31/5/2012
Κύριε Διευθυντά,
Αφορμή για να γράψω την παρούσα, μου έδωσε το κριτικό σημείωμα του κ. Χ. Ε. Μαραβέλια για το βιβλίο του Louigi Zoja, Ο θάνατος του πλησίον, σε συνδυασμό με προηγούμενο σημείωμά του (Αύγουστος, 2011) για την ιστορία του Καθολικισμού.
Ο κριτικογράφος έχοντας ως εφαλτήριο τα εν λόγω βιβλία, φρονώ ότι δεν τα παρουσιάζει κριτικά, ούτε αναδεικνύει το περιεχόμενό τους, όσο προβάλλει τις δικές του θέσεις κριτικής της θρησκείας και, ειδικότερα, του χριστιανισμού. Και ενώ παρουσιάζεται ως εμβριθής ερευνητής και αμερόληπτος κριτής, φοβάμαι ότι ατυχώς υποπίπτει στο ίδιο λάθος για το οποίο μέμφεται τους συγγραφείς των παραπάνω βιβλίων—την επιλεκτική παράθεση και τη μεροληψία. Σεβόμενος το χώρο σας, αναφέρομαι σε κάποια σημεία.
Καταρχάς ασκεί κριτική στο Χριστιανισμό, με βάση τον λεγόμενο ιστορικό Χριστιανισμό, όπως επικράτησε με την μετα-κωνσταντίνεια εκκλησία, και όπως διαμορφώθηκε από τον 4ο αιώνα μ.Χ. με αυτοκρατορικά διατάγματα και τη σπάθη του Μ. Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού, καθώς και την εξουσία Παπών που ίδρυσαν το κοσμικό κράτος του Βατικανού και όχι με βάση τη Χριστιανοσύνη, την πίστη δηλαδή, στη διδαχή του Ιησού και το βίωμα των πρώτων χριστιανών, τότε που η εκκλησία ήταν διωκόμενη και πριν προσλάβει στοιχεία από τον παγανισμό, το γνωστικισμό και την ελληνική φιλοσοφία. Με αποτέλεσμα να θεωρεί ότι ο χριστιανισμός καταχρηστικά εντάσσεται στις μονοθεϊστικές θρησκείες, αφού ενέσπειρε φανατισμό και μίσος. Νομίζω ότι σφάλλει, διότι η διδασκαλία του Ιησού απευθυνόταν στην καρδιά και την ελευθερία του ανθρώπου: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» είπε ο ίδιος (Μτθ. 16:24). Τα ίδια λέει και ο απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή που ο Chateaubriand χαρακτήρισε ως καταστατικό χάρτη της χριστιανικής ελευθερίας. Άλλο, λοιπόν, το ζήτημα γιατί και πώς εξελίχτηκε έτσι ο χριστιανισμός που οδήγησε σε ιερές εξετάσεις, σταυροφορίες, σφαγές, αιματοχυσίες και εγκλήματα από κατ’ επίφαση χριστιανούς, και άλλο η διδαχή του Ιησού και των αποστόλων. Όπως ορθά επεσήμανε ο φιλόσοφος Nikolai Berdiayev: «Ο χριστιανισμός υπέστη τριπλή προδοσία από τους ανθρώπους. Στην αρχή τον παραμόρφωσαν, στη συνέχεια τον εγκατέλειψαν και στο τέλος τον κατηγορούν για το κακό που οι ίδιοι δημιούργησαν».
Ο κριτικογράφος θεωρεί τον Γιαχβέ, το Θεό της Βίβλου, ως εθνικό Θεό των Εβραίων, ζηλόφθονο και οργιζόμενο. Ισχυρίζεται ότι ο Θεός αυτός δεν εμφανίζεται να αγαπά όλο το ανθρώπινο γένος, αφού σχετίζεται με έναν μόνο λαό, τον εβραϊκό, και διότι διέταξε ή προέτρεψε φρικτούς εξολοθρεμούς αλλοεθνών, αλλοφύλλων και αλλοθρήσκων. Δεν φροντίζει βεβαίως, τον τελευταίο ισχυρισμό να τον τεκμηριώσει με παραπομπές. Υποψιάζομαι, όμως, ότι θα αναφέρεται προφανώς, στην εντολή εξολόθρευσης εφτά χαναανιτικών εθνών από τον Ιησού του Ναυή και άλλους. Ωστόσο, τα ίδια τα κείμενα αποκαλύπτουν ότι αυτά τα έθνη επατάχθησαν λόγω της φοβερής φαυλότητας, της διαφθοράς και ανηθικότητάς τους που περιελάμβαναν ανθρωποθυσίες στο Μολώχ (πρβ. Δευτ. 12:28-31· Λευ. 18:24). Ο κ. Μαραβέλιας (θέλει να) έχει μια ελλιπή εικόνα του Θεού της Βίβλου, ο οποίος δεν εμφανίζεται ως Θεός αγάπης μόνο, αλλά και Θεός κρίσης και Δικαιοσύνης που, αιώνες πριν από τους Ρωμαίους νομοδιδασκάλους, θέλει να αποδίδεται «ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ·» (Ρωμ. 2:6). Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να του αποδοθεί η μομφή ότι διατάσσει εξολόθρευση δικαίων και αθώων, αλλά πάντα ασεβών και ποτέ χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση ή μεγάλη ανοχή του κακού από μέρους του (πρβ. Γέν. 15:16).
Αυτός ο Θεός δεν είναι εθνικός, των Εβραίων, γιατί είναι ο Θεός των 11 πρώτων κεφαλαίων της Γένεσης, Θεός Δημιουργός του κόσμου και όλης της ανθρωπότητας, αφού όλοι οι άνθρωποι θεωρούνται παιδιά του (Γεν. 1:27· Πρξ. 17:26). Είναι δημιουργός του ανθρώπου αλλά και της ιστορίας (toledoth), και, σύμφωνα με τα κείμενα, εμπρόσωπο πνεύμα, ελεύθερος από την ειμαρμένη των αρχαίων, υπεράνω του υλικού (κτιστού) κόσμου, και έξω απ’ αυτόν. Με τον πρώτο στίχο της Γένεσης (Bereisheet bara Elohim), έχουμε την εσχατολογική κοσμολογία.[1]
Αυτός ο Θεός εμφανίζεται ως αποκαλυφθείς Θεός σε πιστούς ανθρώπους και σε αντίθεση με όλους τους παγανιστικούς θεούς και τους θεούς των φιλοσόφων, είναι ένας Θεός που δεν θα μπορούσε να συλλάβουν απλά οι διάνοιες κάποιων Ιουδαίων αλλά ούτε και η επιστήμη, κατά την επιτυχή παρατήρηση του Vittorio Messori.[2]
Αυτός ο Γιαχβέ, ο Θεός του Ιησού και Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ (Μτθ. 22:32), όπως προκύπτει από τη Βίβλο, είναι Θεός που «oὕτως γὰρ ἠγάπησεν» (όχι μόνο τους Ιουδαίους), αλλά τον κόσμο ώστε «τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον” (Ιωα. 3:16).
Επιπλέον, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των πρώτων χρόνων διδασκαλίας του Ιησού που κυριαρχούσε το σχέδιο της σταδιακής αποκάλυψης της Μεσσιανικότητάς του στους μαθητές και τρίτους, από το τελευταίο μέρος της ζωής του, όπου σαφέστερα αποκαλύπτεται ως ο «Υιός του ανθρώπου» που θα τον δούνε «ἐρχόμενον μετὰ τῶν νεφελῶν» όπως απάντησε στον Καϊάφα (Μρκ. 14:62· πρβλ. και Μρκ. 13:26 και Μτθ. 24:30), κάτι που γνωρίζουν οι βιβλικοί ερευνητές αλλά ο κ. Μαραβέλιας αποφεύγει να αποδεχθεί. Το παραπάνω όμως, εξηγεί, γιατί όταν ο Ιησούς απέστειλε τους μαθητές του, τους είπε να μην πάνε σε πόλη εθνικών και στους Σαμαρείτες αλλά να πάνε όχι μόνο στα πρόβατα του οίκου του Ισραήλ —όπως ισχυρίζεται ο κριτικογράφος— αλλά «μᾶλλον» (Μτθ. 10:5, 6), δηλαδή, «προτιμήστε να πάτε στους Ισραηλίτες» (Νεοελληνική Βιβλική Μετάφραση).
Ο Ιησούς θέλησε στη διάρκεια της ζωής του οι ιδέες του να βγουν έξω από τα στενά όρια της πατρίδας του και γι’ αυτό προετοίμασε τους μαθητές του. Και αυτό φαίνεται, όχι μόνο από το ότι δεν δίστασε να μιλήσει και να κηρύξει στο Ρωμαίο εκατόνταρχο (Μτθ. 8:5 επ.), στην Τύρο και Σιδώνα, στη Συροφοίνισσα (Μρκ. 7:24), στο δαιμονισμένο της Δεκάπολης (Μρκ. 5:18-20) και στη Σαμαρείτισσα (Ιωα. 4:7 επ.) και, θεράπευσε ένα Σαμαρείτη, αλλά ο ίδιος πριν από το θάνατό του προειδοποίησε τους μαθητές του ότι θα έπρεπε να φερθούν ενώπιον ηγεμόνων και βασιλέων «εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν» (Μτθ. 10:18), και το ευαγγέλιο (της Βασιλείας) «δεῖ κηρυχθῆναι πρῶτον εἰς πάντα τὰ ἔθνη» (Μρκ. 13:10). Άλλωστε, τους μαθητές του τους χαρακτήρισε και ως «το φως του κόσμου» και το «άλας της γης».
Επιπλέον, είπε επίσης, ότι και άλλα πρόβατα έχει να συνάξει που δεν ήταν εκ της ιουδαϊκής αυλής (Ιωα. 10:16), και ο ίδιος είχε σαφή αυτοσυνειδησία της αποστολής και της οικουμενικότητας του έργου του. Γι’ αυτό και προφήτευσε ότι «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ιωα. 12:32). Επίσης στην επί του όρους ομιλία, διατυπώνοντας τον Χρυσό Κανόνα είπε «πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς», χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ ομοεθνών και εθνικών (Μτθ. 7:12). Μετά την ανάστασή του, βεβαίως, δίνει εντολή στους μαθητές του να κηρύξουν «εις πάντα τα έθνη» και στη Σαμάρεια και «έως εσχάτου της γης» (Μτθ. 28:18, 19· Λκ. 24:47· Πρξ. 1:7). Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου οικουμενικότητα που είχε προφητευτεί ότι θα επιτελούσε ο Μεσσίας και οι συνεχιστές του έργου του (Ησ. 42:1-4· Ψλμ. 22:27-31· Ζαχ. 8:23).
Τέλος, ως προς την αγάπη προς τον πλησίον, ο κριτικογράφος θεωρεί πλησίον, μόνο τον ομόθρησκο και ομοεθνή στην Π.Δ. Παραλείπει, όμως, να μνημονεύσει την αγάπη προς τον αλλοεθνή και τον πάροικο που αναγράφεται στο Λευιτικόν 19:34 (ὡς ὁ αὐτόχθων ἐν ὑμῖν ἔσται ὁ προσήλυτος… καὶ ἀγαπήσεις αὐτὸν ὡς σεαυτόν). Παραλείπει να αναφέρει ότι το Έξοδος 23:4, 5 στο λεγόμενο Sefer ha berith (βιβλίο της διαθήκης) υπάρχει η διάταξη: «ἐὰν δὲ συναντήσῃς τῷ βοὶ τοῦ ἐχθροῦ σου ἢ τῷ ὑποζυγίῳ αὐτοῦ πλανωμένοις ἀποστρέψας ἀποδώσεις αὐτῷ. ἐὰν δὲ ἴδῃς τὸ ὑποζύγιον τοῦ ἐχθροῦ σου πεπτωκὸς ὑπὸ τὸν γόμον αὐτοῦ οὐ παρελεύσῃ αὐτό ἀλλὰ συνεγερεῖς αὐτὸ μετ’ αὐτοῦ». Παραλείπει επίσης, μεταξύ άλλων, και το χωρίο Παροιμίες 25:21 όπου διαβάζουμε: «ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου τρέφε αὐτόν ἐὰν διψᾷ πότιζε αὐτόν…» (βλ. και Παρ. 24:16, 17).
Προφανώς, εκουσίως αγνοεί και το χωρίο Δευτερονόμιον 10:17, 18, 19, που λέει ότι ο Γιαχβέ «οὐ θαυμάζει πρόσωπον οὐδ’ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον… καὶ ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον». Και εσείς πρέπει «ἀγαπήσετε τὸν προσήλυτον προσήλυτοι γὰρ ἦτε ἐν γῇ αἰγύπτῳ». Όπως παρατηρεί ο Erich Fromm είναι σημαντικό ότι «στην Π.Δ., το κεντρικό αντικείμενο της ανθρώπινης αγάπης είναι ο φτωχός, ο ξένος, η χήρα, το ορφανό παιδί και τελικά ο εθνικός εχθρός, ο Αιγύπτιος και ο Ιδουμαίος. Νιώθοντας συμπάθεια για τον ανήμπορο, ο άνθρωπος αρχίζει να αναπτύσσει την αγάπη για τον αδερφό του… Γνωρίζετε την καρδιά του ξένου γιατί ήσασταν ξένοι στη γη της Αιγύπτου… Για τούτο να αγαπάτε τον ξένο».[3]
Μπορεί να καταδειχτεί από πλείστες όσες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου (Τορά=διδασκαλία) ότι οι εντολές αυτές (613 στον αριθμό), δεν είναι παράλογες όπως νομίζει ο κ. Μαραβέλιας, αλλά βρίθουν από ανθρωπιστικό πνεύμα. Όπως δείχνω τεκμηριωμένα στο βιβλίο μου Βίβλος, ένα βιβλίο επαναστατικό, είναι διατάξεις που ίσχυαν πριν ισχύσουν στους πολιτισμένους Βαβυλώνιους, Αιγύπτιους, Χανααναίους και Έλληνες που δεν έφτασαν σε αυτό το ύψος (βλ. Έξ. 10:49· Λευ. 15:4, 19:13, 34· Δευτ. 15:7, 11, 22:6, 7, 24:11, 12, 15, 19· Ησ. 58:6, 7· Ιερ. 28:15, 16, κλπ), περιέχοντας τις γενικές αρχές της ισονομίας, της ιερότητας της ζωής, της προστασίας του οφειλέτη, της διαρκούς σεισάχθειας (Ιωβηλαίον και Σαββατιαίο έτος), της γενναιοδωρίας, κ.α. Οι διατάξεις αυτές απέβλεπαν όχι στην επιβίωση του ισχυροτέρου αλλά στην προστασία του ασθενεστέρου. Ο Δεκάλογος θεωρείται από ειδικούς, με τις θεμελιώδεις διατάξεις του ως το πρώτο Σύνταγμα…[4]
Τέλος, όπως καταφάνηκε από τα παραπάνω, ο Ιησούς της Ναζαρέτ ευθυγραμμιζόμενος με το πνεύμα του Μωσαϊκού Νόμου και των προφητών, που δεν θέλησε να καταλύσει βιαίως αλλά ήρθε «πληρῶσαι» (Μτθ. 5:17), σε αντίθεση με τους στενόμυαλους Φαρισαίους και Εσσαίους που δίδασκαν μίσος προς τους εχθρούς, επεκτείνει την αγάπη και προς τους εχθρούς, με την έννοια της κατανόησης, της συγχωρητικότητας και του ελέους, και την έλλειψη αντεκδίκησης και μνησικακίας. Κάτι που δεν δίδαξε κανένας άλλος σοφός ή ηθικοδιδάσκαλος.
Στην πράξη, την αγάπη αυτή την εφάρμοσαν οι πρώτοι χριστιανοί. Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος (Πρξ. 7:60) και ο απ. Παύλος· «λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν…» (Α΄ Κορ. 4:12, 13). Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς αναφέρει: «Οι μισούντες άλλοτε αλλήλους… και φονεύοντες… νυν προσευχώμεθα υπέρ των εχθρών υμών».[5]
Ο κριτικογράφος προς απόκρουση του ισχυρισμού ότι ο Ιησούς δίδασκε αγάπη προς πάντας, επικαλείται το περίφημο λόγιο του Ιησού στο Λουκά 14:26, όπου φαίνεται να παραγγέλλει μίσος προς τους οικείους. Θα πρέπει όμως κανείς, να έχει υπόψη του, ότι το ρήμα μισώ στην εβραϊκή Βίβλο και γλώσσα, δεν σημαίνει μισώ με την έννοια του θέλω να κάνω κακό σε κάποιον, αλλά αποστρέφομαι, ή, αγαπώ λιγότερο, όπως φαίνεται από τα χωρία Δευτερονόμιο 21:15 και Β΄ Χρονικών 11:21. Ο Ματθαίος διαφύλαξε το λόγιο σε άλλη απόδοση: «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος» (Μτθ. 10:37). Το νόημα του λογίου είναι: όποιος αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα του περισσότερο από εμένα δεν είναι άξιος μαθητής μου. Ο Βολταίρος πρόλαβε τους αντιρρησίες με την παρατήρηση: «Υπάρχει μήπως τόσο αφύσικος άνθρωπος, που να συμπεράνει πως πρέπει να μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του, και δεν είναι ευκολονόητο πως τα λόγια αυτά σημαίνουν: μην ταλαντεύεστε μεταξύ εμού και των πιο αγαπητών σας προσώπων;»[6]
Ο κριτικογράφος σαφώς επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Νίτσε τον οποίο δεν παύει να εκθειάζει και να προβάλλει τις θέσεις του, παραβλέπει τα πορίσματα της έρευνας των ειδικών της βιβλικής επιστήμης (Bibelwissenschaft) είτε Ελλήνων είτε ξένων, και μάλιστα, της βιβλικής αρχαιολογίας, τα οποία κατά τη γνώμη μου, ένας σύγχρονος κριτικογράφος δεν πρέπει να παραβλέπει, εάν θέλει να κάνει σωστά τη δουλειά του. Επαφίεται στον αναγνώστη να κρίνει κατά πόσο καλόπιστη και αντικειμενική είναι μια τέτοια κριτική παρουσίαση.
[1] Μάριος Μπέγζος, Η φιλοσοφία της θρησκείας του Ιουδαϊσμού, στο συλλογικό έργο του Σ. Ροζάνη Σύγχρονος Ιουδαϊσμός, 1995.
[2] Vittorio Messori, Υπόθεση Ιησούς, Πορεία Πνευματική, 1980, σελ. 64. Πρβλ. και G. Steiner, Στον πύργο του Κυανοπώγωνα, (εκδ. Scripta) σελ. 58.
[3] Έριχ Φρομ, Η τέχνη της αγάπης, 1978, σελ. 62.
[4] Harrelson Walter, The Ten Commandments and Human Rights (Philadelphia, 1980).
[5] Ιουστίνου, Β΄ Απολογία, Α΄ Απολογία, παρ. 39.
[6] Βολταίρου, Μικρομέγας, 1958, σελ. 75