Ήτανε μια μαγεία. Το να ξυπνήσει κι από τη βεράντα του σπιτιού του που σπάνια επισκεπτότανε, να βλέπει τα ψηλά άγρια χόρτα να αργοσαλεύουν απ’ το θρόισμα του ανέμου. Από μακριά να ακούγεται ένα χαρούμενο τραγούδι. Και μπρος του, η ατελείωτη άπλα της θάλασσας. Βαθυγάλανη. Απέραντο γαλάζιο ως εκεί που μπορεί να φτάσει το μάτι σου. Το τιτίβισμα των πουλιών απ’ τη μία. Κι απ’ την άλλη ο αχός της ακούραστης θάλασσας, ο φλοίσβος. Σαν ν’ ανέβαινε ο αχός, που σα στρατός, πολιορκούσε τ’ αυτιά του. Κάθετα έκοβαν διακριτικά την όραση προς τη θάλασσα λίγα πεύκα. Προς τα δεξιά. Κι ένα κυπαρίσσι λεβεντόκορμο, λίγο πιο πέρα, που θαρρείς πως αν έλλειπε, κάτι θα έλλειπε από αυτό το τοπίο, από αυτό το χάρμα οφθαλμών. Αριστερά του, λίγα θερισμένα χωράφια. Κίτρινο ξανθό τοπίο που κοβότανε από λίγα δέντρα. Ήταν μια αληθινή μαγεία αυτό που αντίκρισε εκείνο το πρωινό, σαν ξύπνησε.
***
Καιρό είχε να βρεθεί σ’ αυτό το μαγευτικό χώρο. Αλλά και στο χρόνο. Γιατί χώρος χωρίς τον κατάλληλο χρόνο, είναι άχρηστος, τελείως άχρηστος. Αν δεν έχεις το χρόνο ν’ απολαύσεις το χώρο, τι να τον κάνεις το χώρο. Γνώρισε και γνωρίζει πολλούς φίλους και γνωστούς που έχουν τέτοιους χώρους μαγευτικούς στην κατοχή τους, που μπορούν ν’ απολαύσουν τη μαγεία του ειδυλλιακού τόπου, αλλά τους λείπει η ανεμελιά, ο χρόνος. Αυτοί που σκέφτηκαν πάνω στο χρόνο βαθειά, και προσπάθησαν να τον ξεδοντιάσουν, δεν είχαν άδικο, σκέφτηκε. Χώρος χωρίς χρόνο ίσον μηδέν… Ναι, μηδέν. Τίποτα.
Κι αυτός είχε πολλές φόρες έρθει στον κατάλληλο χώρο, κάποιον άλλο ίσως, αλλά του έλειπε ο κατάλληλος χρόνος. Κι όταν τον είχε, τον είχε για να σκέφτεται τι έκανε στο παρελθόν και τι πρέπει να κάνει στο μέλλον. Δουλειά κι έγνοιες. Όλο θα και πρέπει . Θα και πρέπει . Έτσι πέρασε η ζωή του. Ανάμεσα στα θα και στα πρέπει . Ψυχαναγκαστικά. Όχι στο τώρα και στο ζήσε τώρα, απόλαυσε τη στιγμή, ζήσε λίγη ώρα ξεγνοιασιάς. Απόλαυσε μια μέρα ανεμελιάς. Ξέχασέ τα όλα κι όλους. Carpe diem! Όχι! Τίποτα απ’ όλα αυτά! Αλλά, θα και πρέπει και επειδή θα και πρέπει. Έτσι, φεύγει η ζωή του ανθρώπου. Χάνεται… σκορπά. Ώσπου να μάθεις τη ζωή σου πώς να τη ζεις, την έφαγες τη ζωή σου χωρίς να ζεις. Κι όχι μόνο. Κυνηγάς την ευτυχία τάχα, γιατί πάντα υπάρχει κάτι στη ζωή, κάτι κάτω απ’ τη ζωή, κάτι πίσω απ’ τη ζωή… Κάτι, κάτι.
Καθισμένος σε μια βαθειά πολυθρόνα, ρουφούσε τη σιγαλιά, την κάθε στιγμή, το κάθε δευτερόλεπτο, με τα ρουθούνια του διεσταλμένα από ηδονή.
***
Έξω, μακριά, ήξερε τι γινότανε. Έξω υπήρχαν άνθρωποι βιαστικοί. Άνθρωποι που τρέχουν, που κυνηγούν τους άλλους, που κυνηγούν τον εαυτό τους, που τρέχουν αλαφιασμένα, που νομίζουν ότι ξέρουν προς τα πού τρέχουν και προς τα πού πάνε. Στην πραγματικότητα όμως, δεν ξέρουν. Τρέχουν για να προλάβουν τη ζωή, τάχα, να τελειώσουν το ένα, να τελειώσουν το άλλο, εκείνο, ετούτο, ενώ τρέχουν προς μια κατεύθυνση. Μεθοδικά. Προς τη φθορά… Προς το θάνατο…
Έξω στην πόλη, ήξερε τι γινόταν. Μποτιλιαρίσματα αυτοκινήτων, κορναρίσματα, εκνευρισμός, οδηγοί και πολίτες αγανακτισμένοι, άλλοι συγκεντρωμένοι στις πλατείες… για την ακρίβεια. Διαμαρτυρημένα γραμμάτια, απλήρωτες επιταγές στις τράπεζες, πτώση του χρηματιστηρίου, φθηνές υποσχέσεις πολιτικών στα κανάλια της tv, επώδυνες εγχειρήσεις σε νοσοκομεία, άρρωστοι στους διαδρόμους στοιβαγμένοι, δίκες εξπρές στα δικαστήρια από κουρασμένους δικαστές, διάδικοι να ωρύονται στους διαδρόμους, επαίτες στις γωνίες, πορείες στους δρόμους, αστυνομία και ΜΑΤ, με φωνασκίες, με ιαχές, με οιμωγές, με γροθιές στον αέρα ανυψωμένες…, με πανό, με αγώνες για ένα καλύτερο αύριο… για ένα διαφορετικό μέλλον, για κάτι καλύτερο, για κάτι… για κάτι…
***
Ήπιε δύο γουλιές λευκό κρασί και αφουγκράστηκε. Τη σιωπή… Αυτή που τόσο του έλειπε… Κοίταξε απ’ τ’ αριστερά τους ελαιώνες που κυμάτιζαν με το ελαφρό αεράκι. Άκουσε για ακόμα μια φορά ένα τιτίβισμα, ένα ρυθμικό κελάηδισμα των πουλιών, αυτή τη μαγική δίχως μαέστρο συναυλία. Αναλογίστηκε πώς πέρασε ολόκληρη η ζωή του, ολόκληρος ο χρόνος της ζωής του, παγιδευμένος στα «θα και στα πρέπει», εγκλωβισμένος στο χώρο, στην ψευδαίσθηση… Κι αποφάσισε από δω και μπρος να ζει όσο μπορεί πιο πολύ αυτή τη μαγεία. Ανάμεσα στο θρόισμα των φύλλων των δέντρων, στο μουρμουρητό της θάλασσας, στη σιωπή που αναζωογονεί τις αισθήσεις, που αναζωογονεί τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, σ’ αυτό που ζητάει ο άνθρωπος. Τον εαυτό του. Το άπιαστο όνειρο που ήταν η μόνη πραγματικότητα… Όχι ανάμεσα στις αδυσώπητες συμπληγάδες. Στις συμπληγάδες τού αύριο, τού «θα και του πρέπει», που συνθλίβουν τον άνθρωπο, συνθλίβουν το χρόνο, συνθλίβουν τον έρωτα, συνθλίβουν το όνειρο, τη μαγεία, συνθλίβουν, συνθλίβουν…
***
Αργά το βράδυ ξανακάθισε στον ίδιο χώρο. Είχε τη μαγεία του χρόνου σύμμαχο. Ανίκητο. Ξαναρούφηξε τη σιωπή με ρουθούνια διεσταλμένα από ηδονή. Ένιωσε απαλό πάνω του το αεράκι και χάιδεψε μόνος του το ανεμόπληκτο στήθος. Ένιωσε τη χαίτη των ονείρων του, και των πόθων του, να κυματίζει. Ένιωσε εκείνη τη στιγμή χορτάτος, αυτάρκης και πλήρης. Πανευτυχής. Η ζωή να τον πλημμυρίζει ξανά… Ως τα ακροτελεύτια κύτταρά του. Και καθώς, ήπιε λίγο ακόμη λευκό κρασί, αποκοιμήθηκε. Με το φεγγάρι κρεμασμένο πάνω απ’ το κεφάλι του, χαμογελαστό.