Είναι συνήθως οι απλές ερωτήσεις που προκαλούν τις δύσκολες απαντήσεις. Γράφοντας στο μικρό μου σημειωματάριο σκέψεις και αφορισμούς —έργο που είδε το φως της δημοσιότητας με τον τίτλο Κριτήρια επιλογής και επιλογή κριτηρίων (1991)— για το πώς μπορεί κανείς να προσεγγίσει τα ύδατα της αλήθειας, σημείωσα τότε τον εξής αφορισμό: «Για να πιεις το ποθητό νερό της γνώσης, πρέπει πρώτα να περάσεις από τη φλογερή έρημο της αναζήτησης».
Αυτήν την περιπλάνηση μέσα στην άνυδρη έρημο της εσωτερικής αναζήτησης μέχρι το τελειωτικό (;) καταστάλαγμα, νομίζω τη διέρχεται κάθε πνευματικός άνθρωπος, κάθε ειλικρινής αναζητητής της α-λήθειας. Θα έρθει οπωσδήποτε κάποια «κρίσιμη ώρα» στη ζωή του, που θα πρέπει να πάρει θέση στα μεγάλα μεταφυσικά ερωτήματα —σ’ αυτά ακριβώς που δεν μπορεί ν’ απαντήσει μόνη της η επιστήμη—, και ν’ απαντήσει μόνος του στο ερώτημα «τι εστίν αλήθεια» για τον ίδιο, και ποιο δρόμο πρέπει ν’ ακολουθήσει για να την ανακαλύψει.
Αυτό το ερώτημα έμεινε «ιστορικό», αφού ετέθη από έναν φορέα εξουσίας πριν από 2.000 χρόνια, σ’ έναν απλό Γαλιλαίο με γαλήνιο βλέμμα και, φαινομενικά έμεινε μετέωρο και αναπάντητο.
Σ’ έναν αιώνα πλουραλισμού, φιλοσοφικής πολυφωνίας, θρησκευτικού φανατισμού, φονταμενταλισμού και παραθρησκευτικού παν-βαβυλωνισμού, σε μιαν εποχή που τα παρακλάδια της εσωτερικής αναζήτησης φουντώνουν και επεκτείνονται συνεχώς, επιτείνεται και η σύγχυση περί του όντως όντος. Και ασφαλώς το ερώτημα «ποιος δρόμος οδηγεί στην αλήθεια», ανεξάρτητα της κατάφασής του ή μη, από φιλοσοφική και επιστημονική άποψη, φαντάζει σ’ άλλους φαιδρό και σ’ άλλους δυσπρόσιτο.
Απασχόλησε άλλωστε όλες τις μεγάλες διάνοιες κυρίως της ελλαδικής αρχαιότητας και τις εταλάνισε. Αν εξαιρέσουμε τον Πυθαγόρα και τη σχολή του που καλλιέργησε ένα είδος μυστικισμού και δογματισμού, όλη η αρχαία ελληνική φιλοσοφία στέκεται επιφυλακτική στο θέμα της αλήθειας, στο ερώτημα δηλαδή, αν υπάρχει κάποια ατραπός που να οδηγεί με ασφάλεια σ’ αυτήν. Ο Σωκράτης διακηρύσσει το περίφημο «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» και προσπαθεί ν’ ανακαλύψει την αλήθεια με «διαδοχικούς συλλογιστικούς αναβαθμούς». Ο προ αυτού Ηράκλειτος, ο σκοτεινός αποκληθείς, είχε καταλήξει στον αφορισμό: «Ήθος γαρ ανθρώπινον μεν ουκ έχει γνώμας, θείον δ’ έχει» (= δεν ανήκει στην ανθρώπινη φύση να κατέχει την αληθινή γνώση, ενώ αυτό είναι ίδιον της θείας φύσης). Τη συλλογιστική του ακολουθούν εν μέρει και οι μεταγενέστεροι Σκεπτικοί (Πύρρων, Καρνεάδης) που απορρίπτουν τη δυνατότητα της αλήθειας, όπως ακριβώς την είχαν απορρίψει και οι σοφιστές (Γοργίας, Πρωταγόρας κ.λπ.). Οι Σκεπτικοί, όπως και οι Στωϊκοί με τη σειρά τους, ανοίγουν χωρίς να το καταλάβουν τον δρόμο του Χριστιανισμού. Γιατί, αν με τα ανθρώπινα μέσα δεν μπορεί να αλωθεί η αλήθεια, δεν απομένει τίποτ’ άλλο, παρά η αποκάλυψη της αλήθειας θεόθεν. Έτσι οι αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις και φιλοσοφικές αναζητήσεις αντικαθίστανται από μια «θεία αυθεντία» που καθορίζει αυτή «τι εστί αλήθεια».
Η επικράτηση του χριστιανισμού δεν έθεσε τέρμα στην έρευνα ούτε η πίστη αντικατέστησε τη γνώση. Πρόκειται για διαφορετικά μεγέθη που δεν πρέπει να συγχέονται. Εκεί που σταματάει η γνώση αρχίζει η πίστη, η οποία πάλι δεν πρέπει να συγχέεται με την ευ-πιστία. Για ανθρώπους βέβαια, που δεν ικανοποιούνται με δογματικές απαντήσεις πάντα μένει ανοιχτό το βασανιστικό ερώτημα περί της αλήθειας και των τρόπων οικείωσής της.
Γεγονός πάντως είναι ότι στην εποχή μας νέες ανακαλύψεις τόσο στον μικρόκοσμο όσο και στον μακρόκοσμο, κλονίζουν ακόμα και θεμελιωμένες απόψεις σχετικά με τον κόσμο του επιστητού και οδηγούν στην αναθεώρηση θεμελιωμένων θεωριών. Είναι γνωστό άλλωστε ότι κάθε νέα θεωρία αποτελεί τον επικήδειο λόγο μιας προγενέστερης. Η ιστορία της επιστήμης δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά αμάλγαμα δεισιδαιμονιών και πλανών, πασπαλισμένων με ψήγματα αλήθειας. Και τούτο παρά τη διαβεβαίωση του Ευριπίδη ότι «απλούς ο μύθος (ο λόγος) της αλήθειας». Μάλλον θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο λόγος της α-λήθειας είναι δυσθήρατος. Νέοι επιστημονικοί κλάδοι, όπως η θεωρία των υπερχορδών, η γενετική, η βιοτεχνολογία, η ραδιοαστρολογία κ.ά. υπόσχονται νέες κατακτήσεις της ανθρώπινης γνώσης με σοβαρές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Ο κλασικός ορισμός της σχολαστικής φιλοσοφίας που γίνεται ακόμη γενικά αποδεκτός veritas est adaequatiο intellectus et rei (αλήθεια είναι η συμφωνία της νοήσεως προς τα πράγματα) είναι αλυσιτελής. Διότι δεν αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος που επιζητεί επιτακτικά μιαν απάντηση.
Προσωπικά, νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημα «ποιος δρόμος οδηγεί στην αλήθεια» έχει νόημα, μόνον εφόσον έχει προ-αποφασίσει κανείς να ζήσει «κατά αλήθειαν».
Η αλήθεια ως βίωμα είναι α-λήθεια. Είναι ζωντανή βιωμένη μνήμη, είναι πραγματικότητα. Και ασφαλώς, είχε δίκιο ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, όταν έλεγε, «η υποκειμενικότητα είναι αλήθεια» (die Subjectivität ist die Wahrheit), υπό την έννοια ότι η αλήθεια βιώνεται εσωτερικά, ανάλογα με το πάθος της εσωτερικότητας που διαθέτει κάποιος. Αλήθεια είναι κάτι που βιώνεται υπαρξιακά μέσα μας με το πάθος της αγάπης. Στον δρόμο της αλήθειας, σύμφωνα με τον Δανό φιλόσοφο, βρίσκονται οι φρόνιμες παρθένες της παραβολής που βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση και ετοιμότητα… Δηλαδή όσοι είναι άγρυπνοι και δεν εφησυχάζουν για όλα τα γενόμενα και μη γενόμενα υπό τον ήλιον.
Και για να επανέλθω στο ιστορικό ερώτημα: ο Πιλάτος που έθεσε το περίφημο ερώτημα «Τι εστίν αλήθεια», δεν έλαβε απάντηση, γιατί δεν θέλησε να τη λάβει. Ρώτησε υπερφίαλα και ειρωνικά, όντας εμποτισμένος από φιλοσοφικό σκεπτικισμό. «Και τούτο ειπών πάλιν εξήλθεν προς τους Ιουδαίους…» μας πληροφορεί η αφήγηση του ευαγγελιστή. Αν ήθελε να την «ερευνήσει» θα την έβρισκε απροσδόκητα μπροστά του. Σ’ ένα πρόσωπο, που ήταν η σαρκωμένη αλήθεια. Και έγινε με τη δική του συνέργεια «εσταυρωμένη αλήθεια». Αυτή η «Αλήθεια» μας είπε μεταξύ άλλων και μιαν άλλη αλήθεια: «αγρυπνείτε και προσεύχεσθε… το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ ασθενής».
Ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ, η μεγαλύτερη προσωπικότητα που πέρασε ποτέ από τη γη και έταμε τον κόσμο και τον χρόνο στα δυο, είπε κάτι το συγκλονιστικό, κάτι το ανεπανάληπτο. Κάτι που κανένας άλλος σοφός ή δάσκαλος αρχαίος ή σύγχρονος δεν τόλμησε να ξεστομίσει: «Εγώ είμαι η αλήθεια, η οδός και η ζωή». Δείχνοντας, έτσι, ότι η αλήθεια είναι ταυτόχρονα και οδός και ζωή. Ο Ιησούς ήταν η εμπρόσωπη αλήθεια. Η εμπρόσωπη «αγάπη της αλήθειας και η αλήθεια της αγάπης».
Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο δρόμος που οδηγεί στην αλήθεια είναι αυτός που υπέδειξε ένας άνθρωπος που βίωσε άχρι θανάτου την αλήθεια· «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη». Πίστη (εμπιστοσύνη) σ’ ένα υπερφυσικό ον που υπερβαίνει τον άνθρωπο, νοηματοδοτώντας τη ζωή του. Και αγάπη γι’ αυτό, αφού είναι το μόνο ον που αξίζει και μπορεί κανείς πάντα ν’ αγαπά, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι. Η αγάπη αυτή πρέπει ακόμα να επεκτείνεται στον συνάνθρωπο· και μάλιστα κατά τρόπον πρωθύστερο.
Μόνο μέσω αυτής της οδού που δεν έχει σχέση με την εγκεφαλική γνώση, μόνο μέσω της βιωμένης αγαπητικής σχέσης μπορεί κανείς να είναι βέβαιος, ότι «περιπατεί εν τη αληθεία». Διότι, άλλο πράγμα είναι να αναζητεί κανείς ένα δρόμο για την αλήθεια και άλλο να βιώνει ότι περπατεί την αλήθεια μέσω αγάπης. Η αγάπη που είναι βιωμένη πίστη και επίγνωση, είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος που οδηγεί στην τελική αλήθεια. Οι άλλοι δρόμοι, φανεροί ή μυστικοί, εσωτερικοί ή εξωτερικοί, βατοί ή απρόσιτοι, θρησκειοποιημένοι ή εκκοσμικευμένοι, μπορεί να φαίνεται ότι οδηγούν —αλλά πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να παροδηγούν. Διότι η «γνώσις φυσιοί—η αγάπη οικοδομεί». Όποιος δεν μπορεί ν’ αγαπήσει δεν μπορεί και να γνωρίσει. Μόνο αυτός που αγαπά, γνωρίζει. Και μόνο αυτός που αγαπά μπορεί να εισχωρήσει στο άβατον. Στον κύκλο της αλήθειας.