φίλων του (Νεεμίας 10:3, 23). Αυτή είναι μια σημαντική μαρτυρία της ιστορικής προσωπικότητας του προφήτη Δανιήλ, γιατί ο Έσδρας και ο Νεεμίας, επιφανείς άνδρες του Ιουδαϊσμού, ποτέ δεν θα συγκατέλεγαν ένα ανύπαρκτο ή φανταστικό πρόσωπο στους καταλόγους τους.
Επίσης, η ιστορικότητα του προφήτη ενισχύεται από την αρχαιολογική έρευνα η οποία ανακάλυψε συναγωγές με παραστάσεις, παρμένες απ’ τη ζωή του Δανιήλ.6
Ένα κλασικό επιχείρημα, που χρησιμοποίησαν οι κριτικοί για να καταπολεμήσουν την αυθεντικότητα του βιβλίου του Δανιήλ, είναι ότι το βιβλίο στον εβραϊκό κανόνα, βρίσκεται στην τρίτη κατηγορία των βιβλίων του, δηλαδή στα Αγιόγραφα (Κεθουβίμ) και όχι στη δεύτερη, στους Προφήτες (Νεβιίμ). Αυτό έγινε, κατά την άποψη πάντα των κριτικών, διότι το βιβλίο δεν υπήρχε όταν ο κανόνας των προφητών είχε κλείσει, και λόγω της μεταγενέστερης προέλευσής του, τοποθετήθηκε στην τρίτη κατηγορία. Το επιχείρημα όμως αυτό, δεν έχει καμιά βαρύτητα για να δημιουργήσει αμφιβολίες για την γνησιότητα του βιβλίου, καθ’ όσον διάφοροι λόγοι μπορεί να υπήρξαν για τους οποίους οι συντάκτες του εβραϊκού κανόνα έκριναν να τοποθετήσουν το βιβλίο στα Αγιόγραφα και όχι στους Προφήτες, εφόσον ο Δανιήλ ανέκαθεν θεωρούνταν σαν ένας από τους τέσσερις μεγάλους προφήτες μαζί με τούς Ησαΐα, Ιεζεκιήλ και Ιερεμία.
Οι σπουδαιότεροι λόγοι μπορούν να θεωρηθούν οι έξης:
Ο Δανιήλ παρ’ όλο που ονομάζεται προφήτης και σαν προφήτης αναγνωρίσθηκε απ’ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό (Ματθ. 24:15) είχε μάλλον προφητικό δώρο (donum propheticum) παρά προφητικό αξίωμα, όπως οι άλλοι προφήτες, δοθέντος ότι ο Δανιήλ δεν υπηρέτησε τον Θεό και το λαό του Ισραήλ στο εθνικό έδαφος της πατρίδας του, αλλά σαν κρατικός αξιωματούχος σε ξένο έδαφος στη βασιλική αυλή ειδωλολατρών βασιλέων, όπως και ο Ιωσήφ.7
Το βιβλίο περιέχει πλήθος προφητειών που αναφέρονται στη πραγματοποίηση των σκοπών του Θεού και στην πορεία των παγκοσμίων δυνάμεων, αλλά αυτές είναι ντυμένες με το μανδύα των αποκαλυπτικών δραμάτων που αφθονούν στο βιβλίο του Δανιήλ, και, γ10:αυτό ίσως δεν μπορούσε να ενταχθεί ανάμεσα στα προφητικά έργα των άλλων γνωστών προφητών. Στην κατάταξη του βιβλίου στα Αγιόγραφα, ίσως συνετέλεσε και το ότι τα κεφάλαια 1–6 έχουν ιστορικό περιεχόμενο. Ανεξάρτητα με τη θέση του βιβλίου στον εβραϊκό κανόνα, στη μετάφραση των Ο΄ του 3ου π.Χ. αιώνα και στη μεταγενέστερη λατινική Vulgata το βιβλίο συγκαταλέγεται ανάμεσα στην κατηγορία των Προφητών.
Οπωσδήποτε η θέση του βιβλίου στα Αγιόγραφα δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία και μόνο στη γόνιμη φαντασία των κριτικών θα μπορούσε να αποτελέσει επιχείρημα κατά της αξιοπιστίας και δανιήλειας προέλευσης του βιβλίου!
Ένα άλλο επιχείρημα των κριτικών κατά της γνησιότητας του βιβλίου του Δανιήλ είναι ότι κατά την άποψή τους η αραμαϊκή γλώσσα που χρησιμοποιείται στα κεφ. 2:4–7:28 του βιβλίου, είναι μια γλώσσα που δεν μιλιόταν κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. και μάλιστα στην αυλή της Βαβυλώνας, αλλά πολύ μεταγενέστερα. Ακόμη υποστηρίζουν ότι τα εβραϊκά του τμήματος 1–2:4 και 7:29–12 δεν μοιάζουν με την γλώσσα του προφήτη Ιεζεκιήλ, σύγχρονος του όποιου ήταν ο Δανιήλ. Τέλος, παρατηρήθηκε ότι στο κείμενο υπάρχουν περίπου δέκα επτά περσικές λέξεις και τρεις ελληνικές, οι οποίες σύμφωνα με τη γνώμη των κριτικών μαρτυρούν μια εποχή μεταγενέστερη απ’ αυτή που έζησε ο προφήτης.
Σ’ όλους αυτούς τους ισχυρισμούς οι συντηρητικοί ερευνητές αντέταξαν τα επόμενα: Τα αραμαϊκά του Δανιήλ ανήκουν σε μια περίοδο ανάμεσα στον 6ο–4ο αιώνα π.Χ., όπως μπορεί να καταδειχθεί από μια σύγκριση με την αραμαϊκή γλώσσα των παπύρων της Ελεφαντίνης που χρονολογούνται από την 5η εκατονταετηρίδα π.Χ. και παρουσιάζουν στενές ομοιότητες με τα αραμαϊκά του Έσδρα (4:17–7:12–26). Μπορεί να λεχθεί ότι τα αραμαϊκά του Δανιήλ φέρουν τον χαρακτήρα των αραμαϊκών της «Βασιλικής αυλής» που εισήχθηκαν στην περσική αυτοκρατορία από το Δαρείο τον Α΄, τον Υστάσπη, αλλά τα αραμαϊκά αυτά δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τα γνωστά αραμαϊκά του 6ου και 8ου π.Χ. αιώνα· μάλιστα ταιριάζουν ειδικά με την ορθογραφία, ετυμολογία και συντακτικό των αραμαϊκών των Βορείων Σημιτικών επιγραφών του 9ου, 8ου και 7ου αιώνα π.Χ.8 Έτσι, μπορεί να λεχθεί ότι τα αραμαϊκά του βιβλίου του Δανιήλ ανήκουν στην εποχή που έζησε ο προφήτης τον 6ο π.Χ. αιώνα.9
Η εβραϊκή γλώσσα του βιβλίου μοιάζει με τη γλώσσα του βιβλίου του Ιεζεκιήλ καθώς επίσης και των βιβλίων του Αγγαίου, Έσδρα και Χρονικών που είναι του 6ου και 5ου π.Χ. αιώνα και δεν προδίδουν καμιά μεταγενέστερη εποχή, παρά τους ισχυρισμούς των κριτικών.10 Εξάλλου, το γεγονός ότι το μισό μέρος του βιβλίου είναι γραμμένο στην εβραϊκή γλώσσα, η οποία έπαυσε να χρησιμοποιείται μετά την βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι το βιβλίο πρέπει να γράφηκε πριν, ή κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας.11
Οι περσικές λέξεις που υπάρχουν στο κείμενο μπορούν να εξηγηθούν από το γεγονός, ότι ο Δανιήλ κατά τα τελευταία, χρόνια της ζωής του έζησε στο καθεστώς του περσικού κράτους, και ήταν αρκετά εξοικειωμένος με την περσική γλώσσα, έτσι, που μπορούσε να χρησιμοποιεί περσικές λέξεις στα γραπτά του.
Τέλος, η ύπαρξη τριών ελληνικών λέξεων για μουσικά όργανα (κιθάρα, σαμβίκη, και ψαλτήριον) στο Δανιήλ 3:5, 10, δεν προδίδει μια «μεταγενέστερη εποχή» μετά από την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τον Μέγα Αλέξανδρο (332 π.Χ.) όπως ο ελευθερόφρων κριτικός Driver υποστηρίζει, και άλλοι υπερκριτικοί.12
Η ύπαρξη αυτών των ελληνικών λέξεων μπορεί να εξηγηθεί πολύ καλύτερα με την αναγνώριση του γεγονότος, ότι ο ελληνικός πολιτισμός είχε επιδράσει στην Εγγύς Ανατολή πολύ πριν από τους χρόνους του Ναβουχοδονόσορ και ότι η Βαβυλώνα που θεμελιώθηκε βασικά απ’ τον ίδιο υπήρξε μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο, που διατηρούσε εμπορικούς δεσμούς με την Ελλάδα πριν απ’ τους χρόνους του Ναβουχοδονόσορ.13 Εξάλλου, αν οι Ιουδαίοι αιχμάλωτοι χρησιμοποιούνταν ή εξαναγκάζονταν στη Βαβυλώνα για να παίξουν μουσική (Ψαλμ. 137:3) γιατί δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο με τα όργανά τους Έλληνες από την Ιωνία, Λυδία, Κιλικία και Κύπρο; Είναι γνωστό ότι σε σιτηρέσια και καταλόγους διανομής τροφής σε υποτελείς του Ναβουχοδονόσορ στη Βαβυλώνα γύρω στο 590 π.Χ. αναφέρονται και κάτοικοι της Ιωνίας. «Έτσι είναι πολύ πιθανόν, ότι υπήρχαν στη Βασιλική αυλή Έλληνες μουσικοί γνωστοί με τα μουσικά τους όργανα», παρατηρεί ο αρχαιολόγος A. R. Millard.14
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, κάτι που αποφεύγουν να μνημονεύσουν οι κριτικοί. Ότι στο βιβλίο του Δανιήλ ανακαλύφθηκαν οκτώ σουμερικές λέξεις, γεγονός που προσδιορίζει τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου όχι αργότερα από τη βασιλεία του Ναβουχοδονόσορ, διότι η Σουμεριακή γλώσσα ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε μετά από τον 6ο π.Χ. αιώνα, και ήταν σχεδόν νεκρή γλώσσα σ’ εκείνη την εποχή.15 Μετά απ’ όλα αυτά είναι φανερό ότι καμιά σοβαρή αντίρρηση κατά της αυθεντικότητας του βιβλίου δεν μπορεί να προβληθεί από τη «γλώσσα» του, αν και παραμένει θέμα ανοικτό για συζήτηση η ύπαρξη της διγλωσσίας αραμαϊκών-εβραϊκών. Είναι πολύ πιθανόν ότι ο Δανιήλ έγραφε στα Αραμαϊκά, που ήταν η ομιλούμενη γλώσσα της Περσικής αυτοκρατορίας, τα ιστορικά επεισόδια που έλαβαν χώρα στη διάρκεια της ζωής του στη Βαβυλωνιακή και Περσική αυτοκρατορία, και στα εβραϊκά τα τμήματα που αναφέρονται στο μέλλον του Ισραήλ (φυσικού-πνευματικού), και στη βασιλεία του Θεού.16
Μεγάλο θόρυβο δημιούργησαν οι επικριτές της αυθεντικότητας του βιβλίου του Δανιήλ γύρω από τις λεγόμενες ιστορικές ανακρίβειες, που υποτίθεται ότι υπάρχουν στο βιβλίο. Υποστηρίζουν δηλαδή οι κριτικοί ότι επειδή το βιβλίο βρίθει από ιστορικά σφάλματα, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γράφηκε από τον Δανιήλ, ή κάποιο σύγχρονο με τα εξιστορούμενα γεγονότα, αλλά από κάποιον που έζησε σε μια μεταγενέστερη εποχή (στη μακκαβαϊκή), που δεν είχε στα χέρια του πρώτης τάξης ιστορικές πηγές και γ10:αυτό περιέπεσε σε ανακρίβειες.
Μια εξονυχιστική όμως διερεύνηση του θέματος, μπορεί να καταδείξει ότι τέτοιες ιστορικές ανακρίβειες δεν υπάρχουν και ότι οι κριτικοί στηρίχτηκαν ως επί το πλείστον στη σιωπή εθνικών συγγραφέων για να καταλογίσουν σφάλματα στον συγγραφέα του βιβλίου.
Εξάλλου, η αδιάκοπη αρχαιολογική έρευνα επέχυσε σημαντικό φως στον ιστορικό περίγυρο της Νεοβαβυλωνιακής δυναστείας, έτσι ώστε σήμερα να μπορούμε να πούμε ότι το πιο βαρύγδουπο επιχείρημα των κριτικών σε τελευταία ανάλυση στρέφεται εναντίον τους, αφού αποδείχθηκε ότι ο συγγραφέας του βιβλίου αναφέρει λεπτομέρειες της ζωής, έθιμα, ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις, που ένας μη σύγχρονος, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει. σ’ αυτό θ’ αναφερθούμε διεξοδικά παρακάτω όταν θα εξετάσουμε τις μαρτυρίες της αυθεντικότητας και ιστορικής αξιοπιστίας του βιβλίου. Εδώ θα εξετάσουμε για λίγο τις σπουδαιότερες απ’ αυτές τις περίφημες ιστορικές «ανακρίβειες» που ανακάλυψαν οι κριτικοί.
Οι αρχαίου ιστορικοί (Βηρωσσός, Αλέξανδρος Πολυίστωρ, Μεγασθένης, κανών του Πτολεμαίου κ.ά.) μνημονεύουν ως τελευταίο βασιλιά των Βαβυλωνίων μέχρι την κατάληψη της πόλης από τον Κύρο τον Πέρση (539 π.Χ.) τον Ναβόνιδο, το όνομα του οποίου είναι γνωστό από τις βαβυλωνιακές επιγραφές ως Nabu-Naid.
Το βιβλίο του Δανιήλ στο 5ο κεφάλαιο αντιθέτως, μνημονεύει κάποιον Βαλτάσαρ σαν τελευταίο μονάρχη, τον όποιο χαρακτηρίζει σαν γιο του Ναβουχοδονόσορ και αναφέρει το θάνατό του καθώς και την κατάληψη της Βαβυλώνας σχεδόν χωρίς μάχη σύμφωνα με την επιτυχή πρόγνωση και ερμηνεία ενός θείου σημείου από μέρους του σοφού Δανιήλ (δάκτυλος χειρός ανθρώπου που κατέγραψε επί του τοίχου τα λόγια Μενέ, Μενέ, θεκέλ ουφαρσίν, κεφ. 5:5, 25).
Αυτό και μόνον, ήταν αρκετό να δώσει λαβή στους κριτικούς για να στρέψουν τα πυρά της κριτικής τους κατά του βιβλίου και να το «ανακηρύξουν» ως ανιστόρητο και αναξιόπιστο, ισχυριζόμενοι ότι ο Βαλτάσαρ ήταν επινόηση του συγγραφέα του βιβλίου του Δανιήλ.
Εντούτοις, η αρχαιολογική σκαπάνη δικαίωσε τη Βίβλο, διότι έφερε στο φως σφηνοειδείς επιγραφές που ανακαλύφθηκαν στη Μεσοποταμία και στις οποίες εμφανίζεται το όνομα του Βαλτάσαρ (Bel-sar-usur = ο Βηλ προστατεύει τον βασιλιά). Ο Βαλτάσαρ παρουσιάζεται σ’ αυτές ως γιος του βασιλιά Ναβονίδη σε μια ενεπίγραφη πινακίδα, γνωστή ως κύλινδρος του Ναβονίδη· ο ίδιος ο Ναβονίδης τον χαρακτηρίζει ως «πρωτότοκόν του και βλαστό της οσφύος του», και ήταν συμβασιλεύς μαζί του. Σύμφωνα μάλιστα με ένα βαβυλωνιακό χρονικό που ανακάλυψε ο Sidney Smith, ο Βαλτάσαρ είχε και βασιλική εξουσία δηλαδή ήταν απόλυτος μονάρχης όπως και οι προκάτοχοί του Βαβυλώνιοι βασιλείς.17
Οι κριτικοί, βέβαια, μετά απ’ αυτή την ανακάλυψη αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν την ύπαρξη του Βαλτάσαρ και την ακρίβεια του βιβλίου του Δανιήλ στο σημείο αυτό, αλλά ισχυρίσθηκαν ότι ο συγγραφέας του βιβλίου σφάλλει όταν παρουσιάζει τον Βαλτάσαρ σαν γιο του Ναβουχοδονόσορ (5:2, 18, 22) ενώ αυτός, σύμφωνα με τις βαβυλωνιακές πηγές, ήταν γιος του Ναβονίδη.
Εντούτοις, μόνο όσοι έχουν άγνοια της συνήθειας των ανατολικών λαών να ονομάζουν υιούς τους απογόνους γενικά, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη άμεσοι απόγονοι (τέκνα), μπορούν να ισχυρισθούν ότι ο Δανιήλ σφάλλει στο σημείο αυτό. Η Βίβλος σ’ άλλα βιβλία της έχει να μας δείξει πολλά παραδείγματα αυτής της τακτικής όπου μακρινοί απόγονοι επιφανών ή μη, ανθρώπων, αναφέρονται ως υιοί (π.χ. Γεν. 28:10, 12· Ματθ. 1:1, 2) και ο μεγάλος ανατολιολόγος, Robert D. Wilson και άλλοι ερευνητές, κατέδειξαν ότι ο Βαλτάσαρ αναφέρεται ως υιός με τη γενική έννοια της λέξης και πρέπει να ήταν εγγονός του Ναβουχοδονόσορ, διότι ο πατέρας του Ναβονίδης νυμφεύθηκε μια από τις θυγατέρες του μεγάλου μονάρχη Ναβουχοδονόσορ, γνωστή στην ιστορία με το όνομα Νίκωτρις.18
Οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι η χρήση του όρου Χαλδαίοι από το συγγραφέα του βιβλίου για τον προσδιορισμό ειδικής τάξης των αστρολόγων και σοφών (2:2, 4, 10), φανερώνει μια εποχή μεταγενέστερη απ’ τον 6ον π.Χ. αιώνα. Εντούτοις, ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος (γύρω στο 450 π.Χ.) αναφέρει τους Χαλδαίους σαν μια ξεχωριστή κάστα από το «έθνος» των Χαλδαίων, με τέτοιο τρόπο που φαίνεται ότι αυτή πρέπει να υπήρξε αρκετά χρόνια πριν από την εποχή του.19
Η αρρώστια με την οποία προσβλήθηκε ο Ναβουχοδονόσορ, όπως αναφέρεται στο βιβλίο (4:33), κατά τη διάρκεια της οποίας ο βασιλιάς επί 7 καιρούς ή έτη,20 συμπεριφέρονταν σαν ζώο τρώγοντας χόρτο, γνωστή στην επιστήμη σαν λυκανθρωπία, θεωρήθηκε από την αρνητική κριτική ως κάτι το τελείως απίθανο και μη αληθινό, γιατί δεν υπάρχουν εξωβιβλικές μαρτυρίες γ10:αυτήν. Πράγματι, οι Βαβυλώνιοι ιστορικοί Βηρωσσός (3ος π.Χ. αιώνα) και Αβυδηνός (2ος μ.Χ. αιώνα) δεν μνημονεύουν τίποτε το σχετικό, αλλά ούτε και σε κάποιο βαβυλωνιακό χρονικό γίνεται σαφής μνεία γ10:αυτήν. Αλλά η σιωπή αυτή των ιστορικών μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι πληροφορίες που δίνουν για τη ζωή και την βασιλεία του Ναβουχοδονόσορ δεν είναι επαρκείς ούτε πλήρεις και θα απέφευγαν ασφαλώς να μνημονεύουν κάτι το προσβλητικό ή υποτιμητικό για το μεγάλο μονάρχη. Απ’ την άλλη πλευρά, τα βαβυλωνιακά χρονικά που γράφονταν με τον έλεγχο του βασιλιά και των τοποτηρητών του, ήταν πολύ φυσικό να μη μνημονεύουν τίποτε, αφού η ασθένειά του ήταν εξαθλιωτική. Πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι ο ιστορικός Ευσέβιος παραθέτει από τον Αβυδηνό μια περιγραφή των τελευταίων ήμερων του Ναβουχοδονόσορ, που φαίνεται ότι κάτι το παράξενο συνέβηκε προς το τέλος της βασιλείας του, και κάτι ανάλογο παρατηρείται στα γραπτά του Βεροσσού όπως παραθέτει απ’ αυτόν ο Ιώσηπος.21 Δεν αποκλείεται επίσης, μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε από τον Sir Henry Rowlinson, στην οποία αναφέρεται ότι ο Ναβουχοδονόσορ επί τέσσερα έτη δεν είχε κάνει καμιά ανέγερση προς «δόξα» του ονόματός του, και τίποτε για τη λατρεία του Μαρδούκ, να ’χει σχέση με την περίοδο της ασθένειάς του.22
Οι αρνητές της ιστορικότητας του βιβλίου του Δανιήλ αμφισβήτησαν ζωηρά την αφήγηση για τους τρεις Εβραίους νέους που ρίχτηκαν στην κάμινο του πυρός (κεφ. 3), ισχυριζόμενοι ότι τέτοιου είδους θανατική ποινή δεν επιβαλλόταν στη Βαβυλώνα τον 6ο π.Χ. αιώνα. Αλλά η αρχαιολογική σκαπάνη διέλυσε τις αμφιβολίες τους, διότι έφερε στο φως καμίνια πυρός μεταξύ των οποίων ένα πήλινο καμίνι με επιγραφή στη βάση του, που έλεγε: «Αυτός είναι ο τόπος καύσεως, όπου άνθρωποι που βλασφήμησαν τους θεούς της Χαλδαίας πέθαναν με φωτιά».23 Αυτή η παραπάνω ανακάλυψη δεν σημαίνει ότι αντιστοιχεί κατ’ ανάγκην με την κάμινο της βιβλικής ιστορίας, αλλά δείχνει ότι η αφήγηση έχει ιστορική βάση και δεν είναι φανταστική.
Παρόμοια η αμφιβολία, για το αν συνηθιζόταν η ρίψη των καταδίκων σε λάκκο των λεόντων, όπως δείχνει η αφήγηση (κεφ. 6), εξαλείφθηκε μετά την ανακάλυψη τέτοιων λάκκων-θηριοτροφείων από τους αρχαιολόγους. Ένας βαθύς λάκκος που ανακαλύφτηκε είχε την έξης επιγραφή: «Ο τόπος της εκτελέσεως όπου άνθρωποι οι όποιοι εξόργισαν το βασιλιά, πέθαναν κατασπαραχθέντες από άγρια θηρία».24 Για την ύπαρξη βασιλικών θηριοτροφείων που προορίζονταν για την εξόντωση των καταδικασμένων σε θάνατο, έχουμε μαρτυρία επίσης και από αρχαία ασσυροβαβυλωνιακά κείμενα,25 και ο προφήτης Ιεζεκιήλ αναφέρει τον τρόπο σύλληψης των θηρίων που τα χρησιμοποιούσαν γ΄αυτό το σκοπό, (Ιεζ. 19:8).
Η πληροφορία του Δανιήλ 1:1 για την εκστρατεία του Ναβουχοδονόσορ κατά της Ιερουσαλήμ στο τρίτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, θεωρήθηκε από τους θιασώτες της «ανώτερης κριτικής» ως εσφαλμένη, διότι δήθεν δεν εναρμονίζεται μ’ άλλες ιστορικές πηγές και αντιφάσκει με τον Ιερεμία 25:1 και 46:2 που δείχνει ότι η εκστρατεία έγινε στο τέταρτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ που είναι και το πρώτο του Ναβουχοδονόσορ. Η πρώτη αντίρρηση είναι χωρίς σημασία γιατί στηρίζεται πάλι στη σιωπή εθνικών συγγραφέων, σημειώνει ο παλαιοδιαθηκολόγος καθηγητής Μ. F. Unger, αν και δεν αποκλείεται η εκστρατεία να ’χει κάποια σχέση με την αυτήν του Ναβουχοδονόσορ κατά του Φαραώ Νεχαώ στη Χαρκεμίς.
«Όσον αφορά τη διαφωνία μεταξύ Ιερεμία και Δανιήλ για το ακριβές έτος της εκστρατείας του Ναβουχοδονόσορ κατά της Ιερουσαλήμ, μπορεί να παρατηρηθεί ότι ο Δανιήλ ακολουθεί τη βαβυλωνιακή μέθοδο υπολογισμού, κατά την οποία ως πρώτο έτος θεωρείται το επόμενο του έτους της ενθρονίσεως του βασιλιά και έτσι το πρώτο έτος ταυτίζεται με το δεύτερο έτος της παλαιστινιακής μεθόδου χρονομετρήσεως και το τρίτο (της βαβυλωνιακής μεθόδου) με το τέταρτο έτος του παλαιστινιακού τρόπου χρονομετρήσεως κ.λπ. «Έτσι δεν υπάρχει καμιά αντίφαση μεταξύ Ιερεμία και Δανιήλ.26
Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι απ’ την συνδυασμένη μελέτη των εδαφίων 2 Βασιλ. 24:16· 2 Χρον. 36:5 και Ίερεμ. 36:9, 29, 30 καθώς και Δαν. 1:1, προκύπτει ότι το τρίτο έτος του Ιωακείμ που μνημονεύεται εδώ είναι το τρίτο έτος του, ως φόρου υποτελούς στον Ναβουχοδονόσορ, λόγω της επαναστάσεως του κατ’ αυτού, που εξανάγκασε τον Βαβυλώνιο μονάρχη να επιτεθεί κατά της Ιερουσαλήμ, διότι, για πρώτη φορά ο Ναβουχοδονόσορ επιτέθηκε κατά της Ιερουσαλήμ το 9ο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ.27
Το εδάφιο 1 αναφέρει τον Ναβουχοδονόσορ σαν βασιλιά της Βαβυλώνας αν και ακόμη ήταν συμβασιλέας με τον πατέρα του Ναβοπαλάσαρ, διότι ο συγγραφέας τον ονομάζει όπως ήταν γνωστός στην ιστορία, αργότερα, όταν κατέγραφε τα γεγονότα.28
Οι αντιρρησίες της ιστορικότητας του βιβλίου προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι ο άγγελος που είπε στο Δανιήλ τον αριθμό των Περσών βασιλέων (11:2) δεν του είπε την αλήθεια παρά την διαβεβαίωσή του, «τώρα θέλω σοί άναγγείλει την άλήθεια», διότι αναφέρει ότι θα βασίλευαν τρεις βασιλείς μετά το Δαρείο το Μήδο, ενώ η ιστορία γνωρίζει 11 συνολικά Πέρσες βασιλείς. Εκείνος όμως που επλανήθη δεν ήταν ο άγγελος, αλλά οι κριτικοί, διότι σωστά αναφέρονται οι τρεις βασιλείς οι επόμενοι του Δαρείου του Μήδου, δηλαδή Κύρος, Καμβύσης και Δαρείος Υστάσπου μέχρι τον «πολύ πλουσιότερο» που «διήγειρε το παν κατά της βασιλείας της Ελλάδος» δηλαδή τον Ξέρξη—ο άσημος Γαυμάτας δεν συγκαταριθμείται—και πουθενά δεν αναγράφεται ότι ο Ξέρξης θα ήταν ο τέταρτος και τελευταίος βασιλιάς των Περσών. Απλώς, σταματά ο αφηγητής εκεί, γιατί μετά ελκύει την προσοχή του Δανιήλ στον Μ. Αλέξανδρο, αντιπαρερχόμενος τις βασιλείες των επτά επόμενων βασιλέων.
Μερικοί κριτικοί νόμισαν ότι βρήκαν λάθος στο βιβλίο διότι τοποθετεί τον Δαρείο τον Α΄ πριν από τον Κύρο και κάνει τον Ξέρξη πατέρα του Δαρείου του Α΄ του Υστάσπου (πρβλ. 6:28 με 11). Αλλά οι κριτικοί αυτοί δεν πρόσεξαν ότι ο Δανιήλ μιλάει όχι για τον Δαρείο τον Α΄ αλλά για τον Δαρείο τον Μήδο, έναν κυβερνήτη υπό τον Κύρο που ο πατέρας του είχε απλώς το ίδιο όνομα με τον γνωστό μεταγενέστερο Πέρση βασιλιά.
Ποιος όμως ήταν ο Δαρείος ο Μήδος, ο γιος του Ασσουήρη; Αυτό είναι ένα ερώτημα που μέχρι σήμερα δεν πήρε την τελειωτική του απάντηση από την ιστορική επιστήμη κι έδωσε μια ευκαιρία στους κριτικούς να θριαμβολογήσουν κατά της ιστορικότητας του βιβλίου, ισχυριζόμενοι ότι, το βιβλίο παρουσιάζει μια συγχώνευση συγκεχυμένων παραδόσεων και ότι ο Δαρείος ο Μήδος είναι καθαρά εξωιστορική μορφή.
Αλλά η έλλειψη μνείας του Δαρείου του Μήδου στους αρχαίους συγγραφείς και στις σφηνοειδείς ενεπίγραφες πινακίδες με κανένα τρόπο δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα κατά της ιστορικής αξιοπιστίας του βιβλίου. Και σε άλλες περιπτώσεις πρόσωπα που μνημόνευε μόνο η Βίβλος (π.Χ. Σαργών, Βαλτάσαρ) και η ύπαρξή τους αμφισβητήθηκε γ10:αυτό το λόγο ζωηρά, αργότερα αποκαλύφτηκε ότι ήταν ιστορικά πρόσωπα που ταυτίστηκαν μ’ άλλα γνωστά μέχρι τότε, ή που ανακαλύφθηκαν αργότερα από μεταγενέστερες αρχαιολογικές έρευνες και έτσι αποδείχθηκε ότι η «ιστορική μνήμη» της Βίβλου είναι «εκπληκτικά ακριβής» κατά την χαρακτηριστική δήλωση του σοφού αρχαιολόγου William F. Albright.29 Οι διάφορες προσπάθειες που έγιναν από τους ερευνητές να ταυτισθεί ο Δαρείος ο Μήδος με κάποιο θείο του Κύρου ή με τον Κυαξάρη τον Β΄ ή τον Καμβύση τον Β΄ γιο του Κύρου, ή τον Δαρείο τον Α΄ τον Υστάσπου ή τον Ugbaru κυβερνήτη των Gutium για τον όποιο μιλούν διάφορα βαβυλωνιακά κείμενα, δεν οδήγησαν σε ικανοποιητικά αποτελέσματα, αλλά υποστηρίχθηκε με σοβαρά επιχειρήματα από τον Αμερικανό καθηγητή John Whitcomb, ότι πρέπει να ήταν ο κυβερνήτης του Κύρου (Gubaru) Γωβρύας που σύμφωνα με τις βαβυλωνιακές πινακίδες ήταν κυβερνήτης της Βαβυλώνας και της περιοχής πέραν του ποταμού Ευφράτη και εξηγήθηκε, ότι το όνομα Δαρείος ήταν βασιλικός τίτλος του Gubaru μια και σε κανένα κείμενο ο Γωβρύας δεν αποκαλείται Δαρείος.30
Η εκδοχή αυτή, έχει πολλά ευνοϊκά στοιχειά, αλλά μερικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά ακόμη, διότι τα βαβυλωνιακά κείμενα δεν μιλούν για την εθνικότητα του Gubaru, ούτε λέγουν τίποτε που να μαρτυρούν ότι ήταν γιος του Ασσουήρη και Μήδος, εφοδιασμένος με βασιλική εξουσία όπως ήταν ο Δαρείος ο Μήδος. Στα πρόσφατα χρόνια ο καθηγητής της Ασσυριολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου D. J. Wiseman, με σειρά από επιχειρήματα υποστήριξε την άποψη ότι ο Δαρείος ο Μήδος δεν ήταν άλλος από τον Κύρο, τον κατακτητή της Βαβυλώνας, που διατηρούσε σαν βασιλικό τίτλο το όνομα Δαρείος.31
Παρά τις διάφορες γνώμες, το θέμα παραμένει ανοικτό για μια παραπέρα διερεύνηση, αλλά η μη επιτυχής και απόλυτη ταύτιση του Δαρείου του Μήδου με τα μέχρι τώρα γνωστά ιστορικά πρόσωπα δεν πρέπει να προκαλεί καμιά ανησυχία στους πιστούς της Βίβλου. Οι εκατοντάδες σφηνοειδείς πινακίδες που ανακαλύφθηκαν μέχρι σήμερα, μας δίνουν μια ατελή ιστορία με διάφορα κενά και χάσματα και οι αρχαίοι συγγραφείς που έγραφαν για την ιστορία της Βαβυλώνας έζησαν 100 ή 200 και περισσότερα χρόνια, μετά από τα γεγονότα που εξιστορούν, τα δε συγγράμματά τους διαφυλάχθηκαν σε αποσπασματική μορφή και σε μερικές περιπτώσεις διαφωνούν και αντιφάσκουν μεταξύ τους. Δεν είναι απίθανο, να μη μνημονεύτηκε διόλου το όνομα του Δαρείου στα επίσημα βαβυλωνιακά και περσικά χρονικά, λόγω της ειδικής εύνοιας που έδειξε στον Δανιήλ, ανυψώνοντάς τον σε υψηλή κυβερνητική θέση, γεγονός που επέσυρε το φθόνο των άλλων αξιωματούχων και της επιδοκιμασίας του για τη λατρεία του Θεού του Δανιήλ, μια και η βασιλεία του Δαρείου υπήρξε πολύ σύντομη και οι γράφεις των επίσημων χρονικών ήταν κάτω από την κατεύθυνση υψηλά ιστάμενων προσώπων η ακόμη κι αν μνημονεύθηκε, τα σχετικά αρχεία να υπέστησαν αλλαγές από μεταγενέστερα χέρια, κάτι που δεν είναι άγνωστο στην αρχαία ιστορία.
Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν πολύ άσοφο και βιαστικό συμπέρασμα το να δεχθεί κανείς ότι Δαρείος ο Μήδος δεν υπήρξε, γιατί δεν μνημονεύεται τέτοιο πρόσωπο από κοσμικές πηγές, τη στιγμή που όπως σωστά παρατηρεί ο καθηγητής Wiseman «η αφήγηση (του βιβλίου για το Δαρείο το Μήδο) έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γνήσιας ιστορικής συγγραφής και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη δεχθούμε την ιστορία επειδή απουσιάζει από πολλά ιστορικά αρχεία αυτής της περιόδου».32
Έτσι, σχετικά με τις περισσότερες απ’ αυτές τις υποτιθέμενες ιστορικές ανακρίβειες της Βίβλου, μπορεί να λεχθεί ότι «…(αυτές) δεν είναι εκθέσεις που διαψεύδονται από την ιστορία, αλλά αφηγήσεις που φάνηκε δύσκολο να εναρμονισθούν με τις φτωχές αφηγήσεις κοσμικών ιστορικών… Η ανάπτυξη της γνώσης μας γ10:αυτή την περίοδο δείχνει πόσο προσεκτικός θα έπρεπε να είναι κανείς στο ν’ αμφιβάλλει για την ιστορική ακρίβεια των βιβλικών αναγραφών».33
Οι κριτικοί δεν αμφισβητούν ότι ο συγγραφέας του βιβλίου υπήρξε ένας λαμπρός Ιουδαίος· αλλά κανένας ευφυής Ιουδαίος του 2ου π.Χ. αιώνα δεν θα έπεφτε σε σοβαρές ανακρίβειες έχοντας στη διάθεσή του κλασσικούς και άλλες βιβλικές πηγές (Έσδρας, βιβλία Χρονικών κ.λπ.).
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί, ότι αν το βιβλίο ήταν γεμάτο από σοβαρά ιστορικά λάθη, όπως ισχυρίζονται οι κριτικοί, οι Ιουδαίοι της μακκαβαϊκής περιόδου, που τότε κατά τους κριτικούς γράφτηκε το βιβλίο, ποτέ δεν θα το δέχονταν σαν κανονικό. Οι καλ καλλιεργημένοι Παλαιστίνιοι της εποχής εκείνης έχοντας υπόψη τους τα γραπτά του Ηροδότου, Κτησία, Βεροσσού κ.λπ. αρχαίων ιστορικών, και γνωρίζοντας τα ονόματα των Νεοβαβυλωνίων και Περσών βασιλέων διαδόχων του Κύρου, δεν διέκριναν κανένα ιστορικό λάθος στο βιβλίο του Δανιήλ· αντίθετα απέρριψαν βιβλία σαν τα Μακκαβαίων παρ’ όλο ότι έχουν ιστορική βάση, ως ανάξια να τοποθετηθούν στον κανόνα των γνήσιων βιβλίων.34
Ένσταση κατά της δανιήλειας προέλευσης του βιβλίου προβλήθηκε από τους ηγέτες της αρνητικής σχολής ακόμη και από το γεγονός ότι στο βιβλίο παρουσιάζονται ανεπτυγμένες θρησκευτικές ιδέες και μάλιστα διδασκαλία για τα έσχατα του κόσμου, για ανάσταση νεκρών κ.λπ. (εσχατολογία) και περί αγγέλων (αγγελολογία) με ένα διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν των συνηθισμένων προφητών, δηλαδή με την μέθοδο και το είδος της λεγόμενης αποκαλυπτικής γραμματείας που εμφανίστηκε κατά κόρον με την ανάπτυξη των απόκρυφων και ψευδεπίγραφων βιβλίων κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα (Ενώχ, ανάληψη του Μωυσή, ανάληψη του Ησαΐα, αποκάλυψη Βαρούχ, ψαλμοί Σολομώντος κ.ά.). Το γεγονός, αυτό κατά τους κριτικούς εξηγείται εκ του ότι το βιβλίο του Δανιήλ, προέρχεται απ’ την ίδια εποχή και είναι ψευδεπίγραφο.
Το επιχείρημα αυτό, είναι κλασικό στο είδος της «κριτικής συλλογιστικής» και γ10:αυτό αξίζει τον κόπο να το εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά. Υποστηρίζουν οι κριτικοί τη μεταγενέστερη και μάλιστα την από τον 2ο π.Χ. αιώνα προέλευση του βιβλίου, διότι υπάρχουν σ’ αυτό ανεπτυγμένες και προχωρημένες θρησκευτικές διδασκαλίες και αποκαλύψεις και οράματα περί των εσχάτων, ώστε να μη μπορεί να θεωρηθεί έργο του 6ου π.Χ. αιώνα, λες και ο Παντοκράτωρ και Πάνσοφος Θεός δεσμεύεται να αποκαλύψει θρησκευτικές αλήθειες στον χρόνο, τόπο και στα πρόσωπα που αυτός θέλει και θα έπρεπε να περιμένει το χρόνο που οι κριτικοί θεωρούν κατάλληλο! Περίεργη κριτική μα την αλήθεια! Αν κάνουν τον κόπο οι αρνητές της θείας προέλευσης και αυθεντικότητας του βιβλίου να εξετάσουν καλύτερα τα προγενέστερα του Δανιήλ προφητικά βιβλία θα διαπιστώσουν, ότι σ’ αυτά υπάρχουν πλήθος από αποκαλυπτικά οράματα, εσχατολογικά και μη, όπως αυτά που είδε ο Αμώς (8:1 επ.· 9:1 επ.), ο Ησαΐας (6:1 επ.), ο Ιερεμίας (1:11 και 24:1 επ.) ο Ιεζεκιήλ (1:4 επ.· κεφ. 8, 9, 10, 11, 37—όπου αναγράφεται το περίφημο όραμα της κοιλάδας με τα ξηρά οστά—40 και 47· πρβλ. επίσης Ζαχαρίας 1:7 επ.· κεφ 2–6).
Ιδιαίτερα για τη διδασκαλία της ανάστασης των νεκρών (12:12) που σύμφωνα με τους κριτικούς παρουσιάστηκε και αναπτύχθηκε στους Ιουδαίους κατά τον 3ο–2ο π.Χ. αιώνα, παρμένη από παγανιστικές ιδέες γειτονικών εθνών, μπορεί να λεχθεί ότι οι εβραϊκές γραφές κάνουν λόγο για ανάσταση των νεκρών σε πολλές περιπτώσεις, όπως στον Ιώβ 14:13, 16· Ησ. 25:8· Ψαλμ. 16:10 και αναφέρουν περιπτώσεις ανάστασης των νεκρών από τον Ηλία και Ελισσαιέ (1 Βασ. ι7:21, 22· 2 Βασ. 70:22–37, 13:20, 21).
Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, ο Αβραάμ πίστευε στην ανάσταση των νεκρών (Εβρ. 11:17–19) και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αναφέρθηκε στον Μωυσή ο οποίος φανέρωσε ότι οι νεκροί εγείρονται (Λουκ. 20:37) αποστομώνοντας τους Σαδδουκαίους που παρ’ όλο ότι δέχονταν την Πεντάτευχο δεν πίστευαν στην ανάσταση.
Η διδασκαλία του βιβλίου του Δανιήλ για τους αγγέλους, βρίσκεται σ’ αρμονία με τη διδασκαλία των άλλων προφητών και με τη πίστη γενικά του αρχαίου Ισραήλ (Ησ. 6:2, 53:9, Γεν. 48:16, Ψαλμ. 33:9, Ζαχ. 2:7 κ.λπ.) αλλά σε ορισμένα σημεία φαίνεται πιο πλούσια και παρουσιάζει αγγέλους με προσωπικά ονόματα, όπως Γαβριήλ, Μιχαήλ (10:13, 20, 7:10, 22).
Μόνον η επιπόλαια έρευνα, ή η προκατάληψη μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να υποστηρίζει ότι υπάρχουν χτυπητές ομοιότητες μεταξύ του βιβλίου του Βαλτασάσαρ—για να θυμηθούμε το Βαβυλωνιακό όνομα του Δανιήλ (1:7)—και των ψευδεπίγραφων αποκαλυπτικών βιβλίων.
Η μεταγενέστερη ψευδεπίγραφη αποκαλυπτική γραμματεία του 2ου π.Χ. αιώνα και εφεξής, είναι απλώς μια απομίμηση της αληθινής αποκαλύψεως που ο Θεός έκανε χρήση, 4:0:οραμάτων και ονείρων, για την φανέρωση των σκοπών του στους προφήτες του Ισραήλ και μάλιστα στον Ιεζεκιήλ και στο Δανιήλ.
Μια σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτού του είδους τη φιλολογία και στο βιβλίο του Δανιήλ, μπορεί να καταδείξει την ύπαρξη ελάχιστων ομοιοτήτων, που αφορά στον τρόπο έκφρασης, αλλ’ ουσιωδών διαφορών που αφορά στο περιεχόμενό τους. Η ψευδεπίγραφη αποκαλυπτική φιλολογία χαρακτηρίζεται από την διαρχία, την μοιρολατρία, την απαισιοδοξία και την παθητική ηθική,35 στοιχεία που απουσιάζουν ολότελα απ’ το βιβλίο του Δανιήλ στο όποιο κυριαρχεί ο μονοθεϊσμός, η αφοσίωση στη λατρεία του Θεού και η αισιοδοξία για το θρίαμβο της βασιλείας του Θεού, μέσω του «κεχρισμένου Υιού του ανθρώπου».
Είναι φανερό σε κάθε καλοπροαίρετο ερευνητή, ότι μόνο προκατειλημμένες διάνοιες και κακόπιστοι ερευνητές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη μεταγενέστερη καταγωγή του βιβλίου, γιατί σ’ αυτό υπάρχουν πλούσιες θρησκευτικές διδασκαλίες, ανεπτυγμένη θεολογία, μεσσιανικές και εσχατολογικές προφητείες κ.λπ. Οι ορθολογιστές κριτικοί υποκινούμενοι από κοσμοθεωριακούς λόγους, δεν θέλουν να πιστέψουν τη θεοπνευστία του βιβλίου και να παραδεχθούν τις υπέροχες θεόδοτες προφητείες του, και γ10:αυτό προσπαθούν με κάθε τρόπο να υπονομεύσουν την αυθεντικότητα του βιβλίου, που σωστά ονομάστηκε η Αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης, αντίστοιχη με την Αποκάλυψη του Ιωάννη της Καινής Διαθήκης.
Κάτι ακόμη, που επηρεάζει τη σκέψη μερικών κριτικών στο να υποστηρίζουν την προέλευση του βιβλίου από την μακκαβαϊκή εποχή, είναι ότι στηρίζονται σε ερμηνείες που δίνουν απόκρυφα βιβλία, όπως το 1 Μακκαβαίων, που ο συγγραφέας του ταυτίζει το «βδέλυγμα της ερημώσεως» (9:27, 11:31–35) με τον Αντίοχο τον Επιφανή (1 Μακ. 1:57) ή οι Σιβυλλικοί χρησμοί, (γ:381–400) που γράφτηκαν γύρω στο 140 π.Χ. και σύμφωνα με τους όποιους, τα δέκα κέρατα του φοβερού θηρίου (7:7, 20, 24) είναι δέκα Σελευκίδες βασιλείς μετά τον Μ. Αλέξανδρο και μέχρι τον Αντίοχο τον Δ΄, τον αποκληθέντα Θεό, ο οποίος θεωρήθηκε ως το ενδέκατο «μικρό κέρας» της προφητείας.
Αλλά η κατανόηση και ερμηνεία των προφητειών από τους μεταγενέστερους μη θεόπνευστους Ιουδαίους της ελληνιστικής περιόδου, δεν μπορεί να θεωρηθεί σωστή κάτω από το φως μάλιστα των λόγων του Ιησού για το «βδέλυγμα της ερημώσεως» που έδειξε ότι ήταν κάτι το μελλοντικό (Ματθ. 24:15, 16 πρβλ. και Λουκ. 21:20) και δεν έχει σχέση με τον Αντίοχο τον Επιφανή όπως θα εξετάσουμε παρακάτω.
Η μέχρι εδώ έρευνα, κατέδειξε ότι τα επιχειρήματα των αρνητών κριτικών κατά του βιβλίου του Δανιήλ, είναι σαθρά, αβάσιμα και καθόλου πειστικά. Όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος αρχαιολόγος/ανατολιολόγος K. A. Kitchen, «η περισσότερη κριτική του βιβλίου του Δανιήλ στηρίζεται σε εσφαλμένες απόψεις που από καιρό έχουν ξεπεραστεί».36
Τα επιχειρήματα των επικριτών είναι απλές υποθέσεις, εικασίες και προσωπικές ερμηνείες και προβάλλονται με απώτερο σκοπό να κλονίσουν την πεποίθησή μας στο θαυμάσιο προφητισμό του βιβλίου και στη θεία καταγωγή του!. Εις μάτην όμως! Οι κριτικοί «λακτίζουν προς κέντρα», διότι όπως θα καταδειχθεί αμέσως παρακάτω, το βιβλίο του Δανιήλ, είναι αυθεντικό και γνήσιο, οι δεν εσωτερικές μαρτυρίες του συνηγορούν απροκάλυπτα, για τη θεοπνευστία του βιβλίου.
III. Οι θετικές μαρτυρίες αυθεντικότητας
Οι θετικές μαρτυρίες για την αυθεντικότητα, γνησιότητα και την ιστορική αξιοπιστία του βιβλίου, σε αντίθεση με τα ασθενικά και παραπειστικά επιχειρήματα των κριτικών, είναι σοβαρές και σημαντικές. Παρακάτω, θα αναφέρουμε τις σπουδαιότερες απ’ αυτές, δείχνοντας παράλληλα την αδυναμία των κριτικών να απαντήσουν στα ερωτήματα που ανακύπτουν σ’ όλους όσους αρνούνται τη δανιήλεια προέλευσή του.
Από το ίδιο το βιβλίο του Δανιήλ, προκύπτει ότι συγγραφέας πρέπει να ήταν ο ίδιος ο προφήτης. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (κεφ. 7–12) ο Δανιήλ σε αρκετές περιπτώσεις ομιλεί σε πρώτο πρόσωπο και βεβαιώνει ότι έγιναν σ’ αυτόν αποκαλύψεις από τον Θεό, δια οραμάτων και ονείρων, που κατέγραφε.
Στον Δανιήλ 7:1 διαβάζουμε: «Ο Δανιήλ είδεν ενύπνιον… έγραψε το ενύπνιον και διηγήθη το κεφάλαιον των λόγων», και στο 12:4 πληροφορούμαστε ότι ο άγγελος πρόσταξε τον Δανιήλ να κλείσει τους λόγους του και να σφραγίσει το βιβλίο (πρβλ. επίσης και Δανιήλ 8:26).
Το πρώτο μέρος (κεφ. 1–6) είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, αλλ’ αυτό δεν βαρύνει ενάντια στη συγγραφική ιδιότητα του Δανιήλ. Ο Δανιήλ στα ιστορικά επεισόδια που περιγράφει παίρνει τη θέση ενός παρατηρητή, που αφηγείται το τι συνέβηκε σ’ αυτόν και σε άλλα πρόσωπα. Η μέθοδος του να αφηγείται κανείς προσωπικά βιώματα σε τρίτο πρόσωπο, δεν είναι άγνωστη ούτε στη Βίβλο, ούτε στην αρχαία φιλολογία. Ένας άλλος βιβλικός συγγραφέας, ο προφήτης Ιερεμίας το κάνει αυτό εναλλάσσοντας το τρίτο πρόσωπο με το πρώτο (κεφ. 1, 13, 15, 18· βλ. και Ιερ. 20:1–6, 21:1–3 και κεφ. 26 και 36). Επίσης σε μερικές περιπτώσεις και οι προφήτες Ωσηέ (1:1), Αμώς (7:10–14) Ησαΐας και άλλοι έγραψαν σε τρίτο πρόσωπο και ο ευαγγελιστής Ματθαίος το επεισόδιο της εκλογής του απ’ τον Ιησού Χριστό το έγραψε σε τρίτο πρόσωπο (Ματθ. 9:9).
Από τους εθνικούς συγγραφείς, μνημονεύουμε ότι ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών και Ιούλιος Καίσαρ, έγραψαν τα απομνημονεύματά τους σε τρίτο πρόσωπο.
Η ενότητα του βιβλίου, που αμφισβητήθηκε ανεπιτυχώς από τους κριτικούς είναι αναντίρρητη και συνηγορεί για την προέλευση του βιβλίου απ’ τον συγγραφικό κάλαμο του Δανιήλ, διότι ο συγγραφέας του δεύτερου μέρους, πρέπει να συνέθεσε και το πρώτο.
Πράγματι το 2ο κεφάλαιο μοιάζει στο περιεχόμενό του με το 7ο κεφάλαιο, διότι και τα δύο αναφέρονται στις ίδιες τέσσερις αυτοκρατορίες, και το εδάφιο 8:26 προϋποθέτει χωρία των κεφαλαίων 1–6 και μάλιστα το Δαν. 2:47 και 5:26. Η προσωπικότητα του Δανιήλ δεσπόζει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου παρουσιάζεται σαν συνετός και ευσεβής άνδρας και τα επεισόδια και τα οράματα λαμβάνουν χώρα στις ημέρες των ίδιων βασιλέων [Ναβουχοδονόσορ, Βαλτάσαρ, Δαρείου Μήδου, Κύρου (2:1, 7:1, 8:1, 9:1, 10:1)]. Όπως θα καταδειχθεί παρακάτω, ο συγγραφέας πρέπει να ήταν σύγχρονος των εξιστορουμένων γεγονότων και αυτός ήταν ο ίδιος ο προφήτης ο οποίος μπορούσε να γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τα αναφερόμενα επεισόδια αφού αφορούσαν βασικά το πρόσωπό του. Τίποτε βέβαια δεν εμποδίζει να παραδεχθούμε, ότι το βιβλίο γράφτηκε σε διάφορα χρονικά διαστήματα της ζωής του προφήτη και τελικά συγκροτήθηκε στη μορφή που διαφυλάχθηκε μέχρι σήμερα από τον ίδιο. Κάτι τέτοιο φαίνεται λογικό, διότι ο προφήτης κατά διαστήματα έβλεπε τα αποκαλυπτικά οράματα και τα κατέγραφε, παράλληλα δε, έγραψε και τα διάφορα ιστορικά επεισόδια της ζωής του στη Βαβυλώνα, αν και είναι πιθανόν τα οράματα να συγκροτήθηκαν σε γραπτή μορφή μετά από την καταγραφή των ιστορικών επεισοδίων.
Οι ριζοσπάστες αρνητικοί κριτικοί, εκουσίως αγνοούν ή παραβλέπουν το ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, αναγνώρισε την γνησιότητα του βιβλίου όπως φαίνεται από τα εδάφια Ματθαίος 10:23, 16:27 επ., 19:28, 24:30, 25:31, 26:64, όπου διαπιστώνουμε ότι ο Ιησούς εφαρμόζει την έκφραση «Υιός του ανθρώπου» που βρίσκουμε στο βιβλίο του Δανιήλ 7:13 στον εαυτό του.37 Ιδιαίτερη προσοχή αξίζουν τα λόγια του, «όταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ…» (Ματθ. 24:15), που αποκαλύπτουν την ανεπιφύλακτη αποδοχή του για την δανιήλεια προέλευση των λόγων που αναφέρονται στο βιβλίο. Αυτό και μόνο, είναι αρκετό για να συντρίψει την κριτική θεωρία, διότι ο Ιησούς με το θείο κύρος του καλύπτει την αυθεντικότητα του βιβλίου του Δανιήλ. Εκείνος που αρνείται την δανιήλεια προέλευση του βιβλίου και συμφωνεί με την θεωρία των κριτικών, έχει ν’ αντιμετωπίσει το δίλημμα, ή να δεχθεί την αξιοπιστία του, όπως την δέχθηκε ο Υιός του Θεού, ή να ασπασθεί την θεωρία ότι το βιβλίο είναι νόθο και ψευδεπίγραφο, απορρίπτοντας και την θεία καταγωγή και το κύρος των λόγων του Ιησού.
Για τον χριστιανό απόστολο Παύλο, ο Δανιήλ δεν ήταν μυθικό πρόσωπο διότι στην προς Εβραίους επιστολή του υπαινίσσεται τον Δανιήλ αναφερόμενος σε προχριστιανικούς πιστούς άνδρες, οι όποιοι «έφραξαν στόματα λεόντων» (Εβρ. 11:33, 34). Επίσης, στην Αποκάλυψη του Ιωάννη που γράφηκε στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ., αναφέρονται οράματα αποκαλυπτικά που έχουν στενή σχέση και ομοιότητες με τα οράματα του βιβλίου του Δανιήλ, (πρβλ. Αποκ. 12:17 με Δαν. 12:1, 14:14 με Δαν. 7:13 20:4 με Δαν. 7) γεγονός που μαρτυρεί την γνησιότητα του βιβλίου. Υπολογίσθηκε ότι ανάμεσα στο βιβλίο του Δανιήλ και την Αποκάλυψη, υπάρχουν 25 παράλληλα σημεία.38
Είναι αξιοπαρατήρητο μάλιστα, ότι το επτακέφαλο θηρίο του 13ου κεφαλαίου της Αποκάλυψης που βγαίνει απ’ τη θάλασσα, είναι στη σύνθεσή του όμοιο με τα τέσσερα θηρία του 7ου κεφαλαίου του βιβλίου του Δανιήλ, γεγονός που κάθε άλλο παρά συμπτωματικό μπορεί να θεωρηθεί.
Εξάλλου, αρχαίοι χριστιανοί απολογητές και συγγραφείς, όπως ο Κλήμης της Ρώμης,39 ο Ιουστίνος,40 ο Ιππόλυτος, ο Ωριγένης, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς,41 ο Ειρηναίος,42 ο Αυγουστίνος,43 και άλλοι, στα έργα τους μνημονεύουν τον προφήτη Δανιήλ και αναγνωρίζουν το βιβλίο του ως αυθεντικό και γνήσιο, κάνοντας χρήση αποσπασμάτων απ’ αυτό για να οικοδομήσουν την πίστη των συγχρόνων τους.
Ο Ιππόλυτος μάλιστα, είναι ο πρώτος που έγραψε και υπόμνημα στο βιβλίο του Δανιήλ44 και τον 4ο μ.Χ. αιώνα ο Ιερώνυμος έγραψε υπόμνημα στο βιβλίο με απολογητικό χαρακτήρα, αποκρούοντας τις κατηγορίες του Πορφύριου.45 Επίσης, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς του 4ου–6ου μ.Χ. αιώνα, Χρυσόστομος,46 Θεόδωρος Μοψουεστίας,47 Πολυχρόνιος,48 Θεοδώρητος,49 και Εφραΐμ ο Σύρος,50 δέχονται την αυθεντικότητα και δανιήλεια προέλευση του βιβλίου. Όλα αυτά δείχνουν, ότι η αρχαία χριστιανική εκκλησία και οι διάφοροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς ούτε προς στιγμήν δεν αμφέβαλαν για την αυθεντικότητα και την αξιοπιστία του βιβλίου και μόνο στους νεώτερους χρόνους κριτικοί και εχθροί του χριστιανισμού, ξανάφεραν στο φως την λησμονημένη κριτική του Πορφύριου κατά του βιβλίου.
Εδώ, αξίζει να μνημονεύσουμε, ότι ο μεγάλος ερευνητής της φύσεως Ισαάκ Νεύτων, ο οποίος έχει αναγνωρισθεί σαν μια απ’ τις μεγαλύτερες διάνοιες στον τομέα της επιστήμης, παράλληλα ήταν και αδιάκοπος ερευνητής της Αγίας Γραφής.51 Ο Νεύτων ασχολήθηκε με το βιβλίο του Δανιήλ και τις προφητείες του και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι το βιβλίο είναι αυθεντικό και γνήσιο, τονίζοντας τη σημασία της εκπλήρωσης της μεσσιανικής προφητείας του 9ου κεφαλαίου.52
Το γεγονός ότι το βιβλίο του Δανιήλ συμπεριλήφθηκε στον εβραϊκό κανόνα μαζί με τα άλλα ιερά βιβλία, που αναγνώριζαν οι Ιουδαίοι ως αυθεντικά και γνήσια, αποτελεί μια σοβαρή μαρτυρία, για την αυθεντικότητα και αρχαιότητά του.
Πράγματι, οι αρχαίοι Ιουδαίοι, όπως φαίνεται από την μαρτυρία του Ιώσηπου αναγνώριζαν ως έγκυρα και αυθεντικά, μόνο 22 βιβλία (που αντιστοιχούν με τα σημερινά 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης) μέσα στα όποια περιέλαβαν και το βιβλίο του Δανιήλ. Δύο ιουδαϊκές σύνοδοι που έγιναν στην Ιάμνεια (Jamnia) το 90 και 118 μ.Χ., αναγνώριζαν και πάλι μόνο τα 22 βιβλία ως κανονικά και έγκυρα και απέκλεισαν τελείως τα λεγόμενα απόκρυφα, δευτεροκανονικά και ψευδεπίγραφα. Το γεγονός αυτό, έχει μεγαλύτερη σημασία από ο, τι φαίνεται εκ πρώτης όφεως.53 Εάν καθ’ υπόθεση, το βιβλίο δεν ήταν αυθεντικό, αλλά ψευδεπίγραφο ή αμφίβολης προέλευσης, οι Ιουδαίοι θα το απέρριπταν απ’ τον κανόνα της εβραϊκής Βίβλου, όπως ακριβώς έκαναν με το να μη συμπεριλάβουν σ’ αυτόν, όλα τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα βιβλία, που έκαμαν την εμφάνισή τους ανάμεσα στον 2ο π.Χ. και 2ο μ.Χ. αιώνα.54
Είναι αξιοσημείωτο ότι στο αυθεντικό βιβλίο του Δανιήλ έγιναν τρεις προσθήκες γνωστές με τους τίτλους Η Σωσάννα και οι πρεσβύτεροι, Ο Βηλ και ο Δράκων και Η προσευχή του Αζαρία και ο ύμνος των τριών παίδων, που στην ελληνική μετάφραση των Ο΄οι δύο πρώτες κατέχουν θέση σήμερα σαν ξεχωριστά αυτοτελή κεφάλαια στο βιβλίο, και η τρίτη παρεμβλήθηκε στο 3ο κεφάλαιο.
Παρ’ όλο που κι αυτά τα τμήματα διεκδικούν δανιήλεια προέλευση, εν τούτοις δεν συμπεριλήφθηκαν στον εβραϊκό κανόνα, διότι ακριβώς δεν γράφηκαν από τον Δανιήλ, και από την μελέτη του περιεχομένου τους καταφαίνεται ότι τα αναφερόμενα επεισόδια είναι μυθώδη και απίθανα και αντανακλούν θρύλους που δημιουργήθηκαν γύρω από την φήμη του πιστού και σοφού Δανιήλ αργότερα από την εποχή του.
Αυτά καταγράφηκαν κατά πάσα πιθανότητα αρχικά σε αραμαϊκή γλώσσα γύρω στο 100 π.Χ. και ορθά χαρακτηρίσθηκαν σαν «εργόχειρα ευσεβούς φαντασίας». Έτσι, το γεγονός ότι οι αρχαίοι Ιουδαίοι αρνήθηκαν να συγκαταλέγουν τα τρία αυτά τμήματα στον κανόνα τους, και τ’ απέρριψαν γιατί ακριβώς ήταν άγνωστης και μεταγενέστερης προέλευσης, φανερώνει ότι το βιβλίο του Δανιήλ το δέχτηκαν σαν κανονικό και αυθεντικό, γιατί πράγματι ήταν τέτοιο. Ο χαρακτηρισμός ορισμένων τμημάτων ως απόκρυφων ή δευτεροκανονικών, μαρτυρεί την ύπαρξη βιβλίου γνησίου και κανονικού.
Οι αρχαίοι Ιουδαίοι καλύτερα από κάθε άλλον και από τους σύγχρονους δοκησίσοφους θα μπορούσαν να ανακαλύψουν ένα νόθο βιβλίο και έναν πλαστογράφο, παρά οι επικριτές χιλιάδες χρόνια αργότερα.
Απ’ την ιστορική έρευνα εξάλλου, μαρτυρείται το «κλείσιμο» του εβραϊκού κανόνα στην εποχή του Έσδρα τον 5ο π.Χ. αιώνα, όπως ακριβώς το υποστηρίζει η ιουδαϊκή παράδοση, και αυτό είναι ένα επιπρόσθετο επιχείρημα της γνησιότητας του βιβλίου γιατί όλα τα βιβλία που γράφηκαν μετά τους Έσδρα, Νεεμία και Μαλαχία δεν αναγνωρίσθηκαν ποτέ σαν αυθεντικά, αλλά θεωρήθηκαν σαν απόκρυφα, ψευδεπίγραφα και εξωκανονικά.55
Η γνησιότητα και αρχαιότητα του βιβλίου αποδεικνύεται από την ιουδαϊκή γραμματεία και ιδιαίτερα από τις μαρτυρίες του Ταλμούδ, του 1ου βιβλίου των Μακκαβαίων και από τον Ιουδαίο ιστορικό Iώσηπο.
Το Ταλμούδ αναφέρει τον Δανιήλ και τους τρεις φίλους του καθώς και διάφορα περιστατικά της ζωής του, δίνει δε πληροφορίες και κάνει υπαινιγμούς κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκαλύπτει ότι το ομώνυμο βιβλίο του προφήτη αναγνωρίζονταν ως γνήσιο και ότι προήλθε από την συγγραφική του πέννα. Το Ταλμούδ μάλιστα θεωρεί τον Δανιήλ σαν τον σπουδαιότερο απ’ όλους τους σοφούς άνδρες των λαών (Yomma 77a). Η δήλωση του Ταλμούδ (Baba Bartha 15) ότι ο άνδρες της μεγάλης συναγωγής έγραφαν το βιβλίο του Δανιήλ, δεν σημαίνει ότι εννοεί μια μεταγενέστερη από τους χρόνους του προφήτη προέλευση του βιβλίου, όπως νομίζει ο Γιάννης Κορδάτος, αλλά μια έκδοση του βιβλίου στους χρόνους του Έσδρα και ένταξή του στον ιουδαϊκό κανόνα.56
Στο απόκρυφο-εξωκανονικό, αλλά ιστορικού περιεχομένου βιβλίο 1ο Μακκαβαίων το όποιο γράφηκε πριν από το 100 π.Χ., γίνεται λόγος για τον προφήτη Δανιήλ και για την απελευθέρωσή του από τον λάκκο των λεόντων καθώς και την σωτηρία των τριών παίδων από την κάμινο του πυρός (πρβλ. 1ο Μακκαβαίων 2:59, 60 με Δανιήλ 3:1 και 1ο Μακκαβαίων 2:60 με Δανιήλ 6:11–29). Αυτό δείχνει ότι το βιβλίο του Δανιήλ αναγνωρίζονταν από τους Ιουδαίους της Ελληνιστικής περιόδου ως κανονικό και ιστορικά αξιόπιστο.
Ακόμα πιο σημαντική είναι η μαρτυρία του Ιουδαίου ιστορικού Φλάβιου Ιώσηπου που έζησε και έγραψε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Ο Ιώσηπος στο βασικό έργο του Αρχαιότητες των Ιουδαίων ονομάζει τον Δανιήλ προφήτη, αναφέρει γεγονότα της ζωής του, θαυμάζει τις προφητείες του διότι όπως παρατηρεί ήταν λεπτομερείς προσδιορίζοντας το χρόνο των προλεγομένων: «Ου γάρ τα μέλλοντα μόνον προφητεύων διετέλει καθάπερ και οι άλλοι προφήται, αλλά και καιρόν ώριζεν εις ο άποβήσεται», και μιλά ανεπιφύλακτα για την γνησιότητα και αρχαιότητά του βιβλίου αποδίδοντας συγγραφική ιδιότητα στον Δανιήλ.57
Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να τύχει η μαρτυρία του Φλάβιου Ιωσήφ, ότι οι προφητείες του Δανιήλ επιδείχθηκαν στον Μέγα Αλέξανδρο από τον Ιουδαίο αρχιερέα, όταν ο Αλέξανδρος εισήλθε στην Ιερουσαλήμ. Αυτό έλαβε χώρα πριν από το 323 π.Χ. Ο Ιώσηπος αφηγείται ότι, όταν έδειξαν στον Μ. Αλέξανδρο το βιβλίο του Δανιήλ, στο όποιο ο Δανιήλ είχε δηλώσει ότι ένας Έλληνας θα κατέστρεφε την αυτοκρατορία των Περσών, αυτός πίστεψε, ότι η προφητεία μιλούσε γ’ αυτόν, και στην χαρά του, διέταξε ν’ απομακρυνθεί το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί, αλλά την επόμενη μέρα το συγκέντρωσε και πάλι και τους είπε να ζητήσουν όσα δώρα επιθυμούσαν.58
Η αλήθεια της πληροφορίας αυτής διασταυρώνεται έμμεσα από τα λεγάμενα του Αρριανού, ο οποίος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος μετά την εκπόρθηση της Τύρου αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά της Αιγύπτου, γιατί τα άλλα μέρη της Παλαιστίνης και Συρίας είχαν προσχωρήσει σ’ αυτόν.59
Η παραπάνω αναγραφή του Ιουδαίου ιστορικού, φανερώνει ότι το βιβλίο του Δανιήλ, υπήρχε πριν από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή τουλάχιστον 160 χρόνια πριν από την εποχή που ισχυρίζονται οι κριτικοί ότι γράφηκε το βιβλίο, υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα την δανιήλεια προέλευσή του, και έτσι εξηγείται κατά κάποιο τρόπο, γιατί ο Μακεδόνας δορυκτήτορας έδειξε εύνοια στους Ιουδαίους, αφού οι προφητείες του Δανιήλ μιλούσαν για την εξάπλωση της αυτοκρατορίας του και τη συντριβή της Μηδοπερσικής. Ρητή μνεία του βιβλίου του Δανιήλ έχουμε επίσης στο απόκρυφο βιβλίο των Σιβυλλικών χρησμών (3:388) που γράφηκε γύρω στο 140 π.Χ. Επίσης το Seder Olam Rabbah, ένα ιουδαϊκό χρονολογικό έργο του 2ου π.Χ. αιώνα, αναγνωρίζει ότι ο Δανιήλ περιγράφει προφητικά τους χρόνους του μεγάλου Αλεξάνδρου.
Από άλλη μαρτυρία του Ιώσηπου, όπως είδαμε, προκύπτει ότι το βιβλίο υπήρχε πριν από το καιρό του Αρταξέρξη του 1ου του μακρόχειρα, ο οποίος ήταν σύγχρονος με τον Έσδρα, διότι αναφέρει ότι το βιβλίο του Δανιήλ είχε συμπεριληφθεί στον εβραϊκό κανόνα που έκλεισε μέχρι την βασιλεία του Αρταξέρξη του 1ου.60
Κανένας ειλικρινής και καλοπροαίρετος ερευνητής δεν μπορεί να παραβλέψει αυτές τις μαρτυρίες, αλλά οι κριτικοί της Βίβλου, όπως είναι γνωστό, κατά την συνήθειά τους, δέχονται εύκολα και αβασάνιστα μαρτυρίες ιστορικών που φαινομενικά έρχονται σε αντίθεση με την Βίβλο, και τις χρησιμοποιούν για να κατασκευάσουν τις θεωρίες τους, αλλά κατά κανόνα, εκούσια αγνοούν και παραγκωνίζουν ιστορικά κείμενα που συγκρούονται με τις υποθέσεις τους.
Η ανακάλυψη τριών αποσπασμάτων από το βιβλίο του Δανιήλ ανάμεσα στα περίφημα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, που αντιστοιχούν με τα κεφάλαια 1:10–16, 2:2–6 και 3:23–30 και χρονολογούνται από τον 1ο ή 2ο π.Χ. αιώνα, θέτει σε αμφισβήτηση την κριτική θεωρία και συνηγορεί για την αρχαιότητα του βιβλίου.61
Τα αποσπάσματα αυτά ανακαλύφθηκαν στα σπήλαια I και IV του Wadi Qumran και ερευνήθηκαν από τον John Trever, η δεν μορφή των γραμμάτων τους είναι όμοια με αυτή του χειρόγραφου του Ησαΐα. Το κείμενο είναι ουσιαστικά το ίδιο μ’ αυτό του μασωριτικού εβραϊκού, και αυτό είναι μια επιπρόσθετη μαρτυρία για την ακρίβεια της μεταβιβάσεώς του σε μας. Το σπουδαιότερο βέβαια, είναι, ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου αντιγράφου στα σπήλαια του Qumran στον 2ο ή 1ο π.Χ. αιώνα, στο οποίο σημειωτέον διατηρείται η διγλωσσία του βιβλίου (αλλαγή από Εβραϊκά σε Αραμαϊκά και από Αραμαϊκά σε Εβραϊκά) μαρτυρεί ότι το βιβλίο αναγνωρίζονταν ως μέρος των Εβραϊκών γραφών μαζί με τα άλλα κανονικά βιβλία σ’ εκείνο τον καιρό, και ήταν αρκετά γνωστό και διαδεδομένο ανάμεσα στους Ιουδαίους που είχαν κάνει αντίγραφά του και το διάβαζαν. Μια τέτοιου είδους όμως κυκλοφορία του βιβλίου του Δανιήλ, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα για την πιθανότητα μιας μακκαβαϊκής χρονολογίας για το βιβλίο.62
Είναι επίσης γνωστό, ότι το βιβλίο του Δανιήλ μεταφράστηκε στην Ελληνική από τους μεταφραστές της μεταφράσεως των Ο΄. Η μετάφραση των εβραϊκών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική από τους Ο΄ που άρχισε το 280 π.Χ., συμπεριέλαβε και το βιβλίο του Δανιήλ, πράγμα που δείχνει ότι το βιβλίο υπήρχε πριν από την μακκαβαϊκή περίοδο και αναγνωρίζονταν ως αρχαίο και αυθεντικό.63
«Αν το βιβλίο είχε γράφει γύρω στο 165 π.Χ. όπως το θέλουν οι κριτικοί, είναι πολύ αμφίβολο αν θα κυκλοφορούσε τόσο σύντομα, και θα κατόρθωνε να γίνει αποδεκτό ως γνήσιο, για να τύχει της προσοχής των μεταφραστών, να μεταφραστεί και να συμπεριληφθεί μαζί με τα γνήσια έργα των Εβραίων προφητών, Ησαΐα, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ κ.ά.
Ένα από τα σπουδαιότερα επιχειρήματα, που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση της δανιήλειας προέλευσης του βιβλίου, προέρχεται από εσωτερικά στοιχεία αξιοπιστίας και γνησιότητας, που μας δίνει το ίδιο το βιβλίο, όπως αυτά ελέγχονται και επαληθεύονται από αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και από τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως κατά διαστήματα.
Κατ’ αρχάς, είναι αξιοπαρατήρητο ότι το περιεχόμενο του βιβλίου και το φόντο του, αναφέρονται σε γεγονότα της ζωής του προφήτη στη Βαβυλώνα και στους σύγχρονους μ’ αυτόν Ιουδαίους εξόριστους, που προσπαθεί να ενισχύσει την πίστη τους και τίποτε δεν φανερώνει προσπάθεια του συγγραφέα να παρηγορήσει τους Ιουδαίους από το διωγμό του Αντίοχου του Επιφανή, όπως ισχυρίζονται οι κριτικοί. Οι πληροφορίες εξάλλου που μας δίνει ο συγγραφέας για τη ζωή και τα ήθη και έθιμα στη Βαβυλώνα, αντί να αποτελούν «ψεύτικες εικόνες της αρχαίας Βαβυλωνίας» όπως νομίζει ο E. Renan, είναι σοβαρότατες μαρτυρίες ιστορικής αξιοπιστίας και αυθεντικότητας του βιβλίου.64
Έτσι, η ύπαρξη τάξεως σοφών, μάγων και αστρολόγων στην Βαβυλωνιακή βασιλική αυλή, όπως απεικονίζεται στο βιβλίο (1:20, 2:12, 5:7, 11) επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες του Ηροδότου και άλλων αρχαίων συγγραφέων που δείχνουν την ύπαρξή τους και τις υπηρεσίες που προσέφεραν στους βασιλείς με το να εξηγούν χρησμούς και όνειρα.65
Το ότι, η Βαβυλώνα ήταν κέντρο χαλδαϊκής μορφώσεως (1:4 επ.) επαληθεύεται από τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, που συγκαταλέγει την Βαβυλώνα ανάμεσα στα σπουδαιότερα πολιτιστικά κέντρα παιδείας.66
Η συμμετοχή των γυναικών στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ μαζί με τους μεγιστάνες του, και η οινοποσία μετά το δείπνο (5:2 επ.) δεν είναι κάτι το απίθανο, αλλά συμφωνεί με τις βαβυλωνιακές συνήθειες και επιβεβαιώνεται από τον Ηρόδοτο και από άλλους συγγραφείς.67
Η προσφώνηση του βασιλιά με την έκφραση «βασιλεύ ζήθι εις τον αιώνα» (3:9, 5:10, 6:7, 22), ήταν ασσυριακό και περσικό έθιμο,68 και ο τίτλος «Βασιλεύς Βασιλέων», (2:37) είναι γνωστός και από άλλες περιπτώσεις, που αναφέρονται στον Ιεζεκιήλ 26:7 και Έσδρα 7:12 και εμφανίζεται συχνά στις επιγραφές.69
Τα βαβυλωνιακά ονόματα που δόθηκαν στους τρεις φίλους του Δανιήλ, δηλαδή Σεδράχ, Μισάχ και Αβδέ-νεγώ, καθώς και το όνομα Βαλτασάσαρ για τον Δανιήλ, είναι, όπως αποδείχθηκε, πράγματι βαβυλωνιακά ονόματα, που ήταν σε χρήση στη Βαβυλώνα τον 6ο π.Χ. αιώνα, που μας παραδόθηκαν με ακρίβεια.70
Το ότι οι περσικοί νόμοι ήταν πράγματι αμετάκλητοι, όπως φαίνεται από το Δαν. 6:9, επιβεβαιώνεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο οποίος αναφέρει την περίπτωση ενός καταδικασθέντος σε θάνατο απ’ τον βασιλιά Δαρείο τον 1ο, ο οποίος δεν μπόρεσε να τον απαλλάξει απ’ την ποινή του, όταν άλλαξε γνώμη αργότερα.71 Απ’ την άλλη πλευρά, ο συγγραφέας του βιβλίου παρουσιάζει τον Ναβουχοδονόσορ σαν απόλυτο μονάρχη, ο οποίος ήταν ικανός να θεσπίζει και να καταργεί, νόμους της Βαβυλώνας με απεριόριστη ευκολία και εξουσία, (2:12, 13, 46) πράγμα, που είναι απόλυτα σωστό.
Ακόμη και η εθιμοτυπία που ετηρείτο στη βασιλική αυλή και που ακολουθούσε ο Δανιήλ (2:24), μαρτυρείται από τον Ηρόδοτο,72 και άλλες λεπτομέρειες του βαβυλωνιακού και περσικού τρόπου ζωής, αναγνωρίσθηκαν ως αυθεντικές και αληθινές.73
Όλα αυτά, δείχνουν ότι ο συγγραφέας ήταν άριστος γνώστης της ζωής στη Βαβυλώνα και γνώριζε τις διαφορές στη διοίκηση ανάμεσα στους Βαβυλώνιους και Μηδοπέρσες, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να ήταν σύγχρονος με τα εξιστορούμενα γεγονότα, αφού ήξερε τέτοιες λεπτομέρειες και τις κατέγραφε.
Αλλά πάνω απ’ όλα, ο συγγραφέας του βιβλίου μας πληροφορεί για πρόσωπα και πράγματα, που μόνο ένας σύγχρονος θα μπορούσε να γνωρίζει και ποτέ ένας μεταγενέστερος.
Εξετάζοντας τα επιχειρήματα των κριτικών για τις υποτιθέμενες ιστορικές ανακρίβειες του βιβλίου, διαπιστώσαμε ότι η αρχαιολογική σκαπάνη δικαίωσε τη Βίβλο στην περίπτωση του Βαλτάσαρ και όχι τους κριτικούς που αρνούνταν την ύπαρξή του. Αλλά η μνεία του Βαλτάσαρ μαζί με τις λεπτομέρειες που μας δίνει το βιβλίο γ’ αυτόν και για την πτώση της Βαβυλώνας στα χέρια των Μηδοπερσών, δημιουργεί αναπάντητα προβλήματα στους οπαδούς της κριτικής θεωρίας.
Η ιστορική και αρχαιολογική έρευνα, έριξε άπλετο φως για την δυαδική βασιλεία του Ναβονίδη-Βαλτάσαρ και για άλλες λεπτομέρειες, δείχνοντας ότι ο Ναβονίδης δεν φονεύθηκε με την κατάληψη της Βαβυλώνας από τους Πέρσες, γιατί κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του βρίσκονταν στην Αραβία ασχολούμενος με πνευματικής φύσεως ζητήματα και συνελήφθη αιχμάλωτος αργότερα από τους κατακτητές, και ότι, ο Βαλτάσαρ υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς της Βαβυλώνας, τοποθετημένος στη βασιλική θέση από τον πατέρα του, ο οποίος φονεύθηκε από τους Πέρσες, όταν κατέλαβαν την πόλη, όπως ακριβώς λέγει το Δανιήλ 5:30.74 Το γεγονός, ότι ο Βαλτάσαρ πρότεινε στον Δανιήλ την τρίτη θέση στη βασιλική εξουσία, αν θα ερμήνευε τη μυστηριώδη γραφή (5:16) υπαινίσσεται, ακριβώς, την ύπαρξη και άλλου βασιλιά δηλαδή του Ναβονίδη, ο οποίος κατείχε την πρώτη θέση στο βασίλειο των Βαβυλωνίων και ο Βαλτάσαρ τη δεύτερη.
Η πτώση της Βαβυλώνας στα χέρια των Μηδοπερσών, χωρίς αντίσταση, μια νύχτα που οι κάτοικοί της βρίσκονται απασχολημένοι με την γιορτή των θεών τους, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Δανιήλ (κεφ. 5· πρβλ. και Ιερεμία 51:39, 57) επιβεβαιώνεται από τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς Ηρόδοτο,75 Ξενοφώντα,76 Βηρωσσό,77 καθώς και από τα χρονικά του Ναβονίδη και του Κύρου.78 Το ιστορικής σημασίας αυτό γεγονός, έλαβε χώρα την 16η Τισρί (5/6 Οκτωβρίου) του έτους 539 π.Χ. και άλλαξε το ρεύμα της ιστορίας σημειώνοντας το τέρμα της σημιτικής δυναστείας.79
Η κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Κύρο εκπλήρωσε με εκπληκτικό τρόπο τα προφητικά λόγια του Ησαΐα, ο οποίος γύρω στο 740 π.Χ. προείδε και κατέγραφε τα γεγονότα της κατάληψης της πόλης από τους Πέρσες κατονομάζοντας μάλιστα τον Κύρο (Ησαΐας 41:28, μ5:13, 13:922) αποδείχθηκε έτσι, ότι «ουδέ εις λόγος εκ πάντων των αγαθών λόγων τους οποίους Γιαχβέ ο Θεός ελάλησε διέπεσε» (Ιησούς του Ναυή 23:14, JB).
Εν όψη όλων αυτών, οι κριτικοί έχουν ν’ αντιμετωπίσουν το έξης αδυσώπητο ερώτημα: Πώς ένας πλαστογράφος του 165 π.Χ. Θα γνώριζε την ύπαρξη του Βαλτάσαρ, και το ρόλο που έπαιξε στη Νεοβαβυλωνιακή δυναστεία, τη δεύτερη θέση του στο βασίλειο, κ.λπ., που αναφέρονται στο βιβλίο, αφού καμιά κοσμική ιστορική πηγή δεν διαφύλαξε το όνομα του Βαλτάσαρ; Οι αρχαίοι ιστορικοί αναφέρονται στην πτώση της Βαβυλώνας στα χέρια των Μηδοπερσών, αλλά αγνοούν την ύπαρξη του Βαλτάσαρ γιατί ακριβώς γράφανε πολύ αργότερα από τα γεγονότα. Μόνο ένας σύγχρονος με τα γεγονότα, θα μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του Βαλτάσαρ, και τις λεπτομέρειες που δίνει το 5ο κεφάλαιο του Δανιήλ. Στηριζόμενος σε μια προσεχτική αντιπαραβολή των μαρτυριών που προέρχονται από τις σφηνοειδείς επιγραφές σχετικά με τον Βαλτάσαρ και του περιεχομένου του 5ου κεφαλαίου του βιβλίου του Δανιήλ, ο ασσυριολόγος καθηγητής R. P. Dougherty κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι «η άποψη ότι το πέμπτο κεφάλαιο του Δανιήλ προήλθε από την μακκαβαϊκή εποχή είναι αναξιόπιστη».80
Αλλά στο ίδιο συμπέρασμα, πρέπει να καταλήξουμε και για τα άλλα κεφάλαια του βιβλίου του Δανιήλ, διότι ο συγγραφέας του βιβλίου παρέχει μαρτυρίες ότι έχει πιο ακριβή γνώση της νεοβαβυλωνιακής και της πρωτοαχαιμενιδικής, περσικής ιστορίας της 6ης εκατονταετηρίδας π.Χ. από οποιονδήποτε άλλο γνωστό ιστορικό.
Ο συγγραφέας του βιβλίου δίνει πληροφορίες για την οικοδομική δραστηριότητα του Ναβουχοδονόσορ, αναφέροντας τα λόγια που είπε ο Ναβουχοδονόσορ επιθεωρώντας τα έργα του και καυχώμενος γι’ αυτά: «Δεν είναι αυτή η Βαβυλών η μεγάλη, την οποίαν εγώ ωκοδόμησα δια καθέδραν του βασιλείου με την ισχύν της δυνάμεώς μου, και εις τιμήν της δόξης μου;» (4:30). Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στη Βαβυλώνα, απεκάλυψαν άφθονες πινακίδες που μιλούν για τα οικοδομικά έργα του μεγάλου μονάρχη. Ο Ναβουχοδονόσορ με τη βοήθεια της συζύγου του, Άμυτης, έχτισε πάνω από είκοσι ναούς στη Βαβυλώνα και Βόρσιππα και κατασκεύασε τους περίφημους κρεμαστούς κήπους. Είναι γνωστό επίσης, ότι οι περισσότερες αρχαιότητες που ανακαλύφθηκαν στη Βαβυλώνα φέρουν το όνομά του και την αφιέρωση που έθεσε πάνω σ’ αυτές.81 Ένα μάλιστα από τα μνημεία του Ναβουχοδονόσορ αντανακλά την καυχησιολογία του, που αναφέρεται στο Δανιήλ 4:30, όπως είδαμε προηγουμένως διαβάζουμε τα έξης: «Οι οχυρώσεις του Έσαγκίλα (Esagila) και της Βαβυλώνας που στερέωσαν και επέβαλαν το όνομα της βασιλείας μου για πάντα».
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές του Γερμανού R. Koldewey που άρχισαν το 1899 και συνεχίστηκαν μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, απεκάλυψαν ένα μεγάλο σύστημα από οχυρώσεις, οικοδομές, κανάλια, παλάτια και ναούς που μιλούν εύγλωττα για την οικοδομική μανία του Ναβουχοδονόσορ.82
Με την γνώση όλων αυτών, και πάλι τίθεται το ερώτημα: Πώς θα μπορούσε ένας άγνωστος μεταγενέστερος συγγραφέας, της μακκαβαϊκής περιόδου να γνωρίζει ότι οι δόξες της Βαβυλώνας οφείλονται στην δραστηριότητα του Ναβουχοδονόσορ δοθέντος ότι 100 χρόνια μετά από τον μεγάλο μονάρχη, οι σύγχρονοι του Ηροδότου δεν φαίνεται να γνώριζαν την προέλευση των τειχών της Βαβυλώνας83 και μόνο από τις αρχαιολογικές ανασκαφές αποδείχθηκε αυτό αληθινό; Ο αρνητικός κριτικός C. Pfeiffer προσπαθώντας ν’ αντιμετωπίσει τη δυσκολία, ξεφεύγει, λέγοντας, «πιθανώς δεν θα μάθουμε ποτέ».84 Αλλά ο συγγραφέας του βιβλίου γνώριζε, διότι ήταν ο Δανιήλ, που ζούσε στη διάρκεια της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορ. Όπως σωστά παρατηρεί ο βιβλικός λόγιος και αρχαιολόγος Joseph Free, επισημαίνοντας το πρόβλημα που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν οι κριτικοί: «Γι’ αυτόν που δέχεται τον χρόνο της ζωής του Δανιήλ σαν την περίοδο συγγραφής του βιβλίου, δεν υπάρχει πρόβλημα».85
Έτσι, το βιβλίο, αντί να περιέχει πλήθος ανακριβειών και λαθών όπως ισχυρίζονται οι κριτικοί, οι ιστορικές πληροφορίες που μας δίνει, όπως αυτές επικυρώθηκαν από τις σύγχρονες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα για την αυθεντικότητα και τη δανιήλεια προέλευσή του.
Η αρχαιολογική σκαπάνη με τις συνεχείς ανακαλύψεις της, κατάφερε ένα ηχηρό ράπισμα στους ισχυρισμούς των κριτικών, κλονίζοντας συθέμελα την φανταστική θεωρία τους, και κατέδειξε πόσο βιαστικοί υπήρξαν οι επικριτές, για να εξαπολύσουν τις αδικαιολόγητες επιθέσεις τους ενάντια στον προφήτη και στο βιβλίο του. Οι χριστιανοί βέβαια δεν στηρίζουν την πίστη τους στις αρχαιολογικές ανακαλύψεις· μπορούν να πιστεύουν στην Αγία Γραφή και χωρίς αυτές αλλά, όπως σωστά σημειώνει ο διάσημος αρχαιολόγος Nelson Glueck, «για εκείνον που πιστεύει στη Βίβλο, δεν έχει ανάγκη της αρχαιολογίας αλλά η αρχαιολογία κατέδειξε ότι η Βίβλος μπορεί να πιστευθεί».86
Αλλά και από την μελέτη του ίδιου του βιβλίου προκύπτει, ότι όλες οι διδασκαλίες και οι προφητείες του, όπως θα δούμε παρακάτω, εναρμονίζονται και συνδέονται θαυμάσια με τα υπόλοιπα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής· το βιβλίο είναι ένας κρίκος μιας αλυσίδας, που αποτελείται από 66 ομοιόμορφους κρίκους, όσα είναι τα βιβλία όλης της Αγίας Γραφής. Και ασφαλώς, αυτό είναι κάτι που βαρύνει περισσότερο από κάθε τι άλλο, διότι τα λεγόμενα δευτεροκανονικά ή απόκρυφα και ψευδεπίγραφα βιβλία στα όποια ουδέποτε αναφέρθηκαν ο Ιησούς και οι απόστολοί του, τα χωρίζει μια μεγάλη άβυσσος από τα γνήσια και αυθεντικά βιβλία της Βίβλου που όλα μαζί αποτελούν την όλη Γραφή την «θεόπνευστον και ωφέλιμον» (2 Τιμ. 3:16).
Εκτιμώντας ορθά τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, τις μαρτυρίες και άλλα τεκμήρια, ερευνητές παγκοσμίου κύρους και ολκής, τόσο παλαιότεροι, όπως οι E. W. Hengstenberg, C. F. Keil, C. H. Wright, Robert. D. Wilson, W. Moeller, όσο και νεώτεροι, όπως Edward. J. Young, John. C. Whitcomb, Kenneth A. Kitchen, Merrill F. Unger και άλλοι, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι το βιβλίο του Δανιήλ είναι γνήσιο και αυθεντικό, όπως ακριβώς το δέχτηκαν οι αρχαίοι Ιουδαίοι και οι πρώτοι χριστιανοί, και όπως το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου διασαλπίζει.
IV. Οι προφητείες του Δανιήλ
Παρ’ όλο, που το αντικείμενο της έρευνάς μας είναι η γνησιότητα και αυθεντικότητα του βιβλίου του Δανιήλ, θα ήταν ίσως παράλειψη πριν κλείσουμε, να μη δούμε με συντομία μερικές από τις θαυμάσιες προφητείες του βιβλίου και την καταπληκτική εκπλήρωσή τους, σε πείσμα των κριτικών που με παρερμηνείες και πανούργες σοφιστείες προσπαθούν να μειώσουν την αξία και να αποδυναμώσουν την αποδεικτική σημασία τους.
Το βιβλίο μας δίνει προφητείες, που η εκπλήρωσή τους καλύπτει ένα χρονικό διάστημα που αρχίζει από τον 6ο π.Χ. αιώνα και τελειώνει με την 2η παρουσία του Ιησού και το θρίαμβο της βασιλείας του Θεού. Οι προφητείες του Δανιήλ μαζί μ’ αυτές της Αποκάλυψης του Ιωάννη, παρατηρεί ο Thomas Newton, «μπορεί να λεχθεί ότι είναι μια περίληψη της ιστορίας του κόσμου και η ιστορία του κόσμου, είναι το καλύτερο σχόλιο επί των προφητειών τους».87 Μερικές από τις προφητείες, όπως μπορεί να καταδειχθεί, έχουν άμεση σχέση με τις εσχατολογικές προφητείες του Ιησού (Ματθ. 24, Λουκ. 22, πρβλ. Δαν. 12:3 με Ματθ. 13:43) και ιδιαίτερα με το μοναδικό βιβλίο της Αποκάλυψης του Ιωάννη (βλ. κεφάλαια 13, 16, 19 και 20).
Στο κεφάλαιο 2 του βιβλίου, περιγράφεται η εικόνα (ανδριάντας) που είδε στο όνειρό του ο Ναβουχοδονόσορ και ο Δανιήλ με θεία αποκάλυψη εξήγησε τη σημασία της. Ο ανδριάντας αυτός, που αποτελούνταν από διάφορα μέταλλα (χρυσό, άργυρο, χαλκό, σίδηρο, και πηλό με σίδερο) εξεικονίζει την πορεία των παγκοσμίων δυνάμεων στο διάβα του χρόνου, που άρχιζαν με τη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία. Η έκφραση, «συ βασιλεύ Ναβουχοδονόσορ είσαι η χρυσή κεφαλή» (2:38), σημαίνει ότι ο Ναβουχοδονόσορ ήταν ο εκπρόσωπος ολόκληρης της νεοβαβυλωνιακής δυναστείας (αυτοκρατορίας) που τερμάτισε με τον Βαλτάσαρ (607–539 π.Χ.)·88 ο άργυρος αντιστοιχεί με την επόμενη αυτοκρατορία, δηλαδή την μηδοπερσική, (539–331 π.Χ.), ο χαλκός με την ελληνική του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, (331–168 π.Χ.) και ο σίδηρος συμβολίζει τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (168 π.Χ.–476 μ.Χ.) με τις προεκτάσεις της, διότι η Ρώμη μετά την πτώση της στα χέρια του Οδόακρου, εξακολούθησε να υπάρχει σε κάποια μορφή, με τις μεταγενέστερες πολιτικές δυνάμεις που κληρονόμησαν το κοινωνικό, διοικητικό, στρατιωτικό σύστημα και το νομικό σύστημα της αρχαίας Ρώμης, διότι όπως είναι γνωστόν το ρωμαϊκό δίκαιο έγινε η βάση του σύγχρονου ευρωπαϊκού δικαίου (Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους και αγγλοαμερικανική δυαδική παγκόσμια δύναμη από το 1763 μ.Χ. μέχρι σήμερα). Έτσι, το πρώτο τμήμα των ποδών του ανδριάντα συμβολίζει την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και το δεύτερο τμήμα, τις προεκτάσεις της, μέχρι την σύγχρονη αγγλοαμερικανική παγκόσμια δύναμη.89 Τι θα λεχθεί όμως για τα δέκα δάκτυλα της εικόνας που αποτελούνταν από πηλό και από σίδερο; Λυτά, πρέπει να συμβολίζουν, όλες τις σύγχρονες πολιτικές δυνάμεις που συνυπάρχουν και που άλλες είναι ισχυρές σαν σίδηρος και άλλες εύθραυστες σαν πηλός, καθώς και τα σύγχρονα ριζοσπαστικά λαϊκά-σοσιολιστικά κινήματα και δυνάμεις, που σαν «σπέρμα κοινών ανθρώπων» προσπαθούν ανταγωνιστικά ν’ αυξήσουν την επιρροή τους σ’ όλα τα πλάτη και μήκη της γης.90
Ο προφήτης εξήγησε στο βαβυλώνιο μονάρχη (2:33, 43, επ.) ότι ο λίθος που αποκόπηκε χωρίς ανθρώπινο χέρι από το «όρος» της «παγκόσμιας κυριαρχίας του Θεού», είναι η βασιλεία του Θεού91 η οποία στα χέρια του Ιησού, θα καταστρέφει και θα «κονιορτοποιήσει» τη σατανοκρατούμενη εικόνα (ανδριάντα), στην δεύτερή του έλευση και στη μάχη του Αρμαγεδδώνα σύμφωνα με το βιβλίο της Αποκάλυψης, (πρβλ. Αποκ. 16:14, 19:21) ενώ ο Ιησούς επεκτείνει τη βασιλεία του Θεού στη γη (πρβλ. Ματθ. 6:10, Αποκ. 20:16) η οποία γίνεται μεγάλο βουνό που καλύπτει όλη τη γη! Αυτή είναι μια θαυμάσια, συγκλονιστική πραγματικά προφητεία, που θερμαίνει τις καρδιές των πιστών και ευσεβών ανθρώπων και τις γεμίζει ελπίδες και προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον!
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί, ότι ο Δανιήλ, περιγράφει στο 7ο κεφάλαιο με ενύπνια και οράματα που είδε, τις ίδιες τέσσερις μοναρχίες-βασιλείες σαν άγρια θηρία που βγήκαν από την ταραγμένη από τους συμβολικούς ανέμους ανθρωποθάλασσα. (7:1· πρβλ. Αποκ. 13:1). Ο «φτερωτός λέων» (7:4) συμβολίζει τη Βαβυλώνα,92 η «άρκτος» (7:15) τη Μηδοπερσία, η τετρακέφαλη τετραπτέρυγη «λεοπάρδαλις» (7:6) την Ελλάδα υπό τον Μ. Αλέξανδρο και τους διαδόχους του, και το «φοβερό καταπληκτικό και ισχυρό θηρίο» με τα δέκα κέρατα (7:17) συμβολίζει την Ρώμη με τις προεκτάσεις της μέχρι την εποχή μας και αντιστοιχεί με την «τετάρτη βασιλεία» του ανδριάντα με τα δέκα δάκτυλα (2:40) που είναι ισχυρή ως ο σίδηρος που κατακόπτει, κατασυντρίβει και καταπατά «πάσαν την γην».
Τελικά, ένας ως «υιός ανθρώπου» (bar nasha, ברנשא) που δεν είναι κανένας άλλος από τον Κύριο Ιησού Χριστό (πρβλ. Ματθ. 26:64, Λουκ. 21:27, Αποκ. 1:7, 14:14), έρχεται μπροστά στον «παλαιό των ήμερων» και «εις αυτόν δίδεται η εξουσία και η δόξα και η βασιλεία δια να λατρεύωσιν αυτόν πάντες οι λαοί, τα έθνη και αι γλώσσαι» (7:14), ενώ το τελευταίο φοβερό θηρίο θανατώνεται (7:11).
Έτσι βλέπουμε, ότι υπάρχουν έντονα παράλληλα σημεία μεταξύ του 2ου και 7ου κεφαλαίου του βιβλίου· και τα δύο τονίζουν, ότι οι ανθρώπινες κυβερνήσεις-αυτοκρατορίες που είναι θηριώδεις γιατί έχουν θηριώδη ένστικτα και συμπεριφορά, τελικά θα παραχωρήσουν τη θέση τους στη βασιλεία του Θεού και στους «άγιους που παραλαμβάνουν τη βασιλεία» και η οποία «αφού κατασυντρίψει και συντελέσει πάσας ταύτας τας βασιλείας, αυτή δεν θέλει φθαρή και δεν θα περάσει σ’ άλλον λαό» αλλά, «θέλει διαμένει εις τους αιώνας» (2:44, πρβλ. 7:22).
Οι ορθολογιστές βέβαια και οι αμύντορες της αρνητικής κριτικής, προσπάθησαν με μια διαφορετική ερμηνεία να αποδυναμώσουν τη σημασία των παραπάνω προφητικών δραμάτων και αποκαλύψεων, ισχυριζόμενοι ότι κατά τον συγγραφέα, του βιβλίου οι αυτοκρατορίες της εικόνας του 2ου κεφαλαίου, οι αντίστοιχες με το 7ο, είναι οι Βαβυλώνα, Μηδία, Περσία και Ελλάδα, κατεβάζοντας έτσι τα χρονικά πλαίσια, πάλι στα χρόνια της μακκαβαϊκής εποχής και υποστηρίζοντας την άποψη, ότι αφού μια τέτοια σειρά ιστορικά δεν έλαβε χώρα, το βιβλίο του Δανιήλ σφάλλει από ιστορική άποψη. Παραπέρα ισχυρίζονται, ότι, τα 10 κέρατα που είχε το τέταρτο θηρίο (7:7) δεν μπορεί να εναρμονισθούν με το γεγονός, ότι μετά το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ., ποτέ δεν εγέρθηκαν απ’ αυτήν 10 βασίλεια.
Η ερμηνεία αυτή των κριτικών όμως, «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα τους, κοιταγμένη με τα «ομματογυάλια» της προκατάληψης και δυσπιστίας, είναι φανερό, ότι είναι, καθαρή παρερμηνεία και διαστρέβλωση των προφητικών λόγων, προς χάριν μιας τελείως αβάσιμης θεωρίας. Πουθενά ο Δανιήλ δεν δείχνει, ότι δέχεται την ύπαρξη και διαδοχή δύο ξεχωριστών βασιλείων, των Μήδων πρώτα, και Περσών ύστερα, όπως το θέλουν οι κριτικοί, αλλά πάντα μιλάει για βασιλεία των Μήδων και Περσών σαν ενιαίο δυαδικό βασίλειο (5:28 6:8, 12, 15, 8:20) και δεν πέφτει σε κανένα ιστορικό σφάλμα.93 Στη συνέχεια, πρέπει να λεχθεί, ότι, ο αριθμός των δέκα κεράτων δεν είναι κατ’ ανάγκην κατά γράμμα, αλλά μάλλον είναι συμβολικός, διότι ο αριθμός δέκα συμβολίζει στους αρχαίους Ιουδαίους και στη Βίβλο πληρότητα (Ματθ. 25:1· Λουκ. 15:8, 19:13, 16, 17· Αποκ. 2:10, 12:3) και εδώ συμβολίζει, όλες τις πολιτικές δυνάμεις που ξεπήδησαν από τη πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε μια «δεύτερη φάση» της ιστορίας του θηρίου, χωρίς να είναι ανάγκη να δεχθούμε ότι αυτές εμφανίσθηκαν ευθύς αμέσως μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά ότι οι ρίζες τους ανάγονται στην αρχαία Ρώμη.94 Αν τον πάρουμε κατά γράμμα, οι κριτικοί έχουν ν’ αντιμετωπίσουν την ίδια δυσκολία και να προσδιορίσουν ποια ήταν τα δέκα βασίλεια που ξεπήδησαν απ’ την ελληνική αυτοκρατορία, χωρίς να πούμε τίποτα βέβαια, για τον «λίθο», αφού τίποτα δεν συνέβηκε τότε, που να μπορεί ν’ ανταποκρίνεται σ’ αυτό το σημείο. Τα λόγια της προφητείας, δίνουν τα χαρακτηριστικά του τέταρτου θηρίου με τέτοιο τρόπο, ώστε λίγη αμφιβολία να μπορεί να υπάρξει ως προς την ταυτότητά του. Το θηρίο χαρακτηρίζεται για τη μοναδικότητά του: «Ήτο διάφορον πάντων των θηρίων των προ αυτού» (7:7, 19) για την κατακτητική του διάθεση-ιμπεριαλισμό. «Κατέτρωγε και κατεσύντριβε και κατεπάτει το υπόλοιπον με τους πόδας αυτού» (7:7, 19)· «ήτο καταπληκτικό και ισχυρό ως σίδηρος» (7:7, πρβλ. 2:40) και διακρίνεται για την τυραννική άσκηση της εξουσίας του «ως ο σίδηρος θέλει κατακόπτει και κατασυντρίβει» (2:40) και «θέλει καταφάγει πάσαν την γην και καταπατήσει αυτήν» (7:23). Τα χαρακτηριστικά αυτά ανταποκρίνονται με αλάνθαστο τρόπο στη μιλιταριστική, ιμπεριαλιστική, σιδηρόφρακτη, ρωμαϊκή αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένης και της σύγχρονης προέκτασής της αγγλοαμερικανικής δυαδικής παγκόσμιας δύναμης,95 που με την αποικιακή πολιτική της και τον ιμπεριαλισμό της, επιδιώκει παγκόσμια κυριαρχία, (πρβλ. τα δέκα κέρατα του θηρίου και το μικρό κέρας 7:20, 21).
Οι κριτικοί, δεν μπορούν ν’ αποφύγουν εκείνο που φοβούνται! Το προφητικό βλέμμα του προφήτη διασχίζοντας τον ορίζοντα, ξεπερνά κατά πολύ την ελληνιστική περίοδο και φθάνει στις «έσχατες ημέρες» των πολιτικών δυνάμεων, που υποχωρούν αναγκαστικά στη δυναμική δράση του «λίθου» και του «υιού του ανθρώπου»!96
Στο 8ο κεφάλαιο του βιβλίου, συμβολικά παρουσιάζεται ένας δικέρατος κριός ο οποίος δέχθηκε επίθεση από έναν μονοκέρατο τράγο, που ήλθε από τη Δύση με αποτέλεσμα ο κριός να συντρίβει και ο μονοκέρατος τράγος να «μεγαλυνθεί σφόδρα»· το μεγάλο κέρατο του τράγου έσπασε στη συνέχεια και αντ’ αυτού βγήκαν τέσσερα μικρότερα «περίβλεπτα προς τους τέσσαρας ανέμους του ουρανού» (8:3, 5, 7, 8).
Ο άγγελος Γαβριήλ, δίνει την ερμηνεία στον έκπληκτο Δανιήλ, εξηγώντας ότι, ο κριός συμβολίζει τη μηδοπερσική αυτοκρατορία και ο μονοκέρατος τράγος την ελληνική αυτοκρατορία με τον Μ. Αλέξανδρο—το κέρας το μέγα είναι ο πρώτος βασιλιάς(8:20, 21). Τα τέσσερα μικρότερα που «ανέβηκαν αντ’ αυτού» σύμφωνα με την ερμηνεία του αγγέλου, είναι τέσσερα βασίλεια που θα εγείρονταν απ’ το ίδιο έθνος «πλην ουχί κατά την δύναμιν αυτού». Εδώ σαφώς αναφέρονται τα τέσσερα βασίλεια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου μετά από την μάχη της Ιψού το 301 π.Χ., δηλαδή της Αιγύπτου με τη δυναστεία των Πτολεμαίων, της Συρίας και Μεσοποταμίας με τους Σελευκίδες, της Θράκης και Μ. Άσίας με τον Λυσίμαχο και τους διαδόχους του και της Ελλάδας με τον Κάσσανδρο.
Σ’ άλλο σημείο της προφητείας του (11:3, 4) ο άγγελος διευκρινίζει ότι το βασίλειο του Αλεξάνδρου θα διαιρούνταν στους τέσσερις ανέμους του ουρανού «πλην ουχί εις τους απογόνους αυτού ουδέ κατά την εξουσία αυτού». Η ιστορία επαλήθευσε την προφητεία μετά από 200 χρόνια περίπου, με καταπληκτικό τρόπο, διότι όπως είναι γνωστόν κανένας από τους δύο γιους του Αλέξανδρου, ο Αλέξανδρος ο Λάγου από την Ρωξάνη και ο εξώγαμος Ηρακλής, που απέκτησε από κάποια Βαρσίνη, δεν έγιναν διάδοχοί του στην αχανή αυτοκρατορία του εφόσον σε σύντομο χρονικό διάστημα δολοφονήθηκαν, και οι στρατηγοί του δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την εξουσία, το μεγαλείο και την αίγλη της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου.
Σχολιάζοντας την εκπλήρωση αυτής της προφητείας, ο ιστορικός Charles Rollin γράφει: «Αυτές οι προφητείες του Δανιήλ πραγματοποιήθηκαν πλήρως… Μπορεί οτιδήποτε να είναι πιο θαυμαστό, πιο θείο από μια σειρά προφητειών, που είναι όλες τόσο σαφείς, τόσο ακριβείς και τόσο εμπεριστατωμένες, που φθάνουν στο σημείο να τονίσουν, ότι ένας άρχοντας θα πέθαινε χωρίς ν’ αφήσει κανένα διάδοχο από την ίδια την οικογένειά του και ότι τέσσερις από τους στρατηγούς του θα διανείμουν την αυτοκρατορία του μεταξύ τους; Μπορεί κανένας θετικά ν’ αποδώσει στην τύχη, ή στις ανθρώπινες προβλέψεις, τόσο πολλές περιστατικές προφητείες, που στην εποχή που αναγγέλθηκαν ήταν τόσο μακριά από οποιαδήποτε πιθανότητα; Και μπορούμε καταφανώς να μη ανακαλύψουμε σ’ αυτά τον χαρακτήρα και τα ίχνη της θεότητας;».97
Τα προφητικά λόγια του άγγελου Γαβριήλ που τα γνωστοποίησε στον Δανιήλ, φθάνουν στο αποκορύφωμα στο 11ο κεφάλαιο, περιγράφοντας (εδάφια 5–19) με «ιστορική ακρίβεια», τον ανταγωνισμό της δυναστείας των Πτολεμαίων (βασιλιάς του νότου) και της δυναστείας των Σελευκιδών (βασιλιάς του Βορρά), ανάμεσα στα έτη 323–190 π.Χ.· ο βασιλιάς του νότου (εδ. 5) είναι η Βερενίκη κόρη του Πτολεμαίου του 2ου και ο βλαστός των ριζών της (εδ. 7) ο Πτολεμαίος ο 3ος! Από τα εδάφια 35 και επόμενα, το βλέμμα του προφήτη έγγίζει επεισόδια, που εξελίσσονται μεταξύ του «άρχοντος του βορρά» και του «άρχοντος του νότου» φθάνοντας μέχρι την εποχή μας. (πρβλ. την έκφραση «έσχατος καιρός» στα εδ. 35, 40 και 12:4· πρβλ. επίσης την μεγάλη θλίψη του 12:1 με το Ματθ. 24:21 καθώς και την έγερση του Μιχαήλ, 12:1 με Αποκ. 12:7 κ.λπ.98
Στο 9ο κεφάλαιο του βιβλίου προβάλλει η περίφημη χριστολογική προφητεία, γνωστή ως προφητεία των «εβδομήκοντα εβδομάδων», που με εκπληκτικό τρόπο καθορίζει το έτος ελεύσεως-δημόσιας εμφάνισης του Χριστού του ηγουμένου (Μεσίαχ Ναγκίντ). Λόγω της σημασίας της, θα ασχοληθούμε μ’ αυτήν λίγο εκτενέστερα σε σχέση με τις άλλες. Η προφητεία είναι μια από τις σπουδαιότερες προφητείες, που αφορούν το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· αναφέρεται ακόμη και στο θυσιαστικό του θάνατο, προσδιορίζοντας και αυτό το έτος του θανάτου του και έτσι χρησίμευσε σαν σημείο αναγνώρισης της ταυτότητας του Μεσσία (πρβλ. Λουκ. 3:15).
Η προφητεία δόθηκε στο Δανιήλ γύρω στο 539 π.Χ. δια του αγγέλου Γαβριήλ και ενώ ακόμη η Ιερουσαλήμ και ο ναός της, βρίσκονταν σ’ ερείπια. Ο άγγελος πληροφόρησε τον προφήτη, ότι από τότε που θα εκδίδονταν διάταγμα (προσταγή) ανοικοδομήσεως της Ιερουσαλήμ, θα άρχιζε μια ιδιαίτερη χρονική περίοδος για τον Ισραήλ, στην διάρκεια της οποίας, θα ανεγείρονταν η πόλη και το τείχος, θα εξαλείφονταν η αμαρτία, θα εισάγονταν δικαιοσύνη αιώνια και θα χρίονταν ο «άγιος των αγίων» (εδ. 24).
Αν και προστάγματα εκδόθηκαν και από τον Κύρο, το 537 π.Χ. και από τον Δαρείο 1ο τον Υστάσπου, (Εσδρας 1:1 επ. και 6:11, 12), αυτά αφορούσαν την επιστροφή, και ανοικοδόμηση του ναού της Ιερουσαλήμ και όχι την ανοικοδόμηση της ίδιας της Ιερουσαλήμ και των τειχών της. Μόνο το διάταγμα που εκδόθηκε απ’ τον Αρταξέρξη τον Μακρόχειρα, το 20ό έτος της βασιλείας του, δηλαδή το έτος 455 π.Χ. (Νεεμίας 1:1, 2:1, επ.) ήταν εκείνο που πραγματικά επέτρεψε την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ και των τειχών της.99 Το έτος αυτό λοιπόν, μπορεί να ληφθεί ως αφετηρία για τη μέτρηση των 70 εβδομάδων, που είναι εβδομάδες ετών και όχι ήμερων, διότι η εβραϊκή λέξη σαβουΐμ που μεταφράζεται εδώ εβδομάδα, σημαίνει εβδομάδα ετών και όχι ημερών, όπως θα συνέβαινε αν επρόκειτο για απλή εβδομάδα, που εβραϊκά αποδίδεται με τη λέξη σαβουώθ.100 Μετρώντας λοιπόν, σύμφωνα με την προφητεία, 69 εβδομάδες, ή 483 έτη (εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο) από το 455 φθάνουμε στο έτος 29 μ.Χ., που είναι το έτος της δημόσιας εμφάνισης του Ιησού ως Χριστού-Μεσσία και συμπίπτει με το 15ο έτος της βασιλείας του Τιβερίου Καίσαρα (Λουκ. 3:1 επ.) την άνοιξη του οποίου, εμφανίσθηκε ο κατά έξι μήνες μεγαλύτερος του Ιησού Ιωάννης ο Πρόδρομος ή Βαπτιστής, στο δημόσιο προσκήνιο.101
Η τελευταία εβδομάδα στο «ήμισυ» της οποίας θα έπαυε η θυσία και η προσφορά του Μωσαϊκού νόμου, διότι θα ήταν χωρίς κύρος μετά τον θάνατο του Ιησού, (Γαλ. 2:16, 3:24, 25, Κολ. 2:4) υπολογίζεται από το 29 μ.Χ. μέχρι το 36 μ.Χ. στο μισό της οποίας ο Μεσσίας θα εκόπτετο «πλην ουχί δι’ εαυτόν». Πράγματι, το έτος 33 μ.Χ. θανατώθηκε ο Ιησούς θυσιαστικά για όλο το ανθρώπινο γένος.102 Μέχρι το 36 μ.Χ. έλαβε χώρα και το χρίσμα του «αγίου των αγίων» που είναι ο Ιησούς με την εκκλησία των κεχρισμένων του, (πρβλ. Πραξ. 10:38, Εφεσ. 2:20–22) και εισήχθη η δικαιοσύνη η αιώνια (Ρωμ. 3:21–25). Η προφητεία, σημειώνει επίσης, ότι θα έρχονταν κατά της Ιερουσαλήμ ο λαός κάποιου ηγουμένου, ο οποίος «μετά κατακλυσμού» θα αφάνιζε την πόλη και το «αγιαστήριο», στήνοντας το βδέλυγμα της ερημώσεως, πράγμα που έγινε όταν οι σιδερόφραχτες ρωμαϊκές λεγεώνες, πολιόρκησαν κατ’ αρχάς με τον Κέστιο Γάλλο το 66 μ.Χ. την Ιερουσαλήμ (Ματθ. 24:15, Μάρκ. 13:14, Λουκ. 19:42–44 και 21) και αργότερα το 70 μ.Χ. υπό τον Τίτο γιο του Βεσπασιανού, κατέστρεψαν το ναό και την πόλη, σφάζοντας κατά τον Ιώσηπο 1.000.000 Ιουδαίους.103 Ο οποιοσδήποτε, μπορεί να διακρίνει την καταπληκτική, πράγματι, έκπλήρωση της προφητείας, που μόνο μια υπερφυσική προέλευση μπορεί να εξηγήσει την δύναμή της!
Μια τέτοια συγκλονιστική προφητεία, ήταν επόμενο να καταθορυβήσει τους άπιστους και αρνητές κριτικούς, οι όποιοι διαστρέφοντας τα λόγια της και τα νοήματά της, υποστήριξαν ότι οι εβδομήντα εβδομάδες τερμάτιζαν στους μακκαβαϊκούς χρόνους, διότι αλλιώς η όλη θεωρία τους κονιορτοποιείται, αφού η προφητεία εκπληρώθηκε δύο ολόκληρους αιώνες, μετά από τον υποτιθέμενο κατ’ αυτούς χρόνο συγγραφής του βιβλίου. Σύμφωνα λοιπόν, με τους θαυμάσιους αυτούς ανθρώπους, που ένω βέβαια διαφωνούν μεταξύ τους σε πολλά σημεία, όλοι τους όμως συμφωνούν… ότι η προφητεία πρέπει να μην έχει χριστολογική έννοια και εκπλήρωση, ο Χριστός ο ηγούμενος του εδαφίου 25, είναι ο βασιλιάς Κύρος που στον Ησαΐα 45:1 χαρακτηρίζεται από τον Θεό ως «Χριστός»· από το 537, έτος εκδόσεως διατάγματος του Κύρου, η πόλη ανοικοδομήθηκε, και μετά από τα 434 χρόνια ή 62 εβδομάδες εμφανίσθηκε ο «Χριστός», δηλαδή Κεχρισμένος αρχιερέας Ονίας ο 3ος104 και στην τελευταία εβδομάδα ετών, έγινε η βεβήλωση και ερήμωση της Ιερουσαλήμ από τον Αντίοχο τον Επιφανή το 167 π.Χ., που είναι και το βδέλυγμα της ερημώσεως.
Αλλά το ότι «η εφαρμογή» αυτή, που είναι ερμηνεία και κατασκευή για να ταιριάζει στην όλη κριτική θεωρία, είναι φανερή διαστροφή των νοημάτων, με προκρούστειες μάλιστα μεθόδους, φαίνεται από το γεγονός, ότι, ενώ η προφητεία ομιλεί για καταστροφή και αφανισμό της πόλης και του ναού, ο Αντίοχος έκανε μόνο βεβήλωση και όχι καταστροφή και δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτός το βδέλυγμα της ερημώσεως (των ερημώσεων Ο΄—εβραϊκά shomem) γιατί αφ’ ενός μεν, δεν κατέστρεφε την πόλη ούτε την ερήμωσε, αφ’ ετέρου δε, διότι ο Ιησούς με τα λόγια του έδειξε, ότι το βδέλυγμα ήταν κάτι το μελλοντικό που εκπληρώθηκε όπως είδαμε με την επέλευση των Ρωμαϊκών λεγεώνων κατά της Ιερουσαλήμ.105 Αν πάλι αφαιρέσουμε από το έτος 537 π.Χ., στο όποιο ο Κύρος εξέδωσε το διάταγμα, τις 62 εβδομάδες ή 434 έτη, φθάνουμε στο 102 π.Χ. που θα έπρεπε να συμβεί ο θάνατος του Ονία, ενώ αυτός έλαβε χώραν το 171 π.Χ., με μια διαφορά δηλαδή, 10 εβδομάδων ετών! Η προφητεία μιλάει επίσης, για την κατάπαυση της θυσίας (αιματηρή) και της προσφοράς (αναίμακτη θυσία) του Μωσαϊκού νόμου, ότι θα ετίθετο τέρμα στην παράβαση, ότι θα λάβει τέλος η αμαρτία κατά των διατάξεων του Μωσαϊκού Νόμου, ότι θα εκπληρώνονταν η όραση και η προφητεία και θα εισήγετο δικαιοσύνη αιώνια (εδ. 24, Βίβλος της Ιερουσαλήμ, JB), Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγιναν στην μακκαβαϊκή εποχή, αλλά όλα αυτά έλαβαν χώρα με την έλευση του αναμενόμενου Μεσαία Ιησού Χριστού. Τέλος κανείς ατελής άνθρωπος, ούτε ο Κύρος ο Πέρσης, ούτε ο Ονίας ο 3ος θα μπορούσε να διεκδικήσει τον χαρακτηρισμό «άγιος των αγίων» όπως λέγει η προφητεία (εβραϊκά godesh gadashim)· η έκφραση εκδηλώνει υπερθετικό βαθμό (πρβλ. Άσμα Ασμάτων και βασιλεύς βασιλέων κ.λπ.) και σημαίνει πολύ άγιος, αγιότατος. Μόνον η χριστιανική εκκλησία της οποίας κεφαλή και θεμέλιος λίθος είναι ο ουράνιος «υιός του ανθρώπου» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί δικαίως ως «άγιος των αγίων». Είναι «ήλιου φαεινότερον» ότι η προφητεία του Δανιήλ είναι χριστολογική—μια από τις 332 προφητείες των Εβραϊκών Γραφών, που βρήκαν την κυριολεκτική τους εκπλήρωση στον υποσχεμένο Μεσσία Ιησού Χριστό106 και μόνο προκατειλημμένοι πείσμωνες, μπορούν ν’ αρνούνται τη σημασία και τη θεία προέλευσή της.
Επίλογος
Η εκπλήρωση των προφητικών λόγων του Δανιήλ, εκατονταετηρίδες μετά από την μακκαβαϊκή εποχή, αποτελεί μια περίτρανη απόδειξη της υπερφυσικής, θείας προέλευσης του βιβλίου. Οι προφητείες του Δανιήλ στέκονται αδιάψευστοι μάρτυρες του γεγονότος, ότι «υπάρχει Θεός εν ουρανοίς, ο οποίος αποκαλύπτει μυστήρια και κάμνει γνωστόν… τι μέλλει γενέσθαι εν ταις εσχάταις ημέραις» (2:28) και ο οποίος «αναγγέλει απ’ αρχής το τέλος και από πρότερον τα μη γεγονότα» (Ησ. 46:10). Τα προφητικά λόγια του Δανιήλ, υψώνονται σαν χαλύβδινο τείχος, πάνω στο όποιο, συντρίβονται τα αφρίζοντα κύματα του ορθολογισμού, του αγνωστικισμού και της απιστίας!
Βέβαια, υπάρχουν μερικά σημεία στις προφητείες του βιβλίου, που δεν είναι τόσο σαφή και ίσως δεν έχουν κατανοηθεί πλήρως μέχρι σήμερα. Τα προφητικά λόγια, λυγίζουν κάτω από το βάρος των θείων μηνυμάτων και περικλείουν βάθος, που για να εξερευνηθεί, έχουν ανάγκη «Δηλίου κολυμβητού» για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση ενός αρχαίου σοφού και μόνον ο χρόνος θα μας οδηγήσει στην αλάθητη, ολοκληρωμένη εκπόρθηση των θείων προρρήσεων. Αλλ’ αυτό, δεν πρέπει να μας παραξενεύει, ούτε να μας απογοητεύει, γιατί ούτε ο ίδιος ο Δανιήλ κατανοούσε όλα όσα είδε και κατέγραφε, και ο άγγελος που ερμήνευσε τα οράματα στον Δανιήλ τον προειδοποίησε: «Ύπαγε Δανιήλ διότι οι λόγοι είναι κεκλεισμένοι και εσφραγισμένοι, έως του εσχάτου καιρού… και ουδείς των ασεβών θέλει νοήσει, αλλ’ οι συνετοί θέλουσι νοήσει» (12:9, 10).
Τα λόγια του αγγέλου επαληθεύθηκαν πλήρως, διότι μόνον οι απροκατάληπτοι, υπομονετικοί «συνετοί» μπόρεσαν να διεισδύσουν στα υπέροχα προφητικά μηνύματα του βιβλίου, σπάζοντας το κέλυφος «του γράμματος», ενώ οι ασεβείς και υψηλόφρονες κριτικοί της Βίβλου, δεν εννόησαν, ούτε ποτέ θα εννοήσουν αν δεν αποβάλλουν την προκατάληψη και την υπερηφάνεια.
Η θεωρία των κριτικών για το βιβλίο του Δανιήλ, μετά από λεπτομερή έρευνα… ζυγίστηκε στην πλάστιγγα και «ευρέθη ελλιπής», όπως ο αλαζών βασιλιάς Βαλτάσαρ, (5:27), ο οποίος τόλμησε να βεβηλώσει τα ιερά σκεύη του ναού στη διάρκεια του συμποσίου του. Και ο Παντοκράτωρ Θεός, ο οποίος ενήργησε στο παρελθόν σαν δίκαιος κριτής—σύμφωνα με το όνομα του προφήτη, που σημαίνει ο Θεός είναι κριτής—έτσι ώστε, ο Δανιήλ να διαφυλαχθεί απ’ το στόμα των λεόντων, όταν ρίχτηκε στο λάκκο τους εξαιτίας της πλεκτάνης των εχθρών του, έκαμε ώστε να υπάρχει πλήθος από στοιχεία και μαρτυρίες, βιβλικές και εξωβιβλικές, που να αποδεικνύουν την γνησιότητα, αυθεντικότητα και θεία προέλευση του βιβλίου, με αποτέλεσμα ο Δανιήλ ν’ απελευθερωθεί και πάλι από τον λάκκο που έσκαψαν γ’ αυτόν οι κριτικοί του, και να πέσουν μέσα σ’ αυτόν οι ίδιοι…
1 Συνοπτική παράθεση των επιχειρημάτων των κριτικών μπορεί ο αναγνώστης να βρει στο βιβλίο του Κ. Φριλίγγου, Κοέλεθ, (Αθήνα, 1951), σελ. 136137.
2 Ερνέστου Ρενάν: Ο Βίος του Ιησού (έκδ. Αναγνωστίδη), σελ. 49.
3 Γιάννη Κορδάτου: Η Παλαιά Διαθήκη στο φως της κριτικής (έκδ. Μπουκουμάνη, 1973), σελ. 276.
4 Erich Fromm: Και ως Θεοί έσεσθε (έκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1977), σελ. 147, 148.
5 Βλ. J. Zumbiehl: Das Buch Daniel und die Geschichte (Strassburg, 1907) σελ. 162, και M. F. Unger: Daniel, στο Unger’ s Bible Dictionary (Moody) σελ. 238.
6 E. L. Sukenik, Ancient Synagogues in Palestine and Greece, (1934) σελ. 30.
7 Πρβλ. E. J. Young: Daniel, Introduction, στο The New Bible Commentary Revised, edition, by D. Guthrie, σελ. 688. Σωστά παρατηρήθηκε ότι στο βιβλίο του Δανιήλ δεν βρίσκεται η στερεότυπη φράση των Εβραίων προφητών «oύτω λέγει Κύριος». Είναι πιθανόν, σημειώνει ο παλαιοδιαθηκολόγος καθηγητής N. H. Ridderbos αρχικά το βιβλίο του Δανιήλ να είχε καταταγεί στη κατηγορία των Προφητών όπως φαίνεται απ’ τη μαρτυρία του Ιώσηπου και αργότερα λόγω του sui generis χαρακτήρα του βιβλίου που το κάνει να διαφέρει απ’ τα άλλα βιβλία των προφητών, να συγκαταλέχθηκε ανάμεσα στα Αγιόγραφα. Βλ. άρθ. Canon of the Old Testemant στο NBD σελ. 194.
8 The International Standard Bible Encyclopaedia, τόμ. II, σελ. 785 και Π. Μπρατσιώτου: Εισαγωγή εις την Παλαιά Διαθήκην, σελ. 432.
9 Πρβλ. Κ. Α. Kitchen: The Aramaic of Daniel, στο Notes on some Problems in the Book of Daniel, 1965.
10 J. C. Whitcomb Jr.: Daniel στο New Bible Dictionary, ed. by J. D. Douglas, 1962, σελ. 292.
11 H. M. Morris: The Bible and Modern Science (Chicago, 1968), σελ. 99.
12 S. R. Driver: Introduction to the Literature of the Old Testament, σελ. 508.
13 W. F. Albright: From the stone Age to Christianity, 1957, σελ. 337.
14 A. R. Millard: Bibel und Archaologie, 1980, σελ. 37.
15 H. M. Morris: όπ. π. σελ. 99.
16 Πρβλ. E. J. Young: Daniel όπ. π. σελ. 691. Εχει υποστηριχθεί επίσης η άποψη, ότι σ’ ένα από τα πρώτα στάδια μεταβίβασης του κειμένου ένα αραμαϊκό κείμενο χρησιμοποιήθηκε για ν’ αντικαταστήσει ένα παρεφθαρμένο τμήμα της εβραϊκής, που δεν μπορούσε ν’ αναγνωσθεί.
17 βλ. J. Finegan: Light from the ancient past, (1959), σελ. 228. πρβλ. και J. B. Pritchard: The Ancient Near East, An Anthology of texts and pictures, 1958, σελ. 203. Επίσης S. Smith: Babylonian Historical Texts (1924), σελ. 88.
18 R. D. Wilson: The use of the World King, σελ. 117, 122. R. D. Dougherty: Nabonidus and Balshazzar (New Hayen 1929) σελ. 59, 194, 199. πρβλ. επίσης M. F. Unger: Introductory Guide to the Old Testament (Grand Rapids, 1951) σελ. 398. Σύμφωνα με τον καθηγητή Dougherty, ο Ναβόννιδος νυμφεύθηκε μια θυγατέρα του Ναβουχοδονόσορ, ονόματι Νίτωκρις που που ήταν θυγατέρα της ομώνυμης Αιγύπτιας συζύγου του. Βλ. και G. R. Tabouis: Nebuchadnezzar, (1931) σελ. 96 επ., και Ηροδότου ιστοριών I 184, 185. Από τον Ιερεμία 52:31 και 2 Βασ. 25:27 εξάλλου, πληροφορούμαστε την ύπαρξη του Εβίλ Μερωδάχ που υπήρξε γιος και διάδοχος του Ναβουχοδονόσορ στο θρόνο.
19 Ηροδότου ιστοριών Ι, 181, 183, 171.
20 Η αραμαϊκή λέξη ίνταν (iddan) που μεταφράζεται ως καιρός σύμφωνα με τους λεξικογράφους σημαίνει έτος. Βλ. Brown, Driver and Briggs: A Hebrew and English Lexicon of the old Testament, σελ. 105 και Koehler and Baumgartner: Lexicon in Veteris testamenti Libros, σελ. 1106. Επίσης ο Ιώσηπος αποδίδει τη λέξη καιρός, ως έτος (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία ;;; Χ 10, 6). Εξάλλου απ’ τη σύγκριση του Δαν. 11:25 με Αποκ. 11:2, 3, 12:14, 13:15, προκύπτει και πάλι ότι ο καιρός συμπίπτει με έτος.
21 Ευσεβίου: Ευαγγελική προπαρασκευή IX 41, ΒΕΠ τόμος 25ος και Ιωσήπου Κατ’ Απίωνος I 20· ο Ιώσηπος αναφέρει τον Βηρωσό ο οποίος μνημονεύει το γεγονός της ασθένειας του Ναβουχοδονόσορ, εξαιτίας της οποίας «μετέβαλε ζωή».
22 Στο σπήλαιο IV του Qumran ανακαλύφθηκε ένα τμήμα γνωστό ως προσευχή του Ναβοννίδου, όπου αναφέρεται ότι ο Ναβόννιδος επί επτά έτη είχε προσβληθεί από κάποια κακοήθη ασθένεια. Αυτή η αφήγηση σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, κατά πάσα πιθανότητα αντανακλά την αφήγηση της αρρώστιας του Ναβουχοδονόσορ στο 4o κεφάλαιο του βιβλίου του Δανιήλ και από κάποιο λάθος αντιγραφικό ή από άγνοια του συντάκτη της προσευχής αναγράφηκε το όνομα του Ναβοννίδη αντί του Ναβουχοδονόσορ. Η έκδοση και συμπλήρωση του χειρογράφου έγινε από τον J. T. Milik: Prière de Nabonide, Revue Biblique, 1956, σελ. 407 και έπ.
23 R. Koldewey: Das wieder estehende Babylon (1925) σελ. 81. H. Rimmer: Dead Men tell Tales (1946) σελ. 325, 327. Ένας ασσυριακός κύλινδρος αναφέρει ότι δύο που είχαν υποπέσει στο αδίκημα της βλασφημίας κατ’ αρχάς τιμωρήθηκαν με την ποινή της αποκοπής της γλώσσας τους και μετά ρίχτηκαν σε κάμινο.
24 (20) Η. Rimmer: όπ. π.
25 Β. Meissner: Babylonien und Assyrien, τόμ. I, σελ. 73 επ.
26 (22) D. J. Wiseman, στο Notes on some problems in the Book of Daniel (1965) σελ. 1618.
27 Harper’ s Bible Dictionary (1952), σελ. 306, ed. M. S. and L. L. Miller.
28 Η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στα εδάφια Δαν. 1:1 και 2:1 αίρεται με την παραδοχή του ότι το Δαν. 2 αρχικά είχε όχι 2ο έτος αλλά 12ο (Biblia Hebraica του Rudolf Kittel, 1954, υποσημείωση) ή ότι αναφέρεται ως 2ο έτος από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.
29 W. F. Albright: άρθρο στη New York Times, 7/12/1958.
30 J. C. Whitcomb: Darius the Mede (Grand Rapids), 1959.
31 D. J. Wiseman: όπ. π. και D. J. Wiseman και E. Yamauchi: Archaeology and the Bible (1980), σελ. 54. Ο καθηγητής Wiseman το εδ. Δαν. 6:28 όπου αναφέρεται ότι «ο Δανιήλ ευημέρησε στη βασιλεία του Δαρείου και βασιλεία του Κύρου του Πέρση», το αποδίδει ως «ο Δανιήλ ευημέρησε στη βασιλεία του Δαρείου, δηλαδή τη βασιλεία του Κύρου».
32 D. J. Wiseman; Darius the Mede στο J. Douglas ed., The NBD, 1962, σελ. 293. Τέτοια χαρακτηριστικά αξιοπιστίας μπορούν να θεωρηθούν το ότι ο Δαρείος ο Μήδος διαίρεσε το κράτος σε 120 σατραπείες, (πρβλ. Εσθήρ 1:1, 28:9 και Ηρόδοτο III 89, 94 όπου αναφέρεται ότι ο Δαρείος ο 1ος διαίρεσε την αυτοκρατορία σε 20 σατραπείες) καθώς και η σφράγιση θύρας ή λίθου με τη βασιλική σφραγίδα που ήταν περσική συνήθεια (Ηροδότου III 128)· επίσης η συνήθεια της στάσης του προσευχομένου προς την Ιερουσαλήμ τρεις φορές τη μέρα μαρτυρείται στο 1 Βασ. 8:35 και Ψαλμ. 5:7, 28:2, 551:7.
33 J. D. Davis H. Gehman: The Westminster Dictionary of the Bible (London and New York, 1944), σελ. 130.
34 J. C. Whitcomb: Daniel, όπ. π. σελ. 291 και R. D. Wilson: Studies in the Book of Daniel (1917) σελ. 149.
35 Για τα χαρακτηριστικά της αποκαλυπτικής φιλολογίας βλέπε μεταξύ άλλων και G. E. Ladd, Apocalyptic, στο NBD, σελ. 43 όπου και σχετική βιβλιογραφία.
36 Κ. Α. Kitchen: The Bible in its World (1977), σελ. 152, υποσημ. 40.
37 Η έκφραση «Υιός του ανθρώπου» αναφέρεται πάνω από τριάντα φορές στο Ματθαίο, γύρω στις τριάντα φορές στο Λουκά και πάνω από δέκα στο Μάρκο και Ιωάννη. Πρβλ. Robert Morgenthaler: Statistik des Neutestamentlichen Wortschatzes (Fankfurt 1958).
38 Fritz Rienecker (5 Aufl) άρθρο Daniel, Lexicon zur Bibel. «Αν και μερικοί κριτικοί αμφισβήτησαν και τη γνησιότητα της Αποκάλυψης του Ιωάννου, η αυθεντικότητα και η γνησιότητα του βιβλίου είναι αναμφισβήτητη, διότι υποστηρίζεται από τους πρώτους απολογητές και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα, όπως Παπία, Ιουστίνο, Ειρηναίο, Κλήμη Αλεξανδρείας, Τερτυλλιανό Ωριγένη κ.ά. «Σχεδόν κανένα άλλο βιβλίο της Καινής Διαθήκης δεν έχει βεβαιωθεί τόσο καλά τον 2ο αιώνα». Hastings: Dictionary of the Bible, 1902, τόμος IV σελ. 240.
39 Κλήμης Ρώμης: Προς Α΄ Κορινθίους, 34, 6, 44, 6, 7.
40 Ιουστίνου: Διάλογος με τον Τρύφωνα, παρ. 31 και 1η Απολογία, παρ. 51 ΒΕΠ τόμος 3ος.
41 Κλήμης Αλεξάνδρειας: Στρωμματεις Α», IV, XXI, ΒΕΠ.
42 Ειρηναίου: Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, XIX, 2.
43 Αυγουστίνος: De Civitatae Dei, βιβλίο 18ο κεφ. 34, μετάφραση Α. Δαλέζιου.
44 Ιππολύτου: Είς τον Δανιήλ, ΒΕΠ τόμος 6ος, σελ. 25–110.
45 Ιερωνύμου : Commentatoriorum in Danielem Prophetam P. G. Migne, τομ. 25ος.
46 Χρυσόστομος, P. G. Migne τόμος 56.
47 Το έργο του Θεοδώρου Μοψουεστίας που μεταφράσθηκε στη συριακή γλώσσα, χάθηκε και είναι γνωστό απ’ άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
48 Του Πολυχρονίου το υπόμνημα διαφυλάχθηκε σε αποσπάσματα.
49 Θεοδώρητου: Υπόμνημα εις τaς οράσεις του προφήτου Δανιήλ, P. G Migne. τόμος 81ος.
50 Εφραίμ του Σύρου: Expositio in Daniel.
51 Εχει υπολογισθεί ότι από τις 3.600.000 λέξεις που έγραφε ο Νεύτων, μόνο 1.000.000 αφιερώθηκε στις θετικές επιστήμες, ενώ 1.400.000 χρησιμοποιήθηκαν για ανάπτυξη θρησκευτικών θεμάτων, βλ. H. W. Turnbull: The Correspondence of Isaac Newton, 1961, τομ. I, σελ. 17.
52 Isaak Newton: Observations upon the Prophecies of Daniel and the Apocalypse of St. John, (1732).
53 Για τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης βλ. E. Kautzsch: Die Apokryphen und Pseudepigraphen des Alten Testaments, 1900 και R. H. Charles: The Apocrypha and Pseudepigrapha in English, 1913· επίσης Σάββα Αγουρίδη: Τα απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης, τόμος Α, (Αθήναι 1974).
54 Ιώσηπου, Κατ’ Απίωνος 1, VIII 38. Ο Ιερώνυμος στον Prologus Galeatus της Βουλγάτας του, συμφωνεί με τον Ιώσηπο γράφοντας: «Υπάρχουν 22 βιβλία (κανονικά)… οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτά πρέπει να ενταχθεί στα απόκρυφα». Και ο Ωριγένης, όπως μαρτυρεί ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική ιστορία VI 25), συμφωνεί στην αρίθμηση των 22 κανονικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης· πρβλ. C. E. Stowe: Origin and History of the Books of the Bible, (1868) σελ. 580, 581.
55 J. P. Free: Archaeology and Bible History, 1976, σελ. 255, 256. Πρβλ. και W. Green: General Introduction to the old Testament, 1898, σελ. 37, 38. Συνοπτική παράθεση των απόψεων των κριτικών πάνω στο ζήτημα της διαμόρφωσης του κανόνα των Εβραϊκών Γραφών και αναίρεσή τους, ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο Unger’ s Bible Dictionary, σελ. 174 και επ.
56 Πρβλ. Hasting’s Dictionary of the Bible, άρθρο Daniel, σελ. 552 και N. H. Ridderbos, Canon of the Old Testament, στο N. B. D., ;;; σελ. 188, 189.
57 Ιώσηπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία ;;; X 266, 267 και 181 επ. Ο Ιώσηπος αναφέρεται στη συγγραφική ιδιότητα του Δανιήλ με τα λόγια: «Κατέλιπεν δεν γράψας (ο Δανιήλ), όθεν ημίν αληθές το της προφητείας αυτού ακριβές και απαράλλακτον εποίησε δήλον» (X, 269).
58 Ιώσηπου όπ. π. XI βιβλίο 8, 5. «Δειχθείσης δ’ αυτό της Δανιήλου Βίβλου εν η τινά των Ελλήνων καταλύσειν των Περσών αρχήν εδήλου, νομίσας αυτός είναι ο σημαινόμενος τότε μεν ησθείς απέλυσε το πλήθος…»
59 Αρριανού: Αλεξάνδρου Ανάβασις 2:25. Πρβλ. και Εκαταίον τον όποιον μνημονεύει ο Ιώσηπος (Κατ’ Απίωνος 11, 43).
60 Ιώσηπου Κατ’ Απίωνος ;;; Ι, VIΙΙ 38 επ.
61 J. P. Free: Archaeology and Bible History (1976), σελ. 229. Στο χειρόγραφο του βιβλίου του Δανιήλ που βρέθηκε στο σπήλαιο του Qumran το κεφ. 3:22–24 είναι όπως το μασοριτικό, πράγμα, που δείχνει ότι το χειρόγραφο δεν περιείχε το δευτεροκανονικό-απόκρυφο τμήμα του κεφ. 3:25–90 που υπάρχει σήμερα στο κείμενο των Ο΄.
62 W. S. Lasor: Amazing Dead Sea Scrolls (1956), σελ. 42–44.
63 Σήμερα η μετάφραση των Ο΄ περιλαμβάνει και τις τρεις απόκρυφες προσθήκες, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν τις περιείχε ευθύς εξαρχής. Αυτές πρέπει να προστέθηκαν αργότερα σ’ αντίγραφα της μετάφρασης των Ο΄ γιατί γράφηκαν αρχικά στην Αραμαϊκή γύρω στο 100 π.Χ. και αργότερα μεταφράστηκαν στην Ελληνική. Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι πολύ νωρίς η μετάφραση των Ο΄ του βιβλίου του Δανιήλ, λόγω των αποκλίσεών της από το εβραϊκό κείμενο εκτοπίσθηκε και αντικαταστάθηκε από τη μετάφραση του Θεοδοτίωνα του 2ου μ.Χ. αιώνα, όπως παρατήρησε και ο Ιερώνυμος. Βλ. F. G. Kenyon, Our Bible and the Ancient Manuscripts, 3rd ed. σελ. 53.
64 Ernest Renan, όπ. π., σελ. 49.
65 Ηροδότου Ιστορία, πρώτη 107. Πρβλ. και Μ. Jastrow: The Religion of Babylonians and Assyrians, τομ. II, κεφ. 19.
66 Πλινίου: Naturalis Historia, VI, 30, 121 επ.
67 Ηροδότου Ιστορία, πέμπτη 18· Κλαυδίου Αιλιανού, Ποικίλην Ιστορίαν XII, 1. Βλ. επίσης και Εσθήρ, κεφ. 1.
68 Αιλιανού, όπ. π. I, 32· επίσης G. Curtius, Historiae Alexandrus VI, 5.
69 A. Deissmann: Licht von Osten, 1909, σελ. 368 και Kaulen: Assyrien und Baylonien, 1899, σελ. 198.
70 A. R. Millard, όπ. π., σελ. 39. Το Σεδράχ προέρχεται από το βαβυλωνιακό Sadr-Ak=δούλος του Aku, το Μισάχ από το Mi-sa-Aku=ποιος είναι όπως ο Aku και το Αβδέ-νεγώ από το Aded-Nebo=ο δούλος του Νεβώ.
71 Διόδωρου Σικελιώτη: Βιβλιοθήκη Ιστορική, 17 30, 4 επ. Πρβλ. και Εσθήρ 1:19, 8:8.
72 Ηροδότου Ιστορία, τρίτη 118, 140.
73 Η πορφύρα σαν ένδυμα της αρχαιότητας και βασιλικό χρώμα (Δαν. 5:7) ήταν γνωστή στους Μήδους και Πέρσες (Εσθ. 8:15) αναφέρεται και από τον Ξενοφώντα: Κύρου Άνάβασις, 1:5, 8, Κύρου Παιδεία 1:3, 2. Η χρυσή άλυσσος (Μανιακής) ήταν γνωστή και στους Έλληνες συγγραφείς και διακριτικό των Περσών αξιωματούχων, Ηρόδ. III, 20.
74 R. D. Dougherty: όπ. π.· Jack Finegan, όπ. π. σελ. 228. Σύμφωνα μ’ ορισμένες ενδείξεις ο Ναβόννιδος έκανε συμβασιλέα του τον Βαλτάσαρ, στο τρίτο έτος της βασιλείας του.
75 Ηροδότου Ιστορία ;;; I, 188–191.
76 Ξενοφωντα, Κύρου Παιδεία ;;; 7, 5.
77 Βεροσσού, παρ’ Ιωσήπου κατ’ Απίωνος ;;; I, XX, 150.
78 Weissbach: Die Keilinschriften der Achnmeniden, Seit, 2–5. J. Finegan: όπ. π., σελ. 228 και Caiger: Bible and Spade, 1936, σελ. 177.
79 Πρβλ. R. ParkerW. Dubberstein: Babylonian Chronology 625 BC–75 AD, (1956) σελ. 14, § 1 και R. P. Dougherty, όπ. π. σελ. 167, 170, 171.
80 R. P. Dougherty, όπ. π. σελ. 200. Πρβλ. και J. Free, όπ. π. σελ. 235.
81 G. A. Barton: Archaeology and the Bible, (Philadelphia, 1937) σελ. 479.
82 R. Koldewey: Das wieder erstehende Babylon (1925) και J. Figenan: όπ. π. σελ. 224. Πρβλ. Ekhard Unger: Babylon the Holy city, according to the description of the Babylonians (1931).
83 Πρβλ. Ηροδότου Iστορία I, 178 έξ.
84 P. Η. Pfeiffer: Introduction to the old Testament, σελ. 795.
85 J. P. Free: όπ. π. σελ. 229. Πρβλ. και M. F. Unger: Archaeology and the Old Testament, σελ. 296.
86 N. Glueck: Mirror Magazine, 6/4/1950. Πρβλ. του ιδίου, Rivers in the Desert, σελ. 31.
87 Thomas Newton: Dissertations on the Prophecies, (London, ;;; 1840, σελ. 635.
88 Tα λόγια «μετά σε θέλει αναστηθεί άλλη βασιλεία κατωτέρα σου» (εδ. 39), ερμηνεύθηκαν από μερικούς (Hitzig, Βέλλας κ.ά.) ότι υπονοούσαν τη βασιλεία του Βαλτάσαρ, που συμβολίζονταν από το αργυρούν στήθος της εικόνας. Αλλά η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη διότι κατά την εξήγηση του Δανιήλ θα ανίστατο βασιλεία και όχι βασιλέας ή διάδοχος κατώτερος αυτού. Η βασιλεία των Μηδοπερσών ήταν κατώτερη της νεοβαβυλωνιακής δυναστείας, αφενός μεν διότι δεν είχε την συνοχή, τη δύναμη και το μεγαλείο της Βαβυλώνας, αφετέρου δε, διότι δεν της επιτράπηκε να ανατρέψει αυτή την αρχαία Ιερουσαλήμ «την πόλη του μεγάλου βασιλέως». Η τρίτη βασιλεία του Μ. Αλεξάνδρου υπήρξε μεγαλύτερη σε έκταση από τις δύο προηγούμενες, αλλά κατώτερη και αυτή από την άποψη πλούτου και μεγαλείου.
89 βλ. Η. Μ. Morris: Many infallible proofs (1974) σελ. 185. Πρβλ. J. Urguhart: The wonders of Prophecy, σελ. 176 και W. C. Criswell: Ist die Bibel Altmodisch und überholt? (1973) σελ. 117.
90 H. M. Morris: όπ. π. Η άποψη που υποστηρίχθηκε από μερικούς ερμηνευτές, (Χρ. Φραγκόπουλου: Εσχατολογικό Πανόραμα, 1979, σελ. 4449) ότι τα δέκα δάχτυλα της εικόνας συμβολίζουν τα δέκα κράτη–μέλη της ΕΟΚ, δεν φαίνεται ορθή αφενός μεν διότι η ΕΟΚ δεν αποτελεί πολιτικό συνασπισμό, αλλά σύνδεσμο οικονομικής φύσεως, αφετέρου δε, διότι η τυχόν έξοδος μελών ή είσοδος νέων χωρών σ’ αυτήν, θα δημιουργούσε πρόβλημα εναρμονίσεως του νέου αριθμού με τον αριθμό «δέκα» των δακτύλων. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι και ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Αυγουστίνος (De Civitate Dei, XX, 23) δέχεται ότι ο αριθμός δέκα δια τα δέκα κέρατα του θηρίου, είναι συμβολικός και παριστά κατά τη γνώμη του όλους τους βασιλείς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
91 Στην Αγία Γραφή, τα όρη συμβολίζουν πολιτικές δυνάμεις ή εθνικές κυριαρχίες–βασιλείες (βλ. Ιερ. 51:24, 25, Ψαλμ. 30:7, 121;1, 2, Ησα. 2;2, 3).
92 Είναι αξιοσημείωτο ότι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας παρομοιάζεται σαν λέων από τον Ιερεμία (4:7, 49:19) και από τον Ιεζεκιήλ (17:3) ως αετός, όπως ακριβώς συμβολίζεται η Βαβυλωνιακή δυναστεία στο βιβλίο του Δανιήλ σαν φτερωτός λέων. Στα ερείπια της Βαβυλώνας ανακαλύφθηκε πλήθος ανάγλυφων εικόνων λεόντων. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή Ε. Young είναι ένα ακόμη σημείο αυθεντικότητας και αξιοπιστίας του βιβλίου γιατί είναι πολύ απίθανο ένας συγγραφέας που έζησε πολύ αργότερα από την πτώση της βαβυλωνιακής δυναστείας, να γνώριζε αυτόν τον εθνικό συμβολισμό (βλ. Ε. Young, Daniel, όπ. π. σελ. 695).
93 Ο Δαρείος ο Μήδος, ήταν υπό τον έλεγχο του Κύρου του Πέρση και βασίλευσε για λίγο χρονικό διάστημα. Στο εδ. 8:20 ο άγγελος δίνει σαφή ερμηνεία του ότι ο δικέρατος κριός (εδ. 3) είναι οι βασιλείς της Μηδείας και Περσίας. Το ότι το ένα ήταν υψηλότερο του άλλου και μάλιστα αυτό που ξεφύτρωσε υστέρα, δείχνει την υπεροχή των Περσών έναντι των Μήδων. Έτσι, μέχρι που ανέλαβε ο Κύρος την εξουσία ήταν οι «Μήδοι και Πέρσαι» (5:28, 6:8). Μετά απ’ αυτόν, ήταν οι «Πέρσαι και Μήδοι» ( Έσδ. 1:14, 18, 19).
94 Πρβλ. Ε. Young, όπ. π. σελ. 697.
95 J. Urguhart, όπ. π. σελ. 160–171. Το ότι το τέταρτο θηρίο συμβολίζει τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, υποστηρίχθηκε από την αρχαιότητα και έτσι κατανοήθηκε από τον Ιώσηπο (Αρχ. X 2 76) και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς Ιππόλυτο (ΒΕΠ 6, 77), Ιερώνυμο (Migne P. L. 25, 528), Χρυσόστομο (Migne P. G. 56, 206), Θεοδώρητο (Migne P. G. ;;; 81, 1261, 1297) και άλλους.
96 Σύγχρονοι καθολικού και ορθόδοξοι ερμηνευτές υποστηρίζουν την άποψη, ότι ο λίθος που χτυπά το άγαλμα (2:34, 44) και η ανάληψη της βασιλείας από τον όμοιο με «υιό ανθρώπου» (7:14, 18) αναφέρεται στην πρώτη επίγεια έλευση του Ιησού και την εγκαθίδρυση της μεσσιανικής βασιλείας–εκκλησίας του, η οποία με την συνεχή εξάπλωσή της γίνεται βουνό που καλύπτει όλη τη γη. Η άποψη όμως αυτή, δεν εναρμονίζεται με το γεγονός ότι μετά την ολοκληρωμένη εμφάνιση της τέταρτης βασιλείας δήλ. της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των προεκτάσεών της, εκσφενδονίζεται ο λίθος ο οποίος καταστρέφει το άγαλμα πλήττοντας το στα πόδια και τα δάχτυλα (στο 7:11, 12, 18 τα θηρία επίσης καταστρέφονται και ιδιαίτερα το τρομερό δεκακέρατο καίγεται) ενώ σύμφωνα με την παραπάνω ερμηνεία η μεσσιανική βασιλεία εγκαθιδρύεται στη διάρκεια τέταρτης και δεν την καταστρέφει δυναμικά. Όπως σωστά παρατηρεί ο M. F. Unger, «το όνειρο του Ναβουχοδονόσορ όπως ερμηνεύθηκε από τον Δανιήλ, περιγράφει το διάβα και το τέλος των ‘‘καιρών των εθνών’’ (Λουκ. 21:24 Αποκ. 16:19) δηλαδή της εθνικής παγκόσμιας δύναμης που καταστρέφεται στη δεύτερη έλευση του Χριστού (Unger’s Bible Dictionary, σελ. 516. Πρβλ. Aid to the Bible Unterstanding, σελ. 821 και H. Morris, όπ. π., σελ. 191.
97 C. Rollin: Ancient History τόμος 3ος, XV, τμήμα VII παρ. 21. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι τα τέσσερα κέρατα του τράγου (8:21, 22) συμπίπτουν με τα τέσσερα κεφάλια της λεοπάρδαλης (7:6) και συμβολίζουν σαφώς τα τέσσερα βασίλεια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. Το μικρό κέρας που «εξήλθε εκ του ενός εξ αυτών» (8:9) υποστηρίζεται από πολλούς ερμηνευτές ότι είναι ο Αντίοχος ο Επιφανής (175–164 π.Χ.), αλλά η φράση έσχατοι καιροί (8:17–19 [εβραϊκά κετς]) αποκαλύπτει ότι το όραμα αναφέρεται περισσότερο σε κάποιο σύνθετο σκληροπρόσωπο άνθρωπο ή πολιτική δύναμη που δρα στις τελευταίες μέρες της ανθρώπινης ιστορίας.
98 Παρ’ όλο που οι κριτικοί και μερικοί σύγχρονοι σχολιαστές θέλουν να κάμουν όλο το περιεχόμενο του 11ου κεφαλαίου να εφαρμόζεται αποκλειστικά στους μακκαβαϊκούς χρόνους και ιδιαίτερα στον Αντίοχο τον Επιφανή, τα συμφραζόμενα σε συσχετισμό με άλλα εδάφια της Αγίας Γραφής μαρτυρούν για το αντίθετο.
99 Το εικοστό έτος της βασιλείας του Αρταξέρξη είναι το 455 π.Χ. Η χρονολογία αυτή, φαίνεται ν’ αντιφάσκει προς την παραδεδεγμένη χρονολογία του έτους 464 π.Χ. που πιστεύεται ότι ήταν το έτος που διαδέχθηκε ο Αρταξέρξης τον Ξέρξη, και το πρώτο έτος της βασιλείας του, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το 20ό έτος θα ήταν το 445 π.Χ. Αν στηριχθούμε όμως στους αρχαίους ιστορικούς Θουκυδίδη (Ιστορίαι Α΄ 137) και Διόδωρο Σικελιώτη, Νέπω (Θεμιστοκλής 9), Πλούταρχο (Βίοι παράλληλοι, Θεμιστοκλής 27) καθώς και στον εκκλησιαστικό συγγραφέα Ιερώνυμο (Ευσέβιος), ο χρόνος άφιξης του Θεμιστοκλή που έλαβε χώρα ένα έτος μετά την έναρξη της βασιλείας του Αρταξέρξη ήταν το έτος 473 και συνεπώς το πρώτο έτος της βασιλείας του, προσδιορίζεται το 474 π.Χ. Η χρονολογία 464 π.Χ. που επικράτησε και θεωρείται σαν χρόνος έναρξης της βασιλείας του Αρταξέρξη οφείλεται, όπως κατέδειξε ένας μεγάλος ερευνητής του περασμένου αιώνα, ο Ε. W. Hengstenberg, στο ότι ο Κλαύδιος Πτολεμαίος που συνέταξε τον γνωστό «κανόνα» στην Αίγυπτο τον 2ο μ.Χ. αιώνα, για αστρονομικούς βασικά σκοπούς, στηριζόμενος σε αρχεία παλαιοτέρων χρονολόγων εξέλαβε προφανώς τα γράμματα ια (11) ως κα, δηλαδή 21, και έτσι έδωσε δέκα χρόνια βασιλείας στον Ξέρξη παραπάνω (Christology of the Old Testament, 1836, τομ. 2, σελ. 394, παρ. 2). Είναι αξιοσημείωτο επίσης, ότι τελευταίως ο «κανόνας του Πτολεμαίου» που επί χρόνια θεωρούνταν ως η αυθεντική πηγή για τις χρονολογίες της Ασσυροβαβυλωνιακής και Περσικής αυτοκρατορίας δεν απολαύει της εμπιστοσύνης των ερευνητών, οι όποιοι διαπίστωσαν ότι αντιφάσκει μ’ άλλες ιστορικές και χρονολογικές πληροφορίες και ότι υπάρχουν αναληθή και εκ προθέσεως παραποιημένα στοιχεία στο έργο του μέχρι του σημείου της εφευρέσεως του μήκους της βασιλείας των βαβυλώνιων βασιλέων (βλ. E. R. Thiele: The Mysterious Numbers of the Hebrew Kings (1951) σελ. 293, υποσημείωση και Scientific American, Οκτώβριος 1977, σελ. 80). Τη χρονολογία του 455 π.Χ. ως έτος ενάρξεως υπολογισμού των 70 εβδομάδων υποστηρίζουν μεταξύ των άλλων και ο καθηγητής Τρεμπέλας (Ο Ιησούς από Ναζαρέτ, 1955, σελ. 346) και η Αγία Γραφή Βίβλος (έκδ. Κουμουνδουρέα) τόμος 5ος, υποσημείωση στο εδάφιο.
100 Πρβλ. Γεν. 29:27 και Λευ. 25:81. Σαν εβδομάδα ετών και όχι ήμερων, στην εξεταζόμενη περίπτωση δέχθηκαν οι ραβίνοι Saadia Gaon και Aben Esra στο υπόμνημά τους στο Δανιήλ, και σήμερα είναι πια καθιερωμένη άποψη ανάμεσα στους ερμηνευτές ότι πρόκειται για εβδομάδες ετών και όχι ήμερων. Πρβλ. την άπόδοση της έκφρασης στις μεταφράσεις JB, An American Translation, Moffat, Einheitsiibersetzung, υποσημείωση κ.ά.
101 Ο υπολογισμός έχει ως έξης: Από το 455 π.Χ. μέχρι το 1 μ.Χ. έχουμε 455 έτη, λαμβανομένου υπόψη ότι έτος 0 δεν υπάρχει. Από το 1 μ.Χ. μέχρι το 29 μ.Χ. είναι 28 έτη, ήτοι 455+28=483 έτη. Το φθινόπωρο του 29 μ.Χ. ο Ιησούς βαπτίστηκε από τον Ιωάννη, χρίστηκε με Άγιο Πνεύμα και έγινε Χριστός ή Κεχρισμένος (πρβλ. Λου. 3:21, 4:14–18).
102 Η χρονολογία 33 μ.Χ. ως έτος θανάτου του Ιησού υποστηρίζεται εκτός από τις εσωτερικές μαρτυρίες που αναφέρουν ότι ο Ιησούς γιόρτασε τέσσερις φορές την εορτή του Πάσχα (Ιωάν. 2:13, 5:1, 6:4, 12:1 και 13:1) και από το ότι, σύμφωνα με το Ιωάν. 19:31 ο Ιησούς θανατώθηκε μια Παρασκευή που την επακολούθησε ένα διπλό Σάββατο, και από τις αστρονομικές παρατηρήσεις που αποκαλύπτουν ότι Παρασκευή 14 Νισάν με πανσέληνο ήταν μόνο το 33 μ.Χ (βλ. R. Parker και W. Dubberstein, όπ. π. σελ. 46 και J. Finegan, όπ. π. σελ. 328, υποσημείωση πρώτη, όπου και σχετικές παραπομπές στη βιβλιογραφία). Η ερμηνεία που προβλήθηκε από μερικούς ότι η 70η εβδομάδα δεν επακολουθεί αμέσως μετά τη λήξη των 69 ή 483 ετών, αλλά μεσολαβεί μια χρονική παρένθεση της εποχής της εκκλησίας και θ’ αρχίσει με την επάνοδο του Ιησού (R. D. Culver: Daniel and the Latter Days, 1954), δεν υποστηρίζεται από τα συμφραζόμενα και τα γεγονότα.
103 Για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ απ’ τους Ρωμαίους εκτός από τον Iώσηπο (Ιουδαϊκός Πόλεμος VI, 4, 3 επ. και VII) πρβλ. και Ευσέβιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Migne P. G. τόμος 20, σελ. 224. Αξιοσημείωτο είναι, όπως λέγει ο Ιώσηπος, ότι ενώ ο Τίτος διέταζε τους στρατιώτες του να σεβαστούν το ναό, αυτοί παρέβησαν την διαταγή του και τον πυρπόλησαν με αποτέλεσμα να μη μείνει «λίθος επί λίθον» σύμφωνα με τα προφητικά λόγια του Ιησού (Ματθ. 23:37, 24:2). Το Ταλμούδ διεκτραγωδεί την καταστροφή λέγοντας ότι επί επτά έτη τα έθνη καλλιεργούσαν τα αμπέλια τους «με μόνο λίπασμα το αίμα του Ισραήλ» (Φρ. Φαρράρ, Αι πρώται ημέραι του Χριστιανισμού, σελ. 36). Λεπτομέρειες μπορεί να βρει ο αναγνώστης μεταξύ άλλων στο άρθρο του W. Keller Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, περιοδικό Ιστορία, τεύχος 36, σελ. 49–55 εκδ. Πάπυρου Press, και Κ. Βάρναλη Οι δικτάτορες (εκδ. Κέδρος), σελ. 220–247.
104 Μερικοί κριτικοί συμμαχώντας με τους σύγχρονους Ιουδαίους ερμηνευτές υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η προφητεία μιλάει για δύο Χριστούς ή Κεχρισμένους, θέτοντας στίξη μετά την φράση «εβδομάδες επτά» και χωρίζοντάς την απ’ τη φράση «εβδομάδες εξήκοντα δύο», διότι δήθεν έτσι υποδηλώνει το εβραϊκό μασσοριτικό κείμενο. Αλλά και πάλι η θεωρία ελέγχεται ως εσφαλμένη και ο διαχωρισμός του χωρίου αβάσιμος, διότι οι αρχαίοι μεταφραστές Θεοδοτίων, Ακύλας και Σύμμαχος που μετέφρασαν το χωρίο τον 2ο μ.Χ. αιώνα συνδέουν τις εξήντα εννέα εβδομάδες, και το ίδιο κάνουν οι Ο΄, η Vulgata και η αρχαία συριακή μετάφραση, αναφέροντας «εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο». Πρβλ. επίσης απόδοση του εδαφίου στην JB και στην An American Translation, The Holy Bible του R. Young, κ.ά. Οι Ιουδαίοι του πρώτου αιώνα και όσοι επαναστάτησαν εναντία στους Ρωμαίους, είχαν τη γνώμη ότι με το τέλος των 70 εβδομάδων θα ερχόταν ο Μεσσίας και θα τους έκανε κυβερνήτες όλου του κόσμου (βλ. Μενασσή μπεν–Ισραήλ, De Termino Vitae και πρβλ. Λουκ. 3:15, Ιωάν. 1:19, 20. Πρβλ. και Aid to Bible Understanding, 1971, σελ. 1475). Η προφητεία διακρίνει τις επτά εβδομάδες από το σύνολό τους απλώς και μόνο διότι στο διάστημα τους, δηλαδή στα 49 χρόνια, ολοκληρώθηκε η ανέγερση του τείχους και της Ιερουσαλήμ μέχρι το 406 π.Χ. Τέλος, είναι αξιοπαρατήρητο ότι οι κριτικοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους αν ο πρώτος κεχρισμένος είναι ο Κύρος ή ο Ζοροβάβελ ή ο Ιησούς του Ιωσεδέκ ή ο Ονίας ο 3ος ή ο Σεδεκίας, και ο δεύτερος ο Ονίας ή ο αρχιερέας Αλέξανδρος ή ο βασιλιάς Αγρίππας ο 2ος ή άλλος. Ο ερευνητής A. Rohling υπολογίζει 25 ερμηνείες των κριτικών που προσπαθούν ν’ αποκλείσουν από την προφητεία τον αληθινό Μεσσία τον ηγούμενο, ποδοπατώντας τους κανόνες της γλώσσας της εξηγήσεως και της ιστορίας! (A. Rohllng: Das Buch Daniel, σελ. 302).
105 Ακόμα και ο Ιώσηπος εφαρμόζει το χωρίο του Δανιήλ στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τις ρωμαϊκές λεγεώνες το 70 μ.Χ. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία Χ, 11, 7· πρβλ. επίσης Ιουδαϊκός Πόλεμος IV, 6, 3, V, 2) δείχνοντας ότι το βδέλυγμα που προκάλεσε την ερήμωση ήταν ο στρατιωτικός λαός του ηγούμενου Τίτου. Και οι ραβίνοι Saadias ha–Gaon, Abarba nel Aben–Ezra, αναγνώρισαν ότι η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο προφητεύτηκε από τα εδάφια 26 και 27 της προφητείας του 9ου κεφαλαίου. Το ίδιο και οι σύγχρονοι του Ιερώνυμου (Commentatorium in Danielen, Migne P. L., ;;; τόμος 25ος, στήλη 552).
106 Αξιόλογο είναι το γεγονός ότι όλοι οι υπομνηματιστές των 15 πρώτων αιώνων με δύο–τρεις εξαιρέσεις, θεώρησαν την πολύκροτη αυτή προφητεία σαν μεσσιανική. Για τον αριθμό των εβραϊκών, χριστολογικών προφητειών, που εκπληρώθηκαν στον Ιησού βλ. J. P. Free, όπ. π. σελ. 283, 284, και F. E. Hamilton: Οι βάσεις της χριστιανικής πίστεως, ελληνική μετάφραση, υπό Γ. Σ. Φ. σελ. 155. Σύμφωνα με τον κανόνα Λίντον η μαθηματική πιθανότητα εκπληρώσεως των προφητειών από έναν άνθρωπο εκφράζεται με κλάσμα που θα είχε αριθμητή τη μονάδα και παρανομαστή τον αριθμό 84 ακολουθούμενο από 97 μηδενικά! Η εκπλήρωσή τους στο πρόσωπο του Ιησού αποδεικνύει σθεναρά και αναντίρρητα ότι αυτές δεν προήλθαν εξ ιδίας των προφητών διασαφήσεως αλλά ότι οι προφητεύοντες. εκινήθησαν από το άγιο πνεύμα για να λαλήσουν (2 Πετρ. 1:21). Βλ. και J. Urguhart, όπ. π., σελ. 193 επ. και P. W. Stoner: Science speakes: A scientific Proof of the Accuracy of Prophecy and the Bible, (1969) σελ. 99 επ.
Με την ιδιότητα του αναγνώστη (ίσως του επαρκούς) και χωρίς τον ειδικό εκείνο γνωσιολογικό εξοπλισμό που απαιτεί μια τέτοιου είδους μελέτη, διάβασα προσεχτικά και με ενδιαφέρον την μελέτη του Δημήτρη Τσινικόπουλου, από τη Θεσσαλονίκη, με τον πιο πάνω τίτλο.
Ο συγγραφέας δεν είναι θεολόγος. Τον γνωρίζω από τις επιδόσεις του στην ποίηση και ξέρω, ακόμα, πως είναι ένας καλός δικηγόρος αλλά, προπαντός, ένας ανήσυχος και έντονα (και περί . . . πολλά) προβληματιζόμενος νέος. Καρπός των ερευνών του, της έφεσής του για μελέτη της ιστορίας και χριστιανικής αρχαιολογίας, φιλολογίας και θεολογίας είναι το μικρό αυτό πόνημα. Με μια ευχέρεια και άνεση που αιφνιδιάζει ευχάριστα ο συγγραφέας, μέσα σε 46 μόνο σελίδες, συνοψίζει το όλο θέμα του και αφού «αποδεικνύει» ως αστήριχτες τις θέσεις όλων εκείνων που Θεωρούν όλο το βιβλίο του Δανιήλ μη αυθεντικό, ψεύτικο και κάθε άλλο παρά θείας έμπνευσης, συντάσσεται με τους υπερασπιστές της αυθεντικότητας του και της θεοπνευστίας του. Αν και είμαι βέβαιος πως δεν πρόκειται να μεταπείσει, τους αμφιβάλλοντες και τους κάθε είδους σκεπτικιστές, νομίζω πως η εργασία αυτή του Δημήτρη Τσινικόπουλου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για κάθε σκεπτόμενο και προβληματιζόμενο άνθρωπο. Επανατοποθετεί το αιώνιο ζήτημα της Βίβλου και διεξονυχίζει όλη την επιχειρηματολογία, υπέρ και κατά της θείας προέλευσης. Γλαφυρό γράψιμο, τεκμηριωμένες απόψεις, ευρύτητα προβληματισμού, βαθύς σεβασμός στην παράδοση, είναι νομίζω, οι κυριότερες αρετές της έρευνας αυτής που, επί πλέον, φανερώνει ένα ένθερμο πιστό της χριστιανικής θρησκείας και φωτισμένο υπερασπιστή των ιερών της κειμένων που, όπως και το βιβλίο του Δανιήλ, αποτελούν τη βάση και το θεωρητικό της υπόβαθρο. Ας ευχηθούμε το βιβλίο αυτό του κ. Δημήτρη Τσινικόπουλου να βρει την απήχηση που του αξίζει και σε μιαν εποχή που τόσα πολλά αμφισβητούνται, και η χριστιανική πίστη έχει χαλαρώσει σε πολλούς, να γίνει ένα κέντρισμα για γόνιμους προβληματισμούς και ενδυνάμωση. Κατά τ’ άλλα ο κ. Δημήτρης Τσινικόπουλος με την εργασία του αυτή πλούτισε και διεύρυνε την ισχνή ελληνική βιβλιογραφία προσφέροντάς μας μιαν δυνατότητα και μιαν ευκαιρία για νέες επανατοποθετήσεις επάνω στα αιώνια θέματα που ποτέ δεν χάνουν την επικαιρότητά τους και ποτέ δεν «χάνει» ο οποιοσδήποτε όταν έρχεται σε οικείωση μαζί τους. Ακριβώς, ο συγγραφέας, με την ωραία του διατύπωση, την αδρή διαγραφή των επί μέρους θεμάτων, πέτυχε να μας ανοίξει το δρόμο προς μια περιοχή γνώσης που, έως τώρα, μας ήτανε ελάχιστα γνωστή και οικεία.
Ευάγγελος Γ. Ρόζος,
συγγραφέας, Θεσσαλονίκη 1982
Με πολύ ενδιαφέρον διάβασα την μελέτη αυτή του Δημήτρη Τσινικόπουλου που θα μπορούσα να αποτελέσει θέμα διατριβής. Ο συγγραφέας παρουσιάζει με πειστική επιχειρηματολογία ανατρεπτική, στο πρώτο μέρος, τα επιχειρήματα της αρνητικής κριτικής πάνω στο προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης της Π. Δ., όπως επιτυχώς χαρακτηρίστηκε το βιβλίο του Δανιήλ. Τα αναιρεί ένα προς ένα μεθοδικά, για να παρουσιάσει στο δεύτερο μέρος της εργασίας του τις θετικές μαρτυρίες αυθεντικότητας του βιβλίου. Αυτές τις στηρίζει κυρίως σε σύγχρονα αρχαιολογικά ευρήματα και σπάνια ιστορικά τεκμήρια.
Στο τρίτο μέρος κάνει μια μικρή ανάλυση των προφητειών του βιβλίου (κεφ. 7-12) με τέτοιο τρόπο που να υποστηρίζουν την αυθεντικότητα και θεοπνευστία μάλιστα του βιβλίου. Ακολουθεί ξενόγλωσση κυρίως επιλεκτική βιβλιογραφία.
Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη εργασία, ευσύνοπτη, γιατί ο συγγραφέας ξέρει με τρόπο επαγωγό, δικονομικό θα έλεγα, να παρουσιάζει τις θέσεις του και να πείθει.
Ανδρέας Λιώνης,
δικηγόρος – θεολόγος,
τ. ερευνητής Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών
Ο τίτλος του βιβλίου ευθύς εξ αρχής αποτελεί ευφυέστατη απάντηση στους αρνητές του Δανιήλ. Η αντικειμενικότητά σας ως συγγραφέα-ερευνητή, αποδεικνύει τη σοβαρότητα με την οποία εξαντλείτε το θέμα σας. Είστε ένας οξυδερκής κριτικός… Το βιβλίο σοφό στη συντομία του, σαφές στη διατύπωση παρ’ όλη τη λεπτομέρεια που απαιτεί το θέμα είναι λεπτομερέστατο και ακριβές. Τεκμηριωμένο με τον πιο αντικειμενικό τρόπο.
Ευαγγελία Παπαχρήστου-Πάνου,
ποιήτρια-δοκιμιογράφος
Το αξιοσημείωτο στην προσεγμένη και τεκμηριωμένη εργασία του Δημήτρη Τσινικόπουλου, δεν είναι τόσο η πλούσια βιβλιογραφία, όσο αυτή η έμφυτή του ιδιότητα να οδηγείται σαν από κάποιο ένστικτο προς αυτό που λένε οι Γερμανοί Auswahl und Beschränkung (εκλογή και περιορισμός). Και να χρησιμοποιεί τα επιλεγέντα στοιχεία και επιχειρήματα κατά τρόπο απροσδόκητα προσωπικό και ακαταμάχητο… Με μια αντίστροφη κίνηση υπενθυμίζει παλαιούς χριστιανικούς απολογητές (Αυγουστίνος, Ωριγένης, Ειρηναίος). Πρέπει να θεωρηθεί πως με τούτη τη μεστή και εμπεριστατωμένη εργασία του ο Δημήτρης Τσινικόπουλος αποκαθιστά κατά τρόπο αναμφισβήτητο, το βιβλίο του Δανιήλ από κάθε άποψη. Πρόκειται για μια πρωτότυπη, σημαντική και ασυζήτητα αντικειμενική θεώρηση ενός βιβλικού και ιστορικού κειμένου.
Γιώργος Ζωγραφάκης,
συγγραφέας-ιστορικός-κριτικός