Είναι οι μονοθεϊσμοί περισσότερο τρομοκρατικοί από τους πολυθεϊσμούς;
Η θρησκεία, που είναι σύνδεση ή επανα–σύνδεση του ανθρώπου με το θείο (λατινικά re–ligio, από το re–ligare), θα ανέμενε λογικά κανείς, να μην έχει ανάμιξη με τη βία ή την τρομοκρατία. Οι θρησκείες, κατά τον διακηρυγμένο σκοπό τους, αποβλέπουν στην ανύψωση του ανθρώπου και την αναγωγή του προσώπου σε μια υψηλότερη πνευματική και ηθική σφαίρα, αφού άλλωστε το θείον εμπεριέχει τις υπέρτατες αρετές, όπως την έννοια της ωραιότητας, του αγαθού, της αγάπης, της ειρήνης και ούτω καθεξής.
Ωστόσο, η ανθρωπότητα είναι μάρτυρας ενός παράδοξου γεγονότος. Οι θρησκείες—για να κυριολεκτούμε, οι οπαδοί τους—, είναι στενά συνδεδεμένες με βίαιες, πολεμικές και τρομοκρατικές πράξεις και ενέργειες, από αρχαιοτάτων χρόνων.
Στις μέρες μας, μάλιστα, όλοι μας είμαστε μάρτυρες των τρομοκρατικών ενεργειών που διενεργούνται από πολιτικές δυνάμεις ή ομάδες, που ανήκουν σε θρησκείες και διακηρύττουν ότι ενεργούν εν ονόματι των θεών τους! Ο ισλαμικός, φονταμενταλιστικός μονοθεϊσμός, βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με το χριστιανικό μονοθεϊσμό προτεσταντικού τύπου της Αμερικής και προβαίνει σε ανάλογες τρομοκρατικές ενέργειες. Εν όψει αυτής της κατάστασης, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι: Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ευθύνονται οι θρησκείες για τη βία και την τρομοκρατία; Καλλιεργούν, δηλαδή, μέσα τους, στοιχεία που οδηγούν αναπόφευκτα εκεί; Και, είναι άραγε οι μονοθεϊσμοί από τη φύση τους, πιο τρομοκρατικοί και βίαιοι από τους πολυθεϊσμούς όπως ορισμένοι ισχυρίζονται;
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι, ναι μεν οι θρησκείες μπορεί να καλλιεργούν με τις διδασκαλίες τους πνευματικές και ηθικές ιδιότητες και να διακηρύσσουν ότι το ποθούμενο είναι η αλληλεγγύη και η ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων, αφού όλοι θεωρούνται παιδιά του Θεού (ή των θεών), αλλά ταυτόχρονα από τα αρχαία χρόνια δίνουν έμφαση στη θυσία. Η θυσία, αναίμακτη ή αιματηρή, είναι θεμελιώδης πράξη κάθε θρησκείας, ανεξάρτητα αν είναι πολυθεϊστική ή μονοθεϊστική.
Η πρωτοβουλία του πιστού είναι να αφαιρέσει από τη φυσική τάξη των πραγμάτων κάτι – ένα ον, φυτό, ζώο ή άνθρωπο – και να το θυσιάζει χάριν ενός υπέρτατου όντος ή προς όφελος της κοινότητας των πιστών. Και η θυσία είναι κατεξοχήν βίαιη και τρομοκρατική πράξη, αφού γεννά την υποψία μελλοντικών θυμάτων. Ο Γάλλος ερευνητής René Girard με ρηξικέλευθα έργα του και, κυρίως, το Βία και Ιερό και Η Αρχαία Οδός των Ασεβών, ορθά επεσήμανε ότι «η βία και το ιερό είναι πράγματα αδιαχώριστα».
Η πρωτόγονη αντίληψη διασπάται, κατά τον Girard, από τον Ιουδαϊσμό με την ανολοκλήρωτη θυσία του Αβραάμ, στη συνέχεια με τους προφήτες, που διδάσκουν την αντικατάσταση της θυσίας από το έλεος, και στη συνέχεια από το Χριστιανισμό στο πρόσωπο του Χριστού που είναι θύτης και θύμα. Με την αυτοθυσία του ο Χριστός αυτοαναιρεί τη θυσία, και άρα, τη βία που την συνοδεύει. Με τη θυσία του Ιησού θεωρητικά κλείνει ο φαύλος κύκλος θυσίας–βίας.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις, βέβαια, δεν απαντούν ικανοποιητικά στο ερώτημα αν οι μονοθεϊσμοί ενέχονται για τη βία των οπαδών τους και μάλιστα περισσότερο από τους πολυθεϊσμούς. Και για να ξεκαθαρίζουμε το πράγματα, όταν λέμε μονοθεϊσμός έχουμε υπόψη μας τους τρεις μεγάλους γνωστούς μονοθεϊσμούς: Ιουδαϊσμό, Χριστιανισμό, Μωαμεθανισμό, που και οι τρεις ιστορικά ανάγονται σε έναν κοινό γενάρχη, τον Αβραάμ. Γι’ αυτό λέγονται και αβρααμικοί μονοθεϊσμοί. Και οι έριδες μεταξύ των οπαδών τους χαρακτηρίζονται ως έριδα των τέκνων του Αβραάμ (Ισραήλ, Ισμαήλ, Ιησούς). Κι όταν λέμε πολυθεϊσμούς εννοούμε κυρίως, την αρχαία ελληνορωμαϊκή θρησκεία και τα ανατολικά θρησκεύματα, αρχαία και σύγχρονα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δώσουμε το λόγο στη θεολόγο Karen Armstrong και στο βιβλίο της Ο Εμπόλεμος Θεός—Το χρονικό του φονταμενταλισμού στις μονοθεϊστικές θρησκείες: Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ, όπου αναπτύσσονται εξαιρετικού ενδιαφέροντος σκέψεις. Ιδιαίτερα, όμως, στη Regina Schwartz και στο βιβλίο της Βία και Μονοθεϊσμός: Η Κατάρα του Κάιν. Η Schwartz είναι κατηγορηματική στις θέσεις της. Ο μονοθεϊσμός είναι περισσότερο βίαιος και τρομοκρατικός από τον πολυθεϊσμό. Γιατί;
Οι λόγοι κατά τη Schwartz είναι πολλοί και διάφοροι. Κυρίως, όμως, τους εντοπίζει στην αξίωση της αποκλειστικότητας και της ανωτερότητας της δικής του πίστης και στη μη ανεκτικότητα της πίστης των άλλων. Επίσης, η θρησκευτικότητα των μονοθεϊσμών ερείδεται σε ανδροκρατικά χαρακτηριστικά (Θεός–πατριάρχης), τα οποία μεταφέρονται στην κοινωνία και οικοδομούν μια θρησκευτικότητα αρρενωπή, πολεμική και βίαιη. Ήδη, στην Παλαιά Διαθήκη, ο Γιαχβέ, εμφανίζεται ως «δυνατός πολεμιστής» και η δεξιά του χειρ είναι στραμμένη κατά των εχθρών του περιούσιου λαού του. Η αρχή της μοναδικότητας (μια γη, ένας λαός, ένας Θεός) γίνεται έτσι, πηγή απειλής και σύγκρουσης με τις άλλες θρησκείες.
Οι πολυθεϊσμοί χαρακτηρίζονται ως περισσότερο ανεκτικοί, αφού δεν έχουν το στοιχείο της αποκλειστικότητας, μητριαρχικοί, γιατί περιλαμβάνουν και θεές στο πάνθεό τους, άρα είναι μη αρρενωποί και συγκρουσιακοί και, διευρυνόμενοι, μπορούν να συμπεριλάβουν στους κόλπους τους και άλλες θρησκείες και λατρείες (συγκρητισμός). Άρα, σε τελευταία ανάλυση, φαίνονται πιο ειρηνικοί από τους μονοθεϊσμούς.
Στις παραπάνω παρατηρήσεις υπάρχει δόση αλήθειας, αλλά θα πρέπει κανείς να αποφύγει τις υπεραπλουστεύσεις και κυρίως να μην αναμιγνύει τα γεγονότα με τις σκέψεις και τα επιχειρήματα.
Η αποκλειστικότητα, ή μοναδικότητα των μονοθεϊσμών, πηγάζει από την αγάπη των οπαδών τους για ό,τι είναι ορθό, για την αλήθεια (έστω, όπως τα αντιλαμβάνονται από τα ιερά τους βιβλία). Συνεπώς, υπάρχει σημαντικός ζήλος και φανατισμός προς διατήρηση αυτού που θεωρείται ορθό και αλήθεια. Βέβαια, ο φανατισμός μπορεί να συνυπάρχει με τη θρησκεία, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν, γιατί προϋπάρχει της θρησκείας και συνυπάρχει και με άλλες μορφές κοινωνικές ή ιδεολογικές (πολιτική, αθλητισμός κ.λπ.).
Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, δεν οφείλεται στην ιδεολογική βάση των μονοθεϊσμών και κυρίως του Χριστιανισμού (αυτός βάλλεται περισσότερο ως τρομοκρατικός, και ο Karlheinz Deschner στο βιβλίο του Η Εγκληματική Ιστορία του Χριστιανισμού, πολλά του καταμαρτυρεί), αλλά στο πώς θα πρέπει να ερμηνευθούν–κατανοηθούν τα ιερά κείμενα και, κυρίως, πώς εφαρμόζουν θρησκευτικοί ηγέτες και κοινοί θνητοί τα παραγγέλματα των θρησκειών.
Αν εξαιρέσει κανείς το βιβλικό Ιουδαϊσμό, όπου κατά ρητή εντολή του Θεού έπρεπε να εξοντωθούν κάποιοι λαοί της Χαναάν (το γιατί, είναι θέμα ερμηνείας–θεολογικό), ερχόμενοι στο μεταγενέστερο Ιουδαϊσμό, βλέπουμε ότι αυτός έγινε αντικείμενο διωγμού από τους ηγέτες χριστιανικών εθνών! (αντισημιτισμός, Ολοκαύτωμα). Βέβαια, από τότε που το Ισραήλ έγινε κράτος σε δική του γη, ασκεί και αυτό τρομοκρατία εις βάρος των Παλαιστινίων, αλλά αυτό είναι έτερον εκάτερον. Είναι θέμα πολιτικής των εκάστοτε κρατούντων και κυβερνήσεων.
Η ανεκτικότητα του Ισλάμ κατά το Μεσαίωνα, μετά την εξάπλωσή του είναι γνωστή. Ακόμη θα πρέπει να λεχθεί ότι ο «ιερός πόλεμος» (Τζιχάντ, جهاد) του Ισλάμ, αρχικά, είχε ηθική και πνευματική έννοια. Υπονοούσε τον προσωπικό αγώνα του πιστού εναντίον των παθών και των αδυναμιών του. Αργότερα, όμως, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, έγινε πολιτική έννοια και απέκτησε πολεμική χροιά για να χρησιμοποιηθεί για την εξόντωση των αλλοθρήσκων(=άπιστων). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν χωρία στο Κοράνιο που θα μπορούσαν να εννοηθούν ότι ευνοούν την επιθετικότητα και την τρομοκρατία κατά των αλλόπιστων (βλέπε Κοράνιο, κεφ. 8, με τίτλο Τα Λάφυρα, και αλλού, κεφ. 40, Η Μάχη, όπου διαβάζουμε: «Αν συναντήσετε τους άπιστους, χτυπήστε τους ως το σημείο που να κάνετε μεγάλες σφαγές…»).
Τέλος, σχετικά με το Χριστιανισμό, αυτοί που τον επικρίνουν ως πηγή αιματοχυσίας και τρομοκρατίας και φέρνουν ως παραδείγματα τις Σταυροφορίες, τη βίαιη επικράτησή του σε μερικές περιπτώσεις εις βάρος της παγανιστικής αρχαιότητας, τον Τριακονταετή Πόλεμο, τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους που αιματοκύλισαν (με τη συμμετοχή του Παπισμού) πάνω από 50.000.000 ανθρώπους, και τα πρόσφατα παραδείγματα επιβολής βίας των υπερδυνάμεων, κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Συγχέουν τον ιστορικό Χριστιανισμό, και μάλιστα, όπως έγινε γνωστός μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού από το 313 μ.Χ. και εντεύθεν, με τα διδάγματα και τα κηρύγματα του από Ναζαρέτ Ιησού και της Χριστιανοσύνης.
Η Χριστιανοσύνη διδάσκει το «αγαπάτε αλλήλους»· ακόμη περισσότερο, «αγαπάτε τους εχθρούς σας». Οι πρώτοι χριστιανοί δεν μετείχαν σε πράξεις βίας και αιματοχυσίας [ecclesia abhorat sanguinae (=η Εκκλησία βδελύσσεται το αίμα), έγραφε ο Τερτυλλιανός] και δεν κατατάσσονταν στρατιώτες μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ. Εξαιρέσεις υπήρχαν και αργότερα. Ο Μαξιμιλιανός, γιος Ρωμαίου αξιωματικού, είναι γνωστό παράδειγμα αρνήσεως στρατεύσεως τον 3ο αιώνα μ.Χ., με συνέπεια τον μαρτυρικό του θάνατο. Ο άγιος Μαρτίνος (316–397), ο οποίος θεωρείται προστάτης άγιος της Γαλλίας, παραιτήθηκε από τη στρατιωτική του υπηρεσία λέγοντας στον αυτοκράτορα Ιουλιανό: «Είμαι χριστιανός στρατιώτης. Δεν μου επιτρέπεται να μάχομαι». Και ο μέγας Αθανάσιος δίδασκε ότι είναι ίδιον της θρησκείας το πείθειν και όχι το αναγκάζειν.
Μετά το τέλος των διωγμών και την εγκαθίδρυση της λεγόμενης μετα–κωνσταντίνειας Εκκλησίας, όταν η Εκκλησία από διωκόμενη έγινε διώκουσα, τα πράγματα άλλαξαν. Αυτοκράτορες «έκοβαν και έραβαν» για λογαριασμό τους πλέον, και όχι εφαρμόζοντας τις αρχές του Ευαγγελίου, δημιουργώντας σε συνεργασία με ανώτατους κληρικούς τον γνωστό καισαροπαπισμό. Αυτός έγινε αιτία πολλών δεινών στην Εκκλησία. Ειπώθηκε ορθώς ότι «ο φονταμενταλισμός επί ορθοδόξου εδάφους, παρά τη λεκτική του ορθοδοξολαγνία συνιστά επί της ουσίας, προδοσία της πατερικής θεολογίας», διότι, οι φονταμενταλιστές, κατ’ ουσίαν, δεν πιστεύουν στον Θεό, αλλά χρησιμοποιούν το όνομά του για τους πολύ «κοσμικούς» στόχους τους (βλ. Φονταμενταλισμός. Ο ιερός φασισμός, αφιέρωμα Ελευθεροτυπία, τεύχος 83, 21/10/2000).
Από την άλλη, ο ισχυρισμός ότι ο μονοθεϊσμός είναι φυτώριο τρομοκρατίας, παραγνωρίζει ότι, στη βία ενέχονται και οι πολυθεϊσμοί, αφού η βία είναι κοινωνικό φαινόμενο. Οι εμφύλιοι πόλεμοι των αρχαίων Ελλήνων προέρχονταν από πολυθεϊστική πίστη. Οι Πέρσες που εξεστράτευσαν εναντίον της Ελλάδας ήταν πολυθεϊστές. Όπως πολυθεϊστές ήταν και οι Ασσύριοι, που εξεστράτευαν εναντίον των πολυθεϊστών Αιγυπτίων, κ.λπ. Πολυθεϊστές, βεβαίως, ήταν οι Ρωμαίοι διώκτες των πρώτων χριστιανών. Μονοθεϊσμός και πολυθεϊσμός ενέχονται στη βία, εξίσου. Εξετάζοντας το σοβαρό αυτό θέμα, «δεν θα πρέπει να αδικεί κανείς τους οπαδούς του μονοθεϊσμού και να τους συγχωνεύει καταχρηστικά σε έναν», γράφει ο καθηγητής της φιλοσοφίας Πολ Βελαντιέ (Paul Valadier).
Στις βαρβαρότητες, ατυχώς οι θρησκείες έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης. Δεν είναι λύση να μετατραπούν οι μονοθεϊσμοί σε πολυθεϊσμούς, που δήθεν είναι πιο ανεκτικοί, για να λυθεί το πρόβλημα της βίας–τρομοκρατίας, ούτε να εξαφανισθεί η θρησκεία για να εξαφανιστεί ο φανατισμός και η τρομοκρατία. Ο φανατισμός εκδηλώνεται και σ’ άλλα κοινωνικά φαινόμενα.
Εκείνο που θα πρέπει να αντιληφθεί και να ευχηθεί ο σύγχρονος άνθρωπος είναι, η πίστη να ανυψωθεί· και να παραιτηθεί από την άσκηση βίας. Να μη συγχέεται η θρησκεία με πολιτικές σκοπιμότητες και να οδηγηθεί έτσι στο ‘θείο έρωτα’, που είναι ακριβώς η αγάπη προς τον Θεό και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο, το συνάνθρωπο, αδιακρίτως πίστης, δόγματος και θρησκείας. Η εφαρμογή των πνευματικών και ηθικών παραγγελμάτων των θρησκειών, είναι ίσως μια διέξοδος και μία λύση κατά του φανατισμού, της βίας και της τρομοκρατίας που εξαπλώνεται απειλητικά μέρα με τη μέρα πάνω από τα κεφάλια μας. Και ένα απ’ τα καλύτερα παραγγέλματα, ασφαλώς, είναι του Ιωάννου, στην 1η επιστολή του: «Τεκνία, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ… ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν θεόν ὅτι ὁ θεὸς ἀγάπη ἐστίν». Και, «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν θεὸν καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ὃν ἑώρακεν, τὸν θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακεν οὐ δύναται ἀγαπᾶν».