εκδ. Δώμα 2017
Ο Εκκλησιαστής (εβρ. Κοελέθ = Δάσκαλος), για πολλούς λόγιους αποτελεί ένα βιβλίο αίνιγμα, ένα βιβλίο που συνεχίζει να ερεθίζει τη σκέψη και να προκαλεί την συνεχή επιστημονική του διερεύνηση. Είναι ένα κείμενο της Βίβλου που δημιούργησε πολλά ερωτήματα, ως προς το περιεχόμενό του, την εγκυρότητα (κανονικότητά) του, τον συγγραφέα του, και το σκοπό της συγγραφής του.
Κάποιοι λόγιοι το θεώρησαν ως το «αμαρτωλό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης» (Κώστας Φριλίγγος), άλλοι ότι αποτελεί «σκάνδαλο του κανόνα», ένα βιβλίο που δεν θα έπρεπε να υπάρχει σ’ αυτόν, γιατί μ’ αυτό γίνεται ανατροπή των άλλων παλαιοδιαθηκικών βιβλίων. Κατά τον Jack Miles μάλιστα, ο Εκκλησιαστής είναι ο «Πολώνιος της Βίβλου»(1). Άλλοι, όπως ο καθηγητής Μιχάλης Κοπιδάκης, τονίζουν ως βασικό χαρακτηριστικό του Εκκλησιαστή τον «ηδονιστικό μηδενισμό» του.
Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι λόγιοι και ερευνητές, το είδαν ως το «άσμα – ασμάτων της σκέψης» (H. Heine, E. Renan), και άλλοι, ότι, αποτελεί έναν «ύμνο στον φόβο του Θεού» (Franz Delitzsch, Cornill).
Αυτές, οι εν πολλοίς αντιφατικές και διαφορετικές απόψεις και εκτιμήσεις του βιβλίου, δείχνουν ότι το κείμενο μπορεί να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους και οπτικές, και ότι, η ευρύτητα των θεμάτων του, αφήνει περιθώριο για μια πλουραλιστική προσέγγιση – θεώρηση.
Ωστόσο, όπως και σε κάθε κείμενο, το ζητούμενο εδώ είναι, να το δούμε, όπως θα ήθελε ο ίδιος ο συγγραφέας, και να αποδεχθούμε το γεγονός ότι αποτελεί μέρος των «Κανονικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης»(2). Αν απομακρυνθούμε από αυτόν τον ‘μπούσουλα’, τότε, όλα είναι δυνατά, και όλα υποστηρίξιμα, ιδιαίτερα, αν απομονωθούν ορισμένα χωρία και εδάφια του βιβλίου και παραλληλιστούν με άλλα εξωβιβλικά κείμενα που κάπως ομοιάζουν μεταξύ τους.
Το κείμενο του Εκκλησιαστή (όλο κι όλο 216 στίχοι), έχει διαφυλαχθεί τόσο στο εβραϊκό πρωτότυπο (Μασοριτικό), όσο και στη μετάφραση των Ο’. Αποσπάσματά του, στην Εβραϊκή, βρέθηκαν και στα χειρόγραφα του Κουμράν του 2ου αι. π.Χ. γεγονός που έμμεσα, επιμαρτυρεί την αρχαιότητά του.
Η νέα μετάφραση του Εκκλησιαστή από τον Θάνο Σαμαρτζή, από το κείμενο των Ο’, μετά την εξαντλημένη μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη (εκδ. Ολκός 1993) με το συνοδευτικό και κατατοπιστικό επίμετρο του Καθηγητή Μιχάλη Κοπιδάκη, έρχεται να αναταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της σχετικής γραμματολογίας, και να ανακινήσει τη σκέψη γύρω από το μήνυμα και το περιεχόμενο ενός βιβλίου, στη μελέτη του οποίου «ουκ έστι περασμός», για να χρησιμοποιήσω κάποια λόγια του ίδιου του Εκκλησιαστή.
Το όλο εγχείρημα της μετάφρασης είναι ομολογουμένως δύσκολο. Και ίσως επισφαλές. Ο μεταφραστής, όπως προκύπτει από τις σπουδές του (Νομική, φιλοσοφία), αλλά και από το πλούσιο μεταφραστικό του έργο, και από το ενδιαφέρον επίμετρό του στο τέλος του βιβλίου, φαίνεται πως διαθέτει τα προσόντα για να αναμετρηθεί με ένα τέτοιο δύσκολο κείμενο.
Οι δυσκολίες του είναι κυρίως κειμενολογικές. Ύστερα μεταφραστικές. Κατά την ομολογία του ιδίου του Σαμαρτζή, ο οποίος μεταφράζει από το κείμενο των Ο’, το οποίο βέβαια, αποτελεί μετάφραση του εβραϊκού της εποχής τους, το κείμενο δεν είναι σε καλή κατάσταση. Είναι γεμάτο σολοικισμούς και ασυνταξίες και σε πολλές περιπτώσεις σχεδόν ακατάληπτο (σελ. 88). Εδώ, έχουμε λοιπόν, ως κείμενο, μια μετάφραση που όσο κύρος κι αν διαθέτει, δεν παύει να είναι μετάφραση και όχι σε καλή κατάσταση(3). Το πρόβλημα το είχε εντοπίσει και ο Αλέξανδρος Ίσαρης. Γι’ αυτό όπως γράφει στον πρόλογο της δικής του μετάφρασης, φρόντισε να μη βασιστεί αποκλειστικά στη μετάφραση των Ο’, αλλά να στηριχθεί και στο εβραϊκό, μέσω συγχρόνων μεταφράσεων, ώστε να πλησιάζει περισσότερο στο πρωτότυπο.
Αν, τώρα, σ’ αυτό το γεγονός, προσθέσουμε και το εγχείρημα τού να μεταφραστεί (αποδοθεί) το κείμενο σε σύγχρονη γλώσσα ποιητική, σε στίχους, με εμφανή σημεία μετρικής, ενώ το εβραϊκό κείμενο είναι μικτό, σε άλλα σημεία πεζολογικό και σε άλλα σημεία έντονα ποιητικό, όπως τούτο διαφαίνεται στις σύγχρονες μεταφράσεις των ευρωπαϊκών γλωσσών, τότε τα πράγματα, παρά τις αγαθές προθέσεις του μεταφραστή, περιπλέκονται.
Αυτές τις επιπλοκές, ή αστοχίες, δεν (θα) μπορούσε να τις αποφύγει ο οιοσδήποτε μεταφραστής υποχρεωτικά. Ο αναγνώστης της μετάφρασης του Σαμαρτζή, μπορεί να αποκομίσει μια φρεσκάδα του λόγου, με μια ποιητική ρυθμικότητα που συνοδεύεται με την ρευστότητα του λόγου και την αίσθηση του φευγαλέου, στοιχεία που συνάδουν στο όλο εγχείρημά του. Αλλά, στην απόδοσή του αυτή, σπάνια διατηρείται το κατ’ εξοχήν ποιητικό γνώρισμα του εβραϊκού λόγου, ο «παραλληλισμός των μελών» (parallelismus membrorum) που σε αρκετά χωρία στην μετάφραση των Ο’ διατηρείται (βλ. π.χ. τα χωρία 1:9,11, 3:15, 4:12, 8:13, 17β, 7:16,17, 11:6,10, κ.άλλ.).
Οι έρευνες ειδικών κατέδειξαν ότι, ο Εκκλησιαστής, κάνει ευρεία χρήση του λεγόμενου «αντιθετικού παραλληλισμού», τοποθετώντας αντίθετους νοηματικά στίχους, τον ένα δίπλα στον άλλο, κάτι που χάνεται συνήθως στις ελεύθερες μεταφράσεις. Ολόκληρο το έργο του μάλιστα, φαίνεται να είναι δομημένο σε αντιθετικές έννοιες, σκέψεις και αντιπαραβολές όπως: σοφία – μωρία, κίνδυνος – ασφάλεια, σιωπή – λόγος, πλούτος – ματαιότητα του πλούτου, ευτυχία – δυστυχία κ.άλλ.(4) Υπάρχουν επίσης στίχοι σε χιαστή κατάταξη (π.χ. Εκκλ. 1:17, 2:3, 3:21, 4:2, 6:3, 7:9, 8:15), καθώς και δύο λέξεις – κλειδιά, για την κατανόηση του βιβλίου, επαναλαμβανόμενες. Η λέξη περίσσεια (Ο’) ή όφελος, (1:3, 3, 9, 5:15, 6:11 κ.λπ.) και λέξη αγαθόν που αντιτάσσεται στην πρώτη (3:12,13, 5:17, 7:1,5, 8:12β κ.αλλ.), και θα πρέπει να εκληφθεί με την ηθική και εσχατολογική του έννοια.
Όπως προελέχθη, υπάρχουν διάφοροι τρόποι προσέγγισης του βιβλίου. Αν το δει κάποιος όπως το δέχονται αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές, ως κείμενο της ελληνιστικής εποχής, που δέχθηκε επιρροές από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ελληνικής φιλοσοφίας (Στωϊκοί, Επικούρειοι κ.άλλ.), και όχι ως βιβλίο που ανήκει στον «Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης», εύκολα μπορεί να διολισθήσει στο συμπέρασμα ότι, το βιβλίο απ’ αρχής μέχρι τέλους, είναι προϊόν γραφής ενός απαισιόδοξου Ιουδαίου, που διακατέχεται από τη ματαιότητα της ίδιας της ζωής και του αγώνα γι’ αυτήν, και έχει επίκεντρό του το θάνατο, και «το τώρα», αφού όλα είναι «ατμός ατμών, τα πάντα ατμός», κατά την απόδοση του μεταφραστή, της περίφημης φράσης: «Ματαιότης ματαιοτήτων» (εβρ. hebel).
Προς αυτήν την κατεύθυνση κλίνει προφανώς και ο Σαμαρτζής, δεχόμενος ως συγγραφέα του βιβλίου Εβραίο, που ζούσε στην αρχαία Παλαιστίνη στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. (σελ. 82). Γι’ αυτό, και βλέπει τον «Εκκλησιαστή», περισσότερο ως έργο που αντανακλά ανθρώπινη σοφία και στοχασμούς γύρω από το πρόβλημα ζωής – θανάτου – αξίας της ζωής και των εγκοσμίων, ένα έργο, κάποιου Ιουδαίου που βλέπει τον Θεό ως απόκοσμο, που δεν εγγυάται την ηθική τάξη του κόσμου (σελ. 115), που δεν τιμωρεί ούτε επιβραβεύει (σελ. 123), έναν Θεό σχεδόν μοχθηρό, που δεν μπορείς να προσευχηθείς σ’ Αυτόν, αφού δεν μπορείς να περιμένεις ούτε προστασία, ούτε σωτηρία, ούτε να τον αγαπάς, αλλά μόνο να τον φοβάσαι (σελ. 110), γιατί η μοίρα κυβερνά τον κόσμο. Καταλήγει στο επίμετρό του: «Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως ο Εκκλησιαστής μας καλεί να δούμε τη ζωή ολόκληρη σαν ένα παιχνίδι» (σελ. 121) και να φθάσουμε ένα σκαλοπάτι λίγο πριν από τον μηδενισμό, αφού ο Εκκλησιαστής δεν μπορεί να μας πει ποιος είναι ο καλός αγώνας και ποια η καλή ζωή (σελ. 125).
Έχω τη γνώμη ότι εδώ βρίσκεται και το μεταφραστικό μήνυμα το οποίο υποβάλλει ο Σαμαρτζής στον αναγνώστη. Γι’ αυτό αποδίδει πολλές λέξεις και φράσεις του κειμένου απογυμνωμένες από το ηθικο-πνευματικό τους περιεχόμενο. Έτσι, π.χ., χρησιμοποιεί κατά κόρον τη λέξη μοίρα, ενώ στους Ο’ υπάρχει η λέξη συνάντημα, που, θα μπορούσε η εβραϊκή λέξη mikre (9:2, 3 κ.αλλού) να κατανοηθεί ως κατάληξη (μεταφρ. βιβλικής εταιρίας) παρά μοίρα. Στο ίδιο κεφάλαιο 9:12, μεταφράζει: «Μία είν’ η μοίρα ολονών, την ορισμένη ώρα», ενώ άλλοι μεταφραστές αποδίδουν το χωρίο ως «μπορεί να τύχουν στους ανθρώπους καλές και κακές περιστάσεις και η κακή στιγμή (μετάφραση βιβλικής εταιρίας), ή «καιρός και περίστασις τους συναντά» (μετφρ. Ν. Βάμβα) ή απροσδόκητες καταστάσεις, όπως αποδίδουν ξενόγλωσσες μεταφράσεις(5).
Αναφερόμενος ο μεταφραστής κατ’ επανάληψη στη μοίρα, παραθεωρεί ότι, ο Εκκλησιαστής, συμβουλεύει αγαθοποιό δράση του ατόμου, ενάντια σε οποιαδήποτε υποτιθέμενη απρόσωπη μοίρα. Έτσι στα χωρία 11:1,2 και 11:4,6 και αλλού. Και, πάνω απ’ όλα, αναγνωρίζει Θεό δημιουργό και μάλιστα ποιμένα (12:11). Αυτός ο Θεός, δεν έχει καμία σχέση με κάποια αφηρημένη θεότητα των Ελλήνων φιλοσόφων, αλλά είναι ο αληθινός Θεός (Ha Elohim) του Ισραήλ, μια έκφραση που υπάρχει στο βιβλίο πάνω από 30 φορές, έστω κι αν δεν αναφέρεται στο προσωπικό όνομα του Θεού ΓΧΒΧ.
Σε γενικές γραμμές, παρά την ιδιομορφία του Εκκλησιαστή, μπορεί κανείς να πει ότι, το βιβλίο, ασχέτως αν γράφτηκε από τον Σολομώντα – θέση που υπεραμύνεται ευθαρσώς το ίδιο το κείμενο (πρβλ. 1:1,12,16· 12:9,12,16, με Α’ Βασ. 4:29-34, 8:1,55 Ο’ και 2:1-8), και δέχονται ακόμη και σήμερα συντηρητικοί λόγιοι (M.F. Unger, H. Möller, F. Rienecker, G. Archer, R. Jemeson κ.άλλ.) οι οποίοι μάλιστα διακρίνουν και ομοιότητα σκέψης με πολλές από τις Σολομώντειες Παροιμίες, – ή, από κάποιον άγνωστο μεταγενέστερο Ιουδαίο (όχι όμως της Ελληνιστικής εποχής), ο Εκκλησιαστής, δεν αφίσταται της συνολικής βιβλικής γραμματείας σε καίρια θεολογικά σημεία και θέσεις. Διότι, όχι μόνον αναγνωρίζει Θεόν προσωπικό που έκανε τα πάντα καλά, και στον κατάλληλο καιρό με ορισμένο σκοπό (3:11, 6:10, 7:14, 8:17, 9:1), αλλά πιστεύει ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο (ηθικά και πνευματικά) ευθύ (όχι στητό, όπως αποδίδει ο Σαμαρτζής), αλλά οι άνθρωποι, επεζήτησαν τους δικούς τους ανεξάρτητους λογισμούς (7:29), πράγμα, όπερ παραπέμπει στην πτώση του ανθρώπου στη Γένεση κεφ. 3, και στο «καλά λίαν» της Γένεσης (Γεν. 1:31). Ορθά ο Σαμαρτζής εδώ αποδίδει «Όλα που έφτιαξε ο Θεός όλα τα έφτιαξε καλά, για κάθε πράγμα στην ώρα του» (3:11). Η κατανόηση του λεπτού αυτού σημείου, δίνει απάντηση στο περίφημο ερώτημα του Αγίου Ιερώνυμου: ότι αν ο Θεός εποίησε τα πάντα καλά, γιατί όλα είναι μάταια; Τούτο συμβαίνει διότι οι άνθρωποι επέφεραν τη σχάση της σχέσης τους με τον Θεό, προτάσσοντας υλικές αξίες έναντι των πνευματικών.
Τέτοιες ιδέες όμως, είναι άγνωστες στους θύραθεν συγγραφείς της Περσικής ή Ελληνιστικής περιόδου, και το γεγονός ότι, περίπου 10 φορές στο βιβλίο γίνεται λόγος για βασιλιά και την οφειλόμενη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ αυτόν, καθώς και ότι υπάρχουν γλωσσικές ενδείξεις επίδρασης της αρχαίας φοινικικής φιλολογίας και ομοιότητες με κείμενα της αρχαίας Εγγύς Ανατολής (Αιγύπτου, Βαβυλώνας, π.χ. άσμα των Αρπιστών)(6), μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, το κείμενο πρέπει να είναι πολύ αρχαιότερο απ’ ό,τι συνήθως εκλαμβάνεται, αφού η αραμαΐζουσα γλώσσα του δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο, και τα εβραϊκά του βιβλίου θεωρούνται οιονεί μοναδικά(7).
Θα μπορούσαν να ειπωθούν πάρα πολλά ακόμη γύρω από τον Εκκλησιαστή αλλά η πρόθεσή μου εδώ δεν είναι να γράψω κάποια διατριβή, αλλά μια όσο το δυνατόν σύντομη εμπεριστατωμένη βιβλιοκριτική πάνω στη νέα μετάφραση και να προεκτείνω κάποιες σκέψεις, που δεν προβάλλονται επαρκώς, ή αποσιωπούνται.
Ατυχώς, υπάρχουν πολλές εκφράσεις και αποδόσεις του Σαμαρτζή που επιτείνουν την ηθελημένη (;) ασάφεια των Ο’, και καθιστούν το νόημα του κειμένου δυσνόητο. Ενδεικτικά επισημαίνω κάποιες σαν αυτές που υπάρχουν στα χωρία 8:11,12α,13,15. Αν συγκριθούν με το εβραϊκό πρωτότυπο, ή ακόμη και με τους Ο’, βλέπει κανείς ότι το νόημα εδώ, είναι τελείως διαφορετικό. Στο εδ. 15, π.χ., παραλείπεται το υποκείμενο «από τον Θεό» (Ο’) όπως και στο εδ. 13. Στο εδ. 10:11 αποδίδοντας
«θα σε δαγκώσει το ερπετό
αν δεν του τραγουδήσεις
και τότε θα ’ναι άχρηστα
όλα σου τα τραγούδια»
δημιουργείται κάποια ασάφεια. Το νόημα είναι άλλο:
«Τι ωφελεί στον γητευτή
κι αν ξέρει να γητεύει
κι ορμήσει το φίδι
πρώτο να τον δαγκώσει»
(έτσι μεταφρ. βιβλικής εταιρίας, Α. Ισάρης, Π. Μπρατσιώτης, Βάμβας και σύγχρονες μεταφράσεις).
Ακόμα πιο προβληματική είναι η απόδοση του χωρίου 11:10. Στους Ο’ διαβάζουμε:
«Απόστησον θυμόν από καρδίας σου
και παράγαγε πονηρίαν από σαρκός σου»
Δηλ., να αποβάλλεις το ηθικό κακό (Μπρατσιώτης κ.άλλ.) ή τον πόνο από το σώμα. Στη μετάφραση του Σαμαρτζή διαβάζουμε:
Κι αν έχει αντάρα η ψυχή
διώξε την αντάρα·
κι αν θέλει βρώμα το κορμί
αποδίωξε τη βρώμα.
Παρόμοια το Εκκλ. 3:11. Το νόημα εδώ είναι, όχι ότι ο Θεός έβαλε στον άνθρωπο την απεραντοσύνη, αλλά την αιωνιότητα «τον προς την αιωνιότητα πόθον» (desiderium aeternitatis).
Τελικά, θα πρέπει να δούμε ποια είναι η διέπουσα σκέψη και αρχή, και η καταληκτήρια αναφορά του Εκκλησιαστή. Είναι ο πεσιμισμός, όπως υποστηρίζει ο Σαμαρτζής και πολλοί σύγχρονοι σχολιαστές, ή η πίστη και ο σεβασμός του Θεού; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σύμφωνα με τον Εκκλησιαστή, σχεδόν όλα τα εγκόσμια είναι μάταια, αφού όλα καταλήγουν στη φθορά, στο θάνατο. Η επαναλαμβανόμενη έκφραση «ματαιότης ματαιοτήτων» (όλα για το τίποτα σύμφωνα με τον Σαμαρτζή) που υπάρχει στο βιβλίο γύρω στις 37 φορές, μπορεί να οδηγήσει κάποιον σ’ αυτό το συμπέρασμα. Ότι, δηλαδή, ο Εκκλησιαστής, είναι ένας απαισιόδοξος, που δεν καταλήγει πουθενά. Ωστόσο, οι ιδέες περί ματαιότητας των πραγμάτων, εκφράζονται και σε άλλα βιβλικά κείμενα (πρβλ. π.χ. Ψαλμ. 49:10,11, 16:17), όπως και το πρόβλημα της θεοδικίας (7:15, 8:14) που υποφώσκει. Υπάρχει πολύ πιο έντονο στο βιβλίο του Ιώβ. Φαίνεται ότι ο απ. Παύλος, χρησιμοποιεί την ίδια λέξη, ματαιότητα, με την ίδια έννοια, δηλ. ότι ο κόσμος, η κτίση και ο άνθρωπος, μετά την πτώση του πρώτου ανθρώπου υποτάχθηκαν στη ματαιότητα (Ρωμ. 8:20). Τη λέξη αυτή την υπερτονίζει ο Εκκλησιαστής περισσότερο ως ρεαλιστής, παρά ως καθαρά απαισιόδοξος ή κυνικός. Δεν αποκλείει ο ρηξικέλευθος συγγραφέας, τις μικροχαρές και απολαύσεις της ζωής (φαγητό – ποτό – ευθυμία). Και τούτο, όχι με έναν ηδονοθηρικό μηδενισμό όπως χαρακτηρίζει ο Μ. Κοπιδάκης, ούτε με την επιδίωξη λαγνείας και υλιστικών απολαύσεων, αλλά με ένα μέτριο, ευπρεπή τρόπο, διότι η απόλαυση της ζωής είναι «δώρο Θεού» (3:12-13, 5:18, 8:15, 9:7-10). Ο Εκκλησιαστής συστήνει την επιδίωξη χαράς στη ζωή, μια λέξη, που υπάρχει 17 φορές, και τονίζει ότι ο Θεός είναι χορηγός δώρων (11 φορές). Αλλά ο άνθρωπος, πρέπει να έχει προ οφθαλμών και να πράττει το αγαθόν (2:24, 3:12,13,22 κ.αλλ.). Εδώ δίδεται η έμφαση: «στο ποιείν αγαθόν εν ζωή αυτού». Πράγμα που είχε επισημάνει και ο Μάριος Πλωρίτης στο σχετικό κριτικό του σημείωμα για τη μετάφραση του Ίσαρη: «Οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι μόνο όταν απολαμβάνουν τη ζωή τους πράττοντας το καλό» (Γ’, 12) (8).
Ο άνθρωπος κατά τον Εκκλησιατή, οφείλει να φοβάται και να σέβεται τον Θεό. Η έκφραση «φόβος Θεού» και «τήρηση των εντολών» του, είναι ένα κομβικό, επαναλαμβανόμενο σημείο, όπως και ότι, ο Θεός είναι κριτής της ζωής του ανθρώπου (3:14,17, 5:7, 7:18, 8:12-13, 11:9, 12:1,13,14). Ο Θεός του Εκκλησιαστή παρόλο που δεν φαίνεται να αναμειγνύεται ενεργώς στην ανθρώπινη καθημερινότητα, είναι ο τελικός κριτής της ζωής και των πράξεων του ανθρώπου και της διαφαινόμενης μελλοντικής ζωής. «Τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε» (12:13) είναι η κατακλείδα του Εκκλησιαστή. Φόβος, δηλ., σεβασμός και αγάπη προς τον Θεό, είναι μια αδιάπτωτη υπερχρονική αξία που δίνει νόημα στη ζωή του ανθρώπου, σε αντίθεση με τα εγκόσμια που όλα είναι μάταια.
Η μετάφραση του Σαμαρτζή, με υποχρέωσε να ξαναμελετήσω το βιβλίο του Εκκλησιαστή και πάλι, και να ανακαλύψω άλλα στοιχεία που δεν είχα επισημάνει σε προηγούμενο μελέτημά μου(9). Υπάρχουν μερικά έξοχα σημεία του βιβλίου που, όταν επισημανθούν και εξαρθούν, τότε ο αναγνώστης του, μπορεί να αποκομίσει άλλα μηνύματα. Και να αντιληφθεί ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές αντιφάσεις που συνήθως υπερ-τονίζονται από κάποιους συγγραφείς, γιατί δεν κατανοείται το κείμενο στο σύνολό του που σαφώς είναι ενιαίο(10).
Μερικά από τα έξοχα και εντυπωσιακά σημεία του βιβλίου είναι τα επόμενα: Κανείς δεν είναι αναμάρτητος (7:20)· η γενναιοδωρία είναι σημαντική (11:1-3), η συντροφικότητα επιθυμητή (4:10), η σοφία, κυρίως η σοφία επίσης (2:13, 8:1)· υπάρχει άγνοια του μέλλοντος, και εξ’ αυτής, η αβεβαιότητα του ανθρώπου δεδομένη (7:14, 8:7, 9:1, 10:14) και πολλά άλλα. Στο επαναλαμβανόμενο ερώτημα του Εκκλησιαστή, ποιο το όφελος του α’ ή του β’, φαίνεται να δίνει με ερώτημα απάντηση ο από Ναζαρέτ Ιησούς, στο Μαρκ. 8:36-37 «Τι γαρ ωφελεί άνθρωπον κερδήσαι τον κόσμον όλον και ζημιωθήναι την ψυχήν αυτού; τι γαρ δοι άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;». Για μένα όμως, πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι, η «φιλοσοφία του Εκκλησιαστή», είναι διαχρονική, και εμπεριέχει κάποιες επιστημονικές – αν μπορεί να τις ονομάσει κάποιος έτσι – αρχές και αλήθειες, σαν να τις προεγνώριζε ή τις διαισθανόταν ο συγγραφέας του. Επί παραδείγματι, μιλάει για τον υδροβιολογικό κύκλο (1:7), κάτι που ήταν σχεδόν άγνωστο στην αρχαιότητα «τα ποτάμια στη θάλασσα χύνονται, η θάλασσα ακόμα δε γέμισε· στον τόπο απ’ όπου φύγανε γυρνάνε τα ποτάμια» (απόδοση του Σαμαρτζή), ακόμη, φαίνεται να κάνει αναφορά στην αρχή της διατήρησης της υλο-ενεργείας. Έτσι π.χ., στο 3:14, όπου αναφέρεται ότι, ό,τι έκανε ο Θεός, το έκανε για πάντα, χωρίς τίποτα να μπορεί ο άνθρωπος να προσθέσει ή να αφαιρέσει σ’ αυτό, καθώς και ότι όλα έγιναν από το χώμα, ζώα και άνθρωποι, και καταλήγουν σ’ αυτό (3:20) – είμαστε αστροσκόνη μας λένε οι σύγχρονοι αστρονόμοι – (11) και πάνω, απ’ όλα, μιλάει για το ανεξιχνίαστο της φύσης και του έργου του Θεού από τον άνθρωπο, όσο κι αν πασχίζει, όσο σοφός κι αν είναι, όσο σοφός κι αν θέλει να γίνει (3:11). Το εδ. 8:17 ο Σαμαρτζής το αποδίδει
«Και όλα που έκανε ο Θεός
κοίταξα και τα είδα·
μα ο άνθρωπος δε θα τα βρει
τα έργα που ’κανε ο Θεός·
όσο και να παλέψει
ποτέ δε θα τα βρει.
Κι ο σοφός που λέει πως ξέρει,
δε βλέπει ούτ’ αυτός».
Ζούμε σε μία εποχή όπου υπερπληθαίνει η επιστημονική γνώση. Αλλά τα άγνωστα και τα μυστήρια εξακολουθούν να παραμένουν και να αυξάνονται. Πρόσφατο παράδειγμα η ανακάλυψη οργάνου στον ανθρώπινο οργανισμό που μέχρι τώρα αγνοούνταν τελείως(12), χωρίς να μιλήσουμε για την άγνοια της λειτουργίας του σύμπαντος, τη σκοτεινή ύλη, τις μαύρες οπές, το μυστήριο του ανθρώπινου εγκεφάλου, και τόσα άλλα μυστήρια που μας περιβάλλουν. Ο Εκκλησιαστής προειδοποιεί ότι παρά τη σοφία του ο άνθρωπος, δεν μπορεί, δε θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει το έργο του Θεού (δημιουργικό – σωτηριολογικό – εσχατολογικό), ούτε να το κατανοήσει. Υπάρχουν ακόμη και σκέψεις που σαφώς παραπέμπουν ή ανακαλούν παρόμοιες, μ’ αυτές των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, όπως τα λόγια του Ιησού περί γενναιοδωρίας (Λουκ. 6:38), και το Εκκλ. 5:15 συνάδει με το Α’ Τιμ. 6:7 κ.άλλα. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη είναι η παρατήρηση: «Ότι και γε γινώσκω εγώ ότι εσται αγαθόν τοις φοβουμένοις τον Θεόν» (Εκκλ. 8:28), που είναι πανομοιότυπη μ’ αυτή του απ. Παύλου: «Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8:28α).
Το θέμα του Εκκλησιαστή που είναι η ματαιότης των εγκοσμίων του ανθρώπου χωρίς Θεό, είναι εξαιρετικά σύγχρονο και επίκαιρο. Βρίσκεται σαν θέμα στα περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία του 20ου αιώνα, αφού εξετάζει τη ζωή «υπό τον ήλιον», όπως την βλέπει ένας άνθρωπος διαχρονικά, και όπως τη ζει με τις ποικίλες υλιστικές επιδιώξεις του. Ζωή χωρίς Θεό κατά τον Εκκλησιαστή, είναι μάταιη, χωρίς σκοπό, νόημα, εντελώς κούφια και άδεια, αφού όλα καταλήγουν στο θάνατο. Αυτή είναι η ματαιότης. Η κατ’ εξοχήν ματαιότης. Ο συγγραφέας περιγράφει πώς μπορεί να νιώθει ανία ένας άνθρωπος που κολυμπάει στην υλική αφθονία και την απόλαυση, χωρίς Θεό, χωρίς ελπίδα.
Η επίδραση του Εκκλησιαστή στη λογοτεχνία υπήρξε τεράστια. Τον χρησιμοποίησε ο Ταρκόφσκι, ο Καμύ, ο T.S. Elliot, ο Σοπενχάουερ, ο Τολστόι κ.άλλ. για να στηρίξουν τις θέσεις και τις απόψεις τους.
Ο Thomas Woolf, ο γνωστός Αμερικανός λογοτέχνης, συνόψισε τη λογοτεχνική και φιλοσοφική αξία του Εκκλησιαστή με τα εξής λόγια: «Απ’ όλα όσα έχω δει και μάθει, το βιβλίο που μου φαίνεται πιο ευγενικό και σοφό, και που ασκεί την πιο αξιοθαύμαστη εντύπωση για τη ζωή του ανθρώπου στη γη, το πιο υψηλό άνθος ποίησης, ευγλωττίας και αλήθειας. Ο Εκκλησιαστής είναι το μεγαλύτερο ξεχωριστό κομμάτι γραφής που έχω γνωρίσει, και η σοφία του η πιο διαρκής και βαθειά»(13).
Γι’ αυτό κάθε νέα μετάφραση και σχολιασμός του Εκκλησιαστή, αποτελεί νέο κέντρισμα για μια επιστροφή και αναστοχασμό, σ’ ένα διαχρονικό κείμενο αρχαίας δοκιμασμένης σοφίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-
Jack Miles, Θεός, η Βιογραφία του (Ελλ. Γράμματα 1999), σελ. 458.
-
Αξιοσημείωτο είναι ότι το βιβλίο του Εκκλησιαστή που γράφτηκε και διαφυλάχτηκε στην Εβραϊκή γλώσσα, ανήκει στα πέντε Μεγγιλώθ, στα βιβλία δηλαδή, που θεωρούνταν από τους Ιουδαίους ιερά, μαζί με το Άσμα Ασμάτων, Ρουθ, Θρήνους και Εσθήρ, και διαβαζόταν στην Εορτή της Σκηνοπηγίας, την Τρίτη ημέρα. Και τούτο, σε αντίθεση με τα Δευτερο-κανονικά, σοφιολογικά έργα (Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ κ.άλλ.) που είναι σαφώς ψευδεπίγραφα, γράφτηκαν απ’ ευθείας στην Ελληνική τον 3ο – 2ο π.χ. αιώνα, μιμούνται τον Εκκλησιαστή και τις Παροιμίες Σολομώντος στο ύφος και στο περιεχόμενο, και αποκλείστηκαν από τον Κανόνα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης γι’ αυτούς τους λόγους. Το βιβλίο αναγνώριζε ως Κανονικό εκτός από τον Χιλλέλ, και ο Ιώσηπος (και Απίωνος α’ 8), πριν από την περίφημη σύνοδο της Ιάμνειας γύρω στο 100 μ.Χ. και εντεύθεν, όπου οριστικοποιήθηκαν τα 22 ή 24 βιβλία του Παλαιστινιακού Κανόνα, λόγω του περιεχομένου και της αρχαιότητάς τους. Τον ίδιο κανόνα ακολουθούν αρχαίοι πατέρες της Εκκλησίας, Μελίτων Σάρδεων (γύρω στο 170 μ.Χ.), Ωριγένης, Μέγας Αθανάσιος, Ιερώνυμος, Γρηγόριος ο Θεολόγος κ.άλλ.
-
Αφήνω εδώ κατά μέρος και την εκδοχή ότι, πιθανόν, η μετάφραση των Ο’ να είναι μετάφραση του Ακύλα, ή να υπέστη αναθεώρηση με βάση τη μετάφραση του Εβραίου Ακύλα του 2ου αι. μ.Χ. Το θέμα είναι ακόμα προς διερεύνηση και οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει σε κάποιο οριστικό συμπέρασμα. βλ. Π. Μπρατσιώτη, Ο Εκκλησιαστής, (1989) σελ. 13,14, πρβλ. Μιλτιάδη Κωνσταντίνου …. Του συνιέναι τας γραφάς (2014) σελ. 263.
-
Πρβλ. J.A. Loader, Polar Structures in the Book of Qohelet, (Berlin – New York 1979).
-
Έχω υπόψη μου κυρίως τις The NIV Study Bible, New International Version (1995), ESV Study Bible (2008), The New English Bible (1970), NIV Proclamation Bible (2011), Elberfeeder Bibel mit Erklärungen (2011) κ.άλλ.
-
Βλ. Dahood M, The Phoenician Background of Qohelet, Biblica 47, 1966, σελ. 264-282. Είναι αξιοσημείωτο ότι η φόρμουλα «Δώσε απ’ τα αγαθά σου σε επτά ή και σε οχτώ» (Εκκλ. 11:12) βρίσκεται μόνο στο Μιχαίας 5:5, και σε κείμενα της Ουγκαρίτ (Ρας Σάμρα) του 15ου αι. π.Χ. και σε Ασσυριακά. Ακόμα και η φράση «μύρον μυρεψού» (10:1), δηλ. μυρωμένο λάδι, δεν βρέθηκε αλλού παρά σε Ουγκαριτικό – Φοινικικό κείμενο.
-
Gleason Archer, A Survey of Old Testament, Introduction (2007) σελ. 448 επ.
-
Μάριος Πλωρίτης, Ματαιότητες, Η φωνή του Εκκλησιαστή, το Βήμα, 20/3/1994.
-
βλ. Δ. Τσινικόπουλος, Avel Avalim – Εννοιολογική και αισθητική προσέγγιστη στον Εκκλησιαστή, σελ. 125-146, στο Φως εξ Ανατολής (1996, Ελληνικά Γράμματα).
-
Τα κυρίαρχα θέματα, η ματαιότητα, το αγαθόν και ο φόβος Θεού, και πολλές επαναλαμβανόμενες εκφράσεις όπως π.χ. «ματαιότης και θλίψις πνεύματος», «άγων οπίσω ανέμου», «υπό τον ήλιον» (29 φορές), «εγώ είπα εν τη καρδία μου» κ.άλλ., μαρτυρούν την ενότητα του βιβλίου όπως επεσήμαναν παλιοί (Ιερώνυμος, Θωμάς Ακινάτης) και υποστηρίζουν νεότεροι μελετητές (O. Eissfeldt, E. Sellin κ.άλλ.). Η ενότητα αυτή δεν αποκλείει βέβαια, την ταξινόμηση των σκέψεων του Εκκλησιαστή, και μικρές εκδοτικές παρεμβολές, από μεταγενέστερο συλλέκτη – εκδότη στην εποχή π.χ. του Εζεκία, όπως δέχεται η Ιουδαϊκή παράδοση (Baba Batha 15α).
-
Πρβλ. Διονύση Σιμόπουλου, Είμαστε στρόσκονη. Σύμπαν, μια ιστορία χωρίς τέλος (Μεταίχμιο 2018) όπου επισημαίνεται ότι «Είμαστε αστράνθρωποι που δημιουργήθηκαν από χημικά στοιχεία που όταν πεθάνουμε θα διασκορπιστούν παντού γύρω μας ενώ ορισμένα από αυτά θα ενσωματωθούν σε άλλα είδη ζωής».
-
Βλ. άρθρο «Ένα παλαιό… νέο όργανο στο σώμα μας!» στο ΒΗΜΑ Science 1/4/2018 εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ.
-
βλ. Eric Christianson, Ecclesiastes Through the Centuries (2007) σελ. 70.