Ο Θεός του Αβραάμ είναι το μυστηριώδες και αγαθό Ον,
το οποίο αποκαλύπτει ελεύθερα κάτι από τις ακαταμέτρητες τελειότητές Του.
Αλλά ταυτόχρονα είναι ο Θεός που καλεί τον άνθρωπο να αλλάξει τη φυσική δουλική κατάστασή του... σε φιλία.
Οι άνθρωποι απεχθάνονται και περιφρονούν τη θρησκεία. Νιώθουν γι’ αυτή μίσος και φόβο μήπως και είναι αληθινή.
Blaise Pascal
Ο Blaise Pascal (1623-1662) υπήρξε ένας φημισμένος μεγαλοφυής Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος που άφησε εποχή. Ανακαλύψεις του χρησιμοποιούνται πλατιά μέχρι σήμερα (υδραυλική, θεώρημα του Pascal) και, από μία άποψη, ο Pascal μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος της θεωρίας των πιθανοτήτων και των σημερινών ηλεκτρονικών υπολογιστών, αφού σε ηλικία δεκαοχτώ ετών επινόησε την πρώτη λογιστική μηχανή, ενώ σε ηλικία έντεκα ετών επεξεργάστηκε τις πρώτες 32 αρχές του Ευκλείδη! Είναι γνωστή στους φυσικούς η «αρχή του Pascal», όπως και η ανακάλυψή του σχετικά με το αριθμητικό τρίγωνο και το βαρόμετρο. Μέσα σε 39 χρόνια, ο Γάλλος αυτός επιστήμονας και στοχαστής πέτυχε τόσα, όσα άλλος θα χρειαζόταν δύο και τρεις ζωές. Ήταν μια πολυμερής προσωπικότητα και η Τράπεζα της Γαλλίας επέλεξε να βάλει το πορτρέτο του στο χαρτονόμισμα των 500 φράγκων, αν και αργότερα το αντικατέστησε με της Marie και του Pierre Curie.
Ωστόσο, ο Pascal είναι ευρύτατα γνωστός στον χώρο της μεταφυσικής από ένα έργο του, που δημοσιεύτηκε στα 1670, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του και είναι γνωστό ως Σκέψεις (Pensées). Οι Σκέψεις είναι οι σημειώσεις του Pascal για τη συγγραφή ενός μεγάλου έργου υπεράσπισης του χριστιανισμού έναντι των αθέων αλλά και των ελευθεροφρόνων, του Ισλάμ, των Εβραίων και άλλων αντιρρησιών, έργο που ο πρόωρος θάνατός του δεν επέτρεψε να ολοκληρώσει. Οι Σκέψεις όμως του Pascal παρέμειναν και εξακολουθούν να θρέφουν τη διάνοια του αναγνώστη, να γοητεύουν, να υποβάλλουν και να προβληματίζουν.
Ανάμεσα στις πολλές πρωτότυπες και ρηξικέλευθες σκέψεις του, στην ενότητα που φέρει τον υπότιτλο Απειρο-τίποτα (Infini rien), υπάρχει και μία, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως στοίχημα. Και όχι άδικα. Διότι ο ίδιος χρησιμοποιεί τη λέξη στοίχημα σ’ ένα άκρως ενδιαφέρον μεταφυσικό θέμα. Το θέμα της ύπαρξης του Θεού. Ιδού πώς διατυπώνει το ζήτημα ο Pascal:
«Αν υπάρχει ένας Θεός, είναι απεριόριστα ακατανόητος, αφού μη έχοντας ούτε μέλη ούτε όρια, δεν έχει καμία σχέση με μας. Δεν έχουμε λοιπόν, την ικανότητα να ξέρουμε ή να μάθουμε ούτε τι είναι ούτε αν υπάρχει. Μ’ αυτό το δεδομένο, ποιος θα τολμούσε ν’ αναλάβει να εξηγήσει αυτή την απορία;... Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτό το σημείο κι ας πούμε: Ο Θεός υπάρχει ή δεν υπάρχει; Και από ποια πλευρά θα σκύψουμε; Πάνω σ’ αυτό η λογική δεν μπορεί τίποτα να καθορίσει. Υπάρχει ένα άπειρο χάος που μας χωρίζει. Τι θα στοιχηματίσετε; Το καλύτερο είναι να μην στοιχηματίσει κανείς. Ναι, αλλά πρέπει να στοιχηματίσετε. Αυτό φυσικά δεν θα γίνει με τη θέλησή σας, αλλά μπλέξατε. Αφού πρέπει να διαλέξετε. Έχετε δύο πράγματα να χρησιμοποιήσετε – τη λογική σας και τη θέλησή σας. Και η φύση σας έχει δύο πράγματα ν’ αποφύγει – την πλάνη και την ταλαιπωρία. Ας ζυγίσουμε λοιπόν το κέρδος και τη ζημία, πιστεύοντας πως ο Θεός υπάρχει. Κι ας εκτιμήσουμε αυτές τις δύο περιπτώσεις. Αν κερδίσετε, τα κερδίζετε όλα. Αν χάσετε, δεν χάνετε τίποτα. Στοιχηματίστε, λοιπόν, χωρίς δισταγμό ότι υπάρχει Θεός» (Σκέψεις, 233).
Όπως μπορεί να αντιληφθεί ο αναγνώστης, το στοίχημα αυτό στο οποίο μάς καλεί να προβούμε ο Pascal, αποτελεί μία πρόκληση. Και γι’ αυτό πολλοί ασχολήθηκαν με αυτή την πρόταση-πρό(σ)κληση. Κάποιοι την είδαν σαν έναν αστεϊσμό ή παίγνιο, κάποιοι άλλοι σαν ένα επιχείρημα. Κάποιοι ενθουσιάστηκαν μ’ αυτό. Κάποιοι άλλοι το επέκριναν ως ανεδαφικό. Το θέμα όμως είναι ότι προκάλεσε πολλές συζητήσεις, αντιγνωμίες και αντιδράσεις. Και συνεχίζει να προκαλεί... Ορισμένοι σύγχρονοι (Zan Hacking, N. Rescher, κ.ά.), ασχολήθηκαν με αυτό με άρθρα σε φιλοσοφικές μελέτες και επιθεωρήσεις.
Αξίζει όμως να δούμε λίγο καλύτερα και εκ του σύνεγγυς, τις σκέψεις αυτού του περίφημου στοιχήματος, όπου υπάρχουν τέσσερις εναλλακτικές λύσεις:
-
Ο Θεός υπάρχει πραγματικά και κάποιος στοιχηματίζει υπέρ αυτού.
-
Ο Θεός δεν υπάρχει, αλλά μολαταύτα, ο παίχτης στοιχηματίζει ότι υπάρχει.
-
Ο Θεός υπάρχει· ωστόσο κάποιος στοιχηματίζει εναντίον Του.
-
Ο Θεός δεν υπάρχει και ο παίχτης στοιχηματίζει εναντίον Του.
Παρατηρήθηκε ότι από αυτές τις τέσσερις δυνατότητες, η πιο συνεκτική θέση είναι η τελευταία. Διότι κάποιος υποθέτει ότι Θεός δεν υπάρχει, στοιχηματίζει εναντίον Του και κερδίζει. Στις άλλες τρεις, πρέπει να βρίσκει κανείς πάντα μια βάση για να μπορέσει να στοιχηματίσει, ακόμα και όταν δεν υπάρχει αυτή. Το περίφημο αυτό στοίχημα επικρίθηκε από πιστούς, όπως τον Αμερικανό ιδρυτή της ψυχολογίας της θρησκείας William James (1842-1910) και από σκεπτικιστές και αθεϊστές, όπως ο Βολταίρος και ο Richard Dawkins, αν μη τι άλλο, διότι εξαρτά την πίστη στον Θεό από τη θέληση. Ο πρώτος μάλιστα, ανέπτυξε τα επιχειρήματά του ενάντια στο στοίχημα, στο δοκίμιό του Η θέληση να πιστέψουμε. Κάποιοι άλλοι επεσήμαναν ότι στη θέληση να πιστέψουμε υποκρύπτεται κάποια ιδιοτέλεια εφόσον αποβλέπουμε στο όφελος.
Ο Dawkins, απ’ την άλλη πλευρά, τονίζει ότι αφ’ ενός η πίστη είναι κάτι για το οποίο κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει, αφ’ ετέρου τίθεται θέμα για ποιο Θεό να στοιχηματίσει κανείς, μέσα σε ένα τεράστιο αριθμό πιθανών (λατρευομένων) θεών. Επιπλέον, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό, γιατί, παρ’ όλο που ο Pascal καταλήγει ότι στοιχηματίζοντας πως υπάρχει Θεός κερδίζουμε τα πάντα, αν δεν υπάρχει, τότε σπαταλούμε πολύτιμο χρόνο στη λατρεία Του, και ζούμε μια περιορισμένη ζωή, που μπορεί να μας οδηγήσει και να πεθάνουμε στο όνομα του Θεού που πιστεύουμε ότι υπάρχει…
Οι αιτιάσεις αυτές ασφαλώς έχουν κάποια βαρύτητα. Αλλά νομίζω ότι μεγαλύτερη βαρύτητα και σημασία έχουν οι σκέψεις που εμπερικλείονται στο ίδιο το στοίχημα. Ο Pascal ξεκινάει από την αφετηρία ενός αγνωστικιστή που δεν ξέρει αν υπάρχει Θεός σε αντίθεση με έναν τυπικό αθεϊστή που πιστεύει ότι δεν υπάρχει. Ο αγνωστικιστής θεωρεί πως ο Θεός έχει τις ίδιες πιθανότητες να υπάρχει ή και να μην υπάρχει. Το επιχείρημα λοιπόν του «παίχτη», υποστηρίζει ότι το πιο λογικό που μπορεί να κάνει κανείς, είναι να στοχεύσει στο μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, σε περίπτωση που κερδίσει. Και στη μικρότερη δυνατή απώλεια, σε περίπτωση που χάσει. Σύμφωνα με τον Pascal, όπως είδαμε, υπάρχουν τέσσερις πιθανές εκβάσεις.
Αν ποντάρουμε στην ύπαρξη του Θεού και κερδίσουμε, διότι Θεός όντως υπάρχει, κερδίζουμε το μέγιστο έπαθλο: αιώνια ζωή εν πληρότητι και μακαριότητα, χαρά και ευτυχία. Αν χάσουμε ποντάροντας, διότι Θεός δεν υπάρχει, δεν χάνουμε και τόσα πολλά σε σύγκριση με το έπαθλο. Έτσι κι αλλιώς θα ζούσαμε 80 χρόνια περίπου, μέσα στη μιζέρια και στο ανικανοποίητο. Το πολύ πολύ να χάναμε κάποιες απολαύσεις που θα θέλαμε, οι οποίες όμως σε τελευταία ανάλυση μπορεί να φαίνονταν ελκυστικές, αλλά και να μας έβλαπταν κιόλας (π.χ. χρήση ναρκωτικών, επικίνδυνα παιχνίδια, ανούσια σπατάλη χρόνου και ζωής).
Αν βέβαια ποντάρουμε στην επιλογή ότι ο Θεός δεν υπάρχει, και Αυτός όντως δεν υπάρχει, τι κερδίζουμε; Μια ζωή πλήρους ελευθερίας χωρίς ψευδαισθήσεις και φόβο θείας τιμωρίας. Ωστόσο, αν ποντάρουμε ότι δεν υπάρχει και χάσουμε (διότι όντως υπάρχει), τότε χάνουμε την πιθανότητα της εν Θεώ αιώνιας ζωής και διακινδυνεύουμε την ύπαρξή μας, την υπόστασή μας ως πρόσωπα, στην παρούσα ζωή. Όπως έθεσε το θέμα ο από Ναζαρέτ Ιησούς: «Τί ὠφελεῖ εἰς ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ;».
Η ουσία του επιχειρήματος του Pascal είναι ότι σαν λογικοί παίχτες αξίζει να πιστέψουμε ότι ο Θεός υπάρχει. Διότι αν κάνουμε λάθος, δεν χάνουμε τόσα πολλά όσα θα χάναμε αν πιστεύαμε ότι δεν υπάρχει, αλλά τελικά κάνουμε λάθος διότι όντως υπάρχει. Κατά την επιλογή ανάμεσα στο υπέρλογο και στο άγνωστο πρέπει να διαλέξουμε το δεύτερο. Διαλέγεις τη λύση που σου επιτρέπει ελπίδα. Και όλοι, αγνωστικιστές και αθεϊστές, κατά περιστάσεις, επιζητούν κάπου να γαντζωθούν, επιζητούν την ελπίδα. Άλλωστε, όπως επεξήγησε σε μια σημείωσή του ο ίδιος ο Pascal, το επιχείρημα απευθύνεται σε αυτούς που παραμένουν μετέωροι ανάμεσα στην πίστη και την απιστία. Ο συγγραφέας θέλει να τους δείξει με βάση τη λογική ότι πρέπει να κρίνουν πως είναι ωφέλιμο να πιστέψουν και ότι αυτή τη θέση θα έπρεπε να πάρουν, αν η εκλογή εξαρτιόταν από τη βούλησή τους. Όπως είπαμε προηγουμένως, η κύρια αδυναμία του επιχειρήματος είναι ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αυθαίρετα να πιστέψουμε σε κάτι. Πρέπει να πειστούμε. Πρέπει να δείξουμε εμπιστοσύνη, βεβαιότητα σε αυτό το άγνωστο υπέρτατο πρόσωπο που η κοινή λογική, αλλά κυρίως οι ιστορικές προφητικές θρησκείες (ιουδαιο-χριστιανισμός) αποκαλούν Θεό, Ων, αΐδιο, παντοδύναμο, πάνσοφο, πανάγαθο. Περί αυτού του Θεού πρόκειται κατά τον Pascal, και όχι για οποιονδήποτε άλλον, προλαβαίνοντας έτσι την ένσταση του Dawkins. Τα κύρια διανοήματα της φιλοσοφίας του Pascal είναι η αρχή της ελευθερίας της σκέψης και η προσωπική αναζήτηση της αλήθειας. Ξεκινά με τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα του Ηλείου που τον οδηγεί στον Θεό, όχι τόσο με τον νου όσο με την καρδιά. «Γνωρίζουμε την αλήθεια όχι μόνο με τη λογική μας αλλά και με την καρδιά. Είναι διά μέσου της δεύτερης που γνωρίζουμε τα θεμελιώδη αξιώματα και η λογική, που είναι εντελώς αμέτοχη σε αυτό, προσπαθεί μάταια να ανασκευάσει. Τα αξιώματα τα νιώθουμε, τα θεωρήματα τα αποδεικνύουμε, και είμαστε και για τα δύο βέβαιοι αλλά με διαφορετικά μέσα» (Σκέψεις, 282).
Ο Pascal στο βιβλίο των Σκέψεών του δεν αυθαιρετεί. Μας καλεί να πιστέψουμε, να πειστούμε, όπως πείστηκε και ο ίδιος ερευνώντας και στοχαζόμενος με όραμα, συνέπεια και υπευθυνότητα ξεκινώντας από πολλές και διάφορες ατραπούς. Όπως γράφει σε κάποια Σκέψη του (615): ...«Μολονότι είμαι γεννημένος χριστιανός, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να το δεχτεί ανεξέταστα». Χρησιμοποιεί όχι μόνο συλλογισμούς, αλλά ξεκινά από ιστορικά γεγονότα. Διότι το γνωστό ιστορικό πρόσωπο του Ιησού που γεννήθηκε και έδρασε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, μας οδηγεί στο άγνωστο πρόσωπο του αόρατου Θεού. Προς επίρρωση των θέσεών του, επικαλείται το περίφημο ευαγγελικό «ἔρχου καί ἴδε». Επικαλείται με σοβαρά επιχειρήματα τις προφητείες που προανήγγειλαν οι προφήτες για την έλευση του Χριστού και τη ζωή Του. Και δεν διστάζει να πει ότι ο Ιησούς υπήρξε ο μόνος άνθρωπος του οποίου η ζωή προφητεύτηκε αλλά και ο ίδιος προφήτεψε το μέλλον (Σκέψεις, 739). Κάτι που κανείς άλλος γνωστός άνθρωπος σοφός ή ιδρυτής θρησκείας (Σωκράτης, Βούδας, Μωάμεθ, κ.ά.) δεν έκανε, ούτε μπορούσε να κάνει. Εξετάζει τις αποδείξειςαλήθειες του χριστιανισμού μέσα στα ιερά βιβλία μιας άλλης θρησκείας, του εβραϊσμού-ιουδαϊσμού· που όχι μόνο «χώρισε τα τσανάκια» του από τον πρώτο, αλλά τα πρώτα χρόνια τον καταδίωξε κιόλας! Και αυτό σε αντίθεση με τις άλλες θρησκείες (μωαμεθανισμός, βουδισμός, κ.λπ.) που αντλούν τα επιχειρήματά τους μόνο από τα δικά τους ιερά βιβλία. Επικαλείται το κύρος των θαυμάτων του Ιησού (Σκέψεις, 803 και επ.). Και τέλος, επικαλείται την ειλικρίνεια, την ακεραιότητα και την αυτοθυσιαστικότητα των μαρτύρων του χριστιανισμού («Δεν πιστεύω παρά τις ιστορίες που οι μάρτυρές τους θα θυσιάζονταν», λέει σε μια Σκέψη του) καθώς και τη μαρτυρία της εσωτερικής αλλαγής ενός πιστού εξαιτίας της πίστης του. «Ό,τι δεν μπόρεσε να κατορθώσει ο Πλάτων σε λίγους ανθρώπους εκλεκτούς και μορφωμένους, το κατορθώνει μια κρυφή δύναμη σ’ εκατοντάδες αγράμματους ανθρώπους με την αρετή και με λίγα λόγια», θα μας πει ο Pascal (Σκέψεις, 724).
Αυτά και άλλα πολλά τα αναπτύσσει σθεναρά στις Σκέψεις του, ένα βιβλίο με κρυστάλλινη λογική και απαράμιλλη επιχειρηματολογία. Οι θέσεις και οι σκέψεις του Pascal προκαλούν αν μη τι άλλο, σοβαρό προβληματισμό σ’ ένα σκεπτόμενο άνθρωπο. «Η απόδειξη της αλήθειας των Ευαγγελίων γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγεί τον άθρησκο ή τον αδιάφορο στην παραδοχή των Ευαγγελίων ή στην αναγνώριση του παραλογισμού τους» (Rabeau). Αλλά για τους καλόπιστους, πολλές από τις Σκέψεις του μπορούν να επιτελέσουν κάτι περισσότερο: να προκαλέσουν πίστη στο υπέρτατο Ον, όπως Αυτό αποκαλύφτηκε σε πιστούς ανθρώπους σύμφωνα με τη Βίβλο. Από πολλές απόψεις, οι Σκέψεις του Pascal προλαβαίνουν και απαντούν καθ’ υποφοράν σε πολλές από τις ενστάσεις και αιτιάσεις διαφόρων μεταγενεστέρων σκεπτικιστών και αθεϊστών, τύπου Marx, Feuerbach, Freud, Nietzsche κ.λπ. Είναι, νομίζω, συγκλονιστικές κάποιες καταληκτικές σκέψεις του Pascal, καρπός βαθιάς μελέτης και στοχασμού:
«Η γνώση του Θεού δίχως την ταυτόχρονη γνώση της ανθρώπινης αθλιότητας δημιουργεί την αλαζονεία. Η γνώση της αθλιότητας αυτής δίχως τη γνώση του Θεού φέρνει την απελπισία. Η γνώση του Ιησού Χριστού φτιάχνει το περιβάλλον, όπου βρίσκουμε τον Θεό και την αθλιότητά μας».
«Η απύθμενη άβυσσος της ψυχής δεν μπορεί να γεμίσει παρά μόνο με τον Θεό... Χωρίς τον Χριστό και τη Γραφή Του δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτα σωστά. Μένουμε στο σκοτάδι και τη σύγχυση. Ο Θεός κρύβεται. Αφήνει όμως να Τον βρουν όσοι Τον αγαπούν».
Κρατάω την τελευταία αυτή φράση: Μένουμε στο σκοτάδι και τη σύγχυση... Ο Freud στην κριτική του για τη θρησκεία, που την αποκάλεσε αυταπάτη, παραδέχτηκε ότι η επιστήμη δεν έχει απαντήσει σε πολλά ερωτήματα και ότι, τελικά, μπορεί κι αυτός με τη θεωρία του να κυνηγούσε μια αυταπάτη…
Με τα παραπάνω δίνεται απάντηση στο ερώτημα του πώς να στοιχηματίσει κάποιος. Μπορεί να το κάνει αφού ξεκαθαρίσει αρκετά πράγματα στη διάνοιά του ώστε να αποκτήσει γνώση που μπορεί να τον οδηγήσει σε πίστη.
Με το στοίχημα αυτό ο Pascal κατ’ ουσίαν προσφέρει ένα επιχείρημα για τη λογικότητα της θεϊστικής πίστης. Για τον Pascal το πρώτο βήμα είναι η αναγνώριση του υπέρτατου όντος· και σε δεύτερη θέση έρχεται η αναγνώριση ότι το υπέρτατο αυτό ον, αποκαλύφτηκε μέσω του ιουδαιο-χριστιανισμού και της Βίβλου. Έτσι το στοίχημα-επιχείρημα, αποκτά μία οικουμενική εμβέλεια. Πρόκειται για έναν επεκτεινόμενο θεϊσμό (expanded theism), ο οποίος σταδιακά με λογικά επιχειρήματα διευρύνεται ώστε να περιλαμβάνει δόγματα για την αμαρτία, τη μετάνοια, τη σωτηρία, τη μετά θάνατον ζωή κ.λπ., όπως τα δέχεται και τα διδάσκει η Βίβλος και ο χριστιανισμός. Ο Pascal, με τη διαύγεια της διάνοιάς του, με ένα σπάνιο συνδυασμό μαθηματικής ιδιοφυΐας, λογικής, διαίσθησης και μυστικισμού, μας ανοίγει τον δρόμο για τη γνώση, την πίστη, την αυτοεπίγνωση, το μυστήριο, τη μεταφυσική. Μας λέγει, όχι πίστευε και μη ερεύνα, αλλά «ἔρχου καί ἴδε»! Στον αναγνώστη που θα επιθυμούσε να εμβαθύνει, θα συνιστούσα να διαβάσει τις Σκέψεις από την έκδοση Φιλοσοφικά (Καστανιώτη), με εισαγωγή και σχόλια του Κ. Παπαγιώργη, την έκδοση Στοχασμοί (Πουρνάρας) με εισαγωγή και σχόλια του καθηγητή Νίκου Ματσούκα, και το βιβλίο του Peter Kreeft, Christianity for Modern Pagans: Pascal’s Pensées Edited, Outlined, and Explained (1966).
Με οδηγό τις Σκέψεις του Pascal, αξίζει να προχωρήσουμε στον στοχασμό, στην περισυλλογή και στη γοητευτική εξερεύνηση του αγνώστου.