Η ποίηση από την ίδια τη φύση της προϋποθέτει ιδιαίτερη ευαισθησία και λεπτότητα που δεν μπορεί να τη διαθέτει ο οιοσδήποτε λογοτέχνης και συγγραφέας. Μια ευαισθησία, που ταιριάζει πιότερο σε παιδικές υπάρξεις και γυναικείες ψυχές.
Γι’ αυτό, δεν θα ήταν απορίας άξιον να δεχθούμε ως ιστορικό γεγονός (έστω συμβατικά) την άποψη, ότι η ποίηση, που έχει τις πανάρχαιες ρίζες της σε μαγικές επικλήσεις, θρησκευτικούς ύμνους και θρήνους, εμφανίστηκε ιστορικά στην αρχαία Μεσοποταμία με εκπρόσωπό της μια γυναίκα: Την ιέρεια Ενχεντουάννα που σήμερα θεωρείται η αρχαιότερη (γνωστή) ποιήτρια του κόσμου!
Ήταν οι Παμβαβυλωνιστές εκείνοι που πριν από έναν αιώνα έριξαν στον επιστημονικό κόσμο το σλόγκαν Ex Oriente Lux (Φως εξ Ανατολής). Ένα σλόγκαν που παρά την υπερβολή του περιείχε ταυτόχρονα και μια μεγάλη αλήθεια: Ότι ο πνευματικός πολιτισμός, η κουλτούρα όπως λέγεται -αλλά ακόμα και ο υλικός-, έχει την αφετηρία του στην αρχαία Ανατολή. Και ιδιαίτερα στη Μεσοποταμία, στην αρχαία Σουμερία που θεωρείται το λίκνο του πολιτισμού. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές και τα διάφορα ευρήματα από τις αρχές του αιώνα μας ήρθαν να επιβεβαιώσουν αυτήν την άποψη. Όπως διατύπωσε το συμπέρασμα ο παγκοσμίου φήμης Ανατολιστής W. F. Albright: «Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν καταδείξει αναμφίβολα πως δεν υπάρχει κέντρο πολιτισμού επάνω στη γη που θα μπορούσε να συγκριθεί σε αρχαιότητα και δραστηριότητα με τη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και με τη χώρα που βρίσκεται αμέσως προς Ανατολάς της».
Οι αρχαιολόγοι και ειδικότερα οι Σουμεριολόγοι και Ασσυριολόγοι έχουν εδώ και αρκετά χρόνια στα χέρια τους μια σειρά από πολύ ενδιαφέροντα ποιητικά κείμενα, από πολύ μικρά ολιγόστιχα, μέχρι εκτενή και πολύστιχα, όπως π.χ. το λεγόμενο Enuma Elis, δηλ. το έπος της Δημιουργίας, και το έπος του Γιλγαμές, που χρονολογούνται από τη 2η π.Χ. χιλιετία, ενώ η θεματική και η αρχική τους γραφή πρέπει να είναι αρχαιότερα. Επίσης έχουν ανακαλυφθεί ποιητικά κείμενα που προέρχονται από τους Σουμερο-Ακκάδιους και χρονολογούνται από την 3η π.Χ. χιλιετία, γραμμένα στη σφηνοειδή γραφή.
Από τα αρχαιότερα κείμενα θεωρούνται και μερικά ποιητικά κομμάτια-ύμνοι που αποδίδονται στην ιέρεια της Ουρ, την Ενχεντουάννα, κόρη του περίφημου βασιλιά Σαργών, ιδρυτή της δυναστείας της Ακκάδ. Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα της, η Ενχεντουάννα φρόντισε τα ποιητικά της κείμενα να διαφυλαχθούν επωνύμως. Έτσι, έχουμε ύμνους που φέρουν το όνομά της, κι αυτό εξηγεί γιατί θεωρείται ως η αρχαιότερη ποιήτρια του κόσμου. «Είναι η αρχαιότερη επώνυμη δημιουργός μιας κατ’ εξοχήν ανώνυμης λογοτεχνίας», αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι σπάνια τα σουμερο-ακκαδικά κείμενα ανέγραφαν το όνομα των συγγραφέων τους.
Πότε όμως έζησε και ποιά ήταν η ζωή της παράξενης αυτής ποιήτριας; Στο ερώτημα αυτό έχουμε κάποιες πληροφορίες απ’ τα μνημεία που διαφυλάχτηκαν ίσαμε σήμερα. Σημαντική συμβολή στη μελέτη του προσώπου, του έργου και της εποχής της ποιήτριας αποτελεί η πολυσέλιδη εργασία της Τασίας Χατζή Ενχεντουάννα (Αθήνα, 1988), απ’ όπου σε συνδυασμό με τις πολυάριθμες μελέτες ξένων ειδικών (Η. Frankford, W.W. Hallo, S. N. Kramer κ.ά.) μπορούμε ν’ αντλήσουμε μερικές αξιόλογες πληροφορίες.
Η ποιήτρια έζησε 2.300 χρόνια π.Χ. περίπου, στις πόλεις Ουρ και Ουρούκ, και υπήρξε αρχιέρεια του φεγγαροθεού Νάννα. Το πραγματικό όνομά της το αγνοούμε. Αλλά το Εν-χε-ντου-αν-να, με το όποιο έγινε γνωστή, στα σουμεριακά σημαίνει «ο κύριος, το κόσμημα του ουρανού»· και κατ’ επέκταση, καταχρηστικά, θα μπορούσε ν’ αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα μονολεκτικά ως «Σελήνη».
Από καθαρή σύμπτωση ξέρουμε σήμερα και τη μορφή της ποιήτριας, όπως διασώθηκε σε κάποιο κομμάτι ενός δίσκου από αλάβαστρο, που βρέθηκε στο ναό της θεάς Νινγκάλ στην Ουρ, και ανάγεται στα χρόνια της ποιήτριας. Στην άλλη πλευρά του δίσκου υπάρχει η επιγραφή:
«Η Ενχεντουάννα
αρχιέρεια του Νάννα
σύζυγός του Νάννα
κόρη του Σαργών
βασιλιά της Κίς
στο ναό (...) στην Ουρ...»
Οι διάφορες ιστορικές και αρχαιολογικές πηγές καθώς και το σωζόμενο έργο της -παρατηρεί η Τασία Χατζή- μας αποκαλύπτουν μια ποιήτρια πρώτου μεγέθους, μια μεγάλη δέσποινα του σουμερο-ακκαδικού πολιτισμού.
Απ’ ό,τι φαίνεται, η μεγάλη αυτή ποιήτρια κάποτε έχασε τη θέση και την εξουσία της ως ιέρεια στην Ουρ, γεγονός που υπαινίσσονται στίχοι της στη μεγαλειώδη σύνθεσή της που φέρει τον τίτλο Η εξύψωση της Ινάννας, για την οποία αξίζει τον κόπο ν’ ασχοληθούμε ιδιαίτερα.
Γιατί το έργο αυτό, εκτός από τους λεγομένους ναϊκούς ύμνους σε 42 ναούς της Μεσοποταμίας, και από τις μικρότερες συνθέσεις της με τίτλους Ινάννα και Εμπίχ, και Ινάννας εγκώμιον, είναι το κύριο και βασικό έργο που αποδεικνύει περίτρανα την ποιητική φλέβα και τη δεξιοτεχνία της ποιήτριας.
Η μεγάλη αυτή υμνητική σύνθεση αποτελείται από 153 σφηνοειδείς στίχους και έχει διαφυλαχτεί σ’ ένα σημαντικό αριθμό αντιγράφων, γεγονός που μαρτυρεί την ιδιαίτερη σημασία που απέδιδαν σ’ αυτήν οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι.
Το πολύστιχο ποίημα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί είναι μοναδικό, λόγω του λυρικο-δραματικού του χαρακτήρα και της αυτοβιογραφικής μορφής που υπολανθάνει. Μέσα σ’ αυτό αφ’ ενός μεν εξυμνείται η θεά Ινάννα (Ιστάρ), υπέρτατη θεότητα σε σχέση με τους άλλους θεούς (στίχοι 1-142), και αφ’ ετέρου θρηνολογείται η τύχη της ίδιας της ποιήτριας. Τελικά, ο ύμνος καταλήγει σε μια ικεσία προς την Ινάννα για την αποκατάσταση της πιστής ιέρειάς της, πράγμα που επιτυγχάνεται (στίχοι 143-150).
Σε μερικά σημεία το κείμενο είναι ασαφές και σκοτεινό, αλλά αυτό δεν μειώνει τη σημασία του για την κατανόηση της θρησκευτικής και πολιτικής ιστορίας της αρχαίας Σουμερίας.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί και στο σύγχρονο αναγνώστη ένα τμήμα του ποιήματος που αποτελεί ένα συγκινητικό μεγαλυνάριο ικεσίας προς τη θεά. Διαβάζοντας αυτούς τους στίχους σχημάτισα την εντύπωση ότι οι μεταγενέστεροι γνωστοί θρησκευτικοί ποιητές και ψαλμωδοί της Ανατολής και της Δύσης, λίγα πράγματα θα είχαν να προσθέσουν στην αξιοζήλευτη τεχνική αυτής της ελάχιστα γνωστής ποιήτριας, που φαίνεται ότι υπήρξε «πρωτοποριακή» υμνοσυνθέτις από κάθε άποψη.
Η μετάφραση του κειμένου έχει γίνει από τη σφηνοειδή γραφή από ειδικούς και ιδιαίτερα από τον Ασσυριολόγο S. N. Kramer, με τίτλο Hymnal Prayer of Enheduanna: The adoration of Inanna in Ur (ΑΝΕΤ, 1969, σελ. 579-582), αν και η πρώτη μεγάλη παρουσίαση του κειμένου έγινε από τον Stephen Langdon. Οι W. W. Hallo και A. J. A. Van Dijk μας έδωσαν μιa αξιόλογη έκδοση με μια μελέτη της ποιητικής δομής και της φιλολογικής σημασίας του έργου. Εμείς εδώ θα αρκεσθοϋμε να πάρουμε μια μικρή γεύση του ύμνου από την ωραία μετάφραση της Τασίας Χατζή:
«Ω Δέσποινα όλων των Δυνάμεων αγλαή
γυναίκα καλή, φωτοπερίχυτη!
Ο ουρανός και η Γη σ’ αγαπούν!
Η θεά Ινάννα που ταυτίζεται με την Ιστάρ των Χαναναίων είναι δυνατή πολεμίστρια που σκορπάει τον όλεθρο στο πέρασμά της. Γι’ αυτό:
Σαν όρνεο πετάς
και τη χώρα ραμφίζεις.
Ορμάς μεταμορφωμένη σε καταιγίδα,
σαν βρυχώμενη θύελλα, βρυχάσαι
κεραυνώνεις και κατακεραυνώνεις
και φρουμάζεις μ’ ανέμους κακούς.
Τα πόδια σου κινούνται αδιάκοπα.
Στην άρπα των στεναγμών αφήνεις
να ξεσπάσει ο θρήνος.
Σ’ αυτήν τη σκληρόκαρδη θεά η Ενχεντουάννα απευθύνει μια τρυφερή έκκληση:
Δέσποινα της χώρας υψίστη
Ποιος ποτέ σου αρνήθηκε τη δόξα και την τιμή;
Ω των βασιλισσών βασίλισσα,
των θείων Δυνάμεων κτητόρισσα
…
Σκιές ζυγώνουνε το φως,
γύρω μου η μέρα σκοτεινιάζει...
Το κομμάτι όμως που είναι υπέροχο σε μεγαλειότητα περιέχεται στους στίχους 121-135 και είναι ένα δοξαστικό προς εξύψωση της θεάς:
Δόξα η υψηλή ωσάν τον ουρανό!
Δόξα η απέραντη ωσάν τη γη!
Δόξα η ερημώτρια της χώρας που εξεγείρεται!
Δόξα η βρυχωμένη πάνω από τη χώρα!
Δόξα η συντρίβουσα την κεφαλή τους!
Δόξα η ωσάν τη σκύλα καταβροχθίζουσα τα πτώματά τους!
Δόξα το βλέμμα σου το τρομερό!
Δόξα το βλέμμα σου το αστραποβόλο!
Δόξα η εριστική, δόξα η ανυπάκουη!
Δόξα η νικηφόρα!...
Ω Δέσποινά μου,
Ο αίνος μου αυτός σε μεγαλύνει,
ο αίνος μου αυτός σε υπερυψώνει!
Ω Δέσποινα, του Αν αγαπημένη,
την οργή σου εξιστόρησα!
Η μελέτη της ποίησης της Ενχεντουάννα μπορεί να μας οδηγήσει σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα, αλλά και να επιβεβαιώσει τα ήδη υπάρχοντα, σχετικά με τις αφετηριακές και ενδογενείς δυνάμεις της ποίησης.
Παρατηρούμε ότι η ποίησή της είναι βασικά μυθολογικού- θρησκευτικού περιεχομένου, γεγονός που σημαίνει ότι η αρχαιότατη ποίηση ήταν θρησκευτικοκεντρική. Είχε πηγή έμπνευσής της και θεματική της τη λατρεία των θεών, την επίκλησή τους και τον εξευμενισμό τους. Αργότερα, ο ποιητικός λόγος στράφηκε και σ’ άλλα θέματα και ιδιαίτερα στο ερωτικό στοιχείο και στην εξύμνηση ηρωικών κατορθωμάτων «ανδρών τε και θεών» (έπος).
Η Ενχεντουάννα μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη θρησκευτική ποιήτρια στον κόσμο που αναπτύσσει την ατομική προσευχή και «συστηματική θεολόγος, έμπειρη στις λεπτές αποχρώσεις των σουμεριακών δοξασιών και ικανή να τις προσαρμόζει στις νέες ανάγκες».
Οι ύμνοι της προς τιμήν της θεάς Ινάννα, κατά τον καθηγητή Κ. Hecker την αναδεικνύουν «μια από τις σημαντικότερες ποιητικές μορφές ολόκληρης της σφηνοειδούς λογοτεχνικής ιστορίας», αφού υπάρχει μέσα τους και το προσωπικό βίωμα και η αυτογνωσία της ποιήτριας ως πνευματικής δημιουργού και ως υμνωδού, που το έργο της πρέπει να διασωθεί και να διαδοθεί.
Το έργο της Ενχεντουάννα, το πλούσιο και πολύτροπο, αποτελεί μια πρόκληση στους σύγχρονους ποιητές και φιλόλογους που έχουν να μάθουν πολλά από την τεχνοτροπία αυτής της μυσταγωγού. Μιας ποιήτριας που είχε πρώτη το σθένος και την αυτοπεποίθηση να χαράξει το όνομά της στις πήλινες πινακίδες της Μεσοποταμίας και να αφήσει το έργο της ανεξίτηλο μέχρι σήμερα, κατάλληλο για περαιτέρω μελέτη και ανάλυση.