Το φλέρταρε από καιρό αυτό το μπουφάν. Πήγαινε κι ερχόταν, το ’βλεπε και το ξανάβλεπε έξω από τη βιτρίνα του καταστήματος, γωνία Καρόλου Ντηλ με Τσιμισκή. Ήταν ένα γνωστό κατάστημα με καλοραμμένα και ακριβά δερμάτινα. Το είχε δει για πρώτη φορά πριν από ένα μήνα περίπου. Κι από τότε περνούσε κάνα δυο φορές τη βδομάδα και το ’βλεπε. Το καμάρωνε νοερά πάνω του. Αν τον ρωτούσε κανείς γιατί δεν τ’ αγόραζε αφού τόσο πολύ του άρεζε, συγκεκριμένη απάντηση δεν είχε. Χρήματα είχε να το πάρει, παρόλο που ήταν ακριβούτσικο, 100.000 δρχ. Ένα μπουφάν τελευταία λέξη της μόδας, σωστό φιγουρίνι. Λαδοπράσινο χρώμα, συνδυασμός δέρματος και σουέτ, καλοραμμένο. Εντυπωσιακό από κάθε άποψη. Γιατί δεν αποφάσιζε να το αγοράσει και μόνο περνούσε και το ’βλεπε; Δεν το ’ξερε ούτε κι ο ίδιος…
Μια μέρα το συζήτησε με τη γυναίκα του.
«Αφού σ’ αρέσει τόσο πολύ, να το πάρεις. Να πάμε να το δούμε και μαζί», του πρότεινε εκείνη.
Έτσι κι έγινε. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, προς το σούρουπο». Έδωσε ραντεβού με τη γυναίκα του σ’ ένα άλλο κατάστημα πρώτα, γυναικείων ειδών,. Ήθελε κι εκείνη κάτι ν’ αγοράσει. Αγόρασε μια μπλούζα όμορφη που την κολάκευε και την έδειχνε κατά 10 χρόνια νεώτερη. Ο Τηλέμαχος χαμογέλασε καθώς την είδε να την προβάρει και εξεδήλωσε το θαυμασμό του. «Σε κάνει κούκλα και πιο νέα». Η Νάντια δέχτηκε με ένα ελαφρύ μειδίασμα το κομπλιμέντο. Κατέληξαν στο ταμείο.
«Σειρά σου τώρα», είπε στον άνδρα της. «Πάμε να δούμε το μπουφάν που σε ξετρέλανε». «Πάμε» είπε κι εκείνος ευχαριστημένος.
Διέσχισαν την Τσιμισκή με τα πόδια και κόντευαν να φτάσουν, όταν λίγα μέτρα πριν απ’ το κατάστημα, στο πεζοδρόμιο, είδαν έναν σακάτη να στέκεται σιωπηλός, μέσα στο σκοτάδι και στο κρύο, και με μάτια θλιμμένα να απλώνει διστακτικά το χέρι του.
«Δώστε μου μια βοήθεια, σας παρακαλώ, μη με προσπερνάτε… μια βοήθεια». Η φωνή του είχε κάτι από παράπονο, κάτι από ικεσία, αλλά ταυτόχρονα, μια συγκατάβαση μαζί με αξιοπρέπεια. Δεν θύμιζε συνηθισμένο ζητιάνο. Ήταν κακοντυμένος μ’ ένα παλιό σακάκι σαρακοφαγωμένο και στηριζότανε σ’ ένα δεκανίκι. Το άλλο ήταν πεσμένο στο έδαφος. Έτρεμε μέσα στο κρύο, σαν πουλί, καθώς η ανάσα του χουχούλιαζε και κάποιες χοντρές ψιχάλες βροχής πέφταν πάνω του.
Δεν ήταν ασυνήθιστο θέαμα να βλέπεις ζητιάνους πάνω στους κεντρικούς δρόμους. Ο Τηλέμαχος όμως, κοντοστάθηκε σ’ αυτή τη τραγική φιγούρα, χωρίς να ξέρει το γιατί. Έκανε μια κίνηση, έβγαλε κάποια κέρματα απ΄ το πορτοφόλι του και τ’ ακούμπησε στο τάσι του. Τα φώτα απ’ τα καταστήματα τριγύρω φώτιζαν αμυδρά το πονεμένο πρόσωπο του ζήτουλα.
Ο σακάτης γύρισε και τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα τρυφερό, γεμάτο ευγνωμοσύνη μια και σχεδόν όλοι τον προσπερνούσαν ψυχρά και αδιάφορα. Βιαστικοί, μπουχτισμένοι από τις σκέψεις τους και τις δουλειές τους. και από τους ζητιάνους που ήταν σκόρπιοι εδώ κι εκεί στα πεζοδρόμια των μεγάλων δρόμων. Συνηθισμένο θέαμα…
Οι περισσότεροι τον κοιτούσαν μ’ ένα βλέμμα καχυποψίας, παρόλο που φαινότανε ότι ήταν σακάτης, με ένα πόδι κομμένο. Ήταν Νοέμβρης μήνας. Ακόμα δεν είχαν πλησιάσει τα Χριστούγεννα τότε, που τους πιάνει το φιλότιμο και το πνεύμα της υποκριτικής χριστιανικής αγάπης για να φανούν κάπως γενναιόδωροι… στους ζητιάνους.
Ο Τηλέμαχος κοντοστάθηκε για λίγο, αφού του ’δωσε τα κέρματα. Η γυναίκα του κρύωνε και προχώρησε μπροστά.
«Θα συναντηθούμε μέσα στο κατάστημα» της είπε, δείχνοντάς της με το βλέμμα του το μαγαζί αφού είχαν σχεδόν φτάσει.
Έμεινε για λίγο μόνος με τον άγνωστο. Δεν συνήθιζε να κουβεντιάζει με ζητιάνους. Απλά συνήθιζε, όταν έβλεπε κάποιους να φωνάζουν, ή βουβά να σηκώνουν το χέρι, να τους βάζει κάτι στην απλωμένη τους παλάμη. Κι αυτό όχι πάντα. Παραζαλισμένος με τα δικά του, πολλές φορές προσπερνούσε τους αναξιοπαθούντες, αγνοώντας τις φωνές και τα παρακάλια τους. Άλλοτε όμως, σταματούσε και τους έδινε κάτι, ό,τι του βρισκόταν. Δεν του ’κανε καρδιά να προσπερνά ζητιάνους. Ιδίως, αυτούς που ήταν σακάτηδες, γέρους κι ανήμπορους πραγματικά… Μερικές φορές έπιανε κουβέντα μαζί τους, από ενδιαφέρον.
«Πώς το ’παθες;» Τον ρώτησε με σιγανή φωνή.
«Ατύχημα, τροχαίο, με μοτοσικλέτα…» μουρμούρισε με σβησμένη φωνή, με σπασμένα ελληνικά, ο ζητιάνος.
«Μάμα… πίκολο» συνέχισε. «Μάμα… πίκολο… εγκώ υποφέρει» επανέλαβε με πίκρα που ανέβλυζε μες απ’ την καρδιά του. Το στόμα του φιλοξενούσε φειδωλά, τα λιγοστά δόντια που του απόμειναν. Έμοιαζαν με χαλασμένες πολεμίστρες κάστρου. Τα μαλλιά του ήταν μακριά, ψαρά. Ήταν αξύριστος, αλλά καθαρός. Κοιτούσε με βλέμμα καθαρό και γαλήνιο. Δεν είχε τίποτα άλλωστε να κρύψει εκείνο το βλέμμα.
Ο Τηλέμαχος τον κοίταξε με ενδιαφέρον και συμπάθεια. Ήθελε να μιλήσει κι άλλο μαζί του. Να μάθει κι άλλα για τη ζωή του, για το πώς περνούσε, πού ζούσε, αν είχε να φάει, να κοιμηθεί… αλλά σκέφτηκε ότι η γυναίκα του τον περίμενε στο κατάστημα κι άρχισε να απομακρύνεται από τον ζητιάνο με βήμα αργό, σκεπτικός και αναποφάσιστος. Γύρισε και τον κοίταξε ξανά πριν μπει στο κατάστημα με τα μπουφάν. Είδε ότι τον κοιτούσε ο σακάτης. Τα βλέμματά τους για μια στιγμή διασταυρώθηκαν.
Δεν ήξερε, δεν μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό του, τι του συνέβαινε εκείνη τη στιγμή που είδε το ζητιάνο και κουβέντιασε για λίγο μαζί του. Σαν να άλλαξε όλη η διάθεσή του.
Μπήκε σχεδόν άκεφος στο κατάστημα. Η Νάντια του ’ριξε ένα βλέμμα περίεργο, καθώς με κοφτές ματιές τον ψυχολογούσε.
«Τι σου συμβαίνει κι είσαι έτσι;» Τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Τίποτα, τίποτα… Δεν είναι τίποτα, θα μου περάσει…»
Πρόβαρε το πράσινο μπουφάν πάνω του. Του ήρθε κουτί. Για μια στιγμή χαμογέλασε. Σαν να βρήκε τον παλιό του εαυτό. Το μπουφάν που τόσες μέρες φλέρταρε πάνω στη βιτρίνα, ήταν τελικά πάνω του! Και του πήγαινε. Ταίριαζε με το λαδί χρώμα των ματιών του, έτσι του’ λεγε η Νάντια.
«Θα το πάρετε;» ρώτησε κάποια στιγμή η πωλήτρια όσο έβλεπε τον Τηλέμαχο μπροστά στον καθρέπτη, ξεχασμένο, να κοιτάει τον εαυτό του κάπως φιλάρεσκα.
«Θα το πάρουμε» απάντησε η Νάντια, ακουμπώντας τον Τηλέμαχο.
«Ναι, θα το πάρουμε» ψιθύρισε κι εκείνος, κατευθυνόμενος στο ταμείο.
Το μπουφάν ήθελε μια μικροεπέμβαση σε κάποιο σημείο για να ’ναι τέλειο. Έδωσε μια προκαταβολή και συμφώνησε να το πάρει σε τρεις μέρες.
Σε λίγο βρέθηκαν και πάλι έξω, στη κρύα ατμόσφαιρα, στο βουητό του δρόμου,, στη φασαρία, στα κλάξον των αυτοκινήτων, στον βιαστικό κόσμο. Ευτυχώς δεν είχε βρέξει, όπως φαινόταν.
Ο Τηλέμαχος αναζήτησε με το βλέμμα του τον ζήτουλα.
Δεν ήταν στη θέση του. Είχε εξαφανιστεί. ‘Πού πήγε; διερωτήθηκε. Ποιος τον πήρε; Ή μήπως μόνος του με τα δεκανίκια διέσχισε το αδιάφορο και παγωμένο πλήθος για το φτωχικό του το κονάκι; Θα’ χε άραγε να φάει και να ζεσταθεί;
«Μα χριστιανέ μου, τι έπαθες εσύ κι έχασες ξαφνικά έτσι όλο σου το κέφι;» Η φωνή της Νάντιας, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. «Τίποτα, τίποτα… Να, ξέρεις, η συνάντηση μας μ’ εκείνον τον ζήτουλα μ’ αναστάτωσε κάπως…» άρχισε να της εξηγεί ο Τηλέμαχος.
«Μα γιατί; Πρώτη φορά συνάντησες ζητιάνο;»
Ο Τηλέμαχος ήταν μουδιασμένος κι αλλόκοτος. Ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό του τι του συνέβαινε.
«Δεν ξέρω… δεν ξέρω, τι με συγκίνησε σ’ αυτόν τον σακάτη. Το βλέμμα του…η φωνή του. Ίσως η στάση του. Περισσότερο όμως, τα’ βαλα με τον εαυτό μου. Σκέφτηκα σε μια στιγμή, καθώς του μιλούσα και καθώς τον έβλεπα, αδύνατο, αναξιοπαθή, κουρελή, να τουρτουρίζει μέσα στο κρύο, σκέφτηκα λέω, να ’βρισκα τη δύναμη, το κουράγιο αν θες, να του’ δινα όλα τα χρήματα που είχα μαζί μου… κι ας μην αγόραζα το μπουφάν! Τι να το ’κανα το μπουφάν, τη στιγμή που ένας άλλος άνθρωπος ξεροστάλιαζε σακάτης στο κρύο χωρίς ρούχα; Εγώ, ρούχα, δόξα τω Θεώ έχω άφθονα. Τα λίγα κέρματα που του’ δωσα εγώ και μερικοί άλλοι, απλά τον συντηρούν στη ζωή. Να συνεχίζει, δηλαδή, να επαιτεί στους δρόμους. Αν όλοι μας, όμως, δίναμε κάτι παραπάνω, αν στερούμασταν κάτι πιο επιθυμητό, ίσως αυτός ο άνθρωπος να ’χε ένα καροτσάκι, να ’χε έναν άνθρωπο δίπλα του και κοντά του, να τον περιποιείται. Ίσως να μη χρειαζότανε να τρεμουλιάζει στους δρόμους ζητιανεύοντας και να πήγαινε στο σπίτι του νηστικός…»
Η Νάντια ήξερε όλες τις ευαισθησίες και τον αλτρουισμό του άνδρα της. Ήξερε τον χαρακτήρα του. Γι αυτό τον παντρεύτηκε άλλωστε. Για το χαρακτήρα του, τη ευγένεια και τον αλτρουισμό του. Αυτά την είχαν σκλαβώσει απ’ την αρχή που τον είχε γνωρίσει.. Δεν τον περίμενε όμως, τόσο ευαίσθητο εκείνη τη στιγμή. Ούτε και φαντάστηκε ότι το φάντασμα εκείνου του ζήτουλα, θα του άλλαζε τόσο πολύ τη διάθεση.
«Καλά, μην κάνεις έτσι», του ’πε μ’ έναν τόνο τρυφερό. «Δεν έκανες δα, και κανένα έγκλημα που αγόρασες ένα μπουφάν που τόσο πολύ το ήθελες. Οι ζητιάνοι δε θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν, όσο και να τους ελεείς. Είναι δουλειά της πολιτείας και της Εκκλησίας να τους περισυλλέξει και να τους φροντίζει, αλλά κι όλων μας, βέβαια, να τους βοηθάμε. Μεθαύριο που θα’ ρθεις να πάρεις το μπουφάν, μπορείς να του δώσεις περισσότερα χρήματα.. Μπορούμε να πάμε και μαζί να μάθουμε περισσότερα γι αυτόν και να τον βοηθήσουμε πιο αποτελεσματικά….»
Ο Τηλέμαχος την άκουγε, αλλά δεν την άκουγε. Άκουγε μια άηχη φωνή μέσα του που του’ λεγε: Αν όλοι οι Τηλέμαχοι δεν αγόραζαν κάτι που δεν το ’χαν τόσο ανάγκη κι έδιναν σ’ αυτούς που είχαν πραγματικά ανάγκη, ανάλογα με τις ανάγκες τους, θα εξαφανίζονταν οι ζητιάνοι. Αν όχι από προσώπου γης, τουλάχιστον από την καρδιά των ανθρώπων. Δε θα ’βγαιναν υψωμένα χέρια, θλιμμένα πρόσωπα και κραυγές που φανέρωναν πόνο και θλίψη. Αρκεί οι Τηλέμαχοι να ’βρισκαν τη δύναμη να το κάνουν, όπως το κάνουν κάποιοι απ’ το υστέρημά τους. Κάποιοι που ξεπερνούν τον εαυτούλη τους…
Έψαξε να βρει τον ζήτουλα, μετά από τρεις μέρες, που πήγε να πάρει το μπουφάν. Μα δεν τον είδε. Πέρασε κι άλλη μέρα απ’ το ίδιο μέρος, ξανά και ξανά, μπας και τον συναντήσει. Αλλά δεν ήταν εκεί. Δεν έμαθε ποτέ γι αυτόν κάτι. Σαν ν’ άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Φορούσε το πράσινο μπουφάν, εισέπραττε τα «με γεια» και τον θαυμασμό των άλλων, περπατούσε στους δρόμους κι έβλεπε, πως γυρνούσαν και τον κοιτούσαν. Αλλά αυτός άκουγε μια φωνή:
«Μάμα… πίκολο, εγκώ υποφέρει…» Μια φωνή που του τσαλάκωνε τη χαρά του καινούργιου του μπουφάν και τον προσγείωνε στην αδυσώπητη πραγματικότητα. Την πραγματικότητα της ανάγκης των απανταχού ζητιάνων και της αδυναμίας των όποιων Τηλεμάχων…