Μ ’ ανυψωμένα τα δάχτυλά μας στους ουρανούς
Ανασαίναμε τις εύρωστες σκιές του παρελθόντος.
Επιποθούσαμε ως άδολα νεογέννητα βρέφη
Να δρέψουμε τους καρπούς των εφηβικών μας σκέψεων.
Όμως, όλες οι προσπάθειες εξέπνευσαν θηριάλωτες.
– Πού πήγανε τα ρωμαλέα μας όνειρα
Που υφαίναμε στον υμένα της χαρμόσυνης προσδοκίας ;
– Πώς χάσαμε τις χρυσοποίκιλτες ελπίδες μας
Κι ’ αυτές κατάντησαν
Σκουριασμένα σίδερα σαβανωμένα με μωβ πέπλα;
– Ποιος είναι αυτός με το δρεπανηφόρο άρμα
Που θερίζει τα χρυσά στάχυα της πλησμονής
Αυτός που εισπνέει ασταμάτητα την ικμάδα της ζωής μας;
Το μάτι του τυφώνα μάς θάμπωσε
Κι "ηνηρπάγημεν έως τρίτου ουρανού"
Μα δεν ακούσαμε λόγια ανεκλάλητα.
Η γόνιμη υστέρα των στοχασμών μας ξεράθηκε.
Όταν ο ήλιος εκαυμάτισε τους βραχίονας και τους καρπούς
Τα δάχτυλά μας απ’ τον πόνο αγκυλωμένα
Κατεβάσαμε στη γη.
Λουφάξαμε περίλυποι στη στρωμνή του
Λαμπυρίζοντος σκότους. Ως πρόβατα απολωλότα
Πρωτότοκος θάνατος τώρα μας ποιμαίνει.