Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ ζῇδέ ἐν ἐμοί Χριστός
Απόστολος Παύλος, προς Γαλάτας 2:20
Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ
Απόστολος Παύλος, Α ́ προς Κορινθίους 11:1
Xριστιανισμός ή παυλιανισμός, ή αλλιώς, Ιησούς ή Παύλος, ήταν το κυρίαρχο ερώτημα που απασχόλησε κατά τον 19ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, τους βιβλι-κούς κριτικούς και τους προτεστάντες κυρίως θεολόγους, καθώς υπερτονίστηκε η θεολογία του Παύλου περί δικαιοσύνης του Θεού, περί ελευθερίας και πίστης, το λυτρωτικό του έργο σε σχέση με την αμαρτία, κ.λπ. Διαπιστώθηκε τότε,το διαφορετικό πλαίσιο κηρύγματος του Παύλου απ’ αυτό του Ιησού της Γαλιλαίας που έδινε έμφαση στην πατρότητα του Θεού, τη βασιλεία των ουρανών, την αγάπη στον πλησίον και την έλευση του Υιού του ανθρώπου.
Θεωρήθηκε, έτσι, ο απόστολος Παύλος, ο δεύτερος ιδρυτής του χριστιανισμού, και από μερικούς, ο κατ’ εξοχήν ιδρυτής του. Κάποιοι άλλοι προχώρησαν ένα βήμα περισσότερο. Υποστήριξαν ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο Παύλος υπήρξε διαστρεβλωτής του μηνύματος του Ευαγγελίου του Ιησού, εισάγοντας δικές του ελληνικές καινοτόμους διδασκαλίες. Μεταξύ των οποίων και ο λεγόμενος μισογυνισμός του…
Το θέμα Ιησούς ή Παύλος, κόπασε κάπως στα μέσα του 20ού αιώνα. Αλλά ο απόηχος των αρχικών συζητήσεων συνεχίστηκε και συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας από μερικούς που τους αρέσει να ανακυκλώνουν τα θέματα και να τα ξεφουρνίζουν σαν άρτι ανακαλυφθείσες αλήθειες και θεωρίες. Ένας σύγχρονος θιασώτης της θεωρίας είναι ο Ιουδαίος λόγιος Hyam Maccoby με το βιβλίο του, Ο μυθοποιός: Ο Παύλος και η επινόηση της χριστιανοσύνης (The Mythmaker: Paul and Invention of Christianity). Νύξεις για διάσταση μεταξύ Ιησού και Παύλου κάνει και ο Géza Vermès.
Τι ήταν εκείνο που πυροδότησε αυτές τις συζητήσεις που ο Γερμανός W. Wrede έδωσε επιγραμματικά στο βιβλίο του Παύλος (1904); Μίλησα προηγουμένως για τη διαφορά πλαισίου που κινήθηκε ο Ιησούς απ’ αυτό που κινήθηκε ο Παύλος. Ο Ιησούς κήρυττε σε παλαιστινιακό έδαφος, με απλό τρόπο, προφητικό-ποιητικό, δίνοντας έμφαση στις βασικές διδασκαλίες Tου, με τη χρήση παραβολών κυρίως, και μικρών αποφθεγμάτων. Απ’ την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα των νέων Eκκλησιών που ιδρύθηκαν σε έδαφος εξω-ιουδαϊκό, πρώην παγανιστικό, είκοσι χρόνια και πλέον μετά τον θάνατο του Ιησού της Ναζαρέτ. Το ερώτημα είναι, πώς αντιμετωπίζει ο Παύλος αυτά τα προβλήματα και με ποιες αρχές, οδηγίες και αντι λήψεις προτείνει την επίλυσή τους. Στηρίζεται στη διδασκαλία του Ιησού και των πρώτων Αποστόλων, ή εισάγει «καινά δαιμόνια», δικές του διδασκαλίες, προερχόμενες από παγανιστικές, αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές σχολές; Το ερώτημα επιτείνεται, διότι τα Ευαγγέλια θεωρούνται γενικά ότι γράφτηκαν πολύ αργότερα από τις επιστολές του Παύλου που προηγούνται (50-64 μ.Χ.), όποιες θεωρούνται βέβαια γνήσιες, γιατί τίθεται και αυτό το θέμα... από κάποιους αρνητικούς κριτικούς που δεν έχουν αφήσει τίποτα όρθιο.
Οι οπαδοί της άποψης ότι ο Παύλος είναι ο αληθινός ιδρυτής του χριστιανισμού, υπερτονίζουν τη διδασκαλία του περί λυτρωτικής θυσίας, θανάτου και ανάστασης του Ιησού κυρίως, που κατά την άποψή τους είναι καθαρά παύλειας επίνοιας, και η οποία προήλθε μάλλον από τις μυστηριακές θρησκείες ενός θνήσκοντος και επανερχόμενου στη ζωή θεού κατά τον τύπο του Άδωνι, του Όσιρι κ.λπ. Καθώς και σε μερικές άλλες (όπως η θεία προΰπαρξη του Ιησού) που χρήζουν διευκρινίσεως.
Ωστόσο, η συστηματική έρευνα απέδειξε κάτι που δεν διαφαίνεται εύκολα με την πρώτη ματιά. Κατέδειξε ότι, παρά τις κάποιες διαφοροποιήσεις που υπήρξαν αναγκαίες λόγω των διαφορετικών αναγκών των νεοφανών Εκκλησιών, οι ομοιότητες μεταξύ των διδασκαλιών του Ιησού και του Παύλου ήταν πολύ μεγαλύτερες και ουσιώδεις, από τις επουσιώδεις διαφορές, ώστε να μην μπορεί να τεθεί διλημματικά το ως άνω ερώτημα, αλλά σωρευτικά, ως Ιησούς και Παύλος.
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πουθενά ο απόστολος Παύλος, σε καμία επιστολή του, δεν ισχυρίζεται ότι αυτός ιδρύει τις Εκκλησίες με δική του δύναμη και πρωτοβουλία και με δικές του αρχές και ιδέες. Παντού και πάντοτε τονίζει ότι είναι «απόστολος του Χριστού» ή «δούλος Χριστού Ιησού». Μ’ αυτές τις εκφράσεις ξεκινάει σχεδόν όλες τις επιστολές του. Τονίζει ότι οι χριστιανοί πρέπει να γίνουν μιμητές του, όπως ο ίδιος υπήρξε μιμητής Ιησού Χριστού (Α ́ Κορ. 11:1) και ότι οι διδαχές του προ έρχονται απ’ Αυτόν (Γαλ. 1:11, 12). Επί λέξει: «Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον∙ οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλά δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ακόμα και τα θαύματά του, τα διενεργούσε εξ ονόματος του Ιησού και με τη δική Του δύναμη (Πραξ. 16:18).
Δεύτερο και σπουδαιότερο. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο ίδιος είχε ανάγκη από σωτηρία, από τη σωτηρία του Ιησού Χριστού και το έλεός Του, όπως αναφέρει στη Β ́ Κορ. 4:1, Γαλ. 1:15, 16, Α ́ Τιμ. 1:15 και αλλού. Πουθενά, λοιπόν, δεν προβάλλει τον εαυτό του ο απόστολος Παύλος ως ιδρυτή νέας θρησκείας. Δίνει έμφαση στο ότι ο ίδιος είναι ταπεινός μαθητής-απόστολος, ο οποίος σε πολλές περι πτώσεις δεν ξέρει και δίνει γνώμη ως ελεημένος από τον Θεό. Σε αντίθεση με τον Ιησού, ο Οποίος ξέρει ποιος είναι, έχει αυτοσυνειδησία της μεσσιανικότητάς Του, και ποτέ δεν χρησιμοποίησε τις εκφράσεις, νομίζω, δεν ξέρω, η γνώμη μου είναι, αλλά πάντα μιλούσε μετά απολύτου βεβαιότητας και πεποιθήσεως (Πρβλ. Α ́ Κορ. 7:25-28 με Ματθ. 24:34-35 και Ιωάν. 14:6).
Αν έρθουμε, τώρα, και συγκρίνουμε τις διδασκαλίες του Ιησού μ’ αυτές του αποστόλου Παύλου, βλέπουμε απόλυτη αρμονία, ομοιότητα και ταύτιση. Ας δούμε μερικές.
Και οι δύο, Ιησούς και Παύλος, τονίζουν ότι ο Θεός είναι πατέρας των ανθρώπων και ιδιαίτερα των πιστών (Ματθ. 6:9, Μάρκ. 14:36, Ρωμ. 8:14).
Ο Ιησούς μίλησε για τη βασιλεία του Θεού (ή των ουρανών κατά την εβραϊκή έκφραση) που ήταν ο κεντρικός άξονας της διδασκαλίας Του, εννοώντας τον ίδιο ως αυτο βασιλεία και τον πυρήνα της Εκκλησίας-βασιλείας Του. Ο Παύλος μιλάει επίσης για τη βασιλεία του Θεού, αλλά κυρίως, για τον Χριστό ως βασιλιά, ένδοξο και μελλοντικό.
Και οι δύο έδωσαν έμφαση στη συγχωρητικότητα. Ο Ιησούς μάς δίδαξε τη συγχώρεση («ἄφες ἡμῖν τά ὠφελήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν»). Συγχώρησε την πόρνη και τη μοιχαλίδα, και άλλους επί του σταυρού. Ο απόστολος Παύλος λέει στην Κολ. 3:13: «Να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο καθώς και ο Χριστός σάς συγχώρεσε». Το ίδιο έγραψε και σ’ άλλες επιστολές, όπως Εφ. 4:32, κ.λπ.
Και οι δύο μίλησαν για τη σχετικότητα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ιησούς τόνισε ότι ο νόμος θα «πληρώνονταν» μέσω αυτού, «ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία» δεν θα έπεφτε, αλλά κατέδειξε ότι ο ίδιος ως Υιός του ανθρώπου ήταν κύριος του Σαββάτου, και ότι «ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν». Ο Παύλος τόνισε ότι το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός και ότι «πλήρωσις» (εκπλήρωση) του νόμου είναι η αγάπη. Η νέα διαθήκη τερ ματίζει την παλαιά διαθήκη του νόμου, παραμένουν ωστόσο οι βασικές, ηθικές αρχές, ενσωματωμένες μέσα στην Καινή Διαθήκη (Ρωμ. 13:8-10).
Χριστός και Παύλος μίλησαν για την αξία της πίστης έναντι της απλής γνώσης. «Πιστεύετε εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἐμέ πιστεύετε» είπε ο Ιησούς. «Ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». «Χωρίς πίστη είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κάποιος τον Θεό», λέει ο Παύλος. Πίστις, ελπίς, αγάπη είναι τα σπουδαιότερα κατά τον κορυφαίο Απόστολο. «Ὁ δίκαιος ζήσεται ἐκ πίστεως», γράφει αλλού.
Και οι δύο μίλησαν και δίδαξαν για το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός μίλησε για έναν άλλο παράκλητο που θα αποστέλλονταν και θα τους αποκάλυπτε «πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Ο Παύλος κατέδειξε την ύπαρξη και λειτουργία του Αγίου Πνεύματος μέσα στα μέλη της Εκκλησίας μέσω των ποικίλων χαρισμάτων και ενεργειών του Αγίου Πνεύματος και της καρποφορίας του (Ιωάν. 14:26· Α ́ Κορ. 12:1 επ.· Γαλ. 5:22).
Και οι δύο μίλησαν επίσης, για την προΰπαρξη του Ιησού, πριν γίνει άνθρωπος. Ο Παύλος είπε ότι ο Ιησούς «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων». Ο Ιησούς είπε, «δόξασέ με πάτερ με τη δόξαν που είχα μαζί σου, προτού τον κόσμον είναι» και, «πρίν ὁ Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί». Το ίδιο λέγουν και υπονοούν και οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές, στα Ευαγγέλιά τους.
Και οι δύο, Ιησούς και Παύλος, μίλησαν για την ερχό μενη μέλλουσα ένδοξη παρουσία του Χριστού και την κρίση. Ο Ιησούς μίλησε σε πολλές περιπτώσεις για την έλευση του Υιού του ανθρώπου στη γη, με δόξα και δύναμη και την ολοκλήρωση του σκοπού του Θεού, μέσω της κρίσεως πιστών και ασεβών (προβάτων και εριφίων). Το ίδιο κάνει και ο Παύλος με διαφορετική ίσως φρασεολογία, την ίδια όμως διδασκαλία (Ματθ. 25:1 επ.· Α ́ Θεσσ. 4:15· Β ́ Θεσσ. 1:4 επ.· Β ́ Κορ. 5:10). Ο Παύλος επεκτείνει έτσι την αρχική διδαχή του Ιησού και την εμπλουτίζει.
Τέλος, και οι δύο μίλησαν για την αξία της αγάπης. Ο Ιησούς μίλησε για την αγάπη προς τον Θεό εξ όλης της διάνοιας, της καρδιάς, ψυχής και δυνάμεως, και προς τον πλησίον, δι ευρύνοντας την έννοια του πλησίον προς πάντα άνθρωπο (Ματθ. 22:37· Λουκ. 10:36). Αυτή η εντολή της αγάπης είναι σύνοψη του νόμου.
Ο απόστολος Παύλος μίλησε για τη φιλαδελφία, για την αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους και συνέθεσε τον περίφημο και αξεπέραστο ύμνο της αγάπης (Α ́ Κορ. 13· πρβλ. Α ́ Κορ. 8:1, 16:13, 14· Ρωμ. 8:32 επ.).
Τώρα, όσον αφορά την κύρια διδασκαλία, όπως τη θεωρούν μερικοί, του Παύλου,για ένα Θεό που πέθανε σταυρικά, για να λυτρώσει τους ανθρώπους κατά το πρότυπο των ελληνιστικών μυστηριακών θρησκειών, ξένης τάχα προς τα ιουδαϊκά πρότυπα και τη διδασκαλία του Χριστού, καλά θα κάνουν να προσέξουν ότι για τη λυτρωτική θυσία Του μίλησε ο ίδιος ο ιστορικός Ιησούς. «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. 20:28· Μάρκ. 10:45). Ο Παύλος επιτείνει τη διδασκαλία: Υπάρχει «εἷς Θεός, εἷς καί μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς, ὁ δούς ἑαυτόν ἀντίλυτρον ὑπέρ πάντων» (Α ́ Τιμ. 2:5-6).
Αλλά και οι άλλοι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης αποδέχονται τον λυτρωτικό από την αμαρτία θάνατο του Ιησού υπέρ όλων των ανθρώπων – όχι μόνο ο απόστολος Παύλος. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής βλέποντας τον Ιησού ερχόμενο από την έρημο, αναφώνησε: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κό σμου» (Ιωάνν. 1:29). Και ο απόστολος Πέτρος τονίζοντας την ίδια υπερβατική αλήθεια, έγραψε: «Εἰδότες ὅτι οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἤ χρυσίῳ, ἐλυτρώθητε ἐκ τῆς ματαίας ὑμῶν ἀναστροφῆς... ἀλλά τιμίῳ αἵματι, ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ» (Α ́ Πέτρ. 1:18-19). Ο μαθητής της αγάπης, ο Ιωάννης, επίσης γράφει: «Καί τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α ́ Ιωάν 1:7). Τα ίδια διαβάζουμε και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (7:14 κ.λπ.). Ανέφερα όλα αυτά τα χωρία, για να καταδείξω ότι όχι μόνο ο απόστολος Παύλος, αλλά σύμπασα η Καινή Διαθήκη υποστηρίζει την άποψη ότι ο Ιησούς, καίτοι αναμάρτητος, εσταυρώθη οικειοθελώς, όχι για να συμβάλλει στην ηθική τελείωση του ανθρώπου, ούτε για να (αυτο)τιμωρηθεί ο Ίδιος, αλλά για να πληρώσει το τίμημα της αμαρτίας (συλλογικής και ατομικής) των ανθρώπων. Το γιατί και πώς είναι μια άλλη ιστορία, που θα μας πήγαινε θεολογικά πολύ μακριά. Δεν μπορούμε να το συζητήσουμε εδώ.
Ακόμα, η διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, περί αμαρτίας και περί πνεύματος και σάρκας, δεν αφίσταται απ’ αυτά που δίδαξαν τόσο ο Ιησούς όσο και οι άλλοι Απόστολοι, αν κατανοηθούν σωστά οι παύλειοι όροι σαρξ, πνεύμα, ψυχή, σώμα (βλ. πρόχειρα, τα σχετικά λήμματα στο Λεξικό βιβλικής θεολογίας του Xavier Léon-Dufour, Αρτος Ζωής, 1980).
Δεν ήταν ο Παύλος, αλλά ο Ιησούς που είπε «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ιωάν. 8:34). Ο Παύλος έγραψε: «Χριστός Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α ́ Τιμ. 1:15), και σ’ άλλη περίπτωση (Α ́ Κορ. 15:3) ότι «παρέδωκα [στους πιστούς] ὅ καί παρέλαβον, ὅτι Χριστός ἀπέθανεν ὑπέρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατά τάς γραφάς». Επικαλείται τη ζωντανή παράδοση-μαρτυρία που παρέλαβε από τους άλλους μαθητές και δεύτερον τις Γραφές, δηλαδή την Παλαιά Διαθήκη. Πράγματι, η προφητεία του Ησ. 53:7 επ. αναφέρει καθαρά ότι ο Μεσσίας θα θυσιαζόταν υπέρ των αμαρτιών του λαού Του. Η τελευταία περίπτωση έχει ιδιαίτερη σημασία. Γιατί ο Παύλος, εκτός από την ιδιαίτερη αποκάλυψη που ισχυρίζεται ότι έλαβε για κάποιες αλήθειες, από τον ίδιο τον Θεό (Γαλ. 2:2· Β ́ Κορ. 12:1), υποστηρίζει ότι πηγή των πληροφοριών του σε άλλες περιπτώ σεις ήταν ο Κύριος (ο Χριστός), μέσω των πρώτων μαθητών, μέσω δηλαδή της πρώτης παράδοσης-κηρύγματος των Αποστόλων. Υπάρχουν σαφείς εκφράσεις και αναφορές του σ’ αυτό, όπως: «Παραγγέλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ’ ὁ Κύριος» και «ο Κύριος διέταξε» (Α ́ Κορ. 7:10, 9:14). Και ακόμη: «Τοῦτο ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου», και από «Κυρίου παρέλαβα αυτό που σας παρέδωσα» κ.λπ. Σαφώς, ο Παύλος πολλές πληροφορίες του έλαβε από την πρωτοχριστιανική Εκκλησία των αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων.
Αλλά εκτός από αυτές τις δηλώσεις του Παύλου, υπάρχουν δεκάδες υπαινιγμοί μέσα στις επιστολές του, απ’ όπου φαίνεται καθαρά η επίδραση της διδασκαλίας του από τη διδαχή του Ιησού Χρι στού μέσω των πρώτων αποστόλων, σε θέματα ελευθερίας, χάριτος, δόξας παρά ανθρώπων, αποκοπής από την Εκκλησία (πρβλ. Β ́ Θεσσ. 3:6 με Ματθ. 18:7) κ.ά.
Ο Παύλος, βέβαια, ήταν ελληνιστής, από την Ταρσό της Κιλικίας, δηλαδή χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα και τις ελληνικές εκφράσεις στο κήρυγμά του, όπως και οι άλλοι ελληνικής καταγωγής χριστιανοί. Και τον συνόδευαν ελληνιστές στα ιεραποστολικά του ταξίδια (Βαρνάβας, Λουκάς, Σίλας, Τιμόθεος κ.λπ.).
Με αυτή την προϋπόθεση μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο απόστολος Παύλος σε ορισμένες περιπτώσεις, διαφοροποιείται φραστικά από τους Ευαγγελιστές και από τον ιουδαϊκό περίγυρο. Χρησιμοποιεί εκφράσεις που βρίσκονται στην εξωβιβλική γραμματεία και στη γνωστική φρασεολογία (π.χ. «μυστήριον τῆς εὐσεβείας», «ψευδώνυμος γνῶσις», «πλήρωμα», κ.ά.). Αλλά στηρίζεται στην από Κυρίου παράδοση «ό,τι από την Εκκλησία παρέδωσε-παρέλαβε», και παραγγέλλει τους πάντας να ορθοποδούν στο ευαγγέλιο και να τηρούν το «υπόδειγμα των υγιαινόντων λόγων» που τους άφησε. Ο Παύλος είναι απόστολος του Χριστού. Γι’ αυτό, όσο με γάλος και να θεωρηθεί αυτός και το έργο του, χωρίς τον Χριστό και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος όπως ομολογεί ο ίδιος, δεν θα έκανε τίποτα. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλ. 4:13).
Αλλωστε, καθ’ ομολογίαν του οικοδομεί πάνω στο αρχικό θεμέλιο, πάνω στον Χριστό (Α ́ Κορ. 3:11) όχι στον εαυτό του ή σε διδασκαλίες και παραδόσεις ποικίλες και ξένες.
Το ερώτημα, λοιπόν, χριστιανισμός ή παυλιανισμός σήμερα φαίνεται χλωμό και άκαιρο, αφού μπορεί να καταδειχθεί ότι όλες οι βασικές διδασκαλίες του Παύλου βρίσκονται εν σπέρματι μέσα στη διδασκαλία του Ιησού της Γαλιλαίας. Αλλωστε, αν ο Παύλος δίδασκε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτά που δίδαξε ο Ιησούς και οι πρώτοι Απόστολοί Του (Πέτρος, Ιωάννης, Ιάκωβος κ.λπ.) τούτο θα φαινόταν με μια απλή αντιπαραβολή των επιστολών του με τις επιστολές και τις διδασκαλίες εκείνων. Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται. Ο Παύλος δεν αντιφάσκει, ούτε ετεροφωνεί με τους παραπάνω κορυφαίους μαθητές του Ιησού. Κι απ’ αυτό συνάγεται σαφώς ότι ο Παύλος είναι μαθητής, δούλος Ιησού Χρι-στού, ακόλουθός Του. Ο ίδιος έγραψε στην επιστολή προς Γαλάτας (1:8) ότι «αν εμείς ή άλλος σας κηρύξει άλλο ευαγγέλιο απ’ αυτό που σας κηρύξαμε», ας είναι ανάθεμα. Και τι κήρυξε ο Παύλος; Εκήρυξε «Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον» και εκ νεκρών αναστάντα (Α ́ Κορ. 2:2, κεφ. 15).
Ο Παύλος, λοιπόν, πάντα κήρυττε τον Ιησού και διέδιδε τη διδασκαλία Του, και συνεπώς, το επιμύθιο πρέπει να είναι όχι διαζευκτικό αλλά σωρευτικό: Ιησούς και Παύλος· ο οποίος Παύλος διέδωσε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και με τους συντρόφους του τον χριστιανισμό στη λεκάνη της Μεσογείου. Αυτά εξάγονται σαφώς από τις ιστορικές πηγές. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί είναι θεωρίες, εικασίες και εικοτολογίες ανιστόρητες και φληναφήματα φαντασιοκόπων.
Για όποιους θέλουν να εμβαθύνουν περισσότερο πάνω στο θέμα, υπάρχει άφθονη βιβλιογραφία. Και ανάμεσά τους ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος βιβλίο. Το Paul, Follower of Jesus or founder of Christianity?, του David Wenham. Το συστήνω ανεπιφύλακτα.