Η δυναμική εμφάνιση του νεο–αθεϊσμού. Μια Κριτική στη Νέα Α–θεολογία
Φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν
Απ. Παύλος, προς Ρωμαίους 1:22
Τίποτα το τόσο ανόητο δεν υπάρχει, που να μην ειπώθηκε από κάποιον φιλόσοφο
Κικέρων–Pascal
Η αθεΐα, η πίστη δηλαδή, στην ανυπαρξία Θεού ως υπερτάτου όντος, είναι αρχαιότατο ατομικό φαινόμενο. Τόσο αρχαίο, όσο σχεδόν και η πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Μόνο που η πίστη στην ύπαρξη Θεού (ή θεών) είναι ασφαλώς αρχαιότερη και φαινόμενο καθολικόν. Ενώ η αθεΐα αποτελεί φαινόμενο μεταγενέστερο και περιορισμένο κυρίως σε φιλοσοφικούς κύκλους.
Τον Θεό, ως διευθύνοντα τον κόσμο, ως «κινούν ακίνητον», ως «αεί γεωμετρούντα», ήθελαν και οι κορυφαίοι στοχαστές της ελλαδικής αρχαιότητος. Θαλής, Πυθαγόρας, Αναξαγόρας, Ηράκλειτος, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά. Στη Δύση, ό,τι γνωρίζουμε και πιστεύουμε για τον Θεό προέρχεται από τη Βίβλο και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία (Karl Jaspers).
Βέβαια, δεν έλειψαν και οι αθεϊστές και οι υλιστές σοφοί της αρχαιότητας που δεν χρειάστηκαν τον Θεό για να ερμηνεύσουν την ύπαρξη του κόσμου και την εν αυτώ αρμονία. Τέτοιοι ήταν ο Γοργίας, ο Επίκουρος, ο Λουκρήτιος και μερικοί άλλοι, αν και, όχι ακραιφνώς άθεοι. Ήσαν «ηρέμα άθεοι».
Χαρακτηριστικό πάντως του ανθρώπου, εκτός από τη πίστη του σε θεό ή θεούς, είναι η έμφυτη ανάγκη του επικοινωνίας με το θείο, το υπέρ–εγώ του. Η θρησκεία (λατ. re–ligare = ξανά δένω) αυτό τον σκοπό έχει. Να συντελέσει στην αρχική επαφή του ανθρώπου με το θείον.
Ωστόσο, στην ιστορία κατά διαστήματα εμφανίστηκαν μετά τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη, κυρίως, ισχυρά αθεϊστικά ρεύματα. Τέτοια ήταν η ορθολογιστική κίνηση των Γάλλων διαφωτιστών που καταφέρθηκε περισσότερο εναντίον της οργανωμένης Καθολικής Εκκλησίας (αντι–κληρικαλισμός), η Γαλλική επανάσταση, με έμφαση στη raison (λόγο), η Μαρξιστική θεωρία, η υλιστική κοσμοθεωρία των Χόλμπαχ–Μπύχνερ–Ελβέτιους, ή δαρβινική θεωρία, ή «θεολογία του θανάτου του Θεού» κ.λπ.
Παράλληλα, η αύξηση της επιστημονικής γνώσης, έθεσε εν αμφιβόλω το κοσμοείδωλον της θρησκευτικής ιδεολογίας, ενώ εκ παραλλήλου, η τεχνολογική γνώση, έθεσε πολλά νέα ερωτήματα για πολλά παλιά δόγματα. Έτσι, ο νεωτερικός άνθρωπος φάνηκε να παραπαίει ανάμεσα σε παραδόσεις αιώνων και συνήθειες λατρευτικές του παρελθόντος, και στην αμφισβήτηση των παραδοσιακών θρησκευτικών πεποιθήσεων και δογμάτων.
Ήδη όμως, ο νεο–φονταμενταλισμός, τόσο χριστιανικής κοπής όσο και μουσουλμανικής προέλευσης που έχει δημιουργήσει πολλά συγκρουσιακά προβλήματα σε Δύση και Ανατολή, και όπως φαίνεται θα εξακολουθήσει να δημιουργεί και στο μέλλον, με τρομοκρατικές και εγκληματικές ενέργειες παντός είδους, καθώς και το κίνημα του νεο–δημιουργισμού στην Αμερική, έχουν ξεσηκώσει αριστερούς κυρίως διανοητές στη Δύση σε μια σταυροφορία εναντίον των θρησκειών, με στόχο την κατάργησή τους, ή εν πάση περιπτώσει τη συρρίκνωσή τους. Και τούτο, με την επίκληση διαφόρων επιχειρημάτων, και, κυρίως ότι, η μεν πίστη στον Θεό είναι άχρηστη (ανεπιβεβαίωτη ούτως ή άλλως φαντασιοκοπία), οι δε θρησκείες, κυρίως οι μονοθεϊστικές, είναι αναχρονιστικά κατάλοιπα, πρόξενοι πολλών δεινών και προβλημάτων στο σύγχρονο άνθρωπο.
Κύριος εκπρόσωπος αυτής της νέας α–θεολογίας στην εποχή μας, όπως ονομάστηκε από μερικούς η ορμητική επανάκαμψη της αθεϊστικής ιδεολογίας, είναι ο διάσημος Άγγλος νεο–δαρβινιστής Richard Dawkins γνωστός στην Ελλάδα από τα βιβλία του Το Εγωιστικό γονίδιο και Ο Τυφλός Ωρολογοποιός. Αυτός, στο τελευταίο ογκώδες βιβλίο του με τον προκλητικό τίτλο The God Delusion (Η περί Θεού Αυταπάτη) δεν αρκείται στο να πει ότι ο Θεός είναι ένας «φανταστικός φίλος» (;) του ανθρώπου, που τον επινόησε ο πρωτόγονος για να εξηγήσει τα (κατ’ αυτόν) ανεξήγητα φυσικά φαινόμενα, δηλαδή, επινοήθηκε ως αποτέλεσμα ανθρώπινου φόβου, μαγείας και άγνοιας και, παραδόξως επέζησε μέχρι την εποχή μας, αλλά, στρέφεται με πολλά και διάφορα επιχειρήματα εναντίον των αβρααμικών μονοθεϊσμών (Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού, Μωαμεθανισμού), καταδεικνύοντας τα μειονεκτήματα και τα κενά τους.
Δριμεία κριτική εναντίον των απόψεων του Dawkins άσκησαν, μεταξύ άλλων, ο Alister McGrath, στο βιβλίο του Η αυταπάτη του Dawkins. Ο αθεϊστικός φονταμενταλισμός και η άρνηση του Θείου (εκδ. Ουρανός, 2008), και ο Terry Eagleton στο βιβλίο του Λογική, πίστη και επανάσταση. Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη (εκδ. Πατάκη, 2011), στα οποία παραπέμπω τον αναγνώστη.
Άλλος διάσημος διανοητής, σφοδρός επικριτής του θεϊσμού και της χριστιανικής θρησκείας, είναι ο Σλοβένος φιλόσοφος Slavoj Žižek, γνωστός με το έργο του Η Μαριονέτα και ο Νάνος, με επεξηγηματικό τίτλο Ο Διαστροφικός Πυρήνας του Χριστιανισμού (2005), όπου μέσα σε 260 σελίδες, ασκεί δριμεία κριτική (μέσω και της ψυχανάλυσης) στις θρησκείες και ιδιαίτερα στη Βίβλο και στον Ιουδαιο-xριστιανισμό και τα δόγματά του.
Γνωστός επίσης στο ελληνικό κοινό είναι ο αθεϊστής δημοσιογράφος Christopher Hitchens με το βιβλίο του Ο Θεός δεν είναι μεγάλος, στο οποίο επιρρίπτει διάφορες μομφές στη θρησκεία κατηγορώντας την ότι, «διδάσκει τους ανθρώπους να είναι άκρως εγωκεντρικοί και υπερφίαλοι».
Θα πρέπει ακόμα να μνημονεύσουμε τον φιλόσοφο Daniel Dennett, ο οποίος με το βιβλίο του Λύνοντας τη Μαγεία: Η Θρησκεία ως Φυσικό Φαινόμενο, παρουσιάζει επιχειρήματα κατά του «ευφυούς σχεδίου», και κατά της θρησκείας εν γένει, η οποία επικρίνεται γιατί εξακολουθεί να παίζει τεράστιο ρόλο στη σύγχρονη ζωή και διεκδικεί ακόμα μεγαλύτερο…
Τέλος, αν και όχι τελειωτικά, ένας άλλος φιλόσοφος, ο Γάλλος Michel Onfray, με το βιβλίο του Πραγματεία περί Αθεολογίας επιτίθεται λάβρος εναντίον της πίστης στον Θεό, εναντίον της θρησκείας και, ιδιαίτερα, εναντίον του μονοθεϊσμού και των ψευδών του, όπως τα αποκαλεί. Διότι, οι μονοθεϊστικές θρησκείες παράγουν πολιτικά αποτελέσματα, υμνούν κατά καιρούς δικτατορίες, ευλογούν όπλα και πολέμους, αλλά και έχουν καταστρέψει το σώμα, περιφρόνησαν την εδώ ζωή, καταδίκασαν τις ηδονές και τις ορμές, υποβίβασαν τη γυναίκα, φυλάκισαν την λογική κ.ά.
***
Μια αντικειμενική και νηφάλια θεώρηση της επιχειρηματολογίας αυτής της νέας πολεμικής κατά της θρησκείας, και, ιδιαίτερα, κατά του Ιουδαιο-xριστιανισμού, μπορεί να καταδείξει την ανεπάρκεια και την αναποτελεσματικότητά της. Επισημαίνω εδώ τα εξής επιμέρους σημεία:
Πρώτον: Η επιχειρηματολογία της σύγχρονης α–θεολογίας, δεν έχει σχεδόν τίποτα το καινούργιο να παρουσιάσει σε σχέση με τα παλιά τετριμμένα επιχειρήματα των προλαλησάντων αθεϊστών. Επαναλαμβάνονται από τους νέους αθεϊστές, οι γνωστές αιτιάσεις των υλιστών του 18ου–19ου αιώνα, επαναφέρεται η επιχειρηματολογία του Nietzsche, και του Feuerbach και του Freud, επανακάμπτει ο αθεϊσμός του Engels και του Marx, επιστρατεύεται η ειρωνεία του Βολταίρου, τίθενται ξανά και ξανά τα γνωστά ερωτήματα του Καμύ, «γιατί το κακόν», αφού υπάρχει Θεός κ.λπ.
Ταυτόχρονα, όμως, αφήνονται αναπάντητα θεμελιακά ερωτήματα όπως: της αρχής του κόσμου, της αρχής της ζωής, του ανθρώπου και της συνειδήσεως του ανθρώπου καθώς και της ελευθερίας του. Αυτά τα ερωτήματα, που κατά τον Dawkins, είναι θέματα που απασχόλησαν την επιστήμη του 20ού αιώνα και θα εξακολουθούν να την απασχολούν σ’ όλο τον 21ο αιώνα. Η πραγματική επιστήμη δηλώνει την άγνοιά της. Γιατί και αν υποθετικά, με πειράματα ανακαλύψουμε όλα τα μυστικά των 100.000.000.000 γαλαξιών του σύμπαντος, θα έχουμε ανακαλύψει μόνο το 4% των συστατικών του, αφού το 96% είναι σκοτεινή ύλη και σκοτεινή ενέργεια για το οποίο δεν έχουμε ιδέα (συνέντευξη του Διονύση Σιμόπουλου για το πείραμα του CERN, Ελευθεροτυπία, 24/7/08, σελ. 30). Και, ο Einstein, στα τέλη της ζωής του εκφράστηκε με ευγνωμοσύνη: «Δεν υπάρχει ούτε μία έννοια για την οποία να είμαι πεπεισμένος ότι μπορεί να σταθεί και αισθάνομαι αβέβαιος ακόμη και για το αν βρίσκομαι στο σωστό δρόμο» (Denis Brian, Einstein, 1996, σελ. 735).
Με άλλα λόγια, ενώ η επιστήμη αγνοεί τη λύση στα μεγάλα μεταφυσικά προβλήματα, η νέα α–θεολογία έρχεται να επιτεθεί εναντίον της θρησκείας, με βάση όχι την σαφή επιστημονική γνώση, αλλά την ιδεολογία, την πιθανολογία, και τη δική της ερμηνεία, η οποία βεβαίως, σφόδρα ερίζεται και αμφισβητείται αφού εξέρχεται των ορίων της επιστήμης. Ο ίδιος ο Dawkins αναγνωρίζει ότι ο ισχυρισμός ότι υπάρχει μια υπερανθρώπινη, υπερφυσική νοημοσύνη, δεν μπορεί να διαψευστεί, και ότι το ευφυές σχέδιο αποτελεί εν πάση περιπτώσει επιστημονική θεωρία.
Αλλά, αν είναι έτσι, γιατί θα πρέπει να προτιμηθεί το δαρβινικό μοντέλο για την ύπαρξη της ζωής και του κόσμου, από μια άλλη εναλλακτική λύση ή θεωρία; Γιατί όλη αυτή η σφοδρή πολεμική εναντίον της πίστης σε ένα υπέρτατο ον, τη στιγμή που δεν μπορεί να διαψευσθεί ή ν’ αποδειχτεί η ύπαρξή του; Ακόμα, φαίνεται να ξεχνά ο Dawkins, πως ο δάσκαλός του ο Δαρβίνος, όχι μόνο δεν απέρριψε την ιδέα υπέρτατου όντος, αλλά όπως παραδέχθηκε στο βιβλίο του Η καταγωγή του ανθρώπου (σελ. 106, πρβλ. Αυτοβιογραφία, σελ. 163, 165), οι μεγαλύτεροι επιστήμονες ήσαν θεϊστές…
Δεύτερον: Οι περισσότεροι εκπρόσωποι αυτού του σύγχρονου κινήματος της α–θεολογίας, δεν είναι επιστήμονες αλλά φιλόσοφοι. Ενώ δεν έχω τίποτα εναντίον της φιλοσοφίας, (μάλιστα κάνω χρήση των μεθόδων της κι εγώ, και ιδίως αρέσκομαι στις σκέψεις μεγάλων διανοητών), είναι αξιοπαρατήρητο ότι οι φιλόσοφοι αυτοί της α–θεολογίας, στηριζόμενοι στην ελευθεριότητα του στοχασμού τους, χρησιμοποιούν επιχειρήματα και κείμενα αρχαία για τη κριτική τους ενάντια στη θρησκεία, κατά το δοκούν, αγνοώντας επιδεικτικά μερικές φορές τα όρια ή τα συμπεράσματα της επιστήμης. Ο Onfray λόγου χάριν, κάνει χρήση μιας νευρώδους γραφής και πολεμικής ρητορικής αλλά μηδαμινής (ανύπαρκτης) βιβλιογραφίας, για να στηρίξει τις θέσεις του, παίρνοντας σαν δεδομένο ότι όλα όσα υποστηρίζει ιστορικά ή ερμηνευτικά είναι αυταπόδεικτα και αναντίρρητα. Αυτό το φαινόμενο βέβαια, έχει την εξήγησή του. Διότι το ισχυρίζεσθαι και στοχάζεσθαι είναι εύκολον και παντός, αλλά το ερευνάν και αποδεικνύειν είναι επίμοχθον και ου παντός. Sapiens ninil affirmat quod non probet, έλεγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι (ο σώφρων δεν βεβαιώνει κάτι χωρίς απόδειξη). Και οι εν λόγω επικριτές της θρησκείας, συλλαμβάνονται σε πολλά σημεία να ισχυρίζονται και να βεβαιώνουν, χωρίς να τεκμηριώνουν και να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους. Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Pascal, «ο Θεός των χριστιανών δεν χωράει στη διάνοια των φιλοσόφων, και ενώ οι φιλόσοφοι ξαφνιάζουν τους πολλούς, οι χριστιανοί ξαφνιάζουν τους φιλοσόφους».
Τρίτον: Ένα μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας των νέων αθεϊστών στηρίζεται σε προκαταλήψεις και παρανοήσεις. Ο Dawkins, ως νέος Δαρβίνος, ακολουθώντας τον πάτρωνά του, αποκαλεί τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, άδικο, μνησίκακο, εκδικητικό, αιμοδιψή, γενοκτόνο, μισογύνη, μεγαλομανή κ.λπ. Κι όλα αυτά, γιατί αγνοεί, ή μάλλον, θέλει να αγνοεί ότι, πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης είναι σε ποιητική γλώσσα γραμμένα, είναι μεταφορικά, είναι ανθρωπομορφικές ή ανθρωποπαθείς εκφράσεις για τον Θεό κατ’ οικονομίαν (όχι κατά γράμμα), ενώ ο ίδιος φαίνεται να μην ενοχλείται από τις εκφράσεις «φυσική επιλογή», «εγωιστικό γονίδιο», που χρησιμοποιεί ο ίδιος και αποκαλύπτουν ανθρωπομορφικό τρόπο σκέψεις.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι, και η Καινή Διαθήκη περιέχει εξίσου φοβερές εικόνες απονομής δικαιοσύνης του Θεού σε φαύλους και αδίκους (όποιος αμφιβάλει ας διαβάσει την παραβολή προβάτων και εριφίων, την παραβολή των μνων, και την Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ακόμη, ο Dawkins, δεν δέχεται την απάντηση που έδωσαν όχι μόνο μεγάλοι χριστιανοί θεολόγοι ανά τους αιώνες αλλά και ο πανθεϊστής Σπινόζα: «Ο Θεός δεν ήθελε να διδάξει τους Ισραηλίτες τα απόλυτα χαρακτηριστικά της ουσίας του αλλά να κατανικήσει τη αυθάδη ψυχή και να τη σύρει προς την υπακοή. Γι’ αυτό όχι με συλλογισμούς αλλά με ήχο θορύβων και με βροντές και αστραπές έγινε η προς αυτή πρόσοδος». Απ’ την άλλη, ο Dawkins παραβλέπει δεκάδες χωρία που παρουσιάζουν τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, δηλαδή τον Θεό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ως Θεό αγάπης, μακροθυμίας και ελέους, που επιζητεί την μετάνοια του ασεβούς, ως Θεού που αρέσκεται στο έλεος, που συγχωρεί εις χιλιάδες γενεών (π.χ. Εξ. 20: 6, Ψαλμ. 35: 5, Ησ. 9: 6, Ιεζ. 33: 11 κ.ά). Το χωρίο Έξοδος 34:6, 7 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό: «Καὶ παρῆλθεν κύριος πρὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσεν κύριος ὁ θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινὸς καὶ δικαιοσύνην διατηρῶν καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας ἀφαιρῶν ἀνομίας καὶ ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας καὶ οὐ καθαριεῖ τὸν ἔνοχον, ἐπάγων ἀνομίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἐπὶ τέκνα τέκνων ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεάν».
***
Παρόμοια, στην επιχειρηματολογία του Onfray, που θεωρεί τον απόστολο Παύλο ως φανατικό αγράμματο, (κοντό και κοκαλιάρη, λες και τον είδε!) σεξουαλικά ανίκανο (αυτός τάχα ήταν ο σκόλοψ εν σαρκί), και θεμελιωτή του μισογυνισμού, θα μπορούσαν πολλά να ειπωθούν ανατρεπτικά και αποστομωτικά. Θα απαιτούνταν όμως χώρος διπλάσιος από το βιβλίο του για να αποκρουστούν ένα προς ένα τα επιχειρήματά του και να παρουσιαστούν οι ορθές θέσεις.
Εδώ αρκούμαι στο να υπογραμμίσω ότι, ο Ιουδαιο-xριστιανισμός, δεν περιφρόνησε το σώμα, ούτε τις απολαύσεις της ζωής, ούτε φυλάκισε τη σκέψη όπως νομίζει ο Onfray. Διότι ο Θεός, δημιούργησε τον υλικό κόσμο και το σώμα και τα θεώρησε όλα «καλά λίαν» και «παν κτίσμα θεού καλόν» (Γεν. 1:31· 1 Τιμ. 4:1–5). Ο έρωτας και το σεξ δεν αποκρούστηκαν από τους Εβραίους βιβλικούς συγγραφείς, γιατί οι Εβραίοι ζούσαν σε καθεστώς ανδρικής πολυγαμίας. Μάλιστα, ο νιόπαντρος δεν στρατευόταν και παρέμενε επί ένα έτος στο σπίτι του «για να ευφράνει τη σύζυγό του» (Δευτ. 24:5). Το Άσμα Ασμάτων εξυμνεί τον έρωτα και την χαρά της ζωής. Στο βιβλίο των Παροιμιών εξυμνείται η ερωτική ένωση και χαρακτηρίζεται ως «έκσταση» (Παρ. 5:15–19). Επίσης, ο Χριστός ευλόγησε το γάμο, είπε ότι οι σύζυγοι είναι σαρξ μία, και είχε μαθήτριες κοντά του, σ’ αντίθεση με τους ραβίνους που τις απέφευγαν ως απόβλητα της ανδροκρατικής κοινωνίας, ισοδύναμα με κατώτερα κατοικίδια όντα. Ο απόστολος Πέτρος θεωρεί τις γυναίκες «συγκληρονόμους με τους άντρες της χάριτος της ζωής», και ο Παύλος λέει ότι, δεν υπάρχει εν Χριστώ «άρρεν και θήλυ» (Γαλ. 3:28). Για το θέμα του περίφημου μισογυνισμού του αποστόλου Παύλου αναφέρομαι παρακάτω σε ξεχωριστό δοκίμιο. Είναι ένα τελείως παρανοημένο ζήτημα. Εδώ αρκούμαι στο να επισημάνω ότι, ο απόστολος Παύλος έγραψε ότι ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα! (1 Κορ. 7:4). Που υπάρχει σ’ ολόκληρη την αρχαιότητα παρόμοια ρήση;
Μόνον όταν ήρθε σε επαφή ο Χριστιανισμός τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ., με τον Γνωστικισμό και μ’ ένα ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας (Στωικισμός κ.λπ.), άρχισαν οι αρνητικές αντιλήψεις για το σώμα. Όταν δε επικράτησαν στην εκκλησία οι μοναστικές τάσεις, θεωρήθηκε η σαρκική ηδονή αποβλητέα, διότι δήθεν η παρθενία είναι μία ανώτερη κατάσταση (Σ. Αγουρίδης). Με τον Αυγουστίνο και μερικούς άλλους Πατέρες (Ιερώνυμο, Θωμά Ακινάτη, κ.λπ.) τα πράγματα πήραν άλλη κατεύθυνση, αυτή της υποτίμησης της γυναίκας και του σεξ, που επικράτησαν στην εκκλησία και έτσι σχηματίστηκε η εσφαλμένη εικόνα ότι η Χριστιανοσύνη μισεί το σεξ και υποβιβάζει το σώμα. Τα έχω ξαναγράψει αυτά και δεν θα κουραστώ να τα ξαναγράφω κατ’ επανάληψη, αν χρειαστεί.
Τέταρτον και καταληκτήριο: Το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματολογίας των επικριτών του θεϊσμού και των εκπροσώπων της νέας της α–θεολογίας, επικεντρώνεται σε «έργα και ημέρες» κατ’ επίφαση χριστιανών αυτοκρατόρων (Μέγας Κωνσταντίνος, Ιουστινιανός, Θεοδόσιος, Καρλομάγνος κ.λπ.), Παπών, Ιερής Εξέτασης, ιερωμένων, και άλλων απλών χριστιανών, με τη συμμετοχή τους σε πολέμους, σταυροφορίες, επαναστάσεις, πραξικοπήματα, αιματοχυσίες, εγκλήματα, πράξεις βίας, φαυλότητες και ανηθικότητες. Σ’ αυτά, βέβαια, δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει ότι αποτελούν τις «μαύρες σελίδες» της θρησκείας και του Χριστιανισμού. Ο μεγαλύτερος εχθρός των χριστιανών έλεγε ο νομπελίστας André Gide (1869-1951), είναι οι ίδιοι χριστιανοί. Είχε άραγε άδικο; Νομίζω όχι. Με μία όμως βασική διευκρίνηση. Δεν ευθύνεται η χριστιανική διδασκαλία, αν υπήρξαν και υπάρχουν προδότες της, όπως δεν ευθύνεται ο Ιησούς γιατί ανάμεσα στους 12 μαθητές του υπήρξε ένας προδότης. Και όπως επεσήμανε ο Δανός φιλόσοφος Kierkegaard, άλλο είναι η Χριστιανοσύνη, ήτοι ο Χριστός και η διδασκαλία του και η εκκλησία των πρώτων μαθητών, και άλλο ο ιστορικός Χριστιανισμός ή ο χριστιανικός κόσμος, ο οποίος αργότερα ως επί το πλείστον αμαύρωσε με τα έργα του, τη διδασκαλία του θείου ιδρυτού της…
Οι παρεκτροπές ταγών και οπαδών των μεγάλων εκκλησιών, δεν αναιρούν επ’ ουδενί την ύπαρξη του Θεού. Όπως ακριβώς η πυρηνική απειλή και η έκρηξη μιας ατομικής βόμβας δεν αναιρεί την εξίσωση του Einstein E=mc2. Όπως ορθά παρατήρησε ο φιλόσοφος Nicolas Berdiaeff στο βιβλίο του Για την αξία του Χριστιανισμού και την απαξία των Χριστιανών, «όταν κρίνει κανείς το Χριστιανισμό, κρίνει τη μη εφαρμογή του, την παραποιημένη από τον άνθρωπο αλήθεια του Χριστού. Εξαιτίας ακριβώς αυτών των παραποιήσεων… ο κόσμος απομακρύνθηκε από τον Χριστιανισμό… Εάν οι άνθρωποι ακολουθούσαν τα παραγγέλματα του (Χριστού), δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να στραφεί εναντίον της χριστιανικής θρησκείας» (σελ. 35, 51).
Απ’ την άλλη, καλά θα κάνουν, κυρίως οι αριστεροί αθεϊστές, να θυμηθούν ότι όχι μόνον οι χριστιανοί αλλά και τα αθεϊστικά καθεστώτα βαρύνονται με εκατομμύρια αθώα θύματα που εξετέλεσαν οι ηγέτες τους (Λένιν, Στάλιν, Μάο Τσε Τουνγκ κ.λπ.) ως συνέπεια της ιδεολογίας τους: ο Θεός είναι νεκρός!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μια εποχή θρησκευτικού φανατισμού όπου αναβιώνουν οι φονταμενταλισμοί με φαινόμενα βίας και εγκλημάτων που διαπράττονται στο όνομα της θρησκείας, θα υπάρχουν και θα ανυψώνονται πολλές φωνές διαμαρτυρίας από αθεϊστές, και μη, εναντίον της θρησκείας και ιδιαίτερα των μονοθεϊσμών, ως υπαιτίων του κακού.
Το πρόβλημα, όμως είναι ότι, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται μια ιδεολογία εναντίον μιας άλλης, ούτε να συγχέεται η «ήρα με τον σίτον». Ο μονοθεϊσμός και η χριστιανική πίστη αυτή καθ’ εαυτή, δεν ευθύνεται σε τίποτα εάν υπάρχουν φανατικοί μικρόνοες και εγκληματίες πολιτικοί ή θρησκευτικοί ηγέτες που επικαλούμενοι τον Θεό διαπράττουν εν ονόματι της θρησκείας εγκλήματα φοβερά. Διακηρύττουν ότι γνωρίζουν τον Θεό, με τα έργα τους όμως τον αρνούνται.
Φυσικά, η α–θεολογία δεν μπορεί να ανατρέψει τη φυσική ροπή του ανθρώπου προς το θείον, τη θρησκεία, που δεσπόζει επί αιώνες στην καρδιά του ανθρώπου. Διότι «πάντες χατέουσι άνθρωποι θεού» (όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη του Θεού), όπως έλεγε ο Όμηρος. Ο Πυθαγόρας δίδασκε: «Άπας ο βίος του ανθρώπου συντέτακται προς τον θεόν ακολουθείν». Ο Αριστοτέλης ονόμασε τον Θεό «πρώτον κινούν ακίνητον», και παρατήρησε «όπερ εν νηί μεν κυβερνήτης, εν άρματι δε ηνίοχος, πόλει δε νόμος, εν στρατοπέδω δε ηγεμών, τούτον Θεός εν κόσμω».
Και για να έρθουμε στην εποχή μας, σημειώνω ότι ο Einstein έγραψε ότι, προσπαθούσε να συλλάβει ένα πολλοστημόριο σοφίας του Λόγου που υπάρχει στο σύμπαν, και ότι, «ο Ιησούς και οι προφήτες είπαν ό,τι χρειάζεται ο άνθρωπος σ’ όλες τις εποχές, για να ζήσει». Σε μια επιστολή του έγραψε: «Όποιος ασχολείται σοβαρά με την επιστήμη, πείθεται ότι τελικά στους νόμους του σύμπαντος, εκδηλώνεται ένας νους πολύ ανώτερος από το νου του ανθρώπου» (Επιστολή 24/1/1936, αρχείο Einstein 42–601). Στις περίφημες συνομιλίες του Goethe με τον Eckermann, διαβάζουμε ότι σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, καμιά ανθρώπινη σοφία δεν έχει φτάσει ποτέ στο ηθικό ύψος της χριστιανικής θρησκείας, όπως διαλάμπει στα Ευαγγέλια. Το παραδέχεται αυτό εμμέσως πλην σαφώς, και ο Dawkins στο πολύκροτο βιβλίο του (σελ. 277).
Ο αθεϊσμός, σε τελευταία ανάλυση, είτε επιστημολογικός, είτε ανθρωπολογικός, αδυνατεί να δώσει απάντηση ικανοποιητική στο δίδυμο θεμελιακό πρόβλημα: Το ζήτημα της ελευθερίας και το πρόβλημα του κακού, αφού ο άνθρωπος, κατά τον Jean–Paul Sartre, είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος και να γίνεται έτσι η κόλαση των άλλων (Μάριος Μπέγζος).
Δεν πρέπει να λησμονηθεί επίσης ότι, οι μεγαλύτεροι διανοητές και επιστήμονες όλων των εποχών (L. Pasteur, C. Linnaeus, R. Boyle, B. Pascal, J. Kepler, I. Newton, G. Leibniz, J. Locke, L. Euler, R. Descartes, W. Goethe, C. Lyell, M. Faraday, A. S. Eddington, J. C. Maxwell, J. H. Jeans, A. Compton, A. Fleming, Max Planck, R. A. Millikan, V. Hess, Wernher von Braun, Paul Dirac, K. Gödel, C. F. von Weizsäcker, F. Collins, κ.ά.) υπήρξαν θεϊστές και πολλοί απ’ αυτούς ευλαβείς και πιστοί άνθρωποι. Αυτό από μόνο του λέει πολλά… για να μην πω τα λέει όλα, και δίνει απάντηση ταυτόχρονα στον ισχυρισμό του Dawkins ότι, η επιστήμη τάχα οδηγεί στον αθεϊσμό. Απ’ την άλλη, ο νεο–αθεϊσμός, δεν μπορεί να ερμηνεύσει ικανοποιητικά το φαινόμενο, γιατί πρώην διακεκριμένοι αθεϊστές όπως οι Clive S. Lewis, Giovanni Papini, M. Bulgakov, Francis Collins, Antony Flew και άλλοι, μεταστράφηκαν και έγιναν πιστοί.
Εν κατακλείδι, νομίζω ότι, τυχόν επικράτηση του αθεϊσμού και της α–θεολογίας, θα οδηγήσει κατ’ ανάγκην στο μηδενισμό, στη συρρίκνωση όλων των ηθικών και πνευματικών αξιών του ανθρώπου, αφού κατά τον Dostoyevsky, «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται». Επιπλέον, χωρίς Θεό δεν υπάρχει ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, για ένα καλύτερο μέλλον, για έναν καλύτερο κόσμο, για «νέους ουρανούς και νέα γη, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί». Το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι αύξηση μεν επιστημονικής γνώσης, αλλά ταυτόχρονα και οικολογική καταστροφή, σύγχυση, φόβος και αδιέξοδα πολλά. Το είχε προβλέψει πριν από δεκαετίες ο νομπελίστας R. A. Millikan, αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας και απειλεί το μέλλον μας: «Χωρίς το ηθικό υπόβαθρο της θρησκείας, χωρίς το πνεύμα της αγάπης προς τον πλησίον και της υπευθυνότητας προς τον Δημιουργό, πράγματα που είναι η ουσία της θρησκείας, οι καινούργιες μας δυνάμεις δεν θα είναι παρά τα μέσα για την καταστροφή μας» (Ο Θεός ενός Επιστήμονα, National Weekly, 24/10/1925).
Είναι φανερό ότι η νέα α–θεολογία, ασκώντας δριμεία αλλά κοντόφθαλμη κριτική στη θρησκεία κομίζει νέα αδιέξοδα, χωρίς απάντηση στα διαιώνια θεμελιώδη μεταφυσικά ερωτήματα του ανθρώπου. Ζυγιζόμενη στην πλάστιγγα ευρίσκεται ελλιπής… Αποδεικνύεται ως μια άλλη «βέβηλoς κενοφωνία», και μια «ψευδώνυμη γνώση» με πρόδηλες αδυναμίες.