Το μυστήριο του κακού

Το μυστήριο του κακού
Έτος έκδοσης: 
2014

Το δρόμο για το Άουσβιτς τον έχτισε το μίσος,
τον έστρωσε όμως η αδιαφορία.
 Ian Kershaw

 

«Χωρίς τη δυνατότητα του κακού και της αμαρτίας δεν θα ήταν νοητό και δυνατό και το αγαθό… Αυτός ο κόσμος έχει μεγαλύτερη περίσσεια του καλού έναντι του κακού» (Leibniz).

Τι είναι όμως το κακό; Ποια είναι η φύση του και η προέλευσή του; Είναι υπαρκτό ή ψευδαίσθηση, ιδέα, έλλειψη του αγαθού; Είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη υπόσταση, εγγενές, ή επίκτητο;

Τα ερωτήματα αυτά είναι από τα πιο δύσκολα στον χώρο της ηθικής φιλοσοφίας. Ακόμα πιο δύσκολες είναι οι απαντήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς και δίνονται από φιλοσόφους και διανοητές. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο, όταν εξαρτηθεί από το πρόβλημα-ερώτημα της ύπαρξης ενός Θεού Παντοδύναμου, Πανάγαθου και Πάνσοφου όπως τον παρουσιάζει ανά τους αιώνες η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση.

Πώς συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού στον κόσμο με την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός τέτοιου Θεού που μπορεί και θέλει, εξ ορισμού, να πατάξει το κακό αλλά δεν το κάνει; Ή μήπως ο άνθρωπος δεν είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής βούλησης ενός Θεού αλλά προϊόν βιολογικής εξέλιξης από κατώτερες μορφές ζωής, προϊόν τυχαίων μεταβολών και μεταλλάξεων όπως θέλει ο νεο-δαρβινισμός, οπότε δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα;

Πάνω σ' αυτά τα καίρια ερωτήματα έρχονται δεκατέσσερις στοχαστές να καταθέσουν τις σκέψεις τους και να ευαισθητοποιήσουν-γονιμοποιήσουν τις σκέψεις του σύγχρονου προβληματιζόμενου αναγνώστη. Οι σκέψεις των διανοουμένων αυτών, που προέρχονται από διαφορετικά ιδεολογικά στρατόπεδα, μπορεί να μην επιλύουν οριστικά τα ως άνω ερωτήματα περί το κακό, ρίχνουν όμως αρκετό φως πάνω στη φύση του ηθικού κακού και προτείνουν κάποιες λύσεις για την περιστολή του.

***

ΥΓ: Το βιβλίο είναι διαθέσιμο σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Ακολουθεί η πλήρης φωτογραφία του βιβλίου.

Το μυστήριο του κακού

Κριτικές: 

Αισθάνομαι την ανάγκη να σας ευχαριστήσω αλλά και συγχαρώ για το υψηλής ποιότητας περιεχόμενό του, που μού κρατά συντροφιά αδιάλειπτα από τη στιγμή που άρχισα να το μελετώ. Προσεγμένος φιλοσοφικός στοχασμός, κριτική νηφαλιότητα και κοσμοθεωρητική αντικειμενικότητα, καθώς και μία "ευρυγώνια" παρουσίαση των σημαντικότερων φιλοσοφικών θέσεων πάνω σε ένα ζήτημα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, απασχολεί διαρκώς όλους μας. Πράγματι, το πρόβλημα του κακού αποτελεί, με την αιώνια αινιγματικότητά του, τη λυδία λίθο όλων σχεδόν των φιλοσοφικών συστημάτων. Μέσα από το βιβλίο σας, έχουμε την ευκαιρία μίας πανοπτικής θέασης των πλέον εμβριθών προσεγγίσεων του ζητήματος. Συγχαρητήρια! Καλή δύναμη εύχομαι σε κάθε σας συγγραφική απόπειρα, που, συν τοις άλλοις, κοσμεί το δικηγορικό κόσμο της πόλης μας.

Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου
Επίκουρος Καθηγητής
Εκκλησιαστικού Δικαίου
Νομικής Σχολής ΑΠΘ - Δικηγόρος

***

Πιστεύω ότι η περιεκτική παρουσίαση των σχετικών απόψεων των διαπρεπών φιλοσόφων σε συσχετισμό με το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου αποτελεί συμβολή στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας με την αλήθεια της καταπληκτικής δήλωσης ότι «η ανθρώπινη φύση είναι ικανή για το χειρότερο και για το καλύτερο»… Είναι ένα έργο προβληματισμού τόσο για την ομάδα, όσο και για τα άτομα. Βέβαια, η εποχή μας της βίαιης καταναλωτικής κοινωνίας δεν δίνει χώρο στις φιλοσοφικές ενατενίσεις αλλά αυτό δεν πρέπει να αποθαρρύνει τους σκεπτόμενους ανθρώπους, την ύπαρξη των οποίων τόσο πολύ έχουν ανάγκη οι καιροί μας.

Διονύσης Κ. Μαγκλιβέρας
Καθηγητής Κοινωνιολογίας-Συγγραφέας

***

Ο ερευνητής και λογοτέχνης, δικηγόρος Δημήτρης Τσινικόπουλος στο τελευταίο βιβλίο του «Το μυστήριο του κακού», προσπαθεί να παρουσι­άσει τις σημαντικότερες διαχρονικά απόψεις περί του κακού. Στην προ­οπτική αυτή επέλεξε χαρακτηριστικούς συγγραφείς, οι οποίοι ασχολήθη­καν με το πρόβλημα του κακού. Έτσι στα κεφάλαια του βιβλίου βλέπου­με να αναπτύσσονται οι απόψεις των Γκ. Λάιμπνιτς, Φ. Ντοστογιέφσκι, Ρ. Ταγκόρ, Κ. Λιούις, X. Άρεντ, X. Γιόνας, Π. Ρικέρ, Ολ. Κλεμάν, Ε. Ιονέσκο, Ε. Μπαντιού, Γ. Κούσνερ, Λ. Ουάτσον, Χρ. Γιανναρά, Θ. Λίποβατς. Από την κατηγοριοποίηση των προαναφερόμενων προκύπτει ότι πρόκειται για φιλοσόφους, επιστήμονες, διανοητές, λογοτέχνες, κληρικούς οι οποί­οι είναι είτε Χριστιανοί όλων των ομολογιών, είτε Εβραίοι, είτε Ινδουιστές, είτε άθεοι μαρξιστές, είτε Δαρβινιστές, είτε σκεπτικιστές. Στην προοπτική αυτή η μελέτη του ζητήματος του κακού αποκτά ένα χαρακτήρα ολιστικής θεώρησης, καθώς προέρχεται από μια μεγάλη γκάμα απόψεων με διαφορετι­κές οπτικές, προσεγγίσεις, φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο, αλλά και έντονες διαφοροποιήσεις στη νοηματοδότηση της μεταφυσικής θεώρησης. Παράλληλα, ο αναγνώστης πέρα από τη γνώση της ιστορικής πορείας της πραγμάτευσης της φύσης, της προέλευσης και της λειτουργίας του κακού, προ­βληματίζεται πάνω στη θέση του κακού σήμερα. Στις επιλογικές σκέψεις ο συγγραφέας συνοψίζει τη μελέτη σε επτά κύρια σημεία, ενώ δεν παραλείπει να θίξει και τη σχέση του κακού με το Θεό.

Αναστάσιος Μαράς
Δρ. Θεολογίας-συγγραφέας

Στον ευσύνοπτο και μεστό αυτό τόμο, μετά την εισαγωγή του καθηγητή Σωκράτη Δεληβογιατζή (σ. 9-12) σχετικά με την ανθρωπολογία του κακού, και τον πρόλογο του συγγραφέα (σ. 15-20), παρουσιάζονται διαδοχικά οι περί του κακού, της φύσης, της λειτουργικότητας και της αποστολής του απόψεις δεκατεσσάρων φιλοσόφων και διανοητών :Λάιμπνιτς, Ντοστογιέφσκι, Ταγκόρ, Λιούις, Αρέντ, Γιόνας, Ρίκερ, Κλέμαν, Ιονέσκο, Μπαντιού, Κούσνερ, Γουάτσον, Γιανναράς και Λίποβατς είναι οι παρουσιαζόμενοι, καλύπτοντας μια χρονική απόσταση από τα μέσα του 17ου αιώνα ως και τις μέρες μας. Σε κάθε περίπτωση, παρουσιάζεται σύντομα κάθε συγγραφέας, και στη συνέχεια εκτίθενται κριτικά οι απόψεις του για το κακό, από φιλοσοφική και θεολογική άποψη. Στο τέλος παρατίθενται επιλογικές σκέψεις (σ. 120-122) που συνοψίζουν και ομαδοποιούν τα γραφόμενα, αλλά και σε επίμετρο ιδιαιτέρως ενδιαφέρον κείμενο για το κακό και τη διαχρονική μελέτη του (σ. 123-126) του κ. Αν. Μαρά, Δρ. Θεολογίας. Ο τόμος ολοκληρώνεται με ευρετήριο (σ. 127-129). Στις παρουσιαζόμενες θεωρήσεις για το κακό, τη φύση και την προέλευσή του, τη σχέση του με την ανθρώπινη φύση και την ηθική λειτουργικότητά του περικλείεται ολόκληρη η σχετική φιλοσοφική, ηθική και θεολογική θεώρηση, δεδομένου ότι το κακό απασχολεί έντονα και τη θεολογία, η οποία το ερμηνεύει ως απόκλιση από το δρόμο του Θεού και εκδήλωση της επενέργειας του διαβόλου. Καλογραμμένο και περιεκτικό βιβλίο, που δηλώνει την συγκροτημένη και φιλοσοφημένη σκέψη του συγγρ. του.

Μ. Γ. Βαρβούνης
Επίκουρος καθηγητής Λαογραφίας-συγγραφέας

Μεταφυσικά θέματα έχουν ανέκαθεν απασχολήσει τον πολυδιάστατο συγγραφέα Δημήτρη Τσινικόπουλο, ερευνητή, δοκιμιογράφο και ποιητή, ο οποίος από το 1982 διακονεί παράλληλα με τη Νομική επιστήμη τη φιλοσοφία αλλά και τη Θεολογία. Στη συγκεκριμένη μελέτη από 129 σελίδες μεγάλου σχήματος των εκδόσεων Νησίδες, τον απασχολεί το πρόβλημα του «κακού», η φύση και η προέλευσή του, η εξάρτησή του από το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού αλλά και η ίδια η ουσία του. Είναι άραγε υπαρκτό, ή μήπως ψευδαίσθηση; Είναι το κακό σύμφυτο με την ανθρώπινη υπόσταση; Τι απαντά σε όλα αυτά η ηθική φιλοσοφία; «Πώς συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού στον κόσμο με την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός Θεού που μπορεί, θέλει και γνωρίζει εξ ορισμού να πατάξει το κακό αλλά δεν το κάνει;», αναρωτιέται στον πρόλογο του δοκιμιακού έργου του ο συγγραφέας, ο οποίος δίνει το λόγο σε δεκατέσσερις στοχαστές – διανοούμενους διαφοροποιημένους ιδεολογικά. Οι απόψεις και τα επιχειρήματά τους φωτίζουν το πρόβλημα του κακού και επιτρέπουν την εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων που συνεχίζουν τη διαχρονική συζήτηση για την δυαρχία καλού – κακού και την μεταξύ τους αντιπαλότητα.

Αρχίζοντας από τις σχετικές απόψεις του Λάιμπνιτς (1646-1716), ο οποίος θεωρεί ότι ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος των δυνατών κόσμων, ο δοκιμιογράφος εισάγει την ιδέα της απόλυτης ελευθερίας που παρέχει τη βεβαιότητα ότι τίποτε δεν στέκεται εμπόδιο στη βούληση του ανθρώπου και αυτή είναι που τον ωθεί να κινείται με συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, ο Λάιμπνιτς με τα δοκίμιά του περί Θεοδικίας τηρεί αισιόδοξη στάση σχετικά με την επενέργεια του κακού, θέση με την οποία θα διαφωνήσει ο Βολταίρος συνθέτοντας την κριτική του στο έργο «Ο αγαθούλης», ενώ ο Ρουσσώ θα κάνει λόγο για τον ίδιο τον άνθρωπο ως τον μόνο αυτουργό του κακού.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι σελίδες που αφορούν τον Ντοστογιέφσκι (1821-1881), συγγραφέα κατεξοχήν ψυχολόγου και ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής, ο οποίος πιστεύει ότι «ο καθένας μας είναι ένοχος ενώπιον όλων για όλους και για όλα». Η πάλη του Ντοστογιέφσκι μεταξύ πίστης και ανθρώπινων παθών, μια πάλη που αποτυπώνεται στο έργο του, σύμφωνα με τον δοκιμιογράφο, «μετακυλίει το βάρος της ευθύνης από το Θεό στον άνθρωπο δείχνοντας ποιος είναι πραγματικά ο ένοχος για τη διάδοση του κακού».

Ακολουθούν σελίδες με τις σχετικές απόψεις του Νομπελίστα ποιητή Ραμπιντρανάρ Ταγκόρ (1861-1941), που εκπλήσσει πραγματικά με τη δύναμη του στοχασμού του. Για τον Ταγκόρ το κακό και η θλίψη δεν είναι παρά παρένθεση στην πορεία ενός κόσμου που βαδίζει προς την τελείωσή του. Σχετικά με το θέμα ο πρώην άθεος και στη συνέχεια απολογητής του Χριστιανισμού φημισμένος συγγραφέας C. S. Lewis (1898-1963) παραπέμπει στην Καινή Διαθήκη ισχυριζόμενος ότι τα όντα του Θεού είναι πρωτίστως προικισμένα με την ελευθερία. Η θεραπεία του κακού που παρεισφρέει στον κόσμο εναπόκειται στον από Ναζαρέτ Ιησού που με τη ζωή και το θάνατό του κατέστη ο ίδιος τρόπος και μέσον πάταξης του κακού.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τις απόψεις των διανοητών που αναλύονται στο βιβλίο με όλες τις παραπομπές που αποσαφηνίζουν και τεκμηριώνουν τις προβαλλόμενες θέσεις. Σελίδες για τη Γερμανοεβραία φιλόσοφο Χάννα Άρεντ(1906-1975), τον σκεπτικιστή συγγραφέα Χανς  Γιόνας (1903-1993), τον οποίο απασχόλησε κυρίως το ερώτημα της «σιωπής του Θεού» στα χρόνια της παράνοιας του Άουσβιτς, του Γάλλου διανοητή Paul Ricoeur (1913-2005), ο οποίος υπογράφει τον τόμο «Το κακό, μια πρόκληση για τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία», αλλά και του Olivier Clement (1921-2009), Γάλλου επίσης διανοητή, πρώην αθέου, ο οποίος εντρυφεί στον πατερικό λόγο προκειμένου να καταδείξει ότι «η αληθινή παντοδυναμία του Θεού συνίσταται ακριβώς στο να θέλει και να μπορεί να διακινδυνεύει, να θέλει και να μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται, να θέλει και να μπορεί να αγαπάει πραγματικά».

«Το κακό δεν έρχεται απ’ έξω. Βρίσκεται μέσα μας. Η Κόλαση δεν είναι έξω αλλά εδώ μέσα μας. Εμείς είμαστε η Κόλαση», θα δηλώσει ο θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο (1912-1994) με την οξυδερκή ποιητική του ματιά, ενώ ο Alain Badiou (γενν. 1937), ομότιμος Καθηγητής Φιλοσοφίας στην Ecole Normale Superieure, στο δοκίμιό του «Το πρόβλημα του κακού» θα θεωρήσει ότι καμιά ζωή και καμιά φυσική δύναμη δεν θα μπορούσε να είναι πέραν του καλού ή του κακού, αλλά μόνον εντεύθεν του καλού και του κακού. Επειδή η εξήγηση του Πλάτωνα ότι το κακό δεν είναι παρά άγνοια του καλού δεν ικανοποιεί τον μαρξιστή διανοητή. Η έννοια της άγνοιας είναι δυσκολονόητη.

Ακολουθούν σχετικές θέσεις από το βιβλίο «Όταν συμβαίνει το κακό σε καλούς ανθρώπους», βιβλίο που έκανε διάσημο τον συγγραφέα του Χάρολντ Κούσνερ (γενν. 1935) και έγινε αφορμή να καταταγεί ανάμεσα στους πενήντα συγγραφείς που έκαναν τον κόσμο καλύτερο στο 2ο μισό του 20ού αιώνα και άλλες του δαρβινιστή ηθολόγου Λάϋαλ Ουάτσον (1939-2008). Ο τόμος των δοκιμίων του Δημήτρη Τσινικόπουλου κλείνει με τις απόψεις δύο Ελλήνων διανοητών και ομοτίμων καθηγητών Φιλοσοφίας, του πολυγραφότατου Χρήστου Γιανναρά (γενν. 1935) από το βιβλίο του «Το αίνιγμα του κακού, ήγουν μια απόπειρα διασάφησης της καταγωγής του» και του Θάνου Λίποβατς (γενν. 1943), ο οποίος απαντά στο διαιώνιο πρόβλημα του κακού με μελέτη 500 σελίδων, όπου καταδεικνύει το πρόβλημα του κακού ως πρόκληση και στοίχημα παράλληλα.

Διαβάζοντας τα μελετήματα αυτά του Δημήτρη Τσινικόπουλου σχετικά με το κακό ο αναγνώστης αναλογίζεται ότι η σχετική συζήτηση δεν πρόκειται να σταματήσει εδώ. Είναι προφανές ότι θα συνεχιστεί επειδή έχει πολλά ακόμα να προσφέρει στον πολιτισμό μας.

Νένα Κοκκινάκη

Ανιχνεύοντας «διαστροφές»

Συμφιλείν…

Στο «Εργα και Ημέραι» του Ησίοδου και στον μύθο για τα πέντε γένη κυριαρχεί η ουτοπική ιδέα ότι η ζωή ξεκίνησε από ιδανικές συνθήκες και κατέληξε στην έσχατη αθλιότητα (από τα πιο πολύτιμα μέταλλα κατέπεσε στα πιο ευτελή).

Αυτός ο ξεπεσμός του ανθρώπου αναδεικνύει τη βαθιά απαισιόδοξη αντίληψη της ζωής ότι κάποτε ο άνθρωπος ήταν από τη φύση του καλός και στη ροή του χρόνου κατάντησε φτηνός και κακός. Σ' αυτήν την κατάντια αποδίδεται η καταγωγή του κακού.

Οι Κυνικοί, που είχαν ως ιδανικό τους την επιστροφή στη φύση, αποδέχτηκαν την αφέλεια του μύθου. Ελεγαν π.χ., ότι ο Δίας καλώς τιμώρησε τον Προμηθέα γιατί με τη φωτιά έφερε κακό στους ανθρώπους. Στο ίδιο μοτίβο ο Πλάτων ταύτιζε το πρώτο γένος (τη χρυσή εποχή) με το ιδανικό κράτος. Ηλθαν αργότερα ο Δημόκριτος, οι Σοφιστές, ο Αριστοτέλης και «αποκατέστησαν» αυτή τη «βεβαιότητα» αφού δεν έβλεπαν καθόλου ιδανική την αρχική κατάσταση του ανθρώπου.

Λέμε πως ό,τι βλάπτει τον άνθρωπο είναι κακό· ό,τι τον ωφελεί είναι καλό. Η ζωή ρέει Πέραν του Καλού και του Κακού… Αλλοι αποκαλούν τα πάθη κακό και άλλοι καλό – η φύση αδιαφορεί.

Κακό είναι ο καρκίνος και ο φασισμός, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το έγκλημα. Το κακό δεν αργεί να έλθει, το καλό πίπτει στάγδην.

Τόσες πραγματείες για το κακό· γιατί; Ετσι κι αλλιώς τίποτε το ανθρώπινο δεν μας φαίνεται ξένο, κανένα έγκλημα, καμία φρίκη. Τιθασεύεται ό,τι αποφασίσαμε να ονομάσουμε κακό; Εμ, δεν τιθασεύεται, ούτε από τον λόγο ούτε από τη μουσική ούτε από το θέατρο.

Ερμαια της μικρότητάς μας και ας χτίσαμε πολιτισμό και παιδεία. Ούτοι συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν, κραύγασε η Αντιγόνη. Και; Ενθαρρυντική μεν διατύπωση ουδέποτε, όμως, υποτυπώθηκε έμπρακτα στην Ιστορία.

Ο ερευνητής και λογοτέχνης, δικηγόρος Δημήτρης Τσινικόπουλος στο τελευταίο βιβλίο του «Το μυστήριο του κακού» προσπαθεί να παρουσιάσει τις σημαντικότερες διαχρονικά απόψεις περί του κακού.

Η λέξη κακόν είναι ουσιαστικό το οποίο στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τη δυστυχία, τις συμφορές, τα κακά και απαντάται στον Ομηρο (Οδύσσ. 8:63), τον Ηρόδοτο (1:65, 8:61), στους τραγικούς όπως τον Σοφοκλή (Αίας 1244), αλλά και σε άλλους συγγραφείς. Στην Καινή Διαθήκη το βρίσκουμε στα συνοπτικά Ευαγγέλια (Μτ 27:23. Μκ 15:14. Λκ 23:22), τις Πράξεις Αποστόλων (Πρ 16:28, 23:9, 28:5), αλλά και στις επιστολές (Ρωμ. 2:9, κ.λπ.).

Δημήτρης Τσινικόπουλος Το μυστήριο του κακού Εκδόσεις: Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2014 σελ. 129 | 

Στην πατερική γραμματεία έχει την έννοια της αμαρτίας και απαντάται από τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. στον Ιγνάτιο Αντιοχείας (Σμυρ. 7:2). Σήμερα ως γενική έννοια σημαίνει το στοιχείο που αντιβαίνει τους ηθικούς νόμους ή που προκαλεί συμφορές, την επιζήμια δυσάρεστη κατάσταση ή ενέργεια, οτιδήποτε συμβαίνει απρόοπτα και φέρνει δυστυχία, το μειονέκτημα ή ελάττωμα.

Στο παρόν βιβλίο τον συγγραφέα ενδιαφέρει η πρώτη από τις σύγχρονες σημασία της λέξης, σε συνδυασμό με το νόημα που αυτή παίρνει στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία.

Αρχικά, ο συγγραφέας θέτει οντολογικά και άλλα ερωτήματα περί του κακού, τα οποία απασχολούν την Ηθική Φιλοσοφία. Τα εν λόγω ερωτήματα τίθενται σε συνδυασμό με τη στάση που κρατά ο Θεός απέναντι στο κακό, πρακτική που οδηγεί σε νέα ερωτήματα σχετικά με το επίμαχο θέμα.

Η προσπάθεια απάντησης όλων των προαναφερόμενων ερωτημάτων δεν είναι μονοδιάστατη, καθώς ο συγγραφέας δεν αναπτύσσει την άποψή του μέσα από βιβλιογραφική τεκμηρίωση και ανάπτυξη επιχειρημάτων. Αντίθετα, η προσπάθειά του αποκτά ένα χαρακτήρα ολιστικής θεώρησης του ζητήματος του κακού, καθώς αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την παράθεση των σχετικών απόψεων των Γκ. Λάιμπνιτς, Φ. Ντοστογιέφσκι, Ρ. Ταγκόρ, Κ. Λιούις, Χ. Αρεντ, Χ. Γιόνας, Π. Ρικέρ, Ολ. Κλεμάν, Ε. Ιονέσκο, Ε. Μπαντιού, Χ. Κουσνέρ, Λ. Γουάτσον, Χρ. Γιανναρά, Θ. Λίποβατς.

Μέσα από τη μελέτη των περί κακού απόψεων των προαναφερόμενων στοχαστών, φιλοσόφων και θεολόγων ο αναγνώστης οδηγείται σε μια κατά το δυνατόν πληρέστερη άποψη, καθώς γίνεται γνώστης μιας μεγάλης γκάμας απόψεων με διαφορετικές οπτικές, προσεγγίσεις, φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο, αλλά και έντονες διαφοροποιήσεις στη νοηματοδότηση της μεταφυσικής.

Μέσα από την κατηγοριοποίηση και συγκριτική μελέτη των προαναφερόμενων απόψεων προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, οι φιλόσοφοι, επιστήμονες, διανοητές, λογοτέχνες, κληρικοί, οι οποίοι είναι είτε χριστιανοί όλων των ομολογιών, είτε Εβραίοι, είτε ινδουιστές, είτε άθεοι μαρξιστές, είτε δαρβινιστές είτε σκεπτικιστές συγκλίνουν σε ορισμένα βασικά σημεία.

Συγκεκριμένα, επικεντρώνονται στο ηθικό κακό, δηλαδή στο κακό που πραγματώνεται από τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο. Ακόμα, το κακό αποτελεί προϊόν της ελευθερίας του ανθρώπου, ενώ μπορεί να προκληθεί από τον οποιονδήποτε. Επίσης, αν και δεν ταυτίζεται οντολογικά το ηθικό κακό, εντούτοις είναι υπαρκτό και διαρκώς εξαπλούμενο.

Μάλιστα, το κακό θα πρέπει να θεωρηθεί διαστροφή της φύσης μας ή του αγαθού, καθώς το καλό προϋπάρχει και το κακό έπεται και τρέφεται από το αγαθό. Παρ’όλα αυτά, στη φύση και στην κοινωνία το κακό συνυπάρχει συμπλεκόμενο με το καλό, ενώ η εκρίζωσή του είναι επιθυμητή και ταυτόχρονα αδύνατη από τον άνθρωπο. Τέλος, η ύπαρξη του Θεού και των θείων ιδιοτήτων του δεν αντιφάσκει με την ύπαρξη του κακού. Μάλιστα, η ύπαρξη του κακού οδηγεί, σε πολλές περιπτώσεις, στην αναγνώριση της ύπαρξης και της αποδοχής του Θεού.

Πέρα από τις προαναφερόμενες συγκλίσεις, τόσο οι επιμέρους απόψεις όσο και οι φιλοσοφικές και θεολογικές προκείμενες των διανοητών που παρουσιάζει ο συγγραφέας διαφοροποιούνται ιδιαίτερα.

Σε κάθε περίπτωση η απροϋπόθετη προσέγγιση του προβλήματος του κακού είναι ανέφικτη, καθώς κάθε άνθρωπος δημιουργεί ή επιλέγει ανθρωπολογικές και κοσμολογικές απόψεις εδραζόμενος στις μεταφυσικές προϋποθέσεις του. Στην προοπτική αυτή συμφωνούμε με τον συγγραφέα Δημήτρη Τσινικόπουλο στην εσχατολογική προοπτική της εξάλειψης του κακού από τον Θεό.

Κατά τον χριστιανισμό το σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου με κορύφωση τη σάρκωση του Λόγου, το πάθος και την Ανάσταση του Χριστού, αποτελεί την πορεία προς αυτή την εξάλειψη. Εως τότε η ύπαρξη του κακού στον κόσμο και η δικαιοσύνη του Θεού μπορούν να κατανοηθούν μέσα από την ερμηνεία της παραβολής των ζιζανίων (Μτ 13:24-30, 36-43).

Σύμφωνα με αυτήν το ξερίζωμα του κακού θα γίνει στα έσχατα γιατί αν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο νωρίτερα τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος μαζί με το κακό να αφανιστούν και πρόσωπα που ανήκουν ή διά της μετάνοιας θα ενταχθούν τελικά στη Βασιλεία του Θεού.

Αναστάσιος Γ. Μαράς
Δρ Θεολογίας, διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Δημοσιεύτηκε στις 17/10/2016 στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Πρώτη φορά διάβασα ένα τέτοιο βιβλίο τόσο πυκνό και καλογραμμένο για το πρόβλημα του κακού...

Νομίζω ότι καλύπτει ένα κενό στη βιβλιογραφία.

Βενιζέλος Χριστοφορίδης
Ομότιμος καθηγητής Α.Π.Θ

Αν δεχθούμε ότι το μυστήριο του κόσμου είναι απροσπέλαστο, καθώς ο άνθρωπος, ο οποίος είναι και το μοναδικό ον που ταλανίζεται από το ερώτημα, αποτελεί ο ίδιος μέρος του μυστηρίου, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το πρόβλημα του κακού είναι ο πυρήνας του μυστηρίου αυτού.

Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος, με την πείρα του ευαίσθητου ερευνητή και συγγραφέα, πραγματοποιεί σε αυτόν τον εύχρηστο τόμο μια πολύ διαφωτιστική και περιεκτική περιδιάβαση από τη σκέψη δεκατεσσάρων ετερόκλητων και αντιπροσωπευτικών στοχαστών που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα του κακού. Εκθέτοντας την προβληματική του καθενός εξ αυτών, ο συγγραφέας μας παρέχει εποπτεία και πρόσβαση στις πολυσχιδείς όψεις του αντικειμένου. Σπάνια βρίσκει κανείς συγκεντρωμένες απόψεις επιστημόνων, φιλοσόφων, λογοτεχνών επί του αυτού θέματος, ανθρώπων που όχι μόνον υπηρετούν διαφορετικές μορφές λόγου, αλλά εμπνέονται και από διαφορετικές και κάποτε αντικρουόμενες πηγές έμπνευσης, ομολογίες, δόγματα και θεωρίες. Ινδουϊστές, Καθολικοί, Ορθόδοξοι, Προτεστάντες, Εβραίοι, Μαρξιστές, Δαρβινιστές.

Το μέγα παράδοξο του κακού είναι το σκάνδαλο να υπάρχει κακό σε έναν κόσμο δημιουργημένο από έναν πανάγαθο Θεό.

Την κεντρική έννοια της θεοδικίας εισάγει στη συζήτηση ο Leibniz. Η ιδέα είναι ότι ο Θεός δικαιώνεται σε μια υποθετική δίκη για την ύπαρξη του κακού στον κόσμο, καθόσον ο κόσμος που δημιούργησε δεν είναι τέλειος, καθόσον δεν αποτελεί αναδιπλασιασμό του εαυτού του· είναι όμως ο καλύτερος μεταξύ των δυνατών κόσμων που θα μπορούσε να δημιουργήσει, καθόσον η ατέλειά (κακό) του έχει περιοριστεί στον ελάχιστο βαθμό ούτως ώστε να μπορεί να χρησιμεύει ως μέσο της τελειοποίησής του (καλό). Ο συγγραφέας επιδέξια μας οδηγεί στις καταβολές αυτής της θεώρησης, αλλά και στη συζήτηση που προκάλεσε, από τις αντιρρήσεις του Βολταίρου, μέχρι την «κοσμοδικία» του Ρουσσώ και την καντιανή ομολογία της αδυναμίας του ανθρώπινου Λόγου να αντιληφθεί τη θεία δικαιοσύνη. Κοινή παράμετρος στους Leibniz, Ρουσσώ και Καντ, η ελευθερία της ανθρώπινης θέλησης, το σημαντικότερο δώρο, το οποίο φέρει στον κόσμο και τον κίνδυνο της αμαρτίας (της αστοχίας) και του κακού.

Για τον ανυπέρβλητο Ντοστογιέφσκι, το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας διατρέχει τον κίνδυνο της εκτροπής στην αυθαιρεσία και εξ αυτής στον καταναγκασμό, την αναίρεση της ελευθερίας δηλαδή. Μέσα από τους διχασμένους και σπαρασσόμενους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του, επιφέρει καίριο πλήγμα στην αυταρέσκεια του «ευσεβούς» και «καλού»: «ήμουν ένας παλιάνθρωπος κι όμως αγαπούσα τον Θεό». Ειρωνευόμενος την ευκολία της απώθησης του κακού ως γνωρίσματος των «κακών» ανθρώπων, καλεί τον καθένα να αναλάβει την ευθύνη για όλα τα κρίματα όλων και αντιστρέφει το επιχείρημα κατά της ύπαρξης του Θεού λόγω του κακού, σε απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ακριβώς λόγω του κακού, ήτοι ακριβώς λόγω της ελευθερίας. Διότι, αν θυμηθούμε τον συγκλονιστικό μονόλογο του Μαρμελάντωφ στο Έγκλημα και Τιμωρία, όταν συγκατατεθούμε με την κλήση του Χριστού προς άθλιους και ανάξιους και προσπέσουμε στην αγάπη του, τότε «θα τα καταλάβουμε όλα! Ναι τότε θα τα καταλάβουμε όλα!».

Από εντελώς άλλη πνευματική παράδοση, ο Ταγκόρ βλέπει το κακό ως κάτι το παροδικό, ως το ατελώς ηθικό, το οποίο κατακλύζεται από το ιδεώδες της αλήθειας, τη συνείδηση του όλου που αποτελεί την επιθυμία του ανώτερου Εγώ μας, μέσα στο οποίο θα σβήσει το μερικό και κατώτερο. Αυτό είναι το αληθινό θαύμα : η ενύπαρξη εντός μας μια ιδέας της θεότητας, παρά το κακό που συμβαίνει στον κόσμο και στο οποίο μετέχουμε με το κατώτερο μέρος της ύπαρξής μας.

Πώς μπορεί να μας φωτίσει η εμπειρία και η σκέψη ενός άθεου ο οποίος σε ώριμη ηλικία αγκαλιάζει τη χριστιανική πίστη; Πώς απαντά αυτός ο άνθρωπος στην ένσταση του παλαιού εαυτού του κατά του Θεού, την αρχετυπική κατά του Θεού κατηγορία: πώς ένα σύμπαν τόσο σκληρό και άδικο δικαιολογεί την ιδέα ενός πανάγαθου Θεού; Εδώ η μαρτυρία του C.S.Lewis είναι ανάλογη της απάντησης του Καρτέσιου στον ακραίο σκεπτικισμό και την γενική αμφιβολία: αν ο κόσμος (αυτός ο κόσμος του πόνου και του κακού) δεν είχε νόημα, δεν θα διαπιστώναμε με οδύνη την απουσία νοήματος. Δεν θα μας πλήγωνε το κακό, αν δεν διαθέταμε την αξίωση της αγαθότητας. Το αγαθό είναι που κινεί τον κόσμο και το κακό ζει παρασιτικά πάνω στο αγαθό απορροφώντας ενέργεια από αυτό και επιδιώκοντάς το με στρεβλό τρόπο. Και πάλι η ελευθερία είναι το θείο δώρο που κάνει δυνατή αυτή τη στρέβλωση, αλλά που παρέχει τον μοναδικό δρόμο το αγαθό να αποτελέσει πλήρες νοήματος ανθρώπινο ενέργημα και όχι α-ηθικό μηχανικό αυτοματισμό.

Το πρόβλημα του κακού τέθηκε σε άλλη προοπτική μετά τον φονικό 20ο αιώνα των ολοκληρωτισμών και των οργανωμένων γενοκτονιών. Η Hannah Arendt σηματοδοτεί τη θεματοποίηση αυτής της νέας τροπής, με την κλασική έννοια της «κοινοτοπίας» (ή «ρηχότητας») του κακού. Επισημαίνει ορθά ο συγγραφέας την επιφύλαξη της ίδιας της γερμανο-εβραίας φιλοσόφου ότι η μελέτη της περίπτωσης Eichmann δεν αποτελεί μια ερμηνεία ή γενική θεωρία του κακού, αλλά ένα «μάθημα». Το δυσοίωνο μάθημα ότι η μεγαλύτερη φρίκη μπορεί να προέλθει όχι από παρανοϊκούς δολοφόνους, αλλά από «καθημερινούς», «φυσιολογικούς» ανθρώπους που αδυνατούν να σκεφτούν, με την έννοια να εισέλθουν φαντασιακά στη θέση των άλλων που αποτελούν τα θύματα των ενεργειών τους. Εδώ αναδεικνύεται ο δυνητικά φονικός χαρακτήρας που μπορούν να προσλάβουν υπό όρους οι ιδεολογίες (είτε θρησκευτικές είτε κοσμικές).

Συζητήσιμη και παρεξηγήσιμη η άποψη της Arendt, τάραξε τα νερά της φιλοσοφίας του κακού και την έφερε αντιμέτωπη ακόμα και με φιλοσόφους που υπήρξαν προσωπικοί φίλοι της. Ένας από αυτούς, ο Hans Jonas, επίσης Γερμανο-εβραίος και επίσης μαθητής του Heidegger, διατύπωσε τη δική του θεωρία. Εμπνεόμενος από την ιουδαϊκή, ιδιαιτέρως την καβαλιστική παράδοση, ο Jonas θεωρεί ότι μπορεί κανείς να διατηρήσει τη θρησκευτική του πίστη μετά το Άουσβιτς, μόνον αν παραιτηθεί από μία τουλάχιστον εκ των τριών θεμελιωδών παραδοχών για τον Θεό των Ιουδαίων (και των Χριστιανών): την παντοδυναμία, την παναγαθότητα και καταληπτότητα. Από τα δύο τελευταία είναι αδύνατον να παραιτηθεί κανείς χωρίς να αναιρέσει την ίδια την ουσία της ιουδαϊκής (και χριστιανικής) πίστης. Οι έννοια του «κακού δημιουργού» και έννοια του «deus absconditus» είναι εχθρικές προς τον Θεό της Βίβλου. Μένει η αυτο-αναιρούμενη ιδέα της απόλυτης δύναμης· αυτό-αναιρούμενη, κατά τον Jonas, από τη στιγμή που ο Θεός αποφασίζει την «συστολή» του ώστε να υπάρξει ένα ελεύθερο από τον ίδιο δημιούργημα. Ο Θεός ήταν απών στο Άουσβιτς διότι ο ίδιος έχει παραιτηθεί αυτή τη δύναμη υπέρ του ανθρώπου. Ο άνθρωπος οφείλει πλέον να σώσει τον Θεό και όχι όπως παραδοσιακά πιστεύαμε και ελπίζαμε, ο Θεός τον άνθρωπο.

Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, ο γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur το πρόβλημα του κακού δείχνει την πρόσκρουση ενός οντο-θεολογικού επιπέδου σκέψης στη φαινομενολογία της ύπαρξης του κακού, μέσα από τον συλλογισμό ότι οι τρείς προτάσεις ο Θεός είναι παντοδύναμος, ο Θεός είναι απολύτως αγαθός, το κακό υπάρχει δεν είναι δυνατόν να είναι συμβατές και οι τρεις συγχρόνως. Ο φιλόσοφος προτείνει μια σημαντική στροφή στην στάση μας έναντι του κακού: αντί να λύσουμε το αίνιγμα θεωρητικά, να το μετατρέψουμε σε ζήτημα πράξης, αντλώντας από τα αποθέματα της καλοσύνης που δεν έχουν εξαντληθεί παρά την ύπαρξη του κακού. Πρόκειται για μια προβληματική της απάντησης στην ύπαρξη του κακού και όχι της λύσης του προβλήματος «unde malum?». Ας περιορίσουμε το κακό που προκαλούμε οι ίδιοι έναντι αλλήλων και κατόπιν βλέπουμε τι απομένει από το αίνιγμα της ύπαρξης του κακού στον κόσμο.

Για τον γάλλο ορθόδοξο θεολόγο Olivier Clement, το κακό ζει παρασιτικά «ρουφώντας το αίμα του αγαθού». Η δυνατότητα αυτή προσφέρεται από το ίδιο το γεγονός της κένωσης του Δημιουργού, ο οποίος «αποσύρεται» εκχωρώντας στα λογικά πλάσματά του την ελευθερία να τον αρνηθούν. Το προπατορικό αμάρτημα που συντελείται καθημερινά από τον άνθρωπο έγκειται στο άτοπο εγχείρημά του να αυτοθεωθεί εκτός Θεού. Εκεί βρίσκεται ο κοινός τόπος του απολύτου με το εγώ που οδηγεί στην υποδούλωση του ανθρώπου στο κακό και το μίσος του Θεού. Η απάντηση στο κακό είναι εσχατολογική: είναι ο δρόμος του σταυρού και της αγιότητας.

O θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο ομολογεί πως η σκέψη του δυναστεύεται από τον θάνατο και τη ματαιότητα. Αντίθετα από τον Σαρτρ θεωρεί πως όχι οι άλλοι, αλλά εμείς οι ίδιοι είμαστε η κόλαση. Παρότι όμως το κακό έρχεται από τους άλλους, ο παραλογισμός του είναι τέτοιος που οδηγεί τον Ιονέσκο στην πίστη πως η πηγή του κακού βρίσκεται επέκεινα του ανθρώπου. Ότι το κακό είναι ενυπόστατο είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο που διαβάλει τη σχέση του κάθε ανθρώπου με του άλλους ανθρώπους και τον Θεό. Η ευθύνη των ανθρώπων είναι ότι συνεργάζονται μαζί του και υποτάσσονται σε αυτόν που είναι ο άρχων του κόσμου τούτου. Παρά τον τελικό προσανατολισμό του στην Ορθοδοξία, ωστόσο, διαπιστώνει με παρρησία ότι η ‘επίσημη’ θρησκεία έχει συμβιβαστεί με αυτόν τον κόσμο και οι κανόνες της ταυτίζονται με τους κοσμικούς κανόνες, αναπαράγοντας τις απαντήσεις των φίλων του Ιώβ. Η έξοδος από αυτή την κόλαση είναι η αγάπη προς τον άλλον άνθρωπο και τον Θεό.

Ο σύγχρονός μας γάλλος φιλόσοφος Alain Badiou διακηρύσσει ότι δεν μπορούμε να σκεφτούμε το κακό παρά με αφετηρία το καλό. Η αφετηρία της εκλεπτυσμένης θεωρίας του είναι η έννοια διαδικασία αλήθειας, η οποία διακρίνεται σε τρεις διαστάσεις: το συμβάν, την πιστότητα και την αλήθεια. Το κακό παρασιτεί ως διακοπή κάθε μίας από αυτές τις διαστάσεις της διαδικασίας αλήθειας. Κλιμακώνεται λοιπόν και το κακό σε τρεις διαστάσεις: από είδωλο της αλήθειας σε προδοσία-ήττα μιας ηθικής μας πίστης και τέλος σε αυτό που ο φιλόσοφος ονομάζει «όλεθρο της αλήθειας», όπου η αλήθεια ταυτίζεται με την ολική δύναμη.

Ως αντίρροπο δύναμη στο κακό, ο Badiou βλέπει την μη παραίτηση από τον αγώνα εναντίον του κακού. Η αδιάκοπη πορεία της διαδικασίας αλήθειας, όπου η τελευταία δεν προοδεύει παρά μέσω του πλέγματος των γνωμών, σε έναν κόσμο που μένει πάντα εντεύθεν του καλού και του κακού.

Για τον ραβίνο Harold Kushner, το μόνο ερώτημα που αποτελεί αληθινό σκάνδαλο είναι «γιατί συμβαίνει το κακό σε καλούς ανθρώπους;» Η απάντηση του κινείται στην κατεύθυνση της άρνησης της παντοδυναμίας του Θεού. Ο Θεός δεν προκαλεί το κακό στους ανθρώπους, όμως δεν είναι και σε θέση να τους σώσει από αυτό με θαυματουργό τρόπο. Και πάλι η εξήγηση είναι η «αυτό-απόσυρση» του Θεού από τη δημιουργία του ώστε να επιτρέψει την ελευθερία του ανθρώπου. Η βοήθεια του Θεού έγκειται στην έμπνευση που δίνει στους ανθρώπους με την αγάπη του ώστε να αναπτύσσουν αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια και να αντιμετωπίζουν έτσι οι ίδιοι το κακό. Ο Τσινικόπουλος επισημαίνει ότι αυτού του τύπου οι προσεγγίσεις, παρόλο που εγείρουν αντιρρήσεις και εντός του Ιουδαϊσμού είναι χαρακτηριστικές της απουσίας στον Ιουδαϊσμό, της ενσάρκωσης και της σταυρικής θυσίας του Υιού του Θεού.

Ο νέο-δαρβινιστής βιολόγος και ηθολόγος Lyall Watson, στο έργο του Σκοτεινή φύση θέτει μια άλλη διάσταση του κακού, εντοπίζοντάς το στην όλη φύση, όπου η εμπειρία παρέχει πλήθος παραδειγμάτων. Αποδεχόμενος ότι η φύση είναι αήθης, καθώς και την «εγωιστική» λειτουργία των γονιδίων, επισημαίνει ωστόσο ότι αυτό δεν ισχύει για τους οργανισμούς, συνεπώς δεν μπορεί να θεμελιωθεί μια υπόθεση που υπάγει τη βία και την επιθετικότητα σε ενιαίο πρότυπο συμπεριφοράς. Η πολιτισμική εξέλιξη και πολυπλοκότητα του ανθρώπινου οργανισμού τον έχει σε μεγάλο βαθμό απελευθερώσει από τον αυστηρό γενετικό έλεγχο, έτσι ώστε έχει αναπτύξει συνειδητές αντιστάσεις στον «εγωιστικό» ντετερμινισμό των γονιδίων και να καλλιεργήσει αλτρουϊσμό και αγάπη. Ο Τσινικόπουλος, επιδέξια συνδυάζει τη σκέψη του Watson με τις θέσεις του νευροβιολόγου Gerlad Hüther, σύμφωνα με τον οποίον, αναπτύσσεται μια βιολογία της αγάπης, καθώς ο κοσμο-συντονισμός και όχι ο ανταγωνισμός αναδεικνύεται ως η κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη των μορφών ζωής.

Για τον ορθόδοξο θεολόγο Χρήστο Γιανναρά, το κακό είναι υπαρκτική επιλογή του ανθρώπου. Αποτελεί αρνητική απάντηση του ανθρώπου στην «καθ’ομοίωσιν» κλήση, δηλαδή στην κλήση να υπερβεί τους περιορισμούς της κτιστής φύσης και να ομοιωθεί με τον άκτιστο Θεό. Κατά τον Γιανναρά, υπάρχει ερμηνευτικό κενό στην ίδια τη Βίβλο όσον αφορά την προέλευση του κακού εντός ενός κόσμου ο οποίος είναι «καλός λίαν». Εξ’ού και ο τίτλος του βιβλίου του συγχρόνου μας θεολόγου: Το αίνιγμα του κακού. Ο συγγραφέας με σεβασμό στην προσφορά του Γιανναρά, διατηρεί κριτικές αποστάσεις από τη θεώρηση του τελευταίου, επισημαίνοντας προσφυώς ότι αν το ζήτημα είναι η ελευθερία μας από την κτιστότητα, τότε πώς μπορούμε να πιστεύουμε συγχρόνως ότι η κτίση είναι «καλή λίαν»; Εδώ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και η συνεισφορά του π. Νικολάου Λουδοβίκου, ο οποίος, σε ρήξη με την Αυγουστίνεια παράδοση της ανυπέρβλητης ενοχής, επισημαίνει ότι η πηγή του κακού είναι το μηδέν που προηγείται της δημιουργίας και ότι σωτηρία του ανθρώπου δεν έχει σχέση με καμία «έκσταση» από τη φύση του, αλλά με την δεξίωση των άκτιστων ενεργειών, ικανότητα που ενυπάρχει στη φύση του, η οποία είναι εσχατολογικά «καλή λίαν».

Ο Θάνος Λίποβατς προσφέρει μια απαιτητική προσέγγιση του θέματος, όπου αξιοποιείται η βαθιά γνώση του στην ψυχανάλυση, την φιλοσοφία και την θεολογία. Ο Λίποβατς αντιλαμβάνεται ως όρια της ελευθερίας του ανθρώπου τον θάνατο και την εντολή του άπειρου Άλλου. Η παραβίαση των ορίων, στην προσπάθεια μιας βιαστική αυτοθέωσης είναι ακριβώς το κακό. Αυτό που ακολουθεί όμως δεν είναι κάποια τιμωρία ενός εκδικητικού Θεού, αλλά απλώς η συνέπεια της άρνησης του ανθρώπου να αποδεχθεί το όριό του. Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται η πρωταρχική για το πράττειν σημασία της επιθυμίας και της θέλησης έναντι της γνώσης και της βούλησης. Η «κληρονομικότητα» του προπατορικού αμαρτήματος δεν είναι παρά η παγίωση της δομής θέλησης/επιθυμίας στη σχέση με τον Θεό. Μια στάση εκδίωξης του Θεού, στην οποία ο Θεός ανταπαντά όχι με την ισχύ του, αλλά με την άκρα ταπείνωση Του στον σταυρό.

Μέσα από αυτήν την κριτική περιδιάβαση στη σκέψη δεκατεσσάρων ανθρώπων του πνεύματος για το πρόβλημα του κακού, ο συγγραφέας μας δωρίζει μια πολύ καλή εισαγωγή στη μελέτη του δύσβατου αυτού μυστηρίου. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου αναγνωρίζει ο αναγνώστης την αγωνία του συγγραφέα, τον μόχθο και το δέος ενώπιον του προβλήματος του κακού. Πρόκειται άλλωστε για θέμα που δεν προσφέρεται σε ακαδημαϊκές, αποστειρωμένες αποστασιοποιήσεις. Παραφράζοντας τον Nietzsche, όποιος κοιτάζει μέσα το κακό, το κακό επίσης κοιτάζει μέσα του. Είναι το βίωμα αυτό που ωθεί τους μελετητές του κακού όλο και πιο βαθιά σε αυτό το μυστήριο της ανθρώπινης συνθήκης. Είναι φανερό για όποιον ανοίξει το βιβλίο αυτό, ότι δεν του λείπει ούτε η γνώση ούτε η γνήσια υπαρξιακή διερώτηση. Αυτά τα δυο το καθιστούν έναν πολύ καλό οδηγό μελέτης του μεγάλου ζητήματος με το οποίο καταπιάνεται.

Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω ότι, ο συγγραφέας πλαισιώνει το πόνημά του με πρόλογο και επιλογικές σκέψεις, όπου συνάγει τα συμπεράσματά του από την δύσβατη αυτή προσέγγιση στο μυστήριο του κακού, καθώς και ότι, το βιβλίο συμπληρώνουν οι ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για την ανθρωπολογία του κακού, του Καθηγητή της Φιλοσοφίας Α.Π.Θ. Σωκράτη Χ. Δεληβογιατζή και το επίμετρο του Δρ της Θεολογίας Αναστάσιου Γ. Μαρά.

Διονύσης Γ. Δρόσος
Καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας. Τμήμα Πολιτικών Επιστημών,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Συναφείς αναρτήσεις