Το όνομα Φλάβιος Ιώσηπος και, πολύ περισσότερο το εβραϊκό όνομα Ιωσήφ Μπεν Ματθίας (37-100 μ.Χ.), ίσως να μη λέει και πολλά για το σύγχρονο νεοέλληνα αναγνώστη. Είναι γνωστό, όμως, στους ερευνητές της ιστορίας των πρωτοχριστιανικών χρόνων, στα έργα του οποίου συχνά προστρέχουν για να αρυσθούν πληροφορίες για την γεωγραφία και ιδίως για την κοινωνικο-πολιτική και θρησκευτική ζωή και κατάσταση, που επικρατούσε στην Παλαιστίνη υπό την ρωμαϊκή κυριαρχία, τον 1ο π.Χ. και τον 1ο μ.Χ. αιώνα, τότε, που γίνονταν πολλές ζυμώσεις στην εύφλεκτη εκείνη περιοχή, μια περιοχή που γέννησε επαναστάσεις, πραξικοπήματα, πολέμους, αιματοχυσίες και καταστροφές, με αποκορύφωμα την πλήρη καταστροφή της ένδοξης ιερής πόλης, της Ιερουσαλήμ και του ναού της, το 70 μ.Χ. από τους Ρωμαίους.
Ποιος ήταν όμως, ο Ιωσήφ Μπεν Ματθίας, που σε κάποια φάση της ζωής του, μετωνομάσθηκε Φλάβιος Ιώσηπος; Τι χαρακτήρας ήταν; Γιατί ασχολήθηκε με την ιστοριογραφία και ποια έργα μας άφησε; Γιατί ενδιαφέρουν τους ιστορικούς τα έργα του σήμερα, και πόσο αξιόπιστος μπορεί να είναι; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που εγείρονται στη διάνοια του σύγχρονου αναγνώστη των βιβλίων του, μια και ο Ιώσηπος παραμένει μια αμφιλεγόμενη πολυσχιδής προσωπικότητα λόγω του πολυτάραχου βίου και του χαρακτήρα του. Αν θα ήθελε κανείς να τον σκιαγραφήσει, θα ΄λεγε ότι υπήρξε ιερέας Ιουδαίος αριστοκράτης (πρώην Εσσαίος), Φαρισαίος, στρατηγός, διπλωμάτης, διερμηνέας, απολογητής του Ιουδαϊσμού και ιστορικός συγγραφέας.
Ο πολυτάραχος βιος του Ιωσήπου
Ο Ιωσήφ Μπεν Ματθίας γεννήθηκε το 37 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, από πατέρα που ανήκε στην Ιερατική οικογένεια. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η μητέρα του ήταν απόγονος του Ασμοναίου, αρχιερέα Ιωνάθαν. Ήταν πλούσιος, με αριστοκρατική καταγωγή και είχε οικογενειακούς δεσμούς με την αριστοκρατική αίρεση των Σαδδουκαίων, αλλά ταυτόχρονα, ήταν ένα ανήσυχο και φλεγόμενο πνεύμα. Σε ηλικία 16 ετών, άρχισε τη συστηματική μελέτη του Μωσαϊκού νόμου και να αναλύει τις τρεις βασικές αιρέσεις του Ιουδαϊσμού της εποχής του: τους Φαρισαίους, τους Σαδδουκαίους και τους Εσσαίους. Η πολυμάθειά του επέσυρε την προσοχή αρχιερέων και Φαρισαίων που τον συμβουλεύονταν σε ζητήματα του Νόμου.
Για ένα διάστημα προσελκύστηκε από τη ζωή και τις διδασκαλίες των Εσσαίων και γι΄αυτό αποφάσισε να ζήσει τρία χρόνια κοντά σ΄έναν ερημίτη-μοναχό, ονόματι Βάννους. Σε ηλικία 19 ετών όμως, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και προσχώρησε στην αίρεση των Φαρισαίων, στο δημοφιλέστερο λαϊκό κόμμα, αν και στα συγγράμματά του, φαίνεται να υιοθετεί κριτική στάση απέναντι τους σε αρκετές περιπτώσεις.
Το 69 μ.Χ., σε ηλικία 26 ετών πήγε στη Ρώμη ως μεσολαβητής κάποιων Ιουδαίων ιερέων για να τύχουν καλής μεταχείρισης από το Νέρωνα, κατηγορούμενοι από τον Ρωμαίο προκουράτορα Φήλικα για ‘μικρές’ και ‘ευτελείς’ κατηγορίες. Παρόλο που το πλοίο του ναυάγησε, αυτός και άλλοι 79 διασώθηκαν από τους 600 επιβάτες του πλοίου. Κατά την επίσκεψή του στη Ρώμη, κάποιος ηθοποιός τον σύστησε στην περιβόητη αυτοκράτειρα γυναίκα του Νέρωνα, την Ποππαΐα, η οποία με την επιρροή της συνετέλεσε στην απαλλαγή των Ιουδαίων Ιερέων. Στην διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη, ο Ιωσήφ Μπεν Ματθίας εντυπωσιάστηκε πολύ από την κουλτούρα, το μεγαλείο, την στρατιωτική ισχύ και την αίγλη της «αιώνιας πόλης», γεγονός που αργότερα επέδρασε στην νοοτροπία του.
Επιστρέφοντας στην Ιουδαία, διαπίστωσε ότι η χώρα κυριολεκτικά έβραζε και κυριαρχούνταν από ριζοσπαστικά, επαναστατικά στοιχεία. Η ιδέα της εξέγερσης –επανάστασης εναντίον της Ρώμης είχε σφηνωθεί για τα καλά στο κεφάλι πολλών θερμοκέφαλων Ζηλωτών. Ο Ιώσηπος προσπάθησε να τους λογικέψει και να τους μεταπείσει δείχνοντας το ανώφελο και τη ματαιότητα του πολέμου εναντίον της πανίσχυρης Ρώμης. Του κάκου! Οι επαναστάτες φαίνονταν αποφασισμένοι και, παρά τις ελπίδες του Ιώσηπου ότι ο Ανθύπατος της Συρίας Κέστιος Γάλλος, θα συνέτριβε την επανάσταση, συνέβη το αντίθετο: οι λεγεώνες του Γάλλου συνετρίβησαν από τους επαναστάτες, και κατά έναν περίεργο τρόπο, ενώ είχαν φτάσει στα τείχη της Ιερουσαλήμ και ετοιμάζονταν για γενική επίθεση, «το τείχος υπέσυρον του ιερού την πύλην υποπιμπράναι παρεσκευάζοντο», έλυσαν ξαφνικά την πολιορκία και απεχώρησαν. Ο ίδιος ο Ιώσηπος αναφέρει τα εξής: Συνέβη τότε, ώστε ο Κέστιος να μην γνωρίζει τίποτε ούτε για την απόγνωση των πολιορκουμένων, ούτε για το φιλικό φρόνημα του λαού και, «εξαίφνης ανεκάλεσεν τους στρατιώτας και καταγνούς επ’ουδεμία πληγή των ελπίδων παραλογώτατα από της πόλεως ανέζευξεν». Λόγω δε της απροσδόκητης αυτής τροπής «αναθαρρήσαντες οι λησταί κατά των υστάτων επεξέδραμον και συχνούς των ιππέων και πεζών διέφθειραν...» (Περί Ιουδ.πολ. βιβλίο Β΄ 19§7).
Ο Ιώσηπος ευρισκόμενος σε συμπληγάδες, για να μη δυσαρεστήσει τους συμπατριώτας του στην επανάσταση αυτή (66 μ.Χ.), δέχθηκε να γίνει στρατιωτικός διοικητής των Ιουδαίων στη Γαλιλαία, ελπίζοντας ότι θα ήταν σε θέση να διαπραγματευθεί με τους Ρωμαίους καλύτερα, ως γνώστης των Ρωμαϊκών εθίμων. Στη Γαλιλαία ασχολήθηκε με την οργάνωση των τοπικών δυνάμεων κατά τα πρότυπα των Ρωμαίων και την οχύρωση των πόλεών της, έχοντας όμως στο κεφάλι του και τις αντιδράσεις των Ζηλωτών της περιοχής. Ωστόσο, νέες στεναχώριες εκεί τον περίμεναν. Ο μεγαλύτερος εχθρός του ήταν ο εκ Γισχάλων Ιωάννης, ακραίος επαναστάτης, τον οποίο ο Ιώσηπος σκιαγραφεί με μελανά χρώματα. Η Τιβεριάδα τον εκδίωξε στασιάζοντας κατά της εξουσίας του. Ο Ιώσηπος χρησιμοποίησε με πανουργία, 230 πλοία στη θάλασσα της Γαλιλαίας, μόνο με μερικούς άντρες, και τελικά, τρομοκρατώντας τους αντιδραστικούς Ιουδαίους κατάφερε να παραμείνει στρατιωτικός διοικητής τους. Ωστόσο, ο Ρωμαίος στρατηγός Βεσπασιανός για να εκδικηθεί την ταπείνωση του Κέστιου Γάλλου, το επόμενο έτος, το 67 μ.Χ., εισέβαλε στη Γαλιλαία με 60.000 στρατιώτες και, αφού ο Ιώσηπος εγκαταλείφθηκε από το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του κατάφερε να τον εγκλωβίσει σε μια μικρή ορεινή πόλη, τα Ιοτάπατα. Μετά από πολιορκία 47 ημερών, η πόλη έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων και ο Ιώσηπος αιχμάλωτος οδηγήθηκε ενώπιον του Βεσπασιανού. Προηγήθηκε, όμως, ένα αξιοσημείωτο περιστατικό που αποκαλύπτει την πανουργία του Ιουδαίου ιστορικού. Ενώ τα Ιοτάπατα έπεσαν στους Ρωμαίους, ο Ιώσηπος και 40 άλλα άτομα κρύφτηκαν σε μία σπηλιά. Όταν τους εντόπισαν οι Ρωμαίοι διεμήνυσαν στον Ιουδαίο διοικητή ότι θα γλίτωνε, αν παραδινόταν. Ενώ οι άντρες του είχαν αποφασίσει να μην παραδοθούν αλλά να αυτοκτονήσουν, ο Ιώσηπος προφασιζόμενος ότι συμφωνεί, πρότεινε να ρίξουν κλήρο για να καθορίσουν τη σειρά με την οποία ο ένας θα σκότωνε τον άλλο, εξαπατώντας τους, γιατί τελικά, μόνο αυτός και ένας άλλος Ιουδαίος έμειναν, ώσπου ο Ιώσηπος έπεισε τον τελευταίο να παραδοθούν στους Ρωμαίους. Αιχμάλωτος πλέον ο Ιώσηπος όταν φέρθηκε ενώπιον του Βεσπασιανού, δεν έπαυε να τον κολακεύει και, ποντάροντας στη δεισιδαιμονία του, ισχυρίσθηκε ότι ο ίδιος ήταν κατά κάποιο τρόπο προφήτης και ότι ο Βεσπασιανός επρόκειτο να γίνει αυτοκράτωρ. Υποστηρίζεται ότι ο Ιώσηπος σαν καλός γνώστης των Εβραϊκών Γραφών, στηρίχτηκε στην προφητεία του Δανιήλ που μιλούσε μεταξύ άλλων (κεφ. 9, εδ. 26), για έναν ηγούμενο, που με το στρατιωτικό λαό του θα κατέλυε την Ιερουσαλήμ και αυτός θα ήταν αυτοκράτωρ. Όπως και να είχε, ο Βεσπασιανός εντυπωσιάστηκε από την πρόρρηση αυτή, και αντί να στείλει τον Ιώσηπο στον Νέρωνα όπως αρχικά σχεδίαζε, τον κράτησε υπό επιτήρηση για να δει τι θα συνέβαινε. Το έτος 69 μ.Χ., ο Βεσπασιανός πράγματι, ανακηρύχθηκε από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες αυτοκράτωρ, και αυτός τότε θυμήθηκε τον Ιώσηπο και την προφητεία του. Αυτό είχε σαν συνέπεια ο Ιώσηπος να απελευθερωθεί, να περιβληθεί με τιμές, και να γίνει στενός φίλος και σύμβουλος των Φλαβίων. Από αυτούς έλαβε και το όνομα Φλάβιος, το δε Ιώσηπος, είναι μεταγραφή στην ελληνική του Εβραϊκού ονόματός του Ιωσήφ. Έτσι ο Ιωσήφ Μπεν Ματθίας πέρασε στην ιστορία ως ιστορικός, με την ονομασία που είναι πλέον γνωστός: Φλάβιος Ιώσηπος!
Αλλά οι διπλωματικές δραστηριότητες του πανούργου αυτού Ιουδαίου, δεν σταμάτησαν εκεί. Όταν ο Βεσπασιανός πήγε στη Ρώμη να αναλάβει την εξουσία ως αυτοκράτωρ, ο Ιώσηπος προσελήφθη από γιο του Βεσπεσιανού τον Τίτο ως διερμηνέας και μεσολαβητής στους Ιουδαίους, με σκοπό να τους μεταπείσει και να παραδώσουν αμαχητί την Ιερουσαλήμ. Έγινε μάλιστα και σύμβουλος του Τίτου προς το σκοπό αυτό, διακινδυνεύοντας τη ζωή του μπροστά στα τείχη της Ιερουσαλήμ, αφού καλούσε τους συμπατριώτες του να παραδοθούν. Ήταν όμως μάταιος κόπος και οι Ιουδαίοι τον θεώρησαν προδότη. Την πόλη την είχαν καταλάβει οι Ζηλωτές, οι οποίοι σκότωναν όποιον τους αντιτίθονταν. Το αποτέλεσμα ήταν η πόλη μετά από μια σχετικά σύντομη πολιορκία τεσσεράμιση μηνών να πέσει στα χέρια των Ρωμαίων, να παραδοθεί στις φλόγες, και να καεί και ο περικλεής Ναός, το καύχημα των Ιουδαίων, παρά την αντίθετη διαταγή του Τίτου! «Ο ναός ούτως άκοντος Καίσαρος εμπίπραται» (Ιουδ. Πολ. iv. §7). Η οργή των Ρωμαίων λόγω της αντιστάσεως των Ιουδαίων ήταν μεγάλη και επιδόθηκαν σε ανελέητη σφαγή μικρών και μεγάλων.
Ο Ιώσηπος, ως αυτόπτης μάρτυς, στο βιβλίο του «Περί Ιουδαϊκού πολέμου», περιγράφει με γλώσσα γλαφυρή και ρεαλιστική, τόσο την πείνα και την εξαθλίωση και την φρίκη που επικρατούσε μέσα στην Ιερουσαλήμ (που φιλοξενούσε τότε εκτός από τους κατοίκους της και πολλούς ξένους, λόγω του ότι η πολιορκία ξεκίνησε με την εορτή του Πάσχα, και ήταν εκεί χιλιάδες προσκυνητές εγκλωβισμένοι), όσο και την φρίκη και τη φοβερή σφαγή μετά την εισβολή των Ρωμαίων.
***
Ο Φλάβιος Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι το σύνολο των Ιουδαίων που πέθαναν στη διάρκεια της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ ήταν 1.100.000! Αυτός ο αριθμός εκ πρώτης όψεως φαίνεται υπερβολικός, αν τον συγκρίνει με αυτόν που δίνει ο μεταγενέστερος και μη αυτόπτης Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος που τους ανεβάζει σε 600.000 το πολύ –, αλλά ο Ιώσηπος, ήταν αυτόπτης των γεγονότων και υπολογίζει τα θύματα, με βάση τον αριθμό των σφαγιασθέντων ζώων για την εορτή του Πάσχα που, σύμφωνα με μία καταμέτρηση που είχε γίνει, ήταν 256.000 και κατά την συνήθεια τους 7-10 άτομα τρώγαν το πασχάλιο γεύμα. Προσθέτει ότι 97.000 αιχμάλωτοι πουλήθηκαν ως δούλοι στην Αίγυπτο και αλλού, μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ.
Ολόκληρη η πόλη κατεκάει, κατεδαφίσθη, και μάλιστα ανασκάφτηκε με άροτρο! Η Ιουδαία ερημώθηκε και το Σάνχεδριν μεταφέρθηκε στη Γαλιλαία με έδρα τη Σεπφωρίδα. Τον θρίαμβό του αυτό, ο Τίτος τον απεικόνισε στην περίφημη Αψίδα του, στη Ρώμη, που υπάρχει μέχρι σήμερα και δείχνει μεταξύ άλλων την μεταφορά ιερών σκευών και της εφτάφωτης Λυχνίας.
Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ ο Ιώσηπος αποφάσισε να μείνει στη Ρώμη μόνιμα. Έζησε ως Ρωμαίος πολίτης και έλαβε μια χορηγία - σύνταξη από τον Τίτο. Με την προστασία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, επιδόθηκε στη συγγραφή διάφορων ιστορικών έργων απολογητικού χαρακτήρα. Για την προσωπική του ζωή αξίζει να προσθέσουμε ότι έκανε 4 γάμους. Η τέταρτη γυναίκα του ήταν Εβραία, κληρονόμος αριστοκρατικής οικογενείας της Κρήτης, και στους 5 γιους του έδωσε Ρωμαϊκά ονόματα.
Τα έργα του Ιωσήπου
Το αρχαιότερο έργο του Ιώσηπου έχει τον τίτλο ‘Ο Ιουδαϊκός πόλεμος’ και γράφτηκε αρχικά στην αραμαϊκή γλώσσα. Γράφτηκε σε 7 βιβλία μεταξύ των ετών 75 και 79 και προς το τέλος της βασιλείας του Βεσπασιανού. Το πρωτότυπο χάθηκε, αλλά σώθηκε το ελληνικό, που γράφτηκε με προσωπική του κατεύθυνση και επιμέλεια «χρησάμενος τισι προς την Ελληνίδα φωνήν συνεργοίς» όπως λέει ο ίδιος (Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ότι κάπως έτσι γράφτηκαν και τα Ευαγγέλια). Στο έργο του αυτό, δίνει την ιστορία των Ιουδαίων από την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Αντίοχο τον Επιφανή (175π.Χ.-164), μέχρι τη σύγκρουση του 67 μ.Χ., την πολιορκία και καταστροφή της Ιερουσαλήμ, και την κατάληψη του τελευταίου φρουρίου της Μασάδα το 73 μ.Χ. από τους Ρωμαίους.
Το έργο παρόλο που φαίνεται ότι γράφτηκε για να δώσει στους Ιουδαίους και σε άλλους λαούς μια περιγραφή της δύναμης της Ρώμης, και να αποτρέψει μελλοντικές επαναστάσεις, θεωρείται σε γενικές γραμμές έγκυρο, ιδιαίτερα εκείνο το μέρος όπου ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας αυτόπτης. Ο Ιώσηπος για την αξιοπιστία του επικαλείται τον Βεσπασιανό, τον Τίτο και τον Αγρίππα Β΄ που επιβεβαίωσαν την ακρίβεια του έργου. Ο Τίτος μάλιστα «χαράξας τη εαυτού χειρί τα βιβλία δημοσιεύσαι προσέταξαν». Και οι ανασκαφές και οι έρευνες των αρχαιολόγων, ιδιαίτερα του Y. Yadin, στη Μασάδα, έχουν επίσης επικυρώσει την αξιοπιστία του. Ο Ιώσηπος είχε προφανώς πρόσοδο και στα αρχεία και τα ημερολόγια των προστατών του, Βεσπασιανού και Τίτου, επειδή αναφέρεται σε αυτά τα έγγραφα στα συγγράμματά του και σε λεπτομέρειες.
Ένα άλλο μεγάλο έργο του που το έγραψε το 97 μ.Χ. είναι η Ιουδαϊκή Αρχαιολογία δηλ. η ιστορία των Ιουδαίων σε 20 τόμους, που αρχίζει από τη Γένεση και φθάνει μέχρι την έναρξη του πολέμου με τη Ρώμη. Στην εργασία του αυτή, που δεν είναι της αυτής εγκυρότητας και αξιοπιστίας όπως ο Ιουδαϊκός πόλεμος, στηρίχτηκε κυρίως στην Παλαιά Διαθήκη και σε άλλες θύραθεν πηγές, στα πρώτα αραμαϊκά Ταγκούμ. Κάνει χρήση του κειμένου των Ο΄ και παίρνει πληροφορίες από το γραμματέα του Ηρώδη, Νικολάο εκ Δαμασκού. Γράφοντας το έργο του αυτό, είχε υπόψη του τις «Ρωμαϊκές αρχαιότητες» που έγραψε σε 20 τόμους ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ο οποίος έζησε έναν αιώνα πιο μπροστά, κι είχε στόχο του, να καταδείξει τόσο την αρχαιότητα όσο και τις ηθικές αρχές του Ιουδαϊκού έθνους.
Ένα άλλο έργο του είναι ο «Βίος». Είναι μια αυτοβιογραφία (μάλιστα από πολλούς θεωρείται η πρώτη αυτοβιογραφία), και γράφτηκε για απολογητικούς σκοπούς. Σ’αυτό προσπαθεί να μετριάσει τις κατηγορίες που του επέρριψε ο Ιούστος από την Τιβεριάδα και να δικαιολογήσει τη δραστηριότητά του στη Γαλιλαία και τη μεταστροφή του ως σύμβουλος του Τίτου και των Φλαβίων. Λόγω του χαρακτήρα του, το έργο αυτό δεν φημίζεται για την ακρίβειά του και αντιφάσκει σε ορισμένα σημεία με τον Ιουδαϊκό πόλεμο, έργο που θεωρείται σαφώς έγκυρο.
Τέλος, ένα άλλο ενδιαφέρον έργο του είναι μια δίτομη Απολογία που φέρει τον τίτλο «Και Απίωνος» όπου αποκρούοντας κάποιες συκοφαντίες και ανακρίβειες των Εθνικών εις βάρος των Ιουδαίων, καταδεικνύεται η αρχαιότητα, η διαφορά και η υπεροχή σε πολλά σημεία του Ιουδαϊσμού, έναντι των Εθνικών, αφού οι Ιουδαίοι ήταν αρχαιότατος λαός με αρχαία θρησκεία, νομοθεσία, ήθη και έθιμα.
Ο σύγχρονος ειδικός του έργου του Ιώσηπου Louis Feldman, σε αξιόλογες μελέτες του, δείχνει ότι ο Ιώσηπος επηρεασμένος και από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα αλλά και από τη Βίβλο την ίδια, αναζητούσε ερμηνευτικές δικλίδες στην ιστορία, και πίστευε στη ‘θεία πρόνοια’ ως προς την πραγματοποίηση και εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων, μια ενδιαφέρουσα θεώρηση και θέση, που αργότερα επανέλαβε και ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας Ευσέβιος, τον 4ο αι. μ.Χ., για να ερμηνεύσει παλαιότερα και σύγχρονα γεγονότα της εποχής του με τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Γιατί ενδιαφέρει τους ερευνητές σήμερα
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι ο Ιώσηπος πέρασε μια πολυτάραχη περιπετειώδη ζωή και η συμπεριφορά του αποκαλύπτει έναν καιροσκοπισμό. Αποκαλύπτει δίψα για ζωή και επιβίωση πάση θυσία. Αλλά και δίψα και προβολή και φήμη. Υπάρχουν συγγραφείς και ιστορικοί, όπως η Mary Smallwood που τον επικρίνουν ότι υπήρξε ένοχος συγκλονιστικής υποκρισίας, θυσιάζοντας τους συντρόφους του σώζοντας στη Γαλιλαία τον εαυτό του, και θέτοντάς τον μετά, στην υπηρεσία των Ρωμαίων!
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Ιώσηπος ο ίδιος δεν διεκδικούσε κάποιο φωτοστέφανο. Ήταν εγωιστής και ματαιόδοξος. Από την άλλη, όμως, ίσως πίστευε ειλικρινά ότι ήταν μάταιος ο πόλεμος και κάθε αντίσταση εναντίον της πανίσχυρης Ρώμης, όπως και απεδείχθη όχι μόνο τα έτη 66-70 και 73 μ.Χ., αλλά και αργότερα, στη δεύτερη επανάσταση των Ιουδαίων με τον Βαρ Κοχεβά, οπότε το 135 μ.Χ. επί Αδριανού, οριστικά διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους, ξεριζώθηκαν οι Ιουδαίοι από την πατρώα γη και κτίστηκε στα ερείπια της Ιερουσαλήμ, η Αιλία Καπιτωλίνα, μια Ρωμαϊκή παροικία με ένα ναό του Δία εκεί!
Εδώ, παρά τις όποιες αδυναμίες του και τα ελαττώματά του, μας ενδιαφέρει ως ιστορικός, ο οποίος κρίνεται βεβαίως, όχι ως αλάνθαστος, ιδιαίτερα σε χρονολογίες, αλλά αρκετά αξιόπιστος στο πιο ενδιαφέρον έργο του, τον Ιουδαϊκό πόλεμο και μάλιστα, η ερμηνεία που δίνει για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ως οργή του Θεού, εναντίον του έθνους του. Αλλά τους ερευνητές της αρχαίας ιστορίας τους ενδιαφέρει ο Ιώσηπος, γιατί σ΄αυτόν για πρώτη φορά συναντάνε ονόματα και τοποθεσίες γνωστές μόνο από τη Βίβλο. Έτσι, διασταυρώνονται δυο ανεξάρτητες πηγές και οι πληροφορίες αλληλοκαλύπτονται σε πολλές περιπτώσεις. Ο Ιώσηπος στο έργο του Κατ΄ Απίωνος Ι, μαρτυρεί το μέτρο του Κανόνα της Εβραϊκής Βίβλου, αναγράφοντας ότι τα ιερά της βιβλία ήταν μόνο 22 (δηλ. σημερινά 39), αποκλείοντας και εξοβελίζοντας έτσι τα λεγόμενα Απόκρυφα ή Δευτεροκανονικά. Επίσης μαρτυρεί για την κανονικότητα και αρχαιότητα των βιβλίων προφητών και την αρχαιότητα του βιβλίου του Δανιήλ, που τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους προφήτες. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η μαρτυρία του ότι οι Ιουδαίοι ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για τα ιερά βιβλία τους παρά να τα αλλοιώσουν (Κατ΄ Απίωνος Ι, VΙΙΙ 42). Στις σελίδες των έργων του, βρίσκουμε τα ονόματα του Πιλάτου, του Ηρώδη, του Τιβερίου Καίσαρα, του Ιησού Χριστού, του Ιωάννη του Βαπτιστή, του Ιακώβου του αδελφού του Ιησού που εθανατώθηκε το 62 μ.Χ.
Ο Ιώσηπος μνημονεύει το Ιουδαϊκό όνομα Ιησούς ως ευρισκόμενο σε κοινή χρήση στον 1ο μ.Χ. αιώνα. Το περίφημο χωρίο γνωστό ως Testimonium Flavianum, μια μαρτυρία για τον Ιησού του «ποιητή παραδόξων έργων», που προσέλκυε Ιουδαίους και Εθνικούς, αμφισβητήθηκε έντονα στο παρελθόν, ως πλαστό, αλλά σήμερα οι ερευνητές το δέχονται γνήσιο στον πυρήνα του. Μια Αραβική μετάφραση του του Ιώσηπου του 10ου αι. που ανακαλύφθηκε πρόσφατα περιέχει το επίμαχο χωρίο (βλ. S. Pines, An Arabic Version of the Testimonium Flavianum and its Implications. Πρβλ. και www.tsinikopoulos.org, Υπήρξε πραγματικά ο Ιησούς της Γαλιλαίας;). Άλλωστε, μνημονεύει τον Ιησού, λεγόμενο Χριστό, ως αδελφό του Ιακώβου και σ΄άλλο σημείο, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση (Αρχαιότητες 20.9.1), και προϋποθέτει το πρώτο. Για τον Ιωάννη το Βαπτιστή, ο Ιώσηπος γράφει τα εξής: «Ήταν καλός άνθρωπος και παρότρυνε τους Εβραίους να ζουν καλά, να είναι δίκαιοι ο ένας προς τον άλλο και ευλαβικοί προς το Θεό και να βαπτιστούν. Κατά τη γνώμη του αυτό ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει δεκτό το βάπτισμα από το Θεό…» (Αρχ. 18.5.2). Η μαρτυρία του αυτή, επικυρώνει την Καινή Διαθήκη σχετικά με το θάνατο του Ιωάννη. Μόνο από τον Ιώσηπο μαθαίνουμε ότι η κόρη της Ηρωδιάδας που έγινε αιτία για την εκτέλεσή του Ιωάννη λεγόταν Σαλώμη. Ο Ιώσηπος επίσης είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο ‘θεοκρατία’ που σημαίνει ότι η διακυβέρνηση ανήκει στο Θεό αφού όλες οι εξουσίες απορρέουν όχι από ευγενείς ή το λαό από την υπερτάτη αρχή το Θεό.
Στα συγγράμματα του Ιώσηπου βρίσκουμε τις γνωστές από τα Ευαγγέλια αιρέσεις των Ιουδαίων, αλλά πληροφορίες και για τους Εσσαίους, τους Ηρωδιανούς, τον Ηρώδη τον Μέγα, τον Ηρώδη Αγρίππα Ι, τον Αγρίππα ΙΙ, καθώς και για όλες τις στρατιωτικές επεμβάσεις και επιχειρήσεις των Ρωμαίων τον 1ο αι., με πλήθος λεπτομερειών, ονομάτων τοποθεσιών και γεγονότων. Αποτελεί λοιπόν, μια ενδιαφέρουσα πηγή για τη μελέτη του Ιουδαϊσμού του 1ου αι. μ.Χ., και μάλιστα για την μετά την καταστροφή του ναού ιστορία του Ιουδαϊσμού, σε σχέση με τον πρωτο-Χριστιανισμό. Λόγω αυτού του ενδιαφέροντος οι πρώτοι Χριστιανοί προσέτρεχαν τακτικά στον Ιώσηπο, τα βιβλία του οποίου μετέφρασαν και στα Λατινικά. Ο Ιερώνυμος ονόμασε τον Ιώσηπο Τίτο Λίβιο της Ελλάδας. Σεβασμό και ενδιαφέρον για το έργο του έδειξαν και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, ιδιαίτερα ο Ευσέβιος ο Παμφίλου.
Οι πληροφορίες του Ιωσήπου οδήγησαν τον αρχαιολόγο Ehud Netzer του Εβραϊκού Παν/μίου να ανακαλύψει την τοποθεσία του τάφου του Ηρώδη του Μέγα, μετά από έρευνα 35 ετών, αν και κάποιοι αμφισβητούν την ταύτιση αυτή.
Εδώ και χρόνια οι σπουδές γύρω από το έργο του Ιώσηπου έχουν λάβει μεγάλες διαστάσεις εκτός από την έκδοση των έργων του. Στην νέο-ελληνική, δυστυχώς μόνο το Κατ΄ Απίωνος ευτύχησε να μεταφραστεί από τον Καθηγητή Β.Βέλλα και τον λόγιο Κ. Φρίλιγγο (εκδ. Π. Ζαχαρόπουλου, 1939). Μνημειώδης και ακμαία μπορεί να θεωρηθεί η μετάφραση των έργων του στην Αγγλική από τον Λόγιο του 18ου αιώνα Ουίλλιαμ Ουΐνστον, η οποία χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, ενώ το Πεντάτομο Concordence του Abraham Schalit (Leiden 1968), δείχνει τη σοβαρή ενασχόληση των ερευνητών με το έργο του, που το θεωρούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών ιστορικών, γεωγραφικών, τοπογραφικών, θρησκευτικών, φιλοσοφικών, πολιτισμικών, κ.άλλ.
Επίσης άλλοι ερευνητές όπως ο Steve Mason, με μελέτες τους, προσπάθησαν να αποκαταστήσουν την στραπατσαρισμένη εικόνα της ζωής του Ιώσηπου, δείχνοντας ότι, βασικά ο Ιώσηπος, δεν ήταν ένας Φαρισαίος αλλά ένας ορθόδοξος Αριστοκράτης ιερέας, που ήρθε σε επαφή με την φιλοσοφική σχολή των Φαρισαίων χωρίς προσωπικά να το επιδιώκει. Το έργο του βέβαια αποκαλύπτει και την επίδραση του Ελληνισμού επάνω του, καθόσον προσπαθούσε να προσεγγίσει και να συμφιλιώσει τους δυο κόσμους (Β. Βέλλας). Προσφάτως ο Ιώσηπος ανέκτησε ιδιαίτερα ενδιαφέρον λόγω της ρηξικέλευθης υπεραπλουστευμένης θεωρίας του Joseph Atwill ότι ο Ιησούς και ο χριστιανισμός ήταν κατασκεύασμα των Φλαβίων Αυτοκρατόρων που χρησιμοποίησαν ως όργανο τους τον Ιώσηπο για να καταγράψει ιστορία των Ευαγγελίων και να την λανσάρει μετά το 73 μ.Χ., μια θεωρία που διαψεύδεται απλά και μόνο εκ του γεγονότος ότι ο χριστιανισμός ήταν ήδη διαδεδομένος και ο Νέρων το 64 μ.Χ. άρχισε τους διωγμούς των χριστιανών στη Ρώμη (Για περισσότερα βλ. Caesarsmessiahdebunked.com), πέραν του ότι η θεωρία της ‘μυθοκατασκευής’ δεν στέκει από πολλές απόψεις’.
Τέλος, για τους ερευνητές της Βιβλικής ιστορίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λεπτομέρειες του Ιουδαϊκού πολέμου που περιγράφει ο Ιώσηπος (66-73 μ.Χ.), καθώς πολλά στοιχεία και γεγονότα για την τύχη του Ιουδαϊκού λαού, φαίνεται να επαληθεύουν προφητείες τόσο της Παλαιάς Διαθήκης (Δευτερ. 28, Λευϊτ.26), αλλά και του ίδιου του Ιησού Χριστού, όπως αναγράφονται από τους Ευαγγελιστές, στην εσχατολογική κυρίως ομιλία του (Λουκ. κεφ.19, κεφ.21, Ματθ. 24, Μαρκ. 13). Ο οποίος Ιησούς, προφήτευσε την εντός μιας γενεάς (33 μ.Χ. + 40 χρόνια μιας γενιάς = 73 μ.Χ.), καταστροφή της Ιερουσαλήμ, του ναού της, και τον διαρκή διασκορπισμό των Ιουδαίων σ΄ όλα τα έθνη. Αλλά αυτό το φλέγον και άκρως ενδιαφέρον θέμα, επιφυλάσσομαι να το αναπτύξω μια άλλη φορά.
Βιβλιογραφία
- Leon Bernstein, Flavius Josephus: His Time and His Critics (New York, 1938)
- Louis H. Feldman, G. Hata, Josephus, Judaïsm and Christianity (1987)
- Louis H. Feldman, G. Hata, Josephus, the Bible and History (1988)
- Louis H. Feldman, “Josephus” στο ABD, τόμ. 3ος, σ. 981-98.
- Louis H. Feldman, Josephus Interpretation of the Bible (Berkley, 1993)
- R. J. Schutt, Studies in Josephus
- Steve Mason, Josephus and the New Testament (2003)
- Steve Mason, Understanding Josephus: Seven Perspectives (1998)
- H. St. John Thackeray, Josephus: The Man, and the Historian (New York, 1967)
- T. Rejak, Josephus, The History and His Society (Philadelphia 1984)
- Zuleika Rodgers, ed., Making History: Josephus and Historical Method (2007)
- G.A. Williamson, World of Josephus (1964)