Η πρόσκληση του συγγραφέα να διαβάσω το κείμενο και να συντάξω το επίμετρο αυτού του βιβλίου ήταν για εμένα τόσο τιμή όσο και πρόκληση. Ο Φρίντριχ Νίτσε δεν περιλαμβανόταν στα πρόσφατα αναγνώσματά μου. Προσπάθησα να επαναφέρω στη σκέψη μου κάποιες από τις επαφές που είχα με τις ιδέες αυτού του σημαντικού φιλοσόφου.
Ήρθε στο μυαλό μου το τραγούδι του Ν. Πορτοκάλογλου «Ό,τι Δε Σε Σκοτώνει» σε κάνει πιο δυνατό. Στίχοι και μουσικές του Γ. Αγγελάκα και των Τρυπών, του Ν. Άσιμου, του Π. Σιδηρόπουλου, του Τζ. Μόρισον των The Doors και τόσων άλλων συνυφάνθηκαν με νιτσεϊκές ιδέες.1 Οι πρώτες σκέψεις ήταν, λοιπόν, από τον κόσμο της μουσικής. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, σύμφωνα με τη δήλωση του ίδιου του Νίτσε: «Τι θα ήταν η ζωή χωρίς τη μουσική; Μια πλάνη».
Θυμήθηκα, όμως, ότι ο Νίτσε περιλήφθηκε στις πιο καθοριστικές επιρροές που δέχτηκε ο ξεχωριστός «αντιθρησκευτικός θρησκευόμενος» Ν. Καζαντζάκης, όπως ευσύνοπτα περιγράφει ο συγγραφέας μας στο βιβλίο του Οι πνευματικοί πατέρες του Νίκου Καζαντζάκη. «Είχα καλό ταξίδι... ναυάγησα», είχε πει ο Νίτσε, ενώ ο Έλληνας μαθητής του γράφει στην Ασκητική του: «Χρέος μας είναι να ναυαγήσουμε». Ένα ταξίδι αυτογνωσίας όπως εκείνο του Σιντάρτα στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Έ. Έσσε που είχα αγαπήσει στην εφηβεία μου. Θυμήθηκα ότι κάτω από την επιφάνεια της τέχνης των λέξεων ποιητών όπως ο Α. Σικελιανός, ο Γ. Σεφέρης και ο Ο. Ελύτης είχα επίσης νιώσει νιτσεϊκά ρεύματα σκέψης. Αλλά ήταν αφορμή να κατεβάσω από τη βιβλιοθήκη μου και να ξεφυλλίσω ξανά το απόσταγμα της σκέψης του Νίτσε, το Τάδε έφη Ζαρατούστρα σε μετάφραση Ζ. Σαρίκα. Αλλά και ένα από τα ομόκεντρα βιβλία του Ι. Γιαλόμ, το έργο Όταν έκλαψε ο Νίτσε, αυτή τη λογοτεχνική απόπειρα ερμηνείας της γέννησης της ψυχοθεραπείας και της σχέσης της με την υπαρξιακή φιλοσοφία.
Η λίστα μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Πόσοι άραγε αναγνωρίζουν ότι υπάρχει τόσος Νίτσε γύρω μας; Αλλά θα ήθελα να κάνω μια τελευταία σχετική αναφορά, μια γεμάτη νόημα γελοιογραφία που έκτοτε πάντα ξεκλέβει το χαμόγελό μου: Σε έναν τοίχο είναι γραμμένο: «Ο Θεός είναι νεκρός. –Νίτσε». Κι από κάτω ακριβώς έχει προστεθεί: «Ο Νίτσε είναι νεκρός. —Ο Θεός».
Ποιος ήταν αυτός που τόλμησε να πει ότι ο Θεός είναι νεκρός; Ο Νίτσε ανήκει σε εκείνη τη «συντροφιά» που περιλαμβάνει τους Γκ. Χέγκελ, Μ. Στίρνερ, Λ. Φόιερμπαχ, Φρ. Ένγκελς, Κ. Μαρξ, Α. Σοπενχάουερ, Κ. Δαρβίνο, Μπρ. Μπάουερ και Σ. Φρόιντ, η οποία άσκησε καθοριστική επίδραση στην πανανθρώπινη σκέψη και στην πορεία της ανθρωπότητας. Μάλιστα κάποιες ιδέες του, όπως η αντίληψη ότι η ζωή μας προσδιορίζεται από τον τρόπο που ερμηνεύουμε τις εμπειρίες μας και όχι από τις εμπειρίες καθαυτές, προϋποθέτουν μια πιο διευρυμένη «συντροφιά» στοχαστών με στοιχεία στωικισμού όπως ο Ζήνωνας ο Κιτιεύς, ο Σενέκας, ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Μπ. Σπινόζα. Ο Νίτσε ήταν εκείνος που ενθάρρυνε τον άνθρωπο: «Γίνε αυτό(ς) που Είσαι», δηλαδή συμφιλιώσου με όσα σε χαρακτηρίζουν, εστίασε στις εσωτερικές δυνάμεις μεταμόρφωσης και μπες σε μια αδιάκοπη διαδικασία αμφισβήτησης και αναθεώρησης των πεποιθήσεών σου. Μια πρόταση αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας που στο μυαλό μου ηχεί σαν αντιδιαστολή—ή ακόμη και σαν μια ειδωλική απομίμηση;—προς τον Ιεχωβά, τον Θεό της Εξόδου, που περιέγραψε εαυτόν: «Θα Γίνω αυτό(ς) που Θα Γίνω», δηλαδή Εκείνος που μόνος έχει το δικαίωμα να θέτει σκοπούς και να ενεργεί όπως απαιτείται για να τους πραγματοποιήσει απαρέγκλιτα καθώς αλληλεπιδρά με τη δημιουργία του—ειδικά δε προς όφελος των νοημόνων πλασμάτων Του. (Έξοδος 3:14) Η αποτίναξη κάθε θεσμοθετημένου πλαισίου σκέψης και η απόλυτη ελευθερία του ατόμου που δεν θα ήταν πλέον υπόλογος καν σε κάποια θεότητα αποτέλεσε το όραμα αυτής της «συντροφιάς» στις αρχές του 20ού αιώνα. Μιλώντας κυρίως με τη γλώσσα της λογοτεχνίας και της ποίησης, ο Νίτσε γίνεται αφοριστικός, συχνά ακραίος και κατ’ ουσίαν απαισιόδοξος διαχρονικά για τις θρησκευτικές και κοινωνικές δομές. Μέσα από την προτεινόμενη οπτική του αντεστραμμένου κόσμου (mundus inversus), ο Νίτσε αντιστρέφει, αρνείται, αρνείται ακόμη και την άρνηση—γίνεται μια βόμβα ενάντια σε κάθε ρασιοναλιστική κυριαρχία, με βαθιές συνέπειες σε όλα τα επίπεδα της επακόλουθης παγκόσμιας νόησης.
Η παιδική του ηλικία και η νεότητά του Νίτσε έφεραν το τραύμα της ασφυκτικής θρησκευτικότητας. Τα υπαρξιακά, ηθικά και κοινωνικά ερωτήματα που δεν έβρισκαν απάντηση από τον Θεό και τη Βίβλο με την αμεσότητα και τον τρόπο που εκείνος ανέμενε, τον έκαναν να τα απαξιώσει πλήρως. Από τη βαθιά ευλάβεια που διδάχτηκε στην παιδική του ηλικία είχε πλέον αρχίσει να ανεβαίνει το μονοπάτι που τον απομάκρυνε όλο και πιο μακριά από κάθε είδους κοινωνία με το θείο—αλλά και τους συνανθρώπους του. Η ανάπτυξη της σκέψης τον οδήγησε ώστε να θεωρεί εαυτόν τον πρωτοπόρο ηθικολόγο της μετά Θεόν κοινωνίας. «Gott ist tot»—ο Θεός είναι νεκρός. Η εποχή του Διαφωτισμού φαινόταν πλέον ότι μπαίνει σε νέα φάση κατά την οποία ο άνθρωπος θα είναι απόλυτα ελεύθερος από Αυτόν. Ή, μάλλον, από όλα τα συστήματα των θρησκειών που μιλούσαν εκ μέρους Του.
Η έμφαση στον ατομισμό, η προώθηση του «ελεύθερου πνεύματος», του υπερανθρώπου (Übermensch), περιγράφουν τον ενεργό νιχιλισμό του Νίτσε σε ηθικό, μεταφυσικό και κοινωνικό επίπεδο. Η δόμηση του εαυτού ως θεραπεία αποτέλεσε μια πρωτοποριακή ιδέα πρόδρομη των αντιλήψεων περί ψυχολογίας του Φρόιντ. Εντούτοις, η δυναμική, πολύπτυχη αμφισβήτηση όλων των αξιακών συστημάτων δεν συνοδεύτηκε—συνειδητά κατά βάση—από μια αντίστοιχη πρόταση ανασύνθεσης και αναδόμησης του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, έθεσε πιο πολλά ερωτήματα από όσα θα μπορούσε να διαχειριστεί ένας σκεπτόμενος άνθρωπος—και ειδικά ένας άνθρωπος που η αντίστροφη μέτρηση του μήκους της ζωής του ξεκίνησε πρόωρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στα χρόνια που ακολούθησαν το παλιό γκρεμίστηκε αλλά δεν ανεγέρθηκε το καινούριο που ύμνησε η νιτσεϊκή σκέψη.
Οι θάνατοι στο κοντινό οικογενειακό περιβάλλον και η επιδεινούμενη ασθένεια του τον ώθησαν στην ανάπτυξη μιας δίκης του κοσμοθεώρησης που θα του επέτρεπε να τα αντιμετωπίσει και να καταφέρει να ζήσει με αυτά. Από το δίλημμα, ανάπτυξη ενός «νέου» φιλοσοφικού συστήματος (που θα αναπαρήγαγε στην πραγματικότητα τις ατέλειες όλων των προηγούμενων) ή εσωστρέφεια και περικλεισμός πίσω από τα ψηλά τείχη του εαυτού, ο Νίτσε συνειδητά επέλεξε το—αλλά και εν μέρει οδηγήθηκε (εξαιτίας των επιλογών και των συγκυριών του βίου του) στο—δεύτερο. Ο κλονισμός της υγείας του, η νευρική κατάρρευση και η ψυχική διαταραχή του έκτοτε αποτέλεσαν τον επίλογο αυτού του ατίθασου πνεύματος, που άφησε την τελευταία του πνοή τον Αύγουστο του 1900.
Τελικά, ήρθε ο 20ός αιώνας και μαζί η προσμονή για το «τέλος της ιστορίας», το «τέλος εποχής», το οποίο έρχεται όλο και πιο κοντά αλλά που όλο παραμένει αναφορά στο μέλλον. Μοντέρνοι προφήτες, αδίστακτοι δικτάτορες, πρωτοπόροι επιστήμονες, αστροναύτες με όραμα την άφιξη σε νέους πλανήτες, τεχνολογικοί εφευρέτες που άλλαξαν για πάντα την καθημερινότητά μας—ήταν μεταξύ εκείνων που έγραψαν με ξεχωριστούς αλλά ιδιαίτερους τρόπους την Ιστορία εκείνου του αιώνα. Έντονες ελπίδες που δεν έπαψαν να διαψεύδονται, που δεν έπαψαν να αναγεννιούνται. Εντούτοις, η μεγαλύτερη θρησκεία της πεφωτισμένης Δύσης, ο χριστιανισμός,—«η αιώνια κηλίδα της ανθρωπότητας» κατά Νίτσε—συνέχισε να φθίνει σε όλη τη διάρκεια του αιώνα.
Το παρόν πόνημα έρχεται στις αρχές του 21ου αιώνα να πάρει θέση σε αυτή τη δριμεία και ολομέτωπη νιτσεϊκή επίθεση. Ο συγγραφέας, όντας έμπειρος νομικός αλλά και δεινός βιβλικιστής, ενεργεί ώς συμμάρτυρας υπεράσπισης του Θεού στο ησαϊακό σκηνικό της παγκόσμιας δίκης για την αληθινότητά Του: «Γένεσθέ μοι μάρτυρες, κἀγὼ μάρτυς». (Ησαΐας 43:10, Ο') Διαλέγεται ένθερμα με τις θέσεις του Νίτσε που επιζητούν να ξεθεμελιώσουν τη Βίβλο και τον Θεό της. Σε αντιδιαστολή με τον εκρηκτικό, χαοτικό και ενίοτε αντιφατικό λόγο του Γερμανού φιλοσόφου, ο συγγραφέας αντιτάσσει έναν λόγο συντεταγμένο, νηφάλιο και μεστό. Όπως έκανε με επιτυχία αναφορικά με την ύπαρξη του Θεού ο θεολόγος Χ. Κυνγκ (στο έργο του Does God Exist? An Answer for Today), ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να τον ακολουθήσει στη θαρραλέα απόπειρά του να αποδομήσει τις αντιβιβλικές, αντιχριστιανικές και αντιθεϊκές νιτσεϊκές θέσεις. Αξιοποιώντας τις διαθέσιμες γνώσεις μας για τα βιβλικά κείμενα, τα ιστορικά δεδομένα και τα αρχαιολογικά ευρήματα—αλλά και με την πολύτιμη εμπειρία που δίνει η χρονική πλέον απόσταση από τον κόσμο και την πρώτη εμφάνιση των ιδεών του Νίτσε—, δείχνει την αξία της πίστης στον Θεό της αγάπης και της δικαιοσύνης, τις τραγικές αδυναμίες του σκληρού υπερανθρώπου και την ελπιδοφόρα αντίληψη περί ευθύγραμμης πορείας του χρόνου.
Στον τομέα της χριστιανικής απολογητικής, ο οποίος δεν έχει αναπτυχθεί στο βαθμό που συνέβη στις ΗΠΑ και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο συγγραφέας συνεχίζει το πολύχρονο απολογητικό του έργο που περιλαμβάνει τα βιβλία Βίβλος: Ένα βιβλίο επαναστατικό, Το στοίχημα του Πασκάλ και το Dawkins vs Ιησούς. Στο παρόν έργο του ασκεί κριτική σε μια παρωχημένη πλέον κριτική του χριστιανισμού με βάση τα πορίσματα της αρνητικής κριτικής του 19ου αιώνα, τότε που δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί ζωτικοί τομείς των βιβλικών μελετών όπως η βιβλική αρχαιολογία, η κριτική του κειμένου, η κοινωνική ανθρωπολογία κλπ. Η κριτική αυτή δεν αφορά σε όλο το φιλοσοφικό έργο του Νίτσε αλλά κυρίως στο βιβλίο του Ο Αντίχριστος και στον αντιχριστιανισμό του. Παρά τη σφοδρότητα της επίθεσης κατά του χριστιανισμού, ο Νίτσε είναι βαθιά διαποτισμένος από αυτόν όπως φαίνεται από βιβλικές εκφράσεις, αναφορές και ιδέες που χρησιμοποιεί για να εκφράσει τις δικές του ιδέες. Θαυμάζει τον Ιησού καθώς τον θεωρεί τον μόνο που έζησε το χριστιανικό ιδεώδες—είναι ο μόνος «χριστιανός» κατ’ αυτόν—αλλά όχι τη διδασκαλία του. Για να ασκήσει αποτελεσματικά την κριτική σε έναν φιλόσοφο της εμβέλειας του Νίτσε, ο Τσινικόπουλος φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται τη δυσκολία του εγχειρήματος αλλά και διαθέτει την απαραίτητη γνώση για να το φέρει σε πέρας, όπως γίνεται φανερό από την εκτενή βιβλιογραφία, τις κατατοπιστικές παραπομπές και το διαφωτιστικό παράρτημα όπου συλλέγει γνώμες επιφανών μελετητών του Νίτσε. Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για την ελευθερία βούλησης και ικανότητας επιλογής που αρνείται ο Νίτσε, στα οποία καταφάσκει ο χριστιανισμός αλλά και όλα τα μεγάλα πνεύματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα παρά τις όποιες ενστάσεις που κατά καιρούς προβάλλονται.
Παραθέτοντας από την σκέψη του μελετητή του Νίτσε Ζ. Μπατάϊγ, ο έγκριτος στοχαστής Ν. Σινιόσογλου υποστήριξε ότι είναι «αδύνατον να διαβάσει κανείς πραγματικά Νίτσε χωρίς να γίνει ο ίδιος κάπως Νίτσε». Εντούτοις, ο Τσινικόπουλος αποπειράται στο παρόν βιβλίο να ανταπαντήσει δείχνοντας ότι όχι μόνο είναι αυτό δυνατό αλλά κι ότι μπορεί κάποιος που έχει επίγνωση των ευρύτερων θεμάτων που περιλαμβάνονται να αντιπαρατεθεί επιτυχώς με το νιτσεϊκό οικοδόμημα και να καταστήσει σαφή την ασύγκριτη αξία του προσωπικού Θεού και της Βίβλου για τη βελτίωση της προσωπικής ζωής, των διαπροσωπικών σχέσεων και της ευρύτερης κοινωνικής συμβίωσης ακόμη περισσότερο πλέον στον 21ο αιώνα. Η αντίληψη του πνεύματος της Βίβλου μέσα από το πρίσμα του μεσσία Ιησού είναι η απάντηση στην τυφλή εξέγερση που προτείνει ο Νίτσε έναντι του εξαντλημένου κόσμου και των κουρασμένων ιδεών του.
1 Ο Ρ. Μανζάρεκ, συνιδρυτής των The Doors, είχε δηλώσει ότι «ο Φρίντριχ Νίτσε σκότωσε τον Τζιμ Μόρισον». (Stephen Davis, Jim Morrison: Life, Death, Legend, Gotham Books|Penguin Group 2004, σσ. 20–22.)
31 Δεκεμβρίου 2020