Ενώ ο Θεός περιμένει να χτιστεί ο ναός του από αγάπη,
οι άνθρωποι κουβαλούνε πέτρες.
Rabindranath Tagore
Γράφοντας από τη Ρώμη ο απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς των Κολοσσών γύρω στο 63 μ.Χ. για τη λυτρωτική δύναμη της αλήθειας του Χριστιανισμού, και, υπενθυμίζοντας την απελευθέρωσή τους από μάταιες ανθρώπινες διατάξεις (εντάλματα και διδασκαλίες ανθρώπων) χρησιμοποίησε για να περιγράψει αυτά τα ποικίλα εντάλματα τα έχοντα «λόγον σοφίας» (εξωτερική δηλαδή εμφάνιση σοφίας) μια σπάνια λέξη. Μια λέξη που υπάρχει μόνο μία φορά στην Καινή Διαθήκη και καμιά στην κλασική αρχαιότητα: Τα αποκάλεσε όλα αυτά συλλήβδην ως «εθελοθρησκία», θρησκεία δηλαδή, που έφτιαξαν οι άνθρωποι με το δικό τους θέλημα, με το δικό τους τρόπο, στο δικό τους καλούπι.
Η λέξη αυτή του αποστόλου Παύλου η τόσο εκφραστική, δημιούργημα και νεολογισμός του ιδίου, μας δίνει αφορμή εν σχέσει και με τα σημερινά γενόμενα και καθ’ ημέραν τεκταινόμενα από καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς, να διαστοχαστούμε και να αναρωτηθούμε, μήπως υπάρχει πολλή εθελοθρησκία και στην εποχή μας και λίγη ορθο-δοξία (και δη ορθο-πραξία), για την οποία πολλοί πολλαχώς κόπτονται.
Την προσφορά της θρησκείας και την αξία της γνήσιας θρησκευτικής φύσης, ελάχιστοι ορθοφρονούντες νομίζω, θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές που χωρίζουν τις διάφορες ομολογίες —και ιδιαίτερα στον χριστιανικό κόσμο—, πηγαίνοντας βαθιά στην πρωτοουσία, στον πυρήνα της θρησκείας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η πίστη του ανθρώπου στον Θεό και η νοερή επαφή μαζί Του μέσω προσευχής και η εν γένει λατρεία Του «εν πνεύματι και αληθεία», τον βοηθούν να έχει προσανατολισμό και μια πιο γεμάτη, πιο ισορροπημένη ζωή. Όπως έγραψε ο διάσημος ψυχολόγος Oυίλλιαμ Τζέιμς στο κλασικό έργο του Αρχές της Ψυχολογίας, η θρησκεία προσδίδει στον άνθρωπο πνευματικές αξίες. Δίνει «νέα ζέση για τη ζωή… πιο πολλή ζωή, πιο πλατιά, πιο πλούσια, πιο ικανοποιητική». Δίνει πίστη και ελπίδα για να αντιμετωπίζει κανείς τη ζωή και τις αντιξοότητές της με θάρρος. Πάνω απ’ όλα, δίνει στη ζωή νόημα, σκοπό, κατεύθυνση. Όσο πιο «πνευματική» είναι η θρησκεία, τόσο περισσότερο βοηθά τον άνθρωπο να δημιουργήσει «μια όαση γαλήνης μέσα στους άμμους της ζωής που τους παίρνει ο άνεμος». Η θρησκεία παραμένει αναντικατάστατη παρά την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, διότι καλύπτει βασικές πλευρές του ανθρώπου, δίνει απάντηση σε τρία βασικά του ερωτήματα: στη δίψα του για γνώση λέγει ότι ο Θεός είναι παντογνώστης και μας προτρέπει να αποκτήσουμε εκείνη τη γνώση που οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου· στην ανάγκη του για αγάπη μας απαντά ότι ο Θεός είναι αγάπη και πρέπει να αγαπάμε αλλήλους· και στον φόβο του θανάτου δίνει αντίδοτο την ελπίδα της μετά θάνατον ζωής.
Ανεξάρτητα του αν μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση σ’ όλα τα ερωτήματα και στις μεταφυσικές διαπορίες του σύγχρονου σκεπτόμενου ανθρώπου, η αληθινή θρησκεία, η ορθή πίστη —όπως τέτοια είναι ο χριστιανισμός ο της Καινής Διαθήκης— βοηθάει, αν όχι για να κατανοήσει κανείς πλήρως τη ζωή, τουλάχιστον να τη ζήσει με ηρεμία και αισιοδοξία —για να θυμηθούμε τα λόγια του Αμερικανού ποιητή και φιλοσόφου Σανταγιάνα.
Η αληθινή θρησκεία, όπως διεκήρυξε ο από Nαζαρέτ Ιησούς, είναι αυτή που υπάρχει για τον άνθρωπο· όχι ο άνθρωπος για τη θρησκεία, όπως το θέλησαν κατ’ επίφαση θρησκευόμενοι ανά τους αιώνες.
Στο πέρασμα του χρόνου όμως, ατυχώς, τα πράγματα εξελίχθησαν έτσι, ώστε το αρχικό κήρυγμα και η πρωτότυπη επαναστατική διδασκαλία του Ιησού περί αγάπης, ταπεινοφροσύνης, συγχωρητικότητας και περί της βασιλείας του Θεού, που είναι ο πυρήνας της χριστιανικής πίστης, να συγκαλυφθούν με πληθώρα στοιχείων ξένων, κίβδηλων, ανόσιων, ανούσιων, ανωφελών και εν πολλοίς επιβλαβών για τον άνθρωπο. Με αποτέλεσμα να μετατραπεί η «αρχική πίστις η νικήσασα τον κόσμο» σε εθελοθρησκία. Σ’ ένα σώμα, δηλαδή, από τύπους, κανόνες, διατάξεις, εορτολόγια, εξωτερικές ρυθμίσεις, λατρευτικά συνταγολόγια κλπ., κενά πνευματικότητας και ελάχιστης ή μηδαμινής αξίας.
Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι παράδοξο ότι ο χριστιανισμός δεν χαρακτηρίζεται ούτε στην Κ. Διαθήκη, ούτε από τους «αποστολικούς πατέρες», αλλά ούτε και από τους πατέρες των πρώτων αιώνων, σαν θρησκεία. Αποκαλείται οδός —δηλαδή τρόπος ζωής— ή πίστη. Γιατί ως πρώτη προϋπόθεσή της έχει την προς τον Θεό πίστη. Ακόμα, αποκαλείται εκκλησία, ή βασιλεία Θεού, αλλά όχι θρησκεία, λέξη που στην αρχική της έννοια σήμαινε και πάλι οδό, την οδό του Γιαχβέ (εβρ. Dere-Jah), αλλά με τον χρόνο κατέληξε να σημαίνει μόνο λατρεία. Και μάλιστα λατρεία ανεξάρτητη από την πίστη ή την πνευματικότητα του λατρεύοντος. Όπως, δηλαδή, έκαμαν οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού και οι εθνικοί ειδωλολάτρες, που «θρήσκευαν», ανεξάρτητα του αν πίστευαν ή του πώς ζούσαν.
Ήδη, από την εποχή του αποστόλου Παύλου, ο κίνδυνος που διέτρεχε ο χριστιανισμός ήταν να εκπέσει από πίστη σε εθελοθρησκία. Σε ανθρωποποίητη θρησκεία δηλαδή, με διατάγματα και εντολές ανθρώπων —τα οποία ο Χριστός αποδοκίμαζε και αηδιαστικά απέρριπτε, και αυστηρά επέκρινε ως ακυρούντα τον λόγον του Θεού— με διδασκαλίες «μη άψη μη γεύση μηδέ θίγης» (μην ακουμπήσεις αυτό, μη γευτείς το άλλο, μην αγγίζεις εκείνο). Με πίστη στα στοιχεία (δεισιδαιμονίες) του κόσμου και με την αποδοχή παραδόσεων ανθρώπων και της φιλοσοφίας, που είναι «κενή απάτη» κατά τον απόστολο, ο οποίος αγωνιούσε και προειδοποιούσε τους χριστιανούς για τα επερχόμενα. Αλλά εις μάτην.
Τα αποτελέσματα της «σποράς ζιζανίων» μέσα στον χριστιανικό σιτοβολώνα, δεν άργησαν να φανούν. Οι χριστιανοί του πρώτου αιώνα με το ακμαίο αγωνιστικό φρόνημα μετατράπηκαν ολίγον κατ’ ολίγον —για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναφερθούν— σε κατ’ επίφαση χριστιανούς. Ιδιαίτερα μετά τη λεγόμενη μετά-κωνσταντίνεια εκκλησία (από το 313 μ.Χ. ή 330 μ.Χ. και επέκεινα), η εκκλησία μετετράπη από θείο καθίδρυμα σε εγκόσμιο. Και από διωκόμενη εκκλησία σε διώκουσα.
Έτσι, ο χριστιανισμός —ο λεγόμενος ιστορικός χριστιανισμός— μετά από σκληρούς αγώνες αυταπάρνησης και θυσίας, μετά από ποταμούς δακρύων και αιμάτων, νίκησε την πυρά και το ξίφος των Ρωμαίων διωκτών και επικράτησε σε Ανατολή και Δύση και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Στη συνέχεια όμως, εξαιτίας των εγωπρωτισμών και της αλαζονείας μερικών και άλλων παραγόντων, κομματιάστηκε και καλουπώθηκε σε «-ισμούς». Και εν τέλει, από «λατρεία Θεού εν πνεύματι και αληθεία», μετεξελίχθηκε σε πλεονάζουσα εθελοθρησκία. Σε μια εθελοθρησκία που περιλαμβάνει ποικίλες διδαχές και διδασκαλίες ιουδαιο-παγανιστικής προέλευσης, ποικίλες δεισιδαιμονίες, σωρεία ανθρώπινων απαγορευτικών ενταλμάτων, φαύλο βίο και έλλειψη πνευματικότητας —ανακατεμένες, βέβαια, με χριστιανικά στοιχεία. Η διδασκαλία του Ιησού για τη «βασιλεία των ουρανών» που, κατά την εύστοχη παρατήρηση του ιστορικού Η. G. Wells, υπήρξε «ένα από τα επαναστατικότερα δόγματα που συντάραξαν και άλλαξαν τόσο πολύ την ανθρώπινη σκέψη», σιγά-σιγά λησμονήθηκε. Και επικαλύφθηκε με φιλοσοφικές σκέψεις και έννοιες εξω-χριστιανικές, αριστοτελικές, πλατωνικές, νεοπλατωνικές και πλατωνίζουσες. Διδασκαλίες χριστιανικές συγχωνεύθηκαν με άλλες παγανιστικές και «γνωστικές», και κατάντησαν… αγνώριστες. Έτσι, ο παγανισμός εθριάμβευσε εν τέλει κάτω από χίλια ονόματα (Χρ. Μαλεβίτσης).
Το τι συνέβη στη Δύση στην παπική (καθολική) εκκλησία με το πέρασμα των αιώνων, μας το παρουσιάζει ανάγλυφα ο Nτοστογιέφσκι μέσα στον Ηλίθιο. Εκεί βάζει τον πρίγκηπα Μίσκιν να λέει σε μια περίπτωση: «…. Ο καθολικισμός της Ρώμης είναι χειρότερος και από τον αθεϊσμό… ο αθεϊσμός κηρύττει μονάχα το μηδέν, ο καθολικισμός όμως προχωρεί πιο πέρα ακόμα: Κηρύττει ένα διαστρεβλωμένο Χριστό, έναν Χριστό που τον έχει κατασυκοφαντήσει και καθυβρίσει, έναν Χριστό αντίθετο του Χριστού. Κηρύττει τον αντίχριστο… Ο καθολικισμός της Ρώμης δεν είναι καν μία πίστη, μα είναι απλώς και μόνο η συνέχεια της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Πάπας… έκατσε σε επίγειο θρόνο και πήρε το ξίφος στα χέρια του. Από τότε δεν έχει αλλάξει τίποτα, μονάχα που στο ξίφος πρόσθεσαν και το ψεύδος, τη ραδιουργία, την απάτη, τον φανατισμό, την πρόληψη, το έγκλημα, παίξανε με τα πιο άγια, τα πιο δίκαια, τα πιο αγνά, τα πιο φλογερά αισθήματα του λαού, όλα, όλα τα προδώσανε για να καρπωθούν χρήματα… Δεν είναι λοιπόν αυτά όλα διδασκαλία του αντίχριστου;»
Η Ανατολική Εκκλησία βέβαια δεν έχει σχέση με τις αγριότητες της Δύσης, τις σταυροφορίες της και άλλα εν ονόματι του Χριστού εγκλήματα. Ωστόσο, «το Βυζάντιο ήταν φοβερά κατώτερο από τις χριστιανικές επαγγελίες». Να θυμηθούμε εδώ τη στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου που εξόρισε τον Μέγα Αθανάσιο; Τα εγκλήματα του Κύριλλου εναντίον του Nεστόριου, την Υπατία, ή την ανεκδιήγητη συμπεριφορά της Ειρήνης της Αθηναίας (770 μ.Χ.), του Μιχαήλ Παλαιολόγου, και τόσα άλλα; «Το Βυζάντιο κολυμπούσε σε καταπληκτικές εκδηλώσεις άκρατης υπερευσεβείας, το αντίστοιχο όμως χριστιανικό ήθος δεν έκανε την εμφάνισή του…».
Τι συνέβη τελικά, ώστε να διαμορφωθεί η σημερινή νεοελληνική θρησκευτική πραγματικότητα; Από τη δύση κατά τους νεότερους χρόνους, αλλά και από το Βυζάντιο —το οποίο εμείς οι νεοέλληνες τόσο θαυμάζουμε—, κληρονομήσαμε όχι μόνο ορθά στοιχεία, αλλά και αντιλήψεις και συμπεριφορά, που μας κάνει να θαυμάζουμε περισσότερο τους τύπους (αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, επίσημες στολές, άμφια χρυσοποίκιλτα, πανηγύρια, κωδωνοκρουσίες κ.ά.) παρά να ακολουθούμε την ουσία του χριστιανισμού, που εξυψώνει, ευγενίζει, ηθικοποιεί και μεταμορφώνει τον άνθρωπο· που τον μεταποιεί από παλαιό άνθρωπο, σε νέο άνθρωπο: τον «κτισθέντα εν χρηστότητι και οσίοτητι της αληθείας».
Και αντί να πω περισσότερα επ’ αυτού, προτιμώ να δώσω και πάλι τον λόγο στον καθηγητή Α. Τσιριντάνη, από τον οποίο παρέθεσα προηγουμένως. Παίρνω ένα μικρό απόσπασμα από το θαυμάσιο βιβλίο του Η πίστις ως βίωμα: «Οι Εβραίοι ήταν δεμένοι με τον νόμο, που γι’ αυτούς ήταν μία αλυσίδα που τους έδενε… Είχαν την παράδοση των πρεσβυτέρων που έντεχνα τη χρησιμοποιούσαν για να αποφεύγουν ιερές υποχρεώσεις. Η διαφορά της εποχής εκείνης από τη σημερινή είναι ότι εμείς είμαστε δεμένοι με δύο αλυσίδες αντί της μίας που είχαν οι Εβραίοι. Και η πρώτη είναι ο τύπος… στη σημερινή χριστιανοσύνη καταντήσαμε με την τήρηση του τύπου, να κατασιγάσουμε τη συνείδησή μας σε ό,τι αφορά “τα βαρύτερα του νόμου” και ιδίως την αγάπη. Διότι, αν επρόκειτο να έρθει ο Χριστός να κηρύξει την αγάπη και έπειτα οι γενεές να αντικαταστήσουν τον Μωσαϊκό νόμο με άλλης μορφής τύπους, διερωτάται κανείς τότε, αν άξιζε να έρθει ο Χριστός. Η δεύτερη αλυσίδα είναι τα δόγματα. Ο Χριστός δεν κήρυξε δόγματα, κήρυξε αγάπη. Οι αιώνες άφησαν την αγάπη και μετέβαλαν τη διδασκαλία του Χριστού σε δόγματα. Έτσι κατάντησε να μην έχει σημασία τι ζωή κάνεις, αρκεί να ομολογείς τα δόγματα και μάλιστα ανεξάρτητα του αν τα πιστεύεις ή όχι…»
Καλύτερη, πιο επιτυχής, ευσύνοπτη περιγραφή της σημερινής χριστιανικής εθελοθρησκίας απ’ αυτήν που κάνει εδώ ο Α. Τσιριντάνης νομίζω δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και την υιοθετώ. Και την παραθέτω εδώ, ως ακροτελεύτια σκέψη στο παρόν δοκίμιο.