Ο Δανός φιλόσοφος και θεολόγος στοχαστής Σαίρεν Κίρκεγκωρ (1813-1855), θεωρείται ως ο ιδρυτής του χριστιανικού υπαρξισμού, πρόδρομος του οποίου υπό μίαν έννοιαν, υπήρξε ο Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος Μπλεζ Πασκάλ. Έγινε περίφημος για μερικά βαθυστόχαστα έργα του, όπως «Η έννοια της αγωνίας» (μεταφρ. Γ. Τζαβάρα, Αθήνα 1971), «Η επανάληψη» (μεταφρ. Σ. Σκοπετέα, Αθήνα 1977), «Φόβος και τρόμος» (μεταφρ. Α. Σολωμού, Αθήνα 1980), «Η έννοια της ειρωνείας» (μεταφρ. Γ.Καραγιάννη, Αθήνα ) και άλλ., που μελετούνται μέχρι σήμερα με ακόρεστο ενδιαφέρον από φιλόσοφους και στοχαστές. Αλλά, και για τον πυρήνα της φιλοσοφίας του, που μπορεί να συνοψιστεί σε μερικές εμβληματικές φράσεις και σκέψεις, όπως, «Είτε – Είτε», τα τρία στάδια της ζωής του ανθρώπου (αισθητικό – αισθησιακό, ηθικό, θρησκευτικό), και την περίφημη ρήση Die subjectivität ist die Wahrheit «Η υποκειμενικότητα είναι η αλήθεια», που σημαίνει, όχι την σχετικοποίηση ή υποκειμενικοποίηση της αλήθειας αυτής καθ’ εαυτήν, αλλά, ότι έχει ιδιαίτερη σημασία πώς το υποκείμενο (το πρόσωπο) βιώνει την αλήθεια. Παρόλο που επηρεάστηκε εν μέρει από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και θεωρήθηκε από μερικούς ως ο Σωκράτης της Κοπεγχάγης, ο Κίρκεγκωρ στο σύντομο άνυσμα της ζωής του – πέθανε σε ηλικία 42 ετών –, εμβάθυνε πολύ σε θέματα χριστιανικής φιλοσοφίας και ψυχολογίας. Γι’ αυτό και η διεισδυτική σκέψη του, επέδρασε τα μέγιστα σε μεγάλους στοχαστές, του ύψους και διαμετρήματος του Καρλ Γιάσπερς, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Νικολάου Μπερντιάεφ, Καρλ Μπαθ και θεατρικούς συγγραφείς (Ίψεν, Στρίντμπεργκ κ.άλλ.).
Οι επιμελημένες εκδόσεις “Άρτος ζωής”, μας έδωσαν πρόσφατα ένα ακόμα έργο του μεγάλου αυτού στοχαστή, που περιέχει τρεις διαλέξεις του –τρεις θεοσεβείς λόγοι χαρακτηρίζονται–, μια μετάφραση από τα αγγλικά με υποβοηθητικές σημειώσεις και επίμετρο της Βασιλικής Τσακίρη.
Από πρώτη άποψη και θεώρηση ίσως, το έργο αυτό, να μην εντυπωσιάσει τον απαιτητικό αναγνώστη του Κίρκεγκωρ, συγκρινόμενο με τα προηγούμενα βαθυστόχαστα βιβλία του που εμνημόνευσα. Ίσως, να θεωρηθεί απλοϊκό ή απλουστευτικό, σε σύγκριση με τις βαθιές αναλύσεις εννοιών και σκέψεων που συναντάμε π.χ. στην «Επανάληψη», ή στην «Έννοια της αγωνίας». Ωστόσο ο Κίρκεγκωρ είναι πάντα Κίρκεγκωρ. Ογκόλιθος. Και η σκέψη του είναι πάντα πρωτότυπη, δροσερή και ενδιαφέρουσα και στα πιο (εκ πρώτης όψεως) απλά έργα του, σαν και το παρόν. Είναι ένα θρησκευτικό βιβλίο που προσφέρεται καθ’ ομολογίαν του ίδιου του συγγραφέα, με το δεξί χέρι και πρέπει να λαμβάνεται με το δεξί χέρι, σ’ αντίθεση με τα αισθητικά έργα του, που προσφέρονται με το αριστερό χέρι αλλά και οφείλουν να λαμβάνονται επίσης με το αριστερό χέρι (σελ. 9-10).
Οι τρεις λόγοι κάνουν αναφορά και ανάλυση των Λόγων του Ιησού, όπως βρίσκονται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 6:24-34. Πρόκειται για κηρυγματικούς λόγους, όπου ο Κίργκεγκωρ με μοναδικό τρόπο, με μαεστρία, αναστοχάζεται τη φύση, τη μορφή, το περιεχόμενο, τα όρια και το ύφος του αυθεντικού κηρυγματικού λόγου. Ταυτόχρονα όμως, προχωρεί με ωραιότατες και λεπτότατες παρατηρήσεις και εμβαθύνσεις, στο να καταδείξει τη λειτουργία της φύσης, και ιδίως, πώς λειτουργούν, πώς ζουν τα πουλιά και τα κρίνα του αγρού. Απ’ αυτούς τους τρεις λόγους, εξάγονται μερικές πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις και διασαφήσεις που, μόνον ένας Κίρκεγκωρ θα μπορούσε μ’ αυτόν τον τρόπο να πραγματώσει.
Ας παρακολουθήσουμε τη σκέψη του.
Στην πρώτη ομιλία του, που φέρει τον τίτλο: «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού· Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού», ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη σιωπή, όπως αυτή αναδεικνύεται από τα πουλιά και ιδίως τα λουλούδια. Ας θεωρήσουμε το λουλούδι και το πουλί ως δασκάλους – μας προτρέπει –, ας μάθουμε να μείνουμε σιωπηλοί. Και το λέει αυτό, γιατί γνωρίζει και γνωρίζουμε ότι, επειδή ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να ομιλεί, γι’ αυτόν τον λόγο, η ικανότητα να μένει σιωπηλός είναι τέχνη (σελ. 21,22,23). Επειδή το πλεονέκτημα αυτό τον βάζει σε πειρασμό τόσο εύκολα, η ικανότητά του να μείνει σιωπηλός είναι τέχνη μεγάλη.
Κατά τον Κίρκεγκωρ, πρώτιστο προαπαιτούμενο για τον άνθρωπο, είναι η αναζήτηση της βασιλείας του Θεού. Ο άνθρωπος οφείλει να γίνει με τη βαθύτατη έννοια «τίποτα» ενώπιον του Θεού. Να μάθει να μένει σιωπηλός. Και μέσα σ’ αυτή τη σιωπή επιμόνως ν’ αναζητά τη βασιλεία του Θεού. Γιατί ο Θεός είναι η άπειρη σοφία. Και ο άνθρωπος, με τον αδολεσχή λόγο του, δεν μπορεί να συνομιλεί μαζί του πολύ. Μόνο με φόβο και τρόμο μπορεί κανείς να συνομιλεί με το Θεό, δηλαδή, με αγωνία, άρα με τρέμουλο στη φωνή, άρα, σε τελευταία ανάλυση, με αφωνία, μέσα στη σιωπή. Ζήτα τη βασιλεία του Θεού, σημαίνει, προσευχήσου εν σιωπή. Όταν ο άνθρωπος γίνεται σιωπηλός όπως το λουλούδι και το πουλί, τότε είναι στην αφετηρία, η οποία συνίσταται στο να ζητάς πρώτα τη βασιλεία του Θεού, επιμένει ο Δανός φιλόσοφος. Πρόκειται για μια ιεροπρεπή σιωπή – όπως την ονομάζει, μια σιωπή που χαρακτηρίζει το δάσος, ακόμα κι όταν ψιθυρίζει, τη θάλασσα ακόμα κι όταν λυσσομανά, τη σιωπή του δειλινού. Ακόμη και το μουγκανητό, το αλύχτισμα του σκύλου, ανήκουν στο βασίλειο της σιωπής, βρίσκονται σε αρμονία με τη σιωπή. Το πουλί μένει σιωπηλό, γιατί γνωρίζει ότι, το κάθε τι, γίνεται στον προκαθορισμένο χρόνο. Το λουλούδι μένει σιωπηλό και περιμένει χωρίς να ρωτά «πότε θα έρθει η άνοιξη». Γνωρίζει ότι η βροχή κι ο ήλιος θα έρθουν στον προκαθορισμένο καιρό. Ακόμα κι όταν στέκεται και υποφέρει, ενώ μαραίνεται, μένει σιωπηλό. Μόνο στη σιωπή είναι η στιγμή, κατάλληλη. Έτσι μπορούν τόσο το λουλούδι όσο και το πουλί να γίνουν σε μας, δάσκαλοι της σιωπής και της υπομονής. Αυτό το γεγονός της σιωπής και υπομονής, εκφράζουν σεβασμό στο Θεό, για το γεγονός ότι αυτός κυβερνά, και σ’ αυτόν ανήκουν σοφία και κατανόηση.
Τη σιωπή αυτή ο Κίρκεγκωρ την αντιπαραβάλει με τον άνθρωπο τον ποιητή, που παρόλο που αρθρώνει διαφορετικό λόγο από το μέσο άνθρωπο, δεν μένει εν σιωπή… Ο Κίρκεγκωρ καταλήγει: Γίνετε σαν το λουλούδι και το πουλί, δηλαδή γίνετε εντελώς σιωπηλοί μπροστά στο Θεό. Τότε όλα τα άλλα τα υλικά και τα εφήμερα, θα σας προστεθούν, όπως μας προτρέπει το Ευαγγέλιο του Ιησού.
Στο δεύτερο λόγο του με τον τίτλο: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», αναδύεται η διαλεκτική κιρκεγκώρεια διατύπωση του Είτε – Είτε (Etweder – oder). Είτε προσηλώνεσαι στον Θεό και τον αγαπάς, είτε τον μισείς. Στην καθημερινότητα βέβαια, μπορεί να μη θέλουμε να σχετιζόμαστε με κάποιον, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι τον μισούμε κιόλας. Με τον Θεό όμως συμβαίνει κάτι το διαφορετικό. Βρίσκεται πιο κοντά στον καθένα απ’ ό,τι κι ένας ερωτευμένος/η. Γιατί ‘εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν’, σύμφωνα με τον απ. Παύλο (Πραξ. 17:28) που επικαλείται ο φιλόσοφός μας, αφού Αυτός είναι ο μόνος, που με τη χάρη του ζούμε κι έχουμε τα πάντα. Γι’ αυτό δε θα πρέπει να θεωρηθεί υπερβολή, το είτε προσηλώνεσαι στο Θεό, είτε τον απεχθάνεσαι. Εν εναντία περιπτώσει, αν μιλούσε ο Ιησούς διαφορετικά για την αποκλειστικότητα του Θεού, τότε θα φθάναμε στην κατάργηση της απολυτότητάς του. Ο Θεός δεν θα ήταν Θεός. Ο Θεός σε αντίθεση με κάθε ανθρώπινο εραστή, επιζητεί απροϋπόθετη υπακοή. Αν δεν είσαι απροϋπόθετα υπάκουος στα πάντα, τότε δεν τον αγαπάς, και αν δεν τον αγαπάς, τότε τον μισείς!
Το πουλί και το λουλούδι έρχονται εδώ να μας διδάξουν την υπακοή ως εξαναγκαστική δύναμη, ως ένας υπάκουος δάσκαλος. Η σιωπή τους, είναι ο πρώτος όρος ώστε αληθινά, να είμαστε ικανοί να υπακούμε. Εσύ, – λέει ο Κίρκεγκωρ, οδηγώντας μας στα υπαρξιακά του μονοπάτια –, μόνο εσύ, μπορείς με ιεροπρεπή σιωπή, να μετατρέψεις κάθε φωνή διαφορετική από τη φωνή του Θεού, σε σιωπή. Γιατί ο Θεός σου μιλά μέσω της σιωπής και σε οδηγεί στην υπακοή. Στην φύση παντού πραγματώνεται το θέλημα του Θεού μέσω υπακοής, γιατί όλα είναι απροϋπόθετη υπακοή. Και το σπουργίτι που πέφτει στη γη, πέφτει γιατί το θέλει, ή το επιτρέπει ο Θεός. Όλα στη φύση είναι καθαρή συμφωνία, γιατί υπακούν σε νόμους του μεγάλου νομοθέτη. Έτσι, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, μόνον ένας που υπακούει απροϋπόθετα μπορεί να κατανοήσει και το βαθύτερο νόημα του ίδιου του Ευαγγελίου (σελ. 65).
Ο τρίτος λόγος με τον τίτλο: «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού…», η φράση ολόκληρη προέρχεται από το κατά Ματθαίο 6:26-30. Είναι ίσως ο πιο μεστός και παραγωγικός λόγος του Κίρκεγκωρ.
Ο συγγραφέας μας καλεί να περιεργαστούμε το λουλούδι και το πουλί, αυτούς τους χαρούμενους δασκάλους και να γίνουμε κι εμείς χαρούμενοι. Το λουλούδι και το πουλί κατέχουν μια πρωταρχική αρχεγονότητα· κατέχουν δηλαδή, από πρώτο χέρι αυτό που διδάσκουν. Η χαρά τους βρίσκεται στο ότι βιώνουν το σήμερα. Υπάρχει ένα σήμερα και δίνεται έμφαση άπειρη σ’ αυτό το είναι. Δεν υπάρχει καμία ανησυχία για το αύριο ή για την μεθεπόμενη μέρα. Ο Κίρκεγκωρ μας ξεκαθαρίζει ότι, χαρά σημαίνει να είσαι αληθινά παρών στον εαυτό σου, σήμερα. Οφείλεις να μάθεις τη χαρά από το πουλί και το λουλούδι, που δεν ανησυχούν για το αύριο αλλά ούτε και για το παρελθόν στεναχωριούνται όπως κάνει ο άνθρωπος. Να χαίρεσαι ότι γεννήθηκες, ότι είσαι ανθρώπινο ον, ότι μπορείς με τις αισθήσεις σου να χαίρεσαι τη ζωή, ότι η φύση σου χαρίζεται άφθονα για να είσαι ευχαριστημένος.
Ωστόσο, το λουλούδι και το πουλί είναι ταυτόχρονα και δάσκαλοι θλίψης, γιατί θα υπαχθούν μια μέρα στη φθορά, θα μαραθούν, θα πεθάνουν όπως και όλη η φύση υπόκειται στο νόμο της φθοράς ή νόμο της εντροπίας, όπως μας λεν οι φυσικοί και η ίδια η Βίβλος διδάσκει (Ρωμ. 8:20, Ψαλμ. 101:27). Ο Κίρκεγκωρ, ως βαθύς θεολόγος και στοχαστής, επισημαίνει ένα χωρίο, μια φράση του απ. Πέτρου (εκ παραδρομής αποδίδεται στον απ. Παύλο), ο οποίος προτρέπει τους πιστούς να κάνουν κάτι απλό, ώστε να μπορούν όταν υφίστανται διάφορες θλίψεις να παραμένουν χαρούμενοι.
«Πάσαν μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ’ αυτόν», δηλ. τον Θεό (Α’ Πέτρ. 5:7).
Εδώ, γίνεται μια εκ βάθους ανάλυση του ρήματος επιρρίπτω. Σημαίνει, όχι όπως το αποδίδουν διάφορες σύγχρονες μεταφράσεις απλά αναθέτω, ή εναποθέτω, αλλά εκσφενδονίζω κάτι με δύναμη, σαν με καταπέλτη. Το ρήμα «επιρρίπτω» οδηγεί στη σκέψη ότι γίνεται χρήση δύναμης. Σαν κάποιος βίαια, να πρέπει να πετάξει μακριά τη μέριμνα. Αν κάποιος δεν πετάξει όλη τη μέριμνα μακριά, τότε φυσικά κρατά πολύ από αυτήν, κάτι από αυτήν, ένα μέρος της. Τότε δεν γίνεται απροϋπόθετα χαρούμενος. Κι αν κάποιος δεν αναθέσει τη μέριμνά του στον Θεό, αλλά κάπου αλλού, τότε δεν την ξεφορτώνεται απροϋπόθετα, αλλά αυτή επανέρχεται ξανά, με τη μορφή μεγαλύτερης θλίψης, γιατί αυτού του είδους ανάθεση είναι σκόρπισμα. Το να εναποθέσεις τη μέριμνα στον Θεό σημαίνει συγκέντρωση, δια της οποίας ξεφορτώνεσαι όλη τη μέριμνα.
Απ’ το πουλί και το λουλούδι μπορούμε να μάθουμε να αφηνόμαστε όπως κι αυτά στον Θεό, κι έτσι θα γίνουμε απροϋπόθετα χαρούμενοι, αφού ο Θεός βαστάζει τη μέριμνα σα να ήταν ένα τίποτα, αφού νοιάζεται για σένα. Αν δεν γίνεσαι χαρούμενος, το σφάλμα βαρύνει εσένα, είναι η αδεξιότητα, το πείσμα, η απροθυμία σου να μην είσαι σαν το πουλί και το λουλούδι (σελ. 79,80).
Για το χριστιανό, ακόμη κι ο κίνδυνος του θανάτου, λέει ο Κίρκεγκωρ, είναι ασήμαντος αν παραμένει στον Θεό. Αν παραμένεις εν Θεώ (αδιάφορο ζων ή νεκρός) δεν θα βρεθείς εκτός Θεού, παραμένεις παρών στον εαυτό σου εν Θεώ. Το πουλί και το λουλούδι χαίρονται που ζουν σήμερα. Είναι παρόντα στον εαυτό τους μέσα σ’ αυτό το σήμερα. Μπορείς να τους μιμηθείς κι εσύ, και να είσαι χαρούμενος υπακούοντας ιεροπρεπώς κι εμπιστευόμενος στον μέγα πηδαλιούχο του Σύμπαντος και της ζωής, δια της προσευχής.
Αυτές είναι οι σκέψεις και οι υποθήκες του Κίρκεγκωρ. Μπορεί στην εποχή μας να φαίνονται παρωχημένες, για τους πολλούς. Ωστόσο, ο αιρετικός αυτός φιλόσοφος που τα έβαλε με το θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του, και τον θεσμοποιημένο και αισθητικοποιημένο χριστιανισμό, επιμένει ότι δεν χρειάζεται κάποιος μια φιγούρα χριστιανού, αλλά να αποκτήσει σεβασμό τού τι σημαίνει να είσαι χριστιανός. Γιατί σαφώς υπάρχει έλλειψη εμβάθυνσης και εσωτερικότητας των αυτοαποκαλούμενων χριστιανών. Ο ίδιος δεν αξιώνει ότι είναι κάποιο είδος δάσκαλου, αλλά μόνο συμμαθητής, γιατί εκπαιδεύεται κι ο ίδιος σαν συγγραφέας και σαν χριστιανός.
Ο μελετητής του Κίρκεγκωρ Πάττισον (George Pattison), – όπως μας πληροφορεί στο ενδιαφέρον επίμετρό της η Βασιλική Τσακίρη–, επισημαίνει ότι, τα λουλούδια και τα πουλιά αποτελούν μεν το πρότυπο για την ανθρώπινη εκπαίδευση, όμως οι άνθρωποι οφείλουν όχι απλά να μιμηθούν, αλλά να επιλέξουν να διδαχθούν απ’ αυτά: Τη σιωπή, την υπομονή και τη χαρά, γιατί έχουμε την ικανότητα επιλογής. Έχουμε καθήκον εν μετανοία να επιλέγουμε τον εαυτό μας και μ’ αυτόν τον τρόπο, και μόνο με αυτόν τον τρόπο, να γίνουμε ο εαυτός μας. Ακόμα οφείλουμε να αποκτήσουμε επίγνωση της α-μαρτίας (αστοχίας) και της θλίψης της αμαρτίας.
Εν κατακλείδι: Κάθε λόγος από τους τρεις «θεοσεβείς λόγους», μας καλεί να μιμηθούμε τη φυσικότητα της αυθορμησίας και της αμεσότητας του παιδιού, του λουλουδιού, του πουλιού.
Είναι ασφαλώς τέχνη να αποκτήσουμε ενότητα στην καρδιά αντί για διχασμό, να σιωπούμε ακόμα κι όταν μιλούμε, και να χαιρόμαστε όπως το λουλούδι και το πουλί βιώνοντας κι υπομένοντας (σελ. 104,105).
Ομολογώ, ότι ποτέ δε θα έκανα τόσες πολλές και λεπτές σκέψεις για ένα λουλούδι κι ένα πουλί, και το βάθος που κρύβουν τα ευαγγελικά λόγια.
Ο Κίρκεγκωρ, ο έξοχος αυτός μύστης της υπαρξιακής σκέψης, ο ποιητής της εσωτερικότητας, για μιαν ακόμη φορά με άφησε βαθιά διαλογιζόμενο. Κατέδειξε με τη σοφία του πώς μπορεί να βιώνει κανείς τη χαρά και να υπομένει τη θλίψη. Απλά κι ανεπιτήδευτα. Αλλά με υπομονή. Και με ελπίδα.
Κλείνω το μικρό αυτό σημείωμα με μια αφοπλιστική κιρκεγκώρεια σκέψη:
«Το πιο σημαντικό πράγμα για το Ευαγγέλιο δεν είναι να επιπλήξει και να κατακρίνει· το πιο σημαντικό για το Ευαγγέλιο είναι να κάνει τους ανθρώπους να ακολουθήσουν την καθοδήγησή του. Γι’ αυτό λέει «ζητείτε πρώτα». Κάνοντάς το αυτό, φιμώνει, κατά κάποιον τρόπο, όλες τις αντιρρήσεις του ανθρώπου, τον οδηγεί στη σιωπή και τον κάνει πράγματι να ξεκινήσει πρώτα αυτή την αναζήτηση» (σελ. 39,40). Και συμπληρώνει:
«Ω, είθε το Ευαγγέλιο να επιτύγχανε, με τη βοήθεια του λουλουδιού και του πουλιού, να σε διδάξει εσένα, ακροατή μου, τη σοβαρότητα, και να διδάξει εμένα πώς να σε κάνω εντελώς σιωπηλό ενώπιον του Θεού. Είθε στη σιωπή να ξεχνούσες τον εαυτό σου, να ξεχνούσες πώς ονομάζεσαι, το ίδιο σου το όνομα, έτσι ώστε εν σιωπή να προσευχηθείς στον Θεό “Αγιασθήτω το όνομά Σου”. Είθε στη σιωπή να ξεχνούσες τον εαυτό σου, τα σχέδιά σου, τα μεγαλόπνοα σχέδια που αφορούν τα πάντα ή τα περιορισμένα σχέδια που αφορούν τη ζωή σου και το μέλλον της, έτσι ώστε εν σιωπή να προσευχηθείς στον Θεό. Ελθέτω η βασιλεία Σου!».