Εφημερίδα Μακεδονία, 21/6/2000
Πολύς θόρυβος έγινε και συνεχίζει να γίνεται για το αν θα πρέπει να αναγράφεται το θρήσκευμα στις νέες ταυτότητες που πρόκειται να εκδοθούν, δοθέντος ότι μέχρι τώρα οι ήδη υπάρχουσες το περιέχουν.
Ακούστηκαν και ακούγονται διάφορες φωνές με διάφορα επιχειρήματα. Στο επίμαχο αυτό θέμα πήραν θέση η πολιτεία -για τη μη αναγραφή-, η «Αρχή προστασίας ευαίσθητων δεδομένων» σε εφαρμογή συνθήκης Σέγκεν (Ν. 2472/1997), παρομοίως η νομική σχολή ΑΠΘ, η νομική υπηρεσία της Εκκλησίας, διανοούμενοι κ.λπ.
Επίσης για τη μη αναγραφή, ενώ αντίθετα υπέρ της υποχρεωτικής αναγραφής αρχικά και υπέρ της προαιρετικής αργότερα, τάχθηκε η διοικούσα εκκλησία, βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το θέμα έχει πολλές και διάφορες παραμέτρους, που συνάπτονται με το φλέγον μείζον ζήτημα σχέσεων κράτους και εκκλησίας, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι γα να ταχθεί κανείς υπέρ της άποψης της πολιτείας, παρά υπέρ της αντίθετης.
Μερικοί απ’ αυτούς είναι ότι οι αστυνομικές ταυτότητες με τα γνωστά στοιχεία, που κυκλοφορούν μέχρι σήμερα, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά το 1936. Το θρήσκευμα ανεγράφετο τότε, για να ελέγχονται κάποιες (επικίνδυνες) μειονότητες, όπως κομμουνιστές, Εβραίοι, αλλοδαποί, αλλόδοξοι κ.λπ.
Δεν υπήρχαν ταυτότητες αυτού του είδους πιο μπροστά και συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά το επιχείρημα ότι ο Έλληνας ορθόδοξος πρέπει να συνεχίζει να αναγράφει το θρήσκευμά του, τη στιγμή που το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας είναι έγγραφο της πολιτείας και η πολιτεία σε εφαρμογή του άρθρου 13 του Συντάγματος και του παραπάνω νόμου θεωρεί ότι το φρόνημα, οι φιλοσοφικές και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, ανάγονται στη σφαίρα των ευαίσθητων δεδομένων, όπως είναι ακόμη τα πολιτικά φρονήματα, το επάγγελμα, η εθνική προέλευση, η υγεία κ.λπ.
Δεν επιθυμεί δηλαδή η πολιτεία το λεγόμενο φακέλωμα (έστω κι αν μπορεί να το πραγματοποιήσει με άλλον τρόπο). Σημασία έχει ότι έτσι προασπίζονται τα ατομικά δικαιώματα, και μάλιστα των μειονοτήτων, έναντι αυθαιρεσιών οργάνων του κράτους, που όπως μπορεί να αποδειχθεί από στατιστικές, έρευνες και καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υπάρχει δυσμενής διάκρισή τους στη χώρα μας.
Δυστυχώς, με την αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες, ο αλλόδοξος ή ο ετερόδοξος, γινόταν ευθύς εξ αρχής στόχος των οργάνων του κράτους με διακρίσεις εις βάρος τους (π.χ. μη διορισμούς σε δημόσια υπηρεσία κ.λπ.). Η πολιτεία πλέον, συμμορφούμενη και με τις συνθήκες που επικρατούν εδώ και χρόνια στις ευρωπαϊκές χώρες, επιθυμεί την έκδοση ταυτοτήτων χωρίς τα παραπάνω ευαίσθητα σημεία. Είναι θέμα δικό της.
Αυτό το θέμα όμως δεν έχει να κάνει ούτε με την πίστη, ούτε με το φρόνημα των Ελλήνων και δη των ορθοδόξων. Ο θόρυβος που γίνεται δίνει σε κάποιον την εντύπωση ότι αν δεν θα αναγράφεται το θρήσκευμα, οι Έλληνες ως διά μαγείας θα χάσουν τη φυσική τους ταυτότητα, δεν θα ’ναι Έλληνες ή ορθόδοξοι Έλληνες! Αν είναι δυνατόν ένα πλαστικό χαρτί να έχει μεγαλύτερη σημασία από το εσωτερικό φρόνημα κάποιου!
Άλλωστε, είναι κοινό μυστικό ότι ναι μεν το 97% αναγράφουν στην ταυτότητά τους Χριστιανός Ορθόδοξος, αλλά μόλις το 6% απ’ αυτούς εκκλησιάζεται και ίσως ένα πολύ μικρότερο ποσοστό είναι βιωματικοί, πραγματικοί Χριστιανοί.
Έτσι, η αναγραφή ή η μη αναγραφή του θρησκεύματος δεν έχει να κάνει με το πραγματικό φρόνημα, που είναι κάτι το τελείως διαφορετικό, προσωπικό και ενδεχομένως μεταβαλλόμενο, όπως και οι φιλοσοφικές και οι πολιτικές τοποθετήσεις.
Το ορθό φρόνημα, το βίωμα και το ήθος είναι η πραγματική ταυτότητα ενός Χριστιανού, που δεν έχει να κάνει με έναν τύποις Χριστιανό της ταυτότητας.
Θα πρέπει τελικά να γίνει κατανοητό ότι σε ένα κράτος δικαίου και σε μια ευνομούμενη πολιτεία πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα στη διαφορά, το δικαίωμα δηλαδή του καθενός γα σκέφτεται και να συμπεριφέρεται όπως θέλει, αρκεί να μη θίγει τρίτους.
Αυτά τα πράγματα, τα στοιχειώδη και αυτονόητα, κατοχυρώνονται συνταγματικά (αριθμ. 5 και 13 και 14 του Σ.) και με τις διεθνείς συμβάσεις και με το νόμο περί εφαρμογής συνθήκης Σέγκεν.
Και η αναγνώριση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού και του δικαιώματος στη διαφορά των μειονοτήτων μπορεί να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία στην ανεκτικότητα και την αλληλοκατανόηση. Η Ελλάδα προχωράει και πρέπει να προχωρήσει σταθερά και αταλάντευτα προς την κατεύθυνση αυτή, σαν μια χώρα ισότιμη από κάθε άποψη με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου προ πολλού τέτοια ψευδοδιλήμματα έχουν εκλείψει και προβλήματα αυτού του είδους δεν υπάρχουν…