Εδώ και καιρό ο βλοσυρός καθηγητής Καρλ Φον Στάϊνκοπφ, γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια της διατηρητέας οικοδομής όπου διέμενε, παρατηρούσε το θυρωρό σκυμμένο πάνω σ’ ένα παλιό χοντρό βιβλίο. Έτσι καθώς έφευγε σκυθρωπός και σύννους δεν του έμενε χρόνος για συζητήσεις. Τις απόφευγε άλλωστε γενικά, από τότε που ’μεινε χήρος και άκληρος. Τούτο το πρωινό, όμως, καθώς ο ήλιος έλαμπε ζωηρά και αισθανότανε πιο ευδιάθετος, δεν άντεξε στον πειρασμό να σκύψει το κεφάλι του χαμηλά, προς το μέρος του θυρωρού και γεμάτος περιέργεια, να τον ρωτήσει:
«Μα τι διαβάζεις, κάθε μέρα εσύ τέλος πάντων; Σε βλέπω σκυμμένο πάνω σ’ αυτό το χοντρό βιβλίο… για να το δω…», και έκανε μια κίνηση να το πάρει στα χέρια του. «Α!», έκανε με μια αυθόρμητη χειρονομία ο θυρωρός. «Να, έχω μια παλιά Αγία Γραφή δερματόδετη, κληρονομιά από την μάνα μου, και με τα λίγα κολυβογράμματα που ξέρω, τη διαβάζω όσο μπορώ.. και προσπαθώ να την καταλάβω. Τη διαβάζω τακτικά άλλωστε». Ένα ελαφρό ειρωνικό μειδίαμα ζωγραφίστηκε αμέσως στο πρόσωπο του Στάϊνκοπφ. «Χμ, διαβάζεις αυτούς τους μύθους των Εβραίων με τους οποίους κατάφερε ο διεθνής Σιωνισμός να δηλητηριάσει τις διάνοιες των ανθρώπων για την ανωτερότητα της εβραϊκής φυλής...». Μουρμούρισε κάποια άλλα ακαταλαβίστικα για τον θυρωρό λόγια, και αγέρωχος και ευθυτενής απομακρύνθηκε χωρίς να περιμένει καμίαν απάντηση. Τί μπορούσε, άλλωστε, να του πει ένας άξεστος πορτιέρης; Τι μπορούσε να ξέρει αυτός από ιστορία, φιλοσοφία και επιστήμη;
Ο θυρωρός τον συνόδευσε στοργικά με το βλέμμα του μέχρι τη γωνία που χάθηκε, χωρίς να χάσει τον ενθουσιασμό του για ό, τι διάβαζε. Το πρόσωπό του ανάδιδε μια ηρεμία και γλυκύτητα, μία γαλήνη. Ήτανε η πέμπτη φορά που διάβαζε από την αρχή την Καινή Διαθήκη, κι ένιωθε διαρκώς αναζωογονημένος και χαρούμενος, κεφάτος. Σ’ αντίθεση με τον καθηγητή της φιλοσοφίας Στάϊνκοπφ, που σχεδόν πάντα, ήταν βλοσυρός και σκυθρωπός, αγέλαστος και απόμακρος. Την επόμενη μέρα καθώς κατέβαινε τα σκαλιά και συνάντησε και πάλι τον θυρωρό να διαβάζει, του άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια κι άρχισε να τον ρωτά: «Τί ευχαρίστηση βρίσκεις σ’ αυτό το παλιό βιβλίο; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Πες μου κάτι. Μήπως σ’ αρέσει η σκόνη και η μυρωδιά του καθώς χαϊδεύεις τις σελίδες του; Μήπως σ’ αρέσει να γυρνάς τις κιτρινισμένες σελίδες του έτσι όπως κάνω κι εγώ σε μερικά παλιά βιβλία που έχω στο γραφείο μου;» Του το έδωσε πίσω, και τότε παρατήρησε για πρώτη φορά στο κουβούκλιό του, κρεμασμένο ένα ρητό: «Μη νικάσαι υπό του κακού αλλά νίκα διά του αγαθού το κακό».
Ο θυρωρός κοίταξε τον Στάινκοπφ έκπληκτος. «Δεν ξέρω», σιγομουρμούρισε… «ειλικρινά δε ξέρω, δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό. Τώρα που με ρωτάτε, αρχίζω να το σκέφτομαι και βρίσκω ότι μπορεί να ’χετε και δίκιο. Η μητέρα μου, όταν ήμουνα μικρός με διάβαζε μεγαλόφωνα απ’ αυτό το βιβλίο, και καθώς τώρα, το ξαναδιαβάζω, ο ήχος των σελίδων και η μυρωδιά του βιβλίου, μού την φέρνει και πάλι στη μνήμη. Φρέσκια. Ολοζώντανη. Με γυρνάει στα παιδικά μου χρόνια, στα χρόνια της αθωότητας. Εγώ γαλουχήθηκα απ’ αυτό το βιβλίο και….».
«Καλά, καλά» τον έκοψε ο Στάινκοπφ απότομα. «Μένσενς Κιντ. Κατάλαβα αρκετά… Ένας άνθρωπος που του διάβαζαν από μικρό ένα μόνο βιβλίο, έχει αναμνήσεις απ’ αυτό, αλλά τι μπορεί να ξέρει αυτός από ιστορία, φιλοσοφία και επιστήμες; Τι ξέρεις εσύ από πυρηνική φυσική, από τη θεωρία των υπερχορδών, από τα στοιχειώδη σωμάτια; Τι ξέρεις για την ελληνική αρχαιότητα, τη γλυπτική, για τους Στωϊκούς, τον Σενέκα, τον Ιουλιανό.. ;» Άρχισε να του αραδιάζει μια σειρά από θέματα και πρόσωπα που ο θυρωρός τον άκουγε με περίσκεψη και μερικές φορές με απορία.
«Εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος», ψιθύρισε, όταν τελείωσε κάποτε ο Στάϊνκοπφ. «Ένας απλός, σχεδόν αμόρφωτος άνθρωπος που η τύχη τα ’φερε έτσι που να μην μπορέσω να σπουδάσω, να γίνω διανοούμενος κι εγώ όπως εσείς, κύριε καθηγητά. Αλλά νιώθω ευτυχισμένος, γιατί μπορώ και διαβάζω αυτό το χοντρό, παλιό βιβλίο, που μιλάει μέσα στην ψυχή μου και μ’ ανακουφίζει απ’ τα προβλήματα της ζωής και τις έγνοιες μου. Είναι ένα παλιό απλό βιβλίο, που για μένα είναι τόσο αποτελεσματικό όπως ο ήλιος που με θερμαίνει, όπως το ψωμί που με τρέφει. Ένα βιβλίο που με κοιτάζει με συμπόνια όπως η ίδια η μάνα μου που το διάβαζε με χείλια που τρέμαν από συγκίνηση. Να, διαβάζω κάποιους ψαλμούς του Δαβίδ απ’ το ψαλτήρι και νομίζω ότι ανοίγουν από πάνω μου οι ουρανοί… Διαβάζω το σοφό Σολομώντα και νομίζω ότι μιλάει για τα προβλήματα της εποχής μας. Διαβάζω τους μακαρισμούς και την επί του Όρους ομιλία και γλυκαίνεται ολάκερο το μέσα μου. Διαβάζω τις επιστολές του απ. Παύλου και νιώθω ότι ένας άγιος άνθρωπος μου μιλά εμένα προσωπικά. Σα να στέκεται δίπλα μου. Εμένα μου φτάνουν όλα αυτά, για να συνεχίζω να ζω. Δε μου χρειάζονται ίσως περισσότερα. Μαθαίνω ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού και πιστεύω σ’ αυτό και στη Βασιλεία του Θεού…». Ο Στάινκοπφ τον κοίταξε με βλέμμα περιφρονητικό. Δεν κρατήθηκε αυτή τη φορά. «Όλα αυτά που λες είναι φαντασιοκοπίες και ανοησίες. Θεός, ποιός Θεός και ποιά Βασιλεία του; Ξέρεις τί είναι η γη και ο άνθρωπος σ’ όλο το σύμπαν; Ε, ξέρεις; Άκου για να μαθαίνεις φτωχέ μου πορτιέρη κάποια πράγματα. Ζούμε, εμείς τα 7 δισεκατομμύρια άνθρωποι σαν κόκκοι άμμου, πάνω σ’ έναν πλανήτη μικρό και τυχαίο, σαν τον κόκκο άμμου, ενός τυχαίου ήλιου, ενός από τους 100 δισεκατομμύρια αστέρες, στον τυχαίο γαλαξία μας, ενός ανάμεσα σε 100 δισεκατομμύρια άλλους γαλαξίες στο τυχαίο σύμπαν μας… και συ κάθεσαι τώρα και μου μιλάς για άνθρωπο και ανθρώπους και Θεό και κουραφέξαλα… Ούτε ο Καμύ, που υποστήριζε τη θεωρία του παραλόγου, θα μπορούσε να φανταστεί τον βαθμό του παραλόγου και της τυχαιότητας της ύπαρξής μας… Αλλά τί κάθομαι τώρα και συζητάω μαζί σου, με σ’ ένα που απ’ τα γενοφάσκια σου, διαβάζεις ένα μόνο παλιό βιβλίο, από παλιές εποχές… που δηλητηριάζει τις διάνοιες των ανθρώπων με ανοησίες…;»
Κούμπωσε την μακριά καμπαρντίνα του, γιατί έκανε κάποια ψύχρα κι ετοιμάστηκε αγέρωχος όπως πάντα να δρασκελίσει την εξώθυρα. Την τελευταία στιγμή όμως, σκόνταψε, παραπάτησε και κόντεψε να σωριαστεί κάτω… Καλά που τον κράτησε ο θυρωρός που έτρεξε να τον συνδράμει. «Είστε καλά, κύριε καθηγητά; Παρά λίγο να πέφτατε και…». «Καλά είμαι, καλά είμαι, γκουτ», απάντησε ο Στάινκοπφ με τη βραχνή φωνή του, καθώς τιναζότανε. Αμέσως σκέφτηκε ότι δε θ’ απέφευγε τη γελοιοποίηση αν ξαπλωνότανε φαρδύς-πλατύς στο κεφαλόσκαλο της πολυκατοικίας… Καλά που τον συγκράτησε ο θυρωρός. Απομακρύνθηκε με το αριστοκρατικό, αγέρωχο βήμα του, και ο θυρωρός τον έχασε μετά από λίγο από το βλέμμα του που τον συνόδευε πάντα με στοργή, ιδιαίτερα από τότε που έμεινε χήρος και άκληρος.
Πέρασαν κάμποσες μέρες. Ο Στάινκοπφ έβλεπε πάντα τον θυρωρό σκυμμένο πάνω στο παλιό, χοντρό του βιβλίο. Ο ίδιος απέφευγε να του μιλήσει. Απλά τον χαιρετούσε μ’ ένα νεύμα, καθώς τις περισσότερες φορές έφευγε φουριόζος για την δουλειά του, μ’ ένα σωρό σκέψεις και έγνοιες να χοροπηδούν στο κεφάλι του. Τον τελευταίο καιρό οι μετοχές του στο χρηματιστήριο δεν πήγαιναν καλά. Απ’ την άλλη, ένιωθε και στο χρηματιστήριο του χρόνου τις μετοχές του πεσμένες. Γενικά, ήταν ψυχολογικά πεσμένος, και όσο περνούσε ο χρόνος το ’νιωθε ότι γινότανε πιο εσώκλειστος, πιο δύστροπος, αγέλαστος και σκυθρωπός. Σπάνια μιλούσε με τους ανθρώπους. Κρυφοζήλευε την αμεριμνησία καιτο χαμόγελο του θυρωρού που δούλευε κάποιες ώρες την ημέρα, και μετά, αυτάρκης στα λίγα, χωρίς πολλές σκοτούρες, πήγαινε στο σπίτι του, όπου τον περίμενε ζεστασιά, μαγειρεμένο φαγητό και αγάπη, όπως του ’πε σε μια παλιά του συζήτηση ο θυρωρός. Ναι, ζεστασιά και αγάπη, κάτι που είχε πολύ καιρό να νιώσει ο ίδιος παρά την αριστοκρατική καταγωγή και την περιουσία του.
Πέρασαν μερικές βδομάδες, όταν κάποια μέρα αποφάσισε να του απευθύνει τον λόγο. Υπέδειξε στο θυρωρό κάποιες μικροδουλειές στην οικοδομή, τον έβαλε να του κάνει κάποιες προσωπικές του εκδουλεύσεις, και μετά, βλέποντας το παλιό χοντρό βιβλίο πάνω στο θυρωρείο, ανοιχτό, τον ρώτησε:
«Τελικά, εσύ, δεν έχεις την περιέργεια να διαβάσεις τιποτ’ άλλο; Όλο το ίδιο βιβλίο διαβάζεις. Έλα επάνω στο γραφείο μου, να σου δανείσω εγώ κάποια βιβλία ν’ ανοίξει το μυαλό σου.. Να διαβάσεις από Πλάτωνα μέχρι Σαρτρ και από Μαρκήσιο ντε Σαντ μέχρι Χάιντεγκερ… Θα στα κάνω λιανά εγώ, όσα δεν καταλαβαίνεις… Θα σε μυήσω στην υψηλή λογοτεχνία και φιλοσοφία.. αρκεί να θέλεις.»
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ», απάντησε συνεσταλμένα ο θυρωρός. «Ξέρετε, εγώ δεν γνωρίζω πολλά γράμματα.. Νομίζω πως δε θα μπορέσω να διαβάσω βιβλία σαν κι αυτά που μου λέτε. Διαβάζω κάποια εφημερίδα, κάποιο καλό βιβλίο που δανείζομαι από φίλους, ακούω τις ειδήσεις και ξαναδιαβάζω το βιβλίο των βιβλίων.. αυτό μου αρκεί. Εκεί μέσα τα βρίσκω όλα. Από τη ματαιότητα της ζωής μέχρι τον απώτερο σκοπό της ζωής, που είναι νομίζω η συμβίωση και η αγάπη.. Εγώ συνεχίζω και θηλάζω απ’ εκείνο το γάλα που θήλασαν τα μεγαλύτερα μυαλά απ’ την εποχή που περπάτησε ο μεγαλύτερος πάντων. Διαβάζω αυτό το βιβλίο απ’ τα οποίο τράφηκαν αυτοί που ονομάστηκαν στυλοβάτες του πολιτισμού μας, όπως μεγάλοι συγγραφείς, μεγάλοι επιστήμονες και σπουδαίοι καλλιτέχνες και μουσουργοί. Ήρωες, που το όνομά τους γεμίζουν τις σελίδες της ιστορίας αλλά και ήρωες που είναι αφανείς στην ιστορία. Σκέφτομαι, μερικές φορές καθώς ξεφυλλίζω το παλιό αυτό βιβλίο, ότι όταν διαβάζω μια σελίδα απ’ το ευαγγέλιο, συναντιέμαι σ’ αυτή τη σελίδα με δεκάδες άλλα πρόσωπα που αντέγραψαν με ευλάβεια και επιμέλεια μ’ ένα λυχνάρι από αρχαία χειρόγραφα. Αλλά και με χιλιάδες πρόσωπα που διάβασαν την ίδια σελίδα, που συγκινήθηκαν όπως εγώ, και τράφηκαν απ’ αυτήν και τονώθηκαν ψυχικά και εμπνεύστηκαν απ’ αυτήν και πήραν δυνάμεις για να συνεχίσουν να ζουν… Εγώ δεν καταλαβαίνω τις θεωρίες της σύγχρονης επιστήμης… Ξέρω όμως ότι οι επιστήμονες άλλα λεν σήμερα και άλλα αύριο, όπως κι άλλα λέγαν χθες. Λέγονται σοφοί όλοι αυτοί, αλλά διαφωνούν μεταξύ τους και μας οδηγούν πολύ φοβάμαι με την καταστροφή του περιβάλλοντος στον αφανισμό μας… Αν έχεις να μου δώσεις κάτι καλύτερο από τους μακαρισμούς του Χριστού, από την επί του όρους Ομιλία ή από τον ύμνο της αγάπης του αποστόλου Παύλου και τις συμβουλές του να βγάλουμε τον παλιό άνθρωπο και να ντυθούμε το νέο, ή την παραβολή του εύσπλαχνου πατέρα και τους ψαλμούς του Δαβίδ, δως μου… αλλιώς, άφησε με σε παρακαλώ, να διαβάζω το παλιό αυτό χοντρό βιβλίο, απ’ το οποίο γαλουχήθηκαν πολλοί σπουδαίοι απ’ όσο μπορώ να ξέρω…».
Ο θυρωρός μιλούσε και έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του… Ο καθηγητής Στάϊνκοπφ, κάποια στιγμή κουμπώθηκε, και κατσουφιασμένος απομακρύνθηκε από το θυρωρείο. Περπατώντας, στο πέτρινο κεφάλι του στριφογύρισαν τα λόγια κάποιου σοφού: Timo hominem unius libri (φοβάμαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου).