Ήταν ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, κοινωνικός επαναστάτης; Υπήρξε ένας σοσιαλιστής, συνήγορος των πτωχών; Ήταν μήπως κάποιος που ανήκε στις τάξεις των Ζηλωτών; Μήπως κάποιοι από τους μαθητές του όπως ο Σίμων ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ανήκαν στους Ζηλωτές, τους αντιστασιακούς και πολιτικούς επαναστάτες της εποχής εκείνης και τους ορκισμένους εχθρούς της Ρώμης; ‘Ήταν το κίνημα του Ιησού ένα πολιτικό επαναστατικό κίνημα;
Τα ερωτήματα αυτά υπό μορφήν θέσεων, έχουν διατυπωθεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν και επανέρχονται με τον Α ή Β τρόπο, από σύγχρονους διανοητές διαφόρων ιδεολογιών. Βέβαια, το ότι ο Ιησούς υπήρξε κοινωνικοπολιτικός επαναστάτης, υπήρξε η αγαπημένη θεωρία των αθεϊστών και των μαρξιστών ιστορικών, αρχής γενομένης από τον Μαρξ και τον σοσιαλιστή Karl Kautsky, που στο βιβλίο του Η Γένεση του Χριστιανισμού (1908), προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Ιησούς υπήρξε ένας Μεσσίας επαναστάτης που ηγήθηκε ενός κομμουνιστικού κινήματος της Παλαιστίνης το οποίο απέτυχε· απόψεις, που επανέλαβε αργότερα και ο Έλληνας μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος στο έργο του Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός.
Πιο επιστημονικός και τεκμηριωμένος εμφανίζεται στα 1929, ο Robert Eisler, στο βιβλίο του Ιησούς βασιλεύς ου βασιλεύσεας, που παρουσιάζει τον Χριστιανισμό ως εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, και τον Ιησού ως εθνικό Μεσσία Επαναστάτη. Κάποιοι άλλοι, όπως θα δούμε παρακάτω, είδαν τον Ιησού ως ζηλωτή επαναστάτη όπως τον είδε και ο Reimarus …
Πιο πρόσφατα, είδαν το φως της δημοσιότητας εργασίες θεολόγων, που τονίζουν τη σημασία του κηρύγματος και της δράσης του Ιησού την οποία χαρακτηρίζουν «επαναστατική», δίνοντας έμφαση σε κάποια σημεία της διδασκαλίας του ή περιστατικά της ζωής του. Έτσι ο Γερμανός θεολόγος Jürgen Moltmann στη δεκαετία του 1970 μίλησε για έναν «Μεσσία της ελπίδας» και για τη «θεολογία της ελπίδας»,ακολουθώντας τον φιλόσοφο Ernst Bloch που πιο πριν απ’ αυτόν, μίλησε για την«αρχή της ελπίδας», δίνοντας έμφαση στην μεταβολή του κόσμου δια του επαναστατικού μηνύματος του Χριστιανισμού.
Κάποιοι άλλοι μίλησαν για μια «θεολογία της απελευθέρωσης» (theology of liberation), ιδιαίτερα στους λαούς της Λατινικής Αμερικής. Εφόσον ο Ιησούς υπήρξε ο κατεξοχήν απελευθερωτής του ανθρώπου, δεν δίστασε, κατά την άποψή τους, να καταφύγει και στη βία προς τούτο, π.χ. αναποδογυρίζοντας τις τράπεζες των αργυραμοιβών στο ναό.
Το θέμα είναι άκρως ενδιαφέρον και θα προσπαθήσω να το παρουσιάσω εδώ, όσο πιο σύντομα γίνεται με βάση τη Βίβλο και τις ιστορικές πηγές.
Η θέση του Ιησού στο πρόβλημα του πλούτου και της φτώχειας
Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει εισαγωγικά, πριν έλθουμε στο κυρίως θέμα, είναι, ποια είναι η στάση του Ιησού απέναντι στον πλούτο των πλουσίων και στη φτώχεια των φτωχών. Γιατί υπάρχουν αρκετά συγκεχυμένες αντιλήψεις γύρω απ’ το θέμα αυτό, και, ιδίως, για το κατά πόσον ο Ιησούς ενδιαφερόταν με το κήρυγμα του να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα και τις ανισότητες της εποχής του.
Από την προσεκτική μελέτη των Ευαγγελίων προκύπτει αβίαστα, ότι ο Ιησούς σαφώς ήταν με το μέρος των φτωχών και καταπιεσμένων, και κατά των πλουσίων. Ο ίδιος εφάρμοσε στον εαυτό του το λόγια του προφήτη Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έρχισέ με, «ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απεσταλκέ με» (Λου. 4:18, πρβλ. και Ματθ. 11:45). Στους μακαρισμούς γίνεται λόγος για τους φτωχούς «ότιυμετέρα εστίν η βασίλεια του Θεού» (Λου. 6:20, 21).
Το ουσιαστικό ενδιαφέρον του Ιησού για τους φτωχούς αντανακλάται επίσης και σε άλλες περιπτώσεις (όισν ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον… κάλει πτωχούς, ἀναπείρους, χωλούς, τυφλούς (Λου. 14:12–14) και στις παραβολές του (πλουσίου και Λαζάρου κ.ά) αλλά και στις εντολές του π.χ., προς τον πλούσιο νεανία: «ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς [τοῖς] πτωχοῖς…» (Μαρκ. 10:21).
Ακόμα και στην παραβολή των προβάτων και εριφίων ο Ιησούς ταυτίζει τον του με τους φτωχούς και ασήμαντους και αδύναμους: «Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμε;»
Την κοινωνική αδικία την καταδικάζει απερίφραστα ο Ιησούς. Τάσσεται υπέρ του φτωχού, του αδυνάτου και του καταπιεσμένου, προειδοποιώντας κατά του μαμωνά (θεός του πλούτου = κεφάλαιο) και λέγοντας ότι «δύσκολων εστί τοις πεποιθότας επί χρήμασι εις την βασιλείαν του Θεού εισελθειν». Διότι, πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα από τρύπα βελόνας, παρά πλούσιος να γίνει μέλος της βασιλείας του Θεού (Μαρκ. 10:24, 25). Απ’ αυτά, βέβαια, δεν μπορεί να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς υπήρξε κοινωνικός επαναστάτης ή σοσιαλιστής», επιθυμώντας απλά να αλλάξει τις εξωτερικές κοινωνικές δομές. Γιατί, το κύριο μέλημα και μήνυμα του Ιησού, ήταν μήνυμα λυτρωτικό, απευθυνόμενο στο άτομο που θέλει να αναζητήσει την ευθύνη του έναντι Θεού και συνανθρώπου και να ηθικοποιηθεί. Η έμφαση στο κήρυγμα του Ιησού ήταν το πώς θα γίνει κανείς μέλος της βασιλείας του Θεού, δηλ. μέλος της εκκλησίας του ίδιου, του προπλάσματος του νέου κόσμου, κατανοώντας τη σημασία όχι του έχειν αλλά του είναι. Το αποκαλύπτουν ξεκάθαρα λόγια του, όπως: «Να γίνεσθε τέλειοι (ελεήμονες κατά τον Λουκά) όπως ο πατήρ σας ο ουράνιος είναι τέλειος» και, «μη θησαυρίζεις θησαυρούς εις την γην, αλλά… εν ουρανώ· όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί εσταί και η καρδία υμών».
Ο Ιησούς προτρέπει όλους ν’ απαλλαγούν από τις μέριμνες του κόσμου και τις κοσμικές επιθυμίες.
Ο Ιησούς δεν βάζει φρένο με τα λόγια αυτά στην εργασία του ανθρώπου για τα προς το ζην, ούτε στην οικονομική πρόοδό του, αλλά αποβλέπει στην απελευθέρωσή του από το έχειν, την πλεονεξία, που οδηγεί σε υπαρξιακό αδιέξοδο, σε ναυάγιο. «Ορατέ και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας». «Εάν κάποιος έχει περισσά (υλικά αποκτήματα) η ζωή του δεν συνίσταται εκ των υπαρχόντων του». Και ακόμη: «Μη ζητείτε τι φάγητε και τι πίητε, και μη μετεωρίζεσθε (=μην έχετε αγχώδεις ανησυχίες). Ζητείτε πρώτον την βασίλεια του Θεού, και τούτο, διότι, Εκείνος απεστάλει για να ευαγγελίσει την βασιλεία του Θεού (Λου. 4:3).
H στάση του Ιησού, λοιπόν, απέναντι στην ιδιοκτησία, δεν ήταν ούτε θετική ούτε αρνητική, και σε αρκετές περιπτώσεις φαίνεται ανεκτικός προς αυτήν, διότι ο Πέτρος και οι Ιωάννης και Ιάκωβος, γιοι του Ζεβεδαίου, φαίνεται ότι είχαν κάποια περιουσία την οποία διατήρησαν. Ο Ιησούς δεν ενδιαφερόταν να εκπονήσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα επίλυσης του κοινωνικού προβλήματος, γιατί γι’ αυτόν η λύση είναι προϊόν της αλλαγής του ατόμου και της επικράτησης της Βασιλείας του Θεού σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Χρειαζόταν μία επανάσταση ηθική και πνευματική στην καρδιά του ανθρώπου, που θα εκρίζωνε από μέσα της το μίσος και το φθόνο, και θα οδηγούσε στην αγάπη και την κατανόηση. Η απελευθέρωση από την αμαρτία (=αστοχία) του ανθρώπου θα τον οδηγούσε στην κοινωνική ελευθερία, γιατί η εσωτερική ελευθερία οδηγεί στην εξωτερική. Μόνον έτσι, δίδασκε ο Ιησούς, θα λυνόταν οριστικά και αμετάκλητα το κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα, και όχι με την πόλη των τάξεων και την αιματοχυσία.
Έτσι, ο Ιησούς, ήταν ένας σοσιαλιστή της αγάπης, που προτάσεει την αξία του προσώπου και πρώτιστα την απελευθέρωσή του από όλες τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις που υποδουλώνουν (μίσος, φθόνο, εγωισμό, πλεονεξία, πλάνη, άγνοια, δεισιδαιμονία, κ.λπ.) και οδηγούν στην αλλοτρίωση του ατόμου, στην οικονομική ανισότητα και εξαθλίωση του ανθρώπου.
Η Βασιλεία του Θεού που κήρυττε ο Ιησούς, ήταν μία επανάσταση από τον ουρανό, από πάνω προς τα κάτω! Η γενική αυτή στάση του Ιησού στα κοινωνικά προβλήματα και η εμμονή και έμφαση στο δικό του κήρυγμα και στο έργο επισυναγωγής των μαθητών του γύρω απ’ το πρόσωπό του, γεγονός που αποτελεί και την επαναστατική ιδέα της Βασιλείας του Θεού, της παρούσας αλλά κυρίως της μέλλουσας, εσχατολογικά, δείχνει ακόμα, ότι ο Ιησούς δεν είχε επίγειες πολιτικές βλέψεις και δεν ήταν ένας πολιτικός μεσσίας όπως τον περίμεναν πολλοί Ιουδαίοι. Δεν ενδιαφέρθηκε να γίνει επίγειος βασιλιάς και εθνικοαπελευθερωτής των Εβραίων από τον ζυγό των Ρωμαίων όπως τον φαντάζονταν πολλοί απ’ αυτούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν θέλησε ο όχλος να τον ανακηρύξει βασιλιά για πολιτικούς σκοπούς εκείνος «πορευθείς εν μέσω αυτών διέφυγε». Στον Πιλάτο, έδωσε την περίφημη απάντηση: «Η βασιλεία η εμή ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου», που σημαίνει προφανώς, η πηγή και η ουσία της βασιλείας μου δεν προέρχεται από τις δυνάμεις και τα δεδομένα αυτού του κόσμου, αλλά από τον Θεό.
Ανήκαν ο Ιησούς
και οι μαθητές του στους ζηλωτές;
Μετά από τις παραπάνω διευκρινίσει, ερχόμαστε να εξετάσουμε την άποψη κάποιων ερευνητών, ότι ο Ιησούς και μερικοί αν όχι όλοι από τους μαθητές του, ανήκαν στις τάξεις των Ζηλωτών, των Ιουδαίων επαναστατών δηλαδή, της εποχής εκείνης, που απέβλεπαν σε πολίτικη, κοινωνική και θρησκευτική απελευθέρωση της Ιουδαίας από τη Ρώμη με ένοπλο αγώνα.
Την άποψη αυτή ισχυρίστηκαν με επιχειρήματα όπως προανέφερα, ο Kautskyκαι ιδιαίτερα ο Eisler. Πιο πρόσφατα την θεωρία υποστήριξαν ο Άγγλος S. G. E. Brandon, στο βιβλίο του Ιησούς και Ζηλωτές, και ο Αμερικανός J. Carmichael και φυσικά, και άλλοι νεώτεροι, που ακολουθούν κατά πόδας τα επιχειρήματα αυτών.
Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε, ότι, αν και υπάρχουν αρκετές πληροφορίες, κυρίως από τον Ιώσηπο τον Ιουδαίο ιστορικό, για τους Ζηλωτές που τους ονομάζει Σικάριους (Ιουδαϊκή Aρχ. 20, 8, 10) ονομασία που σημαίνει ξιφοφόροι (sica=ξίφος), δεν είναι ξεκάθαρο αν οι Ζηλωτές αποτελούσαν την άκρα δεξιά πτέρυγα των Φαρισαίων (Jürgen Moltmann) ή την άκρα αριστερά της ίδιας παράταξης (Μ. Hengel). Πάντως, γεγονός είναι, ότι αποτελούσαν τον κύριο πυρήνα πολικής αντίστασης με βασικό στόχο τον ιερό πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Χωράει, άραγε, σ’ αυτό το πολιτικό σχήμα, η επιβλητική ειρηνοποιός μορφή του Ιησού και των μαθητών του;…
Οι παραπάνω ερευνητές απαντούν στο ερώτημα καταφατικά, και προβάλλουν τα εξής επιχειρήματα που αντλούν μέσα από τα Ευαγγέλια.
Κάποιοι από τους μαθητές του Ιησού φαίνεται ότι ανήκαν στους Ζηλωτές, ή προερχόταν από τους κύκλους τους. Σύμφωνα με τον Λουκά, ανάμεσα στους 12 υπήρχε και ο Σίμωνας, ο καλούμενος Ζηλωτής. Ο ίδιος μαθητής αναφέρεται από τους άλλους δύο συνοπτικούς, ως Κανανίτης. Κατά τους ισχυρισμούς των οπαδών της θεωρίας, Κανανίτης (από την αραμαϊκή λέξη Κανάν) σημαίνει ζηλωτής. Και συνεπώς, αυτός ο Σίμων ανήκε στην τάξη τους. Επίσης, ο απόστολος Πέτρος αναφέρεται από τον ίδιο τον Ιησού, ως Σίμων Βαριωνά (Ματ. 17:16). Παρόλο που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, μεταφράζει τον Βαρ Ιωνά, ως γιο του Ιωνά (1:42), σύμφωνα με τον G. Dalman και άλλους ερευνητές, η λέξη αυτή σημαίνει τρομοκράτης, και άρα και ο Πέτρος πρέπει ν’ ανήκε στους Ζηλωτές. Αλλά αυτή, είναι μια σύγχρονη, αμφίβολη φιλολογική ερμηνεία, και δεν υπάρχει άλλη καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο, σχετικά με τον αυθόρμητο και γεμάτο ζήλο απόστολο Πέτρο.
Επίσης, υποστηρίζεται, ότι, επειδή ο Ιησούς αποκάλεσε τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, τους υιούς του Ζεβεδαίου, Βοαναργές (=υιοί βροντής) όταν σε μια περίπτωση ζήτησαν να πέσει πυρ εξ ουρανού για να κάψει τους ανυπάκουους, ίσως αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν’ ανήκαν κι αυτοί στους Ζηλωτές, παραβλέποντας όμως, την απάντηση του Ιησού: «Ουκ οίδατε οίου πνεύματος εστέ υμείς… ο Υιός ανθρώπου ουκ ήλθε ψυχάς ανθρώπων απολέσαι αλλά σώσαι». Οι θιασώτες της θεωρίας περί Ζηλωτή Ιησού, υπενθυμίζουν ακόμη, ότι ο Ιούδας λεγόταν Ισκαριώτης, λέξη που σημαίνει, κατά την άποψη τους, όχι τον άνθρωπο τον καταγόμενο από την Καριώθ (Ιωά. 6:71), αλλά, ότι η λέξη είναι σημιτική μεταγραφή της λατινικής sicarius, δηλ. Ζηλωτής. Γνωρίζουμε δε, ποιο καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο Ιούδας στην παράδοση του Ιησού στους Φαρισαίους και στο σταυρικό του θάνατο, υπογραμμίζουν.
…Απ’ όλα τα παραπάνω, προκύπτει, ότι δεν μπορεί ν’ αποκλεισθεί τελείως ότι ο Σίμων ανήκε πράγματι στους Ζηλωτές, πριν γίνει μαθητής του Ιησού, αν και για τον Ιούδα, παρά τον ρόλο του, δεν φαίνεται από πουθενά ότι ο Ιησούς που κήρυξε την οδό της αγάπης προς τον πλησίον και προς τους εχθρούς ακόμη (Ματθ. 5:43, 44· Λου. 6:27), να δίδαξε και το μίσος, τη βία, και την αιματοχυσία, όπως έκαναν οι Ζηλωτές–επαναστάτες.
Άλλωστε, μετά τον θάνατό του, και οι μαθητές του βάδισαν στην οδό της αγάπης και του προσωπικού μαρτυρίου λόγω της αγάπης, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της Βασιλείας των Ουρανών στην Ιουδαία και στα έθνη, και μη μετέχοντας στον πόλεμο και την επανάσταση των Ιουδαίων κατά της Ρώμης το 70 μ.Χ. Οι πρώτοι χριστιανοί έμειναν ουδέτεροι σ’ αυτή την διαμάχη και κατέφυγαν στην Περσία και στην Πέλλα, υπακούοντας στις προφητικές οδηγίες του ίδιου του Ιησού (Λου. 21:21).
Οι οπαδοί της θεωρίας του Ιησού Ζηλωτή–επαναστάτη, επιμένουν ότι υπάρχουν και άλλα επιχειρήματα υπέρ της άποψής τους, και προσάγουν τα επόμενα λόγια του Ιησού:
«Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην… Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν…»(Ματθ. 10:34–36).
Το επιχείρημα που αντλείται από το χωρίο αυτό, είναι, ότι, ο Ιησούς ήταν αποφασισμένος να καταφύγει στην βία όπως έκαναν και οι Ζηλωτές. Ωστόσο, τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Ιησούς μιλούσε για την αντίθεση των συγγενών των ακολούθων του στο κήρυγμά του («και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού»), και η λέξη μάχαιρα εδώ, σαφώς έχει μεταφορική σημασία, διότι ο Λουκάς στο αντίστοιχο χωρίο, έχει τη λέξη διαμερισμό (=χωρισμός). Η έννοια, είναι, ότι ο Ιησούς δεν ήρθε να φέρει αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων αλλά ο καθένας θα πρέπει να τοποθετηθεί σε υπέρ Χριστού ή κατά Χριστού.
Ένα άλλο χωρίο που επικαλούνται, είναι το Λουκάς 22:35–38, όπου αναφέρεται ότι ο Ιησούς είπε στους μαθητές: «Ο μὴ ἔχων πωλησάτω τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγορασάτω μάχαιραν…. οἱ δὲ εἶπαν, κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, ἱκανόν ἐστιν».
Όμως, τα παραπάνω λόγια, φαινομενικά δικαιώνουν τους ισχυρισμούς των οπαδών της θεωρίας. Ειδικοί καινοδιαθηκολόγοι, όπως ο Martin Hengel,ο Oscar Cullmann, κ.ά. επισημαίνουν, ότι το νόημα του χωρίου, είναι ότι οι μαθητές μετά την αναχώρηση του κυρίου τους, θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν με τις δικές τους δυνάμεις τις δυσχέρειες της ιεραποστολής, αφού τα περί αυτού γεγραμμένα είχαν τέλος. Ο λόγος του Ιησού είναι μεταφορικός. Αναφέρεται στη συνήθεια αυτών που ταξίδευαν να φέρουν μαζί τους μαχαίρι για άμυνα κατά ληστών και θηρίων, και όχι σε προτροπή για ένοπλο αγώνα. Δύο μάχαιρες για 12 μαθητές, ήταν τελείως ανίσχυρες, φυσικά! Γι’ αυτό και έκλεισε τη συζήτηση, λέγοντας «ικανόν εστί», δηλ. αρκεί, αρκετά πια.
Επιπλέον, θα πρέπει να θυμηθούμε, ότι ο Ιησούς στον κήπο της Γεθσημανή, συλλαμβανόμενος, όταν ο Πέτρος με μια αυθόρμητη κίνηση άμυνας έκοψε το αυτί του στρατιώτη Μάλχου, είπε την περίφημη φράση: ·»Απόστρεψον σου την μάχαιραν εις τον τόπον αυτής… πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται» (Ματ. 26:52).
Ενδεικτικό, επίσης είναι, πως αντιλαμβάνονταν τη διδασκαλία του Χριστού οι πρώτοι Χριστιανοί. Έτσι, ο απολογητής Τερτυλλιανός στο 2ο μ.Χ. αι., έγραψε στον Απολογητικό του: «Εφόσον μας επιβάλλεται ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας, τότε ποιος υπάρχει που θα μπορούσαμε να μισήσουμε;» Όμοια, εφόσον μας είναι απαγορευμένο ν’ ανταποδίδουμε τα ίσα, όταν μας χτυπούν… τότε ποιον μπορούμε να χτυπήσουμε;» (κεφ. 37).
Κάποιοι, είδαν μια δικαίωση της θέσης τους για Ιησού πολιτικό επαναστάτη, στην γνωστή εκδίωξη των αργυραμοιβών από τον ναό και την ανατροπή των τραπεζών τους από τον Ιησού, επεισόδιο που έγινε λίγο προ του σταυρικού του θανάτου. Αλλά ο Ιησούς, παρά την θριαμβευτική υποδοχή του και τα «Ωσσανά» του λαού, είναι φανερό ότι δεν είχε την πρόθεση να καταφύγει σε γενικευμένη βία. Γι’ αυτό και εισήλθε στην Ιερουσαλήμ ειρηνικά, όχι πάνω σε πολεμικό άλογο και άρμα, αλλά σε έναν απλό όνο, ταπεινός, και όχι ως πολιτικός μεσσίας όπως τον ήθελαν οι Ιουδαίοι της εποχής του. Επρόκειτο για μια ατομική πράξη του Ιησού, που δεν είχε χαρακτήρα γενικής εξέγερσης, η οποία αν γινόταν, σίγουρα, θα προκαλούσε την επέμβαση των Ρωμαίων που διατηρούσαν σημαντικές δυνάμεις φρουράς στην Ιερουσαλήμ. 0 Ιησούς, απλά τόνισε με την ενέργειά του αυτή, ότι ο ναός έπρεπε να ήταν καθαρά «οίκος προσευχής», και όχι «σπήλαιο ληστών» όπως τον είχαν καταντήσει το ιερατείο και οι υλιστές Ιουδαίοι της εποχής του.
Απομένει ένα τελευταίο επιχείρημα προς εξέταση: Υποστηρίζεται από πολλούς ότι, ο Ιησούς, ναι μεν συνελήφθη για θρησκευτικούς κυρίως λόγους από τους Φαρισαίους, αλλά οδηγήθηκε στον Πιλάτο και καταδικάστηκε από τους Ρωμαίους με την κατηγορία του πολιτικού επαναστάτη, ήτοι με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας κατά της Ρώμης. Άρα, πρέπει να ανήκε στους Ζηλωτές… παραβλέποντας, βεβαίως, την περίφημη ρήση του Ιησού «τα του Καίσαροι τω Καίσαρι και τα του θεού τω θεώ», (μια ρήση πρωτότυπη και επαναστατική ταυτόχρονα, κατά τον Henrik Ibsen). Η εναντίον κατηγορία του βέβαια, σαφώς και ήταν πολιτικού περιεχομένου. «Τον βρήκαμε να εμποδίζει τους ανθρώπους να δίνουν φόρους στον Καίσαρα και να ισχυρίζεται ότι είναι βασιλιάς», φώναζαν οι κατήγοροί του (Λου. 23:2). Άλλωστε, η σταύρωση, ήταν ποινή που επιβάλλονταν συνήθως σε κακούργους εγκληματίες και πολιτικούς επαναστάτες (Λ. Ι. Φιλιππίδης· Ο. Cullmann). Ακόμα, και η επιγραφή που τοποθετήθηκα πάνω στο σταυρό, «Βασιλιάς των Ιουδαίων», αυτό υπαινισσόταν.
Ωστόσο, όπως ήδη είδαμε, ο Ιησούς δεν αποδέχτηκε ποτέ τον τίτλο του πολιτικού μεσσία και επαναστάτη. Εκείνος είχε την αυτοσυνειδησία ότι ήταν παγκόσμιός Μεσσίας και λυτρωτής των ανθρώπων και των λαών. Ακόμα, απέκρουσε την πρόταση να λάβει τα βασίλεια της γης από τον Διάβολο, και διακήρυξε τη Βασιλεία του Θεού, της δικαιοσύνης και της αγάπης, αδιαφορώντας για τα πολιτικά θέματα. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ποτέ δεν κάλεσε τους κα καταπιεζόμενους να εξεγερθούν κατά των καταπιεστών με όπλα, ούτε διακήρυξε ποτέ τη βίαιη ανατροπή της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
0 Υιός του ανθρώπου «ήλθε ψυχάς σώσαι», με ένα κήρυγμα βαθιά υπαρξιακό και εσχατολογικό, ζητώντας οι μαθητές του να προσεύχονται: «Ελθέτω η βασίλεια σου, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», δηλ., για την ειρηνική επικράτηση του κυρίαρχου θελήματος του Θεού στους ανθρώπους, όπως στον ουρανό έτσι και στη γη.
Έτσι, ανεξάρτητα από τις ψευδολογίες και τις συκοφαντίες των εχθρών του, και ανεξάρτητα για ποια αιτία θανατώθηκε, ο Ιησούς, όπως συνάγεται από τα Ευαγγελία, δεν ήταν ούτε πολιτικός επαναστάτης, ούτε κοινωνικός ανατροπέας. Και φυσικά, δεν ανήκε στις τάξεις των Ιουδαίων Ζηλωτών, αφού η ιδεολογία τους βρισκόταν σε οξεία αντίθεση με την περί αγάπης διδασκαλία του Ιησού.
Ιησούς ο επαναστάτης της αγάπης!
Ήταν, λοιπόν, ή δεν ήταν επαναστάτης ο Ιησούς;
Η απάντηση είναι και όχι και ναι. Δεν ήταν πολιτικός επαναστάτης, Ζηλωτής ή κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ένας τύπος π.χ. σαν τον Σπάρτακο, τον Βαρ–Κοχεβά, τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Τσε Γκεβάρα, τον Μάο Τσε Τουνγκ, τον ιερέα Camιllο Τοrreς που πολέμησε για την απελευθέρωση της Κολομβίας, ή οποιοδήποτε άλλον μπορεί να φανταστεί κανείς από τους γνωστούς πολιτικούς επαναστάτες και μεταρρυθμιστές.
Ο Ιησούς, ο Κήρυκας της Αγάπης, ήταν απερίφραστα κατά της βίας. Όπως επισημάνθηκε, , απέβλεπε στην «αναγέννηση του ανθρώπου», στη ριζική του αλλαγή έσωθεν, και όχι στην αλλαγή των εξωτερικών κοινωνικών δομών και την κατάργηση της όποιας πολιτικής εξουσίας. Ό,τι επαναστατικό υπήρξε για τον Ιησού, υπήρξε ο ίδιος, το παράδειγμα της αυτοθυσίας του, της ταπεινοφροσύνης του, και της αγάπης του. Ενώ ως «υιός του ανθρώπου» και «Yιός Θεού», ήταν πανίσχυρος, και μπορούσε να παρακαλέσει τοv Πατέρα του να στείλει δώδεκα λεγεώνες αγγέλων για να τοv υπερασπιστούν (Ματ. 26:53), εμφανίζεται θεληματικά αδύναμος μπροστά στον Πιλάτο και τους αρχιερείς. Παρουσιάζεσαι χωρίς καμία χρήση βίας από μέρους των μαθητών και των οπαδών του, με ένα φοβερό υπερόπλο: την αγάπη, τη θυσία και τον σταυρό, κάτι που ήταν για μεν τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για δε τους εθνικούς μωρία. Η δύναμη του Ιησού βρίσκεται ακριβώς στην αδυναμία του.
Αρνείται να κάνει χρήση ένοπλης βίας, αλλά κάνει χρήση μιας άλλης μεγαλύτερης δύναμης: της Αγάπης. Δείχνει, όπως είπε ο Carl Jung, ό,τι, «όπου υπάρχει δύναμη δεν υπάρχει Αγάπη και όπου υπάρχει Αγάπη δεν χρειάζεται δύναμη», διότι αυτή είναι η υπέρτατη δύναμη.
Ο Ιησούς, ξανά και ξανά, προσκαλεί τους πάντες, για αγάπη, ταπεινοφροσύνη, ανεκτικότητα, συγχωρητικότητα, για προσπάθειες συνειδητής αλλαγής του εαυτού τους, για ένα νέο κόσμο, όπου θα ζουν οι μακάριοι των μακαρισμών, για ένα αιώνιο μέλλον. Αποβλέπει όχι στην εξωτερική βαθμιαία αλλαγή των δομών του κόσμου, αλλά στην ολοσχερή μεταποίησή του. Είναι ο ίδιος, ο Καλός Σαμαρείτης, που διαθέτει μια επαναστατική διδασκαλία ικανή ν’ ανατρέψει κάθε πολιτικό τυραννικό σύστημα, κάθε εποχής, που δεν λαμβάνει υπόψη του τηv Βασιλεία του Θεού, και το μήνυμά της για ελευθερία, αδελφοσύνη και ισότητα, αφού όλοι οι άνθρωποι είναι χωρίς διακρίσεις παιδιά του ενός Πατέρα. Έτσι, με αυτήν την έννοια, ο Ιησούς ασφαλώς και υπήρξε επαναστάτης: ο επαναστάτης της ειρήνης, της μη βίας, ο Επαναστάτης της Αγάπης.
Υπήρξε, ο μεγαλύτερος επαναστάτης των αιώνων, ένας επαναστάτης που δεν χωράει σε κανένα καλούπι κοινωνικό–πολιτικό–οικονομικό. Είναι Αυτός και η διδασκαλία του ο «νέος οίνος» που διέρρηξε όλους τους παλιούς ιδεολογικούς ασκούς, μια για πάντα. Όπως, πιστεύω, ορθά το διατύπωσε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο έξοχο βιβλίο του, ο Χριστιανισμός και η Εποχή μας:
«Ο Ιησούς δεν ήταν Σπάρτακος για να ξεσηκώσει τους σκλάβους. Ο μεγαλύτερος επαναστάτης των αιώνων δεν χρειάστηκε να καταλύσει τίποτα… Επάνω στους νόμους τους παλαιούς έχτισε τον νέο νόμο. Επάνω στους καιρικούς, τον αιώνιο. Ο μεγαλύτερος επαναστάτης των αιώνων δεν ήταν λύκος, ήταν αμνός…»