Η Π. Διαθήκη είναι επαναστατικό βιβλίο.
Θέμα του είναι, η απελευθέρωση του ανθρώπου
από τους αιμομικτικούς δεσμούς με το αίμα και το έδαφος…
Erich Fromm
Ομολογώ, πως ο Erich Fromm, ο θαυμάσιος αυτός διανοητής που με την οξυδέρκειά του έφερε στο φως πολλά μεταλλεύματα από γνωστό ορυχείο, ήταν αυτός που με υποκίνησε να σκεφτώ πιο βαθιά, μερικά γνωστά θέματα και να υιοθετήσω μέρος της επιχειρηματολογίας του, που παρουσιάζεται στο παρόν δοκίμιο, μαζί με τις δικές μου σκέψεις.
Το ότι η Βίβλος είναι βιβλίο που διακηρύσσει την ελευθερία ήταν και είναι για μένα πεποίθηση ακλόνητη. Η ελευθερία διακηρύσσεται από τις πρώτες σελίδες της Βίβλου, από τις πρώτες γραμμές της μάλιστα, αφού σύμφωνα με το βιβλίο της Γένεσης, ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού, ζώντας σε μία παραδείσια κατάσταση ελεύθερος. Αργότερα, σ’ άλλα κείμενα γίνεται λόγος για την απελευθέρωση του λαού Ισραήλ «εξ Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας» με το κραταιό χέρι του Θεού, ενώ σ’ άλλα κείμενα γίνεται λόγος για το Ιωβηλαίο, και στα προφητικά, για τα μεσσιανικά έργα, που ανάμεσά τους είναι και η απελευθέρωση των δεσμίων και των αιχμαλώτων (Ησ. 61:1-2 πρβλ. και Λουκ. 4:18-19). Ο Χριστός μίλησε για απελευθέρωση από την εσωτερική δουλεία του ανθρώπου και την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου ακόμη. Όλα αυτά, λίγο πολύ είναι γνωστά στους περισσότερους. Ωστόσο, ο στοχασμός του αιρετικού μαθητή του Freud, Erich Fromm, συνεπικουρούμενος από μερικά ιουδαϊκά βιβλία σοφίας που στηρίζονται στη βιβλική παράδοση και την ερμηνεύουν, έδωσε αιφνίδια τροπή και διάσταση σ’ ένα τόσο ενδιαφέρον και ευαίσθητο θέμα, όπως το αναπτύσσει σε μερικές σελίδες στο βιβλίον του Και ως θεοί έσεσθε.
***
Ο Erich Fromm, ρίχνει τους προβολείς του σ’ ένα ενδιαφέρον στοιχείο της ανθρώπινης ψυχολογίας και της προσωπικότητας εν γένει του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, γράφει, ο Fromm, δημιουργείται κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού, σύμφωνα με τη Βίβλο, δηλαδή από μία άποψη, όμοιος με το Θεό, με μια ικανότητα εξέλιξης πνευματικής αλλά και με ικανότητα δημιουργίας που τα όριά της δεν καθορίζονται. Αν και θνητός ο άνθρωπος, προερχόμενος από το χώμα (Αδάμ, σημαίνει χωματένιος, γήινος), είναι ένα ον που μπορεί να μοιραστεί με το Θεό την ικανότητα δημιουργίας, αφού ο Θεός τον έθεσε «εργάζεσθαι και φυλάττειν τον κήπο της τρυφής». Παρ’ όλα αυτά, ο άνθρωπος ως μικρός θεός, είναι κατώτερος των άλλων λογικών όντων, των αγγέλων (Ελοχίμ).
Όμως η εγγενής αυτή φύση του ανθρώπου για ανάπτυξη, για πρόοδο, για έφεση στην υλική και πνευματική δημιουργία, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την καθοδήγηση του Θεού, δια του λόγου του, όπως εκφράζεται στο Νόμο (Τορά) και μέσα από τους πνευματικούς και ηθικούς αναμορφωτές και κήρυκες, τους προφήτες.
Η εξέλιξη αυτή και η ηθική αρτίωση του ανθρώπου, σύμφωνα με το βιβλικό πνεύμα, μπορεί να ακεραιωθεί μόνον, όταν ο άνθρωπος αποκοπεί από τους αιμομικτικούς του δεσμούς, όπως τους ονομάζει ο Fromm, ήτοι, από τους συναισθηματικούς του δεσμούς που αναπτύσσει από τα γεννοφάσκια του με τη μητέρα του, τον πατέρα, τους άμεσους ανιόντες και τη τοπική φύση. Ισχυροί αιμομικτικοί δεσμοί, ασφαλώς, είναι η καταγωγή και το έδαφος. Και με την πρώτη αποκοπή του ανθρώπου από τα πανίσχυρα αυτά δεσμά, αρχίζει ταυτόχρονα η ιστορία του αλλά και η ενδεχόμενη αλλοτρίωσή του.
Την ανάγκη της αποκοπής από τα δεσμά, τα άμεσα οικογενειακά, ήτοι του πατέρα και της μητέρας, προσδιορίζουν τα προφητικά λόγια: «Γι’ αυτό θα αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και θα είναι οι δύο, μία σάρκα» (Γεν. 2:24). Δηλαδή, το πρώτο βήμα για την διαρκή ένωση του άντρα με τη γυναίκα, είναι η ανεξαρτησία του, η αποκοπή των πρωταρχικών του δεσμών με τους γονείς του. Αν κανείς δεν βρίσκει τη δύναμη να αποκόψει αυτούς τους δεσμούς, δεν μπορεί να θεωρείται ελεύθερος, ακόμα κι αν επιθυμεί να παραμείνει άγαμος. Γενικά, είναι αποδεκτό ψυχολογικά και ιστορικά, ότι ο άνθρωπος κουβαλάει μέσα του τα οικογενειακά δεσμά της καταγωγής του. Απ’ τους γονείς του παίρνει τη γλώσσα και την πρώτη παιδεία. Το οικογενειακό περιβάλλον είναι το ενδιαίτημα όπου ζει αναπτύσσεται και αναπνέει. Όπου ζουν οι γονείς του ζει κι αυτός, μέχρι να ενηλικιωθεί και αποφασίσει τι θα κάνει.
Έτσι, οδηγούμαστε στο επόμενο βήμα, στην πορεία της απελευθέρωσής του. Κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερος, αν βρίσκεται βιοποριστικά, οικονομικά ή συναισθηματικά εξαρτώμενος (κυρίως συναισθηματικά) από το έδαφος στο οποίο έτυχε να γεννηθεί και να μεγαλώσει. Γι’ αυτό το λόγο, ο Θεός, καλεί τον Αβραάμ, έναν άνθρωπο γνήσιας πίστης, δηλαδή απόλυτης εμπιστοσύνης σ’ αυτόν, να κάνει το μεγάλο σάλτο της πίστης του. Πρώτα απ’ όλα, να αφήσει τον τόπο της καταγωγής του, την χώρα των Χαλδαίων (και όχι την Ουρ όπως θέλει κάποια ομάδα χειρογράφων) και να πάει ως Εβραίος, δηλαδή ως περάτης του ποταμού Ευφράτη (Γεν. 14:13) και διαρκώς μετακινούμενος, σε μια ξένη γη, σε μια χώρα ξένη, που δεν γνώριζε, και να ζήσει σε σκηνές και σε τσαντίρια. Και τούτο, για ν’ αποκοπεί τελείως από τη χώρα του και τους συγγενείς του. Και, μετακινούμενος διαρκώς, να μην είναι δεμένος με καμιά γη, κανένα συγκεκριμένο χώρο, και δεθεί έτσι μαζί του συναισθηματικά, για να είναι ελεύθερος. Το μόνο που ήθελε από αυτόν ο Θεός, ήταν εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν και στις επαγγελίες του: «Ευλογών ευλογήσω σε και εν σοι ενευλογιθήσονται πάντα τα έθνη της γης». Και συμπληρώνει ο συγγραφέας του κειμένου: «Επίστευσεν ο Αβραάμ και ελογίσθη εις αυτόν εις δικαιοσύνη» (Γεν. 15:6).
Το επόμενο στάδιο για την πλήρη ανεξαρτητοποίηση του ανθρώπου, είναι η απελευθέρωσή του από κοινωνικούς θεσμούς και δεσμούς, οι οποίοι τον κάνουν δούλο ή εξάρτημα κάποιου κυρίου.
Ο Fromm, ορθά, επισημαίνει, ότι ακόμη και ορισμένες εορτές των Εβραίων που θεσμοθετήθηκαν αργότερα, όπως η εορτή του Πάσχα (από το פֶּסַח (πεσάχ)=απελευθέρωση) και η εορτή της σκηνοποιίας, κατά την οποία οι Ισραηλίτες για μια εβδομάδα τον Οκτώβριο μήνα, κατοικούσαν σε σκηνές, προσωρινά, για να θυμούνται ότι κάποτε οι πρόγονοί τους ήταν περιπλανώμενοι και δεν είχαν μόνιμη κατοικία, σ’ αυτό απέβλεπαν—στο να τους θυμίζουν ότι δεν πρέπει να διατηρούν «αιμομικτικούς δεσμούς» με το παραγωγικό έδαφος. Ο άζυμος άρτος του Πάσχα, που είναι ένας βιαστικός άρτος κατάλληλος με την σκέψη της ψυχής και της περιπλάνησης, και η σκηνοπηγία, συμβολίζουν την αποκοπή του ομφάλιου λώρου με το έδαφος. Την έννοια της ελευθερίας από εργασία εξαγγέλλουν ακόμη και το Σάββατο και το Ιωβηλαίο έτος (50° έτος μετά από 7x7=49 έτη καλλιέργειας του εδάφους και επανεγκαταστάσεως των πρώτων δικαιούχων του και ταυτόχρονα έτος απελευθέρωσης των δούλων ( Λευ. 25:8–17). Είναι ενδιαφέρον εδώ να σημειωθεί ακόμη, ότι σύμφωνα με τη Βίβλο, ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου είναι όχι μόνο από βιολογική, αλλά κυρίως από ηθική άποψη, ένα μεγάλο ταξίδι, μια διαρκής οδοιπορία και μετακίνηση. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί και εκφράσεις όπως «η οδός των δικαίων», «η οδός των αμαρτωλών», «η τεθλιμμένη οδός», «η ευρύχωρη οδός η άγουσα εις απώλειαν», κοκ.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερος σύμφωνα με τα παραπάνω, όταν βρει τη δύναμη να ξεκόψει από τους αιμομικτικούς δεσμούς, από το αίμα, το έδαφος (όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε) και την κοινωνία όπου ζει, που με διάφορους τρόπους τον θέλει καθηλωμένο, εργάτη της, και κατά συνέπεια δούλο ενός κατεστημένου που εξυπηρετεί δικούς του, ανομολόγητους μερικές φορές σκοπούς, άρα αλλοτριωμένο από τη φυσική του κατάσταση, ανελεύθερο και ουσιαστικά δούλο.
Η αιμομικτική προσήλωση είναι από την ίδια της τη φύση δεσμός με το παρελθόν και το κατ’ εξοχήν εμπόδιο στην πλήρη ανάπτυξη για το μέλλον. Είναι αγκίστρι που καθηλώνει. Πως όμως, μπορεί να επιτευχθεί η αποδέσμευση αυτή, αν μπορεί να επιτευχθεί; Αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την ελεύθερη, υπακοή στο θείο θέλημα, στις νόρμες, στις αρχές και στους κανόνες που υπαγορεύει το θείον. Δηλονότι, μόνον με την εκούσια υπακοή και υποταγή στο θείο μπορεί κανείς να βρει πραγματική ελευθερία. Εδώ, βεβαίως, κάποιος μπορεί ευλόγως να επισημάνει μιαν αντίφαση, μιαν αντινομία. Απ’ την μια, σύμφωνα με τα βιβλικά κείμενα προτρέπεται ο άνθρωπος να κόψει τους αιμομικτικούς του δεσμούς για να γίνει πραγματικά ελεύθερος, και από την άλλη, όμως, προτείνεται η υπακοή στο Θεό ως ελευθερία. Η υπακοή, όμως, έστω και στο θείο, δεν είναι ανελευθερία; Δεν είναι άλλη δουλεία;
Το θέμα όμως δεν τίθεται έτσι. Όπως ορθά επισημαίνει ο Fromm, άλλο είναι η υποχρεωτική αιμομικτική προσήλωση και άλλο η υπακοή, ή υποταγή στη θεία εξουσία. Η πρώτη είναι ασυνείδητος συναισθηματικός δεσμός, που σε δένει συναισθηματικά μ’ ένα πρόσωπο ή ένα χώρο. Η δεύτερη, είναι συμπεριφορά, είναι εκούσια επιλογή, που μπορεί να κάνει κάποιο άτομο μόνο του. Η υπακοή στο Θεό και στις νόρμες του, αντιπροσωπεύει τη λογική, τη συνείδηση, τις ηθικο-πνευματικές αρχές.
Ο Θεός στη Βίβλο, είναι η ανώτερη, η υπέρτατη εξουσία. Είναι ο Δημιουργός του ανθρώπου που γνωρίζει καλύτερα απ’ αυτόν, τι χρειάζεται ο ίδιος για να ευτυχίσει. Και είναι ο υπέρτατος νομοδότης, που του δίνει τις αρχές για να μπορεί να ζει καλύτερα προς το συμφέρον του, τελικά.
Μόνο με την υπακοή του, τη θεληματική, στις αρχές και τους νόμους του Θεού (που στον πυρήνα τους υπάρχουν στη λεγάμενη ηθική συνείδηση του ανθρώπου), ο άνθρωπος, μπορεί τελικά να απελευθερωθεί από τη φύση, το έδαφος και την κοινωνία. Η τελευταία, ιδιαίτερα, στήνει στο διάβα του ανθρώπου παντοία είδωλα και τον χειραγωγεί στη λατρεία τους, για να τον αλλοτριώσει τελείως, και να τον έχει υποχείριο, πιόνι στη σκακιέρα της. Τα είδωλα αυτά, μπορεί να είναι ορατά ή αόρατα, πάντως πολλά, ποικίλα και διάφορα. Από τα ξόανα του πρωτόγονου ανθρώπου, μέχρι τα είδωλα της πολιτικής εξουσίας. Από την προβολή των αστέρων του κινηματογράφου και της μουσικής, των προτύπων της ζωής, ίσαμε τα είδωλα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Οτιδήποτε. Γι’ αυτό, οι προφήτες του Ισραήλ από τον 8° π.Χ. αιώνα και μετέπειτα, ερχότανε με πύρινα μηνύματα και έλεγχαν τους πάντας και τα πάντα, για την απομάκρυνσή τους από το ζώντα Θεό και την υποταγή τους στην ύλη, στη φύση, στα ποικιλώνυμα κοπρώδη (όπως τα ονομάζουν) είδωλα, που οδηγούσαν στην αλλοτρίωση, στην ευτέλεια και υποδούλωση του ανθρώπου σε καταναγκαστικούς μηχανισμούς, δηλαδή, στην ανελευθερία.
Ο Fromm, μέσα από πολλά χωρία της Βίβλου και παραδείγματα, καταλήγει στο να πει ότι «η εξουσία του Θεού εγγυάται την ανεξαρτησία του ανθρώπου από την ανθρώπινη εξουσία» διότι, «η υπακοή στο Θεό είναι άρνηση υποταγής στον άνθρωπο» (τα πλάγια γράμματα δικά μου).
Σαφώς και όλη η προσπάθεια του ανθρώπου από την εμφάνισή του εδώ στη γη μέχρι σήμερα και από τη γέννηση ενός εκάστου, μέχρι το θάνατό του, κατατείνει σε επίτευξη μεγαλύτερης ελευθερίας. Η ελευθερία αυτή σημαίνει βεβαίως, την ικανότητα του ανθρώπου να εξουσιάζει μόνο τον εαυτό του, και να μην εξουσιάζεται ούτε να καθορίζεται απ’ οτιδήποτε άλλο και από κανέναν. Σημαίνει την αναπαλλοτρίωτη αυτονομία του και την αυτοδιάθεσή του.
Είναι, όμως, επιτεύξιμη και ολόπλευρη, αυτή η ανεξαρτησία του ανθρώπου από οτιδήποτε; Μπορεί ν’ απελευθερωθεί ο άνθρωπος ολοκληρωτικά, από τους αιμομικτικούς δεσμούς (αίμα, γη, φυλή) από το έθνος του, την κοινωνική ομάδα, το χρήμα, τη ματαιοδοξία του, την εξουσιολαγνεία, από τα πάθη του, τα ελαττώματα, και τις εγγενείς αδυναμίες του;
Η απάντηση φαίνεται σαφώς αρνητική. Ο Fromm, καταλήγει, ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία, αν ο άνθρωπος δεν φτάσει στο στάδιο της πλήρους εσωτερικής δραστηριότητας και παραγωγικότητας.
Με άλλα λόγια, δηλαδή, καταλήγει σ’ αυτό που δίδαξε ο από Ναζαρέτ Ιησούς, και οι απόστολοί του: «Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστίν της α-μαρτίας» (=αστοχίας, με την αρχαιοελληνική έννοια) και, «υπό όντινο νικόται τις τούτου και δούλος γίνεται». Ή, ακόμη, «μην έχετε την ελευθερίαν δια επικάλυμμα της κακίας» και, «με την ελευθερία με την οποία σας ελευθέρωσε ο Χριστός παραμείνετε σταθεροί και μην υπόκεισθε σε ζυγόν δουλείας» (Ιωά. 8:34, Γαλ. 5:2, κ.ά.).
Ο Fromm φθάνει σ’ ένα ορισμένο συμπέρασμα: «Η απάντηση στη Βίβλο… φαίνεται να είναι, πραγματικά ο άνθρωπος είναι αδύναμος και ανίσχυρος, είναι όμως ένα ανοιχτό σύστημα, που μπορεί να αναπτυχθεί ως το σημείο όπου είναι ελεύθερος. Χρειάζεται να είναι υπάκουος στο Θεό, για να μπορεί να σπάσει την προσήλωσή του στους πρωτογενείς δεσμούς και να μην υποκύψει στον άνθρωπο». Το ζήτημα, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση, τίθεται ως εξής: Ή θα είσαι δούλος ανθρώπων, ή θα είσαι ελεύθερα υπάκουος στο Θεό για να εξακολουθείς να είσαι πραγματικά ελεύθερος.
Κάτω απ’ αυτές τις σκέψεις, και μ’ αυτό το πρίσμα, αποκτά, νομίζω, ευρύτερες διαστάσεις, ένα ορισμένο θεολογικό βάθος, το νόημα της βιβλικής εξαγγελίας: «Εγώ είμαι Γιαχβέ, ο θεός σου, ο εξαγαγών σε εξ Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας› ουκ έσονται έτεροι θεοί πλην εμού» (Έξ. 20:1).
Η αιμομικτική προσήλωση είναι ενάντια στην πραγματική ελευθερία. Και ο Θεός, θέλει τον άνθρωπο, να υπακούει σ’ αυτόν ελεύθερα, για να παραμείνει ελεύθερος, ανεξάρτητος απ’ οτιδήποτε. Γιατί, η ελευθερία, μπορεί να τού γίνει τελικά ένα μαρτύριο, αν δεν ξέρει πώς να τη χρησιμοποιήσει, ή αν τη χρησιμοποιεί για να προκαλεί στον άλλον πόνο. «Η κόλασή σου είναι ο άλλος», όπως το είπε ο Sartre. Έτσι, εξηγείται, και το γιατί ο Θεός της Βίβλου, δεν έκανε και δεν κάνει τα θαύματα που θα ’θελαν οι μικρόψυχοι άνθρωποι, ικανοποιώντας ιδιοτελείς ανάγκες, επιθυμίες και σκοπούς. Δεν ήθελε και δεν θέλει, να υποδουλώσει την ανθρώπινη ελευθερία, μ’ ένα θαύμα. Δεν θέλει μ’ εξαναγκασμό ν’ αλλάξει την καρδιά του ανθρώπου. Θέλει μια πίστη γνήσια, καθαρή, ελεύθερη, προαιρετική. Όχι καταναγκαστική, προερχόμενη από φόβο και ιδιοτέλεια. Θέλει οι άνθρωποι να τον αγαπούν ελεύθερα, με την θέλησή τους και όχι από εξαναγκασμό ή εκφοβισμό. Η θεία υποταγή προϋποθέτει την ελευθερία. Και αυτή μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική ελευθερία από κάθε δεσμό, από κάθε ανθρώπινο καταναγκαστικό μηχανισμό. Όπως έγραψε ο Αϊνστάιν, «σκοπός της θρησκείας είναι να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την σκλαβιά των εγωκεντρικών παθών, επιθυμιών και φόβων».