Μια από τις πολυπροβαλλόμενες ερωτήσεις, ενίοτε με υπονοούμενα και κακόβουλη διάθεση, σχετικά με τον ιστορικό Ιησού, είναι και η ερώτηση: Πού βρισκότανε ο Ιησούς ανάμεσα στα 12 χρόνια του και στα 30 του, που άρχισε επίσημα σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά και τους άλλους Συνοπτικούς, την επίγεια διακονία του;
Το ερώτημα προβάλλεται, γιατί ο Ευαγγελιστής Λουκάς και μόνον αυτός, μας πληροφορεί το επεισόδιο που αναφέρεται στο κεφ. 2:41-52 του Ευαγγελίου του. Όπου, δηλαδή, εξιστορείται ότι, κατά την συνηθισμένη επίσκεψη του Ιωσήφ και της Μαρίας στην Ιερουσαλήμ, για τον κατ’ έτος εορτασμό του Πάσχα, ο Ιησούς, ων 12ετής, παρέμεινε εκεί, και μετά τρεις ημέρες (αφού είχαν ήδη αναχωρήσει κι αντιλήφθηκαν την απουσία του) τον βρήκαν στον Ναό (ιερό) «καθεζόμενον εν μέσω διδασκάλων και ακούοντα αυτών και επερωτώντα αυτούς· εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού επί τη συνέσει και ταις αποκρίσεσιν αυτού». Ή, σύμφωνα με την νεοελληνική βιβλική μετάφραση, «τον βρήκαν ύστερα από τρεις μέρες στο ναό καθισμένο ανάμεσα στους νομοδιδασκάλους, να τους ακούει και να τους κάνει ερωτήσεις. Όλοι όσοι τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι για τη νοημοσύνη και τις απαντήσεις του».
Από την περικοπή αυτή, επιπόλαιοι ή κακεντρεχείς μελετητές, εξάγουν το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς είχε δήθεν απόκρυφη ζωή που δεν την αναφέρουν (ή την αποκρύπτουν οι Ευαγγελιστές), και ότι ανάμεσα στα 12 και 30 όπου εμφανίζεται επισήμως να δρα δημοσίως και σύμφωνα με τον ίδιο το Λουκά 3:1 επ., ο Ιησούς μαθήτευσε τάχα κοντά στους Εσσαίους ή Κουμρανούς, στην έρημο του Κουμράν και στα σπήλαιά τους, κι απ’ αυτούς παρέλαβε τη διδασκαλία Του, γιατί υπάρχουν υποτίθεται, μεγάλες ομοιότητες μεταξύ αυτού και των διδασκαλιών των Εσσαίων! Ή, ότι πήγε στην Αίγυπτο όπου έμαθε να ασκεί μαγεία και να κάνει φαινομενικά θαύματα. Ή, πολύ πιο μακριά. Ταξίδεψε στην Ινδία, όπου έμαθε φακιρικά κόλπα… και επέστρεψε μετά στους συμπατριώτες του, για να τους καταπλήξει με τα (ψευτο)θαύματα και τις διδασκαλίες, του, που ήταν κλεμμένες από άλλους σοφούς…
Το ότι όλες αυτές οι θεωρίες είναι ανυπόστατες, και κινούνται στον χώρο της φαντασίας, είναι μόλις αναγκαίο να το πει κανείς. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι Ευαγγελιστές με την ειλικρίνεια που τους διακρίνει, δεν θα δίσταζαν να το καταγράψουν, αφού κατέγραψαν και την άρνηση του Πέτρου, και τον διαπληκτισμό των μαθητών του Ιησού για προνόμια, και την προδοσία του Ιούδα, αλλά και την άρνηση των συμπατριωτών του Ιησού να τον δεχθούν, καθώς και τους μεσσιανικούς ισχυρισμούς του. Γιατί ήθελαν να τον θανατώσουν, εκεί στη Ναζαρέτ ευθύς, εξαρχής!
Ωστόσο, μια προσεχτική μελέτη του παραπάνω χωρίου του Λουκά, σε συνδυασμό με άλλα, δίνει απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα πού ήταν ο Ιησούς μεταξύ 12 και 30. Η απάντηση είναι απλούστατη. Ο Ιησούς ήταν εκεί που βρισκόταν ανάμεσα στο 1ο έτος και στο 12ο. Γιατί η αφήγηση αυτή αρχίζει με τα λόγια: «Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, και χάρις Θεού ην επ’ αυτό» (εδ. 40). Και τελειώνει με τα λόγια: «Καὶ κατέβη μετ’ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρὲθ καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς... Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτεν [ἐν τῇ] σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ θεῷ καὶ ἀνθρώποις». Δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν πήγε πουθενά μεταξύ 12 και 30, αλλά βρισκότανε όλα αυτά τα χρόνια στη Ναζαρέτ, υποτασσόμενος στους γονείς του ως όφειλε, εργαζόμενος μαζί με τον θετό πατέρα του, τον Ιωσήφ, ως τέκτων. Η λέξη αυτή, κακώς θεωρήθηκε και μεταφράστηκε ως ξυλουργός, διότι σημαίνει βασικά οικοδόμος, ή κατασκευαστής, όπως ακριβώς η λέξη τέκτων σιδήρου (1 Βασ. 13:19, [Ο΄]) σημαίνει τον κατασκευαστή όπλων με βάση το σίδηρο. Έτσι, σύμφωνα και με τις παράλληλες αφηγήσεις του Ματθαίου (13:55) και ιδίως του Μάρκου (6:1-3), ο Ιησούς ήταν εκεί όλα τα χρόνια, και μετά τη βάπτισή του από τον Ιωάννη, «ωσεί ετών τριάκοντα», επέστρεψε πλήρης Πνεύματος Αγίου στην Γαλιλαία, και ήλθεν εις την Ναζαρέτ όπου είχε μεγαλώσει («ην τεθραμμένος»), και εισήλθε στη συναγωγή και σηκώθηκε να διαβάσει. Του δόθηκε από τον υπηρέτη το βιβλίο Ησαΐα του προφήτη· και αφού διάβασε μια μεσσιανική περικοπή και την εφήρμοσε στον εαυτό του (Λουκ. 4:18-19), οι κάτοικοι εθαύμαζαν για τα λόγια του και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός ο γιος του Ιωσήφ και της Μαριάμ και οι αδελφοί του Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας και οι αδελφές του, δεν είναι ανάμεσά μας;» (Μαρκ. 6:1-3, Ματ. 13:55). Και «εσκανδαλίζοντο εν αυτώ», διότι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν από πού, αυτή η σοφία και οι δυνάμεις (διενέργεια θαυμάτων), αφού τον ήξεραν πολύ καλά ποιος ήταν, διότι ήταν ανάμεσά τους, και είχε μεγαλώσει ανάμεσά τους, εργαζόμενος εκεί στη Ναζαρέτ μαζί με τον Ιωσήφ και γνώριζαν όλη την οικογένειά του. Δεν είπαν «από πού ξεφύτρωσε αυτός», κι από πού μας ήρθε, πράγμα που ασφαλώς θα έλεγαν, αν απουσίαζε από τα 12 του χρόνια και μετά… όπως το θέλουν οι παραμυθολόγοι και οι φαντασιοκόποι που πληθαίνουν στην εποχή μας ανελέγκτως.
Ωστόσο, από την παραπάνω περικοπή, εξάγονται μερικά ακόμη πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα μετά την προσεκτική μελέτη της. Κατ’ αρχάς, η μελέτη του κειμένου αποκαλύπτει ότι, ο Ιησούς με την απάντηση που έδωσε στους γονείς του, «τι ότι εζητείται με; ουκ ήδειτε ότι εν τοις του πατρός μου δει είναι με;», δείχνει ότι είχε πλήρη αυτοσυνειδησία, του ποιος ήταν, και τι μελλοντικό ρόλο είχε να επιτελέσει. Γνώριζε, δηλαδή, τη Μεσσιανική ιδιότητά του, γι’ αυτό και προσήλθε στην ηλικία των 30 ετών στον Ιωάννη για να βαπτιστεί, χρισθεί με Άγιο Πνεύμα, και για να κάνει έναρξη της κηρυγματικής διακονίας του. Σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο και τα ιουδαϊκά καθιερωμένα, ένας καθίστατο ενήλικας, ικανός να διδάξει αλλά και να ληφθεί σοβαρά υπεύθυνος και άξιος προσοχής από τους άλλους, μόνο σε ηλικία 30 ετών.
Έτσι, και ο Ιησούς γεννηθείς υπό γυναικός και υποταχθείς στο νόμο (Γαλ. 4:4), τήρησε και αυτή την εντολή, και άρχισε να δραστηριοποιείται και να κηρύττει σε ηλικία 30 ετών, όχι πιο νωρίς.
Αλλά, και το περιστατικό που έλαβε χώρα στην ηλικία των 12 ετών, δεν είναι άσχετο με την τήρηση του μωσαϊκού νόμου. Διότι, το 12ο έτος, ήταν έτος στροφής στη ζωή ενός μικρού Ιουδαίου. Στο 12ο έτος, ένας γιος των Ιουδαίων γινόταν «γιος της εντολής» (bar misba), δηλ., ένα υπεύθυνο άτομο να τηρεί όλες τις σχετικές διατάξεις του νόμου. Αυτό το γεγονός εξηγεί, γιατί, ο Λουκάς αναφέρει το περιστατικό αυτό που ήταν ιδιαίτερης σημασίας στο 12ο έτος, έτος στροφής στη ζωή του Ιησού, όπου τον εμφανίζει ήδη ως δάσκαλο, και δεν αναφέρει τίποτα άλλο από την εφηβική του ζωή.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, όπως διατυπώνεται στο κείμενο, ο 12ετής Ιησούς άκουε και επερωτούσε τους δασκάλους του νόμου. Η λέξη επερωτώ του κειμένου, δεν σημαίνει απλά την ερώτηση κάποιου που εκφράζει περιέργεια, ή απορία, αλλά «αναφέρεται σε ερωτήσεις που χρησιμοποιούνται σε δικαστική εξέταση, έρευνα, απόκριση, ακόμη και στις «διερευνητικές και πανούργες ερωτήσεις των Φαρισαίων και Σαδουκαίων» σαν κι αυτές που αναφέρονται στα εδάφια Μαρ. 10:2 και 12:18-23. «Με βάση αυτή τη χρήση, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν… το εδάφιο (Λουκάς) 2:46 υποδηλώνει, όχι τόσο την περιέργεια που οδηγούσε το αγόρι να κάνει ερωτήσεις, αλλά απεναντίας την επιτυχημένη επιχειρηματολογία Του. Το εδ. 47, θα ταίριαζε καλά με αυτή την τελευταία άποψη» (βλ. R. Kittel, Theological Dictionary of the New Testament, σχετικό λήμμα).
Πράγματι, η λέξη του πρωτοτύπου εξίσταντο, για τους δασκάλους που άκουγαν τον Ιησού, σημαίνει κατά λέξη «νιώθαν κατάπληξη», «σάστιζαν» με την κατανόηση και τις απαντήσεις του δωδεκαετούς. Ο λόγιος A. T. Robertson στο περισπούδαστο έργο του Word Pictures in the New Testament (Λεκτικές εικόνες της Καινής Διαθήκης, τόμος 2ος, σελ. 34) παρατηρεί ότι, η λέξη θα μπορούσε να αποδοθεί «είχαν μείνει εμβρόντητοι όπως κάποιος που γουρλώνει τα μάτια του». Αλλά, και οι γονείς του Ιησού, όταν τον βρήκαν «ιδόντες εξεπλάγησαν». Το ρήμα εκπλήσσομαι, σύμφωνα με τον ίδιο ελληνιστή, δεν σημαίνει τίποτα άλλο, παρά, εκ-πλήττω (ομαι), δηλ. «χτυπήθηκα από κάτι ή κάποιον». Και πράγματι, ο Ιωσήφ και η Μαρία, «χτυπήθηκαν» από τα λόγια και τη στάση του 12ετούς Ιησού, που έδειξε απ’ εκείνη την ηλικία ότι ήταν ήδη, καταπληκτικός δάσκαλος, δάσκαλος που κατ-έπληττε τους ακροατές. Σύμφωνα με το παραπάνω λεξικό του Kittel: «Ο Ιησούς ήδη αρχίζει από την παιδική του ηλικία τη σύγκρουση στην οποία οι ενάντιοί Του θα αναγκαστούν τελικά να παραδοθούν», όπως έγινε χρόνια αργότερα, όταν οριστικά τους αποστόμωσε και δεν ξανατόλμησαν να τον ρωτήσουν (Ματ. 22:41-46).
Συμπερασματικά, από την αφήγηση του Λουκά, προκύπτει σαφώς όχι μόνο πού ήταν ο Ιησούς μεταξύ 12 και 30, αλλά και ποιος ήταν Αυτός ο Ιησούς. Ήταν βεβαίως, φαινομενικά ο υιός του Ιωσήφ του τέκτονος και της Μαριάμ, από τη Ναζαρέτ. Αλλά ο ίδιος ήξερε ότι έπρεπε να είναι στον «οίκο του Πατρός του» γιατί είχε μεσσιανική αυτοσυνειδησία. Δεν χρειαζόταν να πάει πουθενά για να μάθει τα όσα δίδαξε, αφού δίδασκε ό,τι του έλεγε ο Πατέρας Του (Ιωάν. 12:50). Και, πολύ περισσότερο, δεν χρειαζότανε να πάει κάπου για να μάθει τάχα μαγικά κόλπα και τεχνάσματα, γιατί, ο αναμενόμενος στον Ισραήλ Μεσσίας, είχε το πνεύμα το Άγιο, με ικανότητα να διενεργεί θαύματα, «σημεία και τέρατα», όπως το διεκήρυξε και ο ίδιος (Ματ. 11:2-5, 12:17-21, Ησ. 61:1-5).