Είμαι ένας ηλικιωμένος, πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος. Αισθάνομαι πως έχω κουραστεί, απ’ τη μακρόχρονη ζωή μου, έχω γεράσει πια. Οι δυνάμεις μου μ’ έχουν εγκαταλείψει. Λίγο προτού σας αφήσω, αφήστε με να σας διηγηθώ την ιστορία μου. Υπόσχομαι, δεν θα σας κουράσω...
Είμαι ένας άνθρωπος, διαφορετικός από σας τους άλλους, αν και μοιάζω με όλους τους άλλους...
Γεννήθηκα πριν γεννηθούν, πριν υπάρξουν όλοι οι άλλοι. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, στην αρχή ήμουν σαν χαμένος. Δεν ήξερα ποιος ήμουν, πού ήμουν, πού βρισκόμουνα, τί έκανα εκεί που βρισκόμουνα. Άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα γεμάτος δέος, καταπράσινα πανύψηλα δέντρα, που μόλις άφηναν οι πυκνές φυλλωσιές τους, το λιγοστό φως του ήλιου να τις διασχίσει. Δεν ήμουν κάποιο βρέφος, αλλά άντρας ώριμος. Αργά, αργά, σηκώθηκα από το χώμα που βρέθηκα ξαπλωμένος... και τα χέρια μου, ναι τα χέρια μου, άρχισαν να κουνιούνται και να αγγίζουν ό,τι έβρισκαν κοντά τους, χώμα, πράσινη σπινθηροβόλα χλόη και λουλούδια, πολλά πολύχρωμα λουλούδια. Σηκώθηκα, αργά-αργά και στάθηκα στα πόδια μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς συνέβηκε αυτό. Νόμιζα πως δεν θα μπορούσα να σταθώ όρθιος, ότι θα ’πεφτα. Αλλά σηκώθηκα με τη βοήθεια των χεριών μου, στηριγμένα στο έδαφος. Αφού στάθηκα και κοίταξα αλαφιασμένος τριγύρω, έβαλα πρώτα το ένα μου πόδι μπροστά και πάτησα. Μετά έφερα και το άλλο δίπλα στο πρώτο. Είχα κάνει, πως να σας το πω, ένα βήμα στη ζωή μου, το πρώτο βήμα. Ύστερα το επανέλαβα αυτό. Ξανά και ξανά. Κατάλαβα πως μπορούσα να το κάνω, χωρίς να το ξεχνώ, χωρίς να πέφτω. Τί θαύμα! Μπορούσα να κινούμαι, να μετακινούμαι ελεύθερα σε κάποιο μέρος εκείνου του αφανούς δάσους· εκείνου του κήπου στον οποίο κατοικούσαν όλα τα είδη των ζώων, κάθε είδος από φτερωτά πλάσματα –από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα–, κάθε θηρίο του αγρού, κάθε ερπετό μικρό και μεγάλο, κάθε κινούμενη ψυχή...
Κάθε μέρα που προχωρούσα, ανακάλυπτα κι άλλες ποικιλίες ζώων κι άλλα πλάσματα, κι άλλα φυτά, κι άλλα δέντρα, κι άλλα λουλούδια. Τί μαγεία ήταν αυτή! Τί ατέλειωτη ποικιλία! Τα μάτια μου δεν χόρταιναν να βλέπουν τα δέντρα, τα φυτά, τη χλόη, τα λουλούδια, τους κορμούς των δένδρων, τα κλαδιά, τα φυλλαράκια. Τα αυτιά μου δεν χόρταιναν ν’ ακούν τα κελαηδίσματα των πουλιών, τα τιτιβίσματα, τους βόμβους των εντόμων, τα τερετίσματα, τους κοασμούς, τους μυκηθμούς των ζώων, τους βρυχηθμούς. Όλα ηχούσαν τόσο όμορφα, τόσο αρμονικά στ’ αυτιά μου. Ήμουν γυμνός τελείως, μα ούτε κρύωνα, ούτε ντρεπόμουνα που ήμουν έτσι όπως ήταν και τα ζώα τριγύρω μου, ούτε τίποτα φοβόμουν. Περπατούσα και πηδούσα μόνος μέσα στο παρθενικό μου ταξίδι στο άγνωστο, στο ωραίο άγνωστο. Το πράσινο γαλήνευε την καρδιά μου: Την καρδιά μου... Α, ναι, ξέχασα να σας πω: Τρόμος και φόβος με κατέλαβε ξαφνικά, όταν κατάλαβα ότι κάτι υπήρχε μέσα μου, στο στήθος μου, που χτυπούσε, χτυπούσε σταθερά κι αδιάκοπα. Δεν ήξερα τί ήταν, πώς ήταν, πώς να το ονομάσω. Μετά από κάποιο χρόνο, το ονόμασα καρδιά. Ναι καρδιά... Και δεν τη φοβόμουν πια. Κατάλαβα ότι ξυπνούσα και κοιμόμουν μαζί της. Και κάτι άλλο ξέχασα να σας πω· συγχωρήστε με. Βλέπετε η μνήμη μου που άλλοτε ήταν τόσο ζωηρή μ’ έχει σιγά-σιγά εγκαταλείψει. Ήμουνα νέος τότε, πολύ νέος, σφριγηλός και εύρωστος· με μαύρα μαλλιά, σπινθηροβόλα μάτια και σώμα καλοσχηματισμένο. Έτσι πλάστηκα... Όχι όπως είμαι τώρα... Κάποια μέρα προχώρησα πιο πολύ μέσα στον κήπο αυτόν της ευτυχίας και της γαλήνης. Κι είδα νερά, πολλά νερά. Είδα νερά να πέφτουν από ψηλά, να σχηματίζουν λιμνούλα. Και τα νερά αυτά να χύνονται, και να ρέουν πιο κάτω και να διαρρέουν τον τόπο της κατοικίας μου. Κι εκεί μέσα τους υπήρχαν ζωντανές ψυχές που δεν μπορούσα να πιάσω. Δεν ήξερα πώς ήμουν, ώσπου μια μέρα είδα το πρόσωπό μου μέσα στα νερά να καθρεφτίζεται. Τρόμαξα στην αρχή, νόμιζα πως ήταν κάποιος άλλος· αλλά ύστερα κατάλαβα πως ήμουν εγώ, γιατί ξαναείδα το πρόσωπο μου σ’ άλλα νερά.
Όταν αισθανόμουν ότι πεινούσα, ότι έπρεπε κάτι να βάλω στο στόμα και στο στομάχι μου, άπλωνα το χέρι μου και έπαιρνα έναν εύγεστο καρπό από κάποιο δέντρο. Τί γεύση ήταν εκείνη, τι γλυκύτητα... Τί ομορφιά! Πώς να σας το περιγράψω... Νέες εκπλήξεις με περίμεναν καθώς βύθιζα τα δόντια μου στους ζουμερούς καρπούς των δένδρων, καθώς μασούσα και κατάπινα. Τί μυστήριο ήταν αυτό, που στη ζωή με κρατούσε ευδιάθετο... Τότε δεν ήξερα, αυτά που τώρα ξέρω για την τροφή. Α! και κάτι άλλο· ήμουνα τότε υγιής και δυνατός, όχι όπως τώρα άρρωστος και κουρασμένος... απ’ τη ζωή μου.
Δεν ξέρω μήπως σας έγινα κουραστικός... Γι’ αυτό θα συντομεύσω κάπως την αφήγησή μου...
Περνούσα ωραία εκεί μέσα σ’ αυτόν το τεράστιο, πώς να το πω, πώς να το ονομάσω, κήπο, δάσος, δρυμό; Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια κυλούσαν. Δεν καταλάβαινα πώς. Δεν καταλάβαινα πώς κυλούσε ο χρόνος... Στην αρχή μάλιστα δεν καταλάβαινα το κύλισμα του χρόνου. Μου πήρε καιρό να το συνηθίσω. Κοιμόμουνα, ξυπνούσα, κινιόμουν, έτρωγα, έπαιζα με τα ζώα, εξερευνούσα τη φύση, την ομορφιά της φύσης, εξερευνούσα τον εαυτό μου. Έβλεπα τα άστρα τα βράδια και το φεγγάρι και μαγευόμουν. Ονόμασα μάλιστα και πολλά ζώα και τα έδωσα όνομα ανάλογα με τις ιδιότητές τους. Ήμουν ευτυχισμένος, κι όμως, κάτι σα να μου έλειπε. Έβλεπα τα ζώα, τα πουλιά, τα ερπετά ζευγαρωμένα με τα μικρά τους. Εγώ όμως; Εγώ ήμουν μόνος. Δεν είχα σύντροφο... που να μου μοιάζει, δεν είχα με ποιόν να μιλήσω, να επικοινωνήσω.
Μια μέρα, έπεσα σε ύπνο βαθύ, πώς να το πω, σα σε βαθιά νάρκη. Δεν κατάλαβα πώς έγινε... ούτε πόσο κράτησε. Όταν ξύπνησα, είδα πίσω από τη φυλλωσιά ενός δέντρου, να στέκεται και να με κοιτάζει αινιγματικά ένας άλλος άνθρωπος σαν κι εμένα. Υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος! Ναι! Μπορείτε να το φανταστείτε; Έμοιαζε με μένα και διέφερε από μένα. Είχε μακριά πλούσια μαλλιά, όμορφα μεγάλα μάτια, ωραίο πρόσωπο, πανέμορφο σώμα. Έλαμπε! Με κοιτούσε περίεργα, όπως περίεργα την κοιτούσα κι εγώ. Την είδα, την περιεργάστηκα και τότε μη μπορώντας να κρύψω το θαυμασμό μου γι’ αυτό το θεσπέσιο πλάσμα που έβλεπαν πρώτη φορά τα μάτια μου, αναφώνησα τις πρώτες μου λέξεις:
Τώρα μάλιστα!
Αυτό είναι οστό απ' τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου!
Θα την ονομάσω Ισάχ, ανθρωπίνα,
γιατί πάρθηκε από μένα τον άνθρωπο,
απ’ ένα κομμάτι μου, απ’ ένα πλευρό μου...
Κατάλαβα ότι πάρθηκε από ένα μου πλευρό, κοντά στην καρδιά μου, για να την αγαπώ· και κάτω απ’ το μπράτσο μου για να την προστατεύω απ’ οτιδήποτε. Δεν ξέρω, αλλά έτσι το αισθάνθηκα... Τότε μίλησα για πρώτη φορά με έναν άνθρωπο σαν κι εμένα! Γιατί κι αυτή μου μίλησε δειλά, διατακτικά. Και τότε, ένιωσα, μια ισχυρή έλξη γι’ αυτήν· και χωρίς να ξέρω πώς, τί μ’ έσπρωξε, συνέχισα να της μιλάω, χωρίς να ξέρω πώς μιλάω, τί είναι εκείνο που με κάνει να μιλάω, κι είπα τα παράξενα τούτα λόγια:
Γι’ αυτό ο άντρας θα αφήσει τους δικούς του
και θα προσκολληθεί στην ανθρωπίνα, τη γυναίκα του
και θα γίνουν ένας άνθρωπος... ναι ένας άνθρωπος.
Έγινα αν θέλετε να το πιστέψετε, ένας προφήτης του μέλλοντος χρόνου...
Καθίστε τώρα πιο κοντά μου γιοι και κόρες μου, παιδιά μου... Σηθ και Ενώς και Μαλαλεήλ και Λά- μεχ. Κι εσείς εγγόνια μου, κι εσείς δισέγγονα και τρισέγγονα μου. Είστε τόσα πολλά, που μερικές φορές κοντεύω να ξεχάσω τα ονόματα σας... Ελάτε τώρα πιο κοντά μου σ’ αυτή την καλύβα που μαζευτήκαμε όλοι και που τη χτίσαμε μαζί, όπως και τις άλλες, τις δικές σας καλύβες.
Τα υπόλοιπα, τα ξέρετε νομίζω οι πιο πολλοί. Τα έχω πει και ξαναπεί. Κι αν υπάρχουν κάποιοι που δεν τα ’χουν ακούσει, ας τα πουν σ’ αυτούς, εκείνοι που τα ’χουν ακούσει απ’ τα χείλη μου. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Τα ’χετε ζήσει οι περισσότεροι. Ξέρετε πώς η γυναίκα εκείνη που με μάγεψε με την ομορφιά της, που την αγάπησα είναι η γυναίκα μου η «Ζωή» που κι αυτή είναι τώρα πολύ γριά και κουρασμένη απ’ τη ζωή και τα βάσανα. Τα ρυτιδιασμένα μάτια της και τί δεν είδαν... Μαζί ζήσαμε και μαζί γεράσαμε, μαζί φτάσαμε έως εδώ. Ήταν η γυναίκα που τη γνώρισα και με γνώρισε καλά. Που μου χάρισε ευχαρίστηση, αλλά και πολύ πόνο. Την ονόμασα μετά «Ζωή», γιατί έγινε μητέρα των ανθρώπων. Την άκουσα και με παρέσυρε... σε μια κρίσιμη στιγμή δοκιμής. Αλλά εγώ έφταιγα. Τώρα το ξέρω· έφταιξα. Αμάρτησα, αστόχησα. Βρεθήκαμε δικαίως έξω απ’ εκείνο τον παραδείσιο δρυμό. Γεννήσαμε τα πρώτα μας παιδιά. Είδαμε τον έναν μας γιο να σκοτώνει τον άλλο και μάθαμε για πρώτη φορά τί θα πει πόνος, θλίψη, θάνατος. Είδαμε τον αδελφοκτόνο, να καταδικάζεται από τη δίκαιη θεία οργή, να φεύγει και να περιπλανιέται σημαδεμένος· να ζει με το φόβο του θανάτου· να ζει ανάμεσα στο θάνατο και σε μια ζωή μέσα στο θάνατο. Είδαμε να κουράζονται τα σώματα μας, να πονάνε. Εγώ καταδικάστηκα να δουλεύω, να παλεύω με τη γη και με τον ιδρώτα του προσώπου μου να ζω.
Γιατί η γη όπως βλέπετε είναι καταραμένη. Εκείνη, με πόνους να γεννάει παιδιά και να κουράζεται να τα μεγαλώσει.
Παιδιά μου, όλοι εσείς είστε παιδιά μου και παιδιά των παιδιών μου, γιοι και θυγατέρες μου, φύτρα μου. Γεννηθήκατε σύμφωνα με μένα και τη μητέρα σας· κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας, γεννηθήκατε. Και τί δεν είδαν τα μάτια μου, μέσα σε τόσα χρόνια που έζησα. Και τί δεν άκουσαν τα αυτιά μου! Και τί δεν γνώρισα στη ζωή μου. Γνώρισα την ηδονή αλλά και την οδύνη... Ευχαριστώ το Θεό και πατέρα μου, για τα βουνά και τα λαγκάδια και τα ποτάμια και τα ζώα και τα πουλιά και τα φυτά που αγκάλιασαν τα μάτια μου! Ευχαριστώ τον κύριο του ουρανού και της γης, γιατί με έκαμε ώστε να γίνω σπόρος ζωής και να σας δώσω ζωή!
Και τί δεν θα ’δινα, να ξαναζούσα μέσα σ’ εκείνον τον ωραίο δρυμό που ζούσα νέος, σφριγηλός και ωραίος, άσπιλος όπως βγήκα απ’ τα χέρια του Άσπιλου! Ήμουν χαρούμενος εκεί μέσα, κυρίαρχος, ο άρχων της γης. Αλλά πριν αποχτήσω τη μητέρα σας την Ζωή, σαν κάτι να μου ’λείπε—ήμουν ανολοκλήρωτος. Μου ’λείπε η επικοινωνία μ’ έναν όμοιο μου. Δεν είχα σε ποιόν να δώσω αγάπη, αλλά και από ποιόν να πάρω αγάπη. Και τί δεν θα ’δινα να ξαναζούσα μέσα σ’ εκείνον τον ωραίο δρυμό, μαζί με τη γυναίκα μου την Εύα –όπως ήταν νέα και ωραία– και με σας μαζί· όλοι μαζί αγαπημένοι κι ενωμένοι, να εργαζόμαστε και να φροντίζουμε την αρχική ομορφιά αυτού του δρυμού και να τον μεγαλώσουμε να τον επεκτείνουμε σ’ όλη τη γη. Ναι, ενωμένοι και αγαπημένοι. Χωρίς κακίες, ζήλιες και μίση. Σαν κι αυτό το ανεξήγητο μίσος που κατέλαβε το πρώτο μου παιδί κι έσφαξε το άλλο. Πόσο πόνεσα τότε, πόσο έκλαψα... Περιφερόμουν κι έλεγα υιέ μου Άβελ, υιέ μου, που είσαι; Καλύτερα να πέθαινα εγώ για σένα...
Παιδιά μου να θυμάστε: Είστε παιδιά ενός πατέρα και μιας μητέρας. Όχι παιδιά πολλών πατεράδων. Είστε αδέλφια, όχι ξένοι αναμεταξύ σας.
Μην κάνετε τα λάθη που εγώ έκανα. Μην υποχωρείτε εκεί που δεν πρέπει να υποχωρείτε, κι ας επιμένει για κάτι η γυναίκα σας ή το παιδί σας. Εσείς οι άντρες ν’ αγαπάτε τις γυναίκες σας και οι γυναίκες να αγαπάτε και ν’ ακούτε τον άντρα σας. Για τη γυναίκα τίποτα να μην είναι πιο πολύτιμο από τον άντρα της, κι ο άντρας της να μην ποθεί τίποτα περισσότερο από τη γυναίκα του. Η αγάπη παιδιά μου, καταργεί την μοναξιά και φέρνει το ανθρώπινο εγώ κοντά στον άλλον, στο εσύ. Να αγαπάτε και να εργάζεστε. Να εργάζεστε αγαπημένοι και να κοιτάτε τα βλαστάρια σας, τα παιδιά σας. Πιστέψτε με, δεν υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ αυτό, απ’ την αγάπη... και την οικογένεια σας.
Πολεμήστε παιδιά μου το κακό που προσπαθεί να ριζώσει μέσα σας. Το κακό είναι ένα παράσιτο, ένα τριβόλι, σαν κι αυτά που βγάζει τώρα η γης και τα βλέπετε τόσα πολλά τριγύρω σας. Κάποτε δεν υπήρχαν... Το κακό δεν υπήρχε απ’ την αρχή. Οι δυνάμεις που επιτρέπουν στο κακό να μεγαλώνει και να δρα ανάμεσά σας είναι δυνάμεις που αντλεί απ’ το καλό, απ’ το αγαθό. Το κακό μιμείται το αγαθό, αλλά το διαστρέφει. Κυνηγάει το αγαθό με λάθος τρόπο. Το μυαλό σας, η εξυπνάδα, η θέληση, είναι αγαθά. Μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν και διεστραμμένα. Το χέρι μου που μου φύτεψε ο δημιουργός, το χέρι σας, μπορεί ν’ αγγίζει και να χαϊδεύει τρυφερά, αλλά μπορεί και να σφίξει το λαιμό του αδελφού σας... να τον θανατώσει. Όλα είναι στη θέληση και στην αγαθότητα σας· αρκεί να είστε εσείς αγαθοί, όπως ο μεγάλος, ο ουράνιος πατέρας μας είναι αγαθός.
Γιατί παιδιά μου μπορεί να είμαι εγώ ο πατέρας σας, αλλά όλοι τη ζωή μας τη χρωστάμε στον μεγάλο πατέρα, τον ζωοδότη, την πηγή της ζωής, αυτόν που μου έδωσε τον σπινθήρα της ζωής· κι εγώ μέσω της Εύας της μητέρας σας, με τρόπο θαυμαστό και ανεξήγητο για εμένα, σας τη μεταβίβασα... κι εσείς στα παιδιά σας. Έτσι γινήκαμε τόσο πολλοί μέχρι σήμερα.
Είμαι ο πατέρας, ο πατέρας όλων σας, ο Αδάμ...
Αυτή είναι η ιστορία μου, «το βιβλίο της ιστορίας μου», όπως εγώ την έζησα... Είμαι από χώμα και ξέρω πως σύντομα, μια μέρα, θα καταλήξω στο χώμα γιατί από πηλό πλάστηκα. Είμαι ο Αδάμ, παιδί του Θεού, πατέρας των ανθρώπων, Αδάμ ο χωματένιος...»
Έτσι είπε, κι έτσι ομίλησε ο Αδάμ, ο χωματένιος, ο πρώτος άνθρωπος ο απάτωρ, ο αμήτωρ, ο αγενεαλόγητος.
«Και εγέννηοεν υιούς και θυγατέρες... Και εγένοντο αι ημέραι Αδάμ, ας έζησεν, εννιακόσια και τριάκοντα έτη και απέθανεν».
...Αι δεν λοιπαί πράξεις του δεν είναι γνωσταί εις όλους εμάς; Όλοι μας είμαστε παιδιά του, εικόνα κι ομοίωσή του. Το αίμα του ρέει στις φλέβες μας. Η ζωή του ζωή μας. Η αγάπη του αγάπη μας. Τα λάθη του λάθη μας. Είμαστε υιοί και θυγατέρες Αδάμ, οι Αδαμίτες, οι χωματένιοι...
Περιοδικό 3η Χιλιετία, τεύχος 29, 2006.