Γυμνοί αιωρούνται οι λογισμοί
-αετοί στο στερέωμα- αναιρούντες τους στοχασμούς.
Εξαστράπτον σαρακηνό σπαθί σελαγίζει στο φως.
Όταν τα φτερά μου ξεδιπλώνω για να βρεθώ κοντά Σου
ένα αγκίστρι με κρατά
στο χώμα της γης "εξ' ης ελήφθην".
Πώς να σου μιλήσω, Κύριε;
Πως ν' ακούσω τα βήματα της φωνής Σου,
όταν περπατάς στα κράσπεδα του συνειδότος,
όταν βαδίζεις "εν τω παραδείσω το δειλινόν";
Πώς να κρυφτώ και που να υπάγω από Σε;
Δερμάτινοι χιτώνες δεν υπάρχουν πια,
για να καλύψω τους αποστεωμένους αρμούς
της ψυχής μου.
Σου μιλώ μες απ' το δίχτυ του πόνου. Δάκρυα εγγίζουν επί δακρύων.
Αίματα επί αιμάτων.
Σιωπώ
σαν με κυκλώνουν τα σήμαντρα του σκότους.
Εσύ Κύριε, γνωρίζεις την πανίδα της ψυχής μου…