«Ο πόλεμος είναι μια σφαγή ανθρώπων που δεν αλληλογνωρίζονται,
προς όφελος ανθρώπων που γνωρίζονται αλλά δεν αλληλοσκοτώνονται».
Paul Valery
Στις 30 Ιουλίου 1932, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν απέστειλε στον Ζίγκμουντ Φρόιντ μια επιστολή, με το ερώτημα «αν υπάρχει τρόπος να απαλλαγούν οι άνθρωποι από τον πόλεμο». Ο πατέρας της θεωρίας της σχετικότητας φάνηκε τότε πολύ απαισιόδοξος. Ο ίδιος (γνωρίζοντας προφανώς τη θεωρία του τελευταίου για τη λίμπιντο και τη μόρτιμπο) έδωσε την απάντηση ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του την ανάγκη να μισεί και να εξοντώνει. Αυτή η προδιάθεση βρίσκεται συνήθως σε λανθάνουσα κατάσταση και μόνο σ’ αυτούς που αποκλίνουν από το κανονικό εκδηλώνεται φανερά. Είναι εύκολο όμως ν’ αφυπνισθεί και να πάρει διαστάσεις μαζικής ψύχωσης.
Όλως παραδόξως, ο ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής φάνηκε αισιόδοξος, αντιπαρατηρώντας, ότι η εξέλιξη του πολιτισμού αντιστρατεύεται στον πόλεμο με την ενδυνάμωση της διάνοιας του ανθρώπου.
Ο Αϊνστάιν και ο Φρόιντ, βέβαια, δεν υπήρξαν οι μόνοι κορυφαίοι του αιώνα μας που προβληματίστηκαν για τα βαθύτερα αίτια του πολέμου και του πώς μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ αυτόν ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί για να δικαιολογήσουν την αδικαιολόγητη ύπαρξη του πολέμου στη ζωή μας προσφεύγουν στο πρωτόγονο ένστικτο, ορμή της ανθρώπινης επιθετικότητας, τονίζοντας ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος (και πολλές φορές μάλιστα αναγκαίος για την ανθρωπότητα) και, συνεπώς, είναι ματαιοπονία η προσπάθεια να τον απαρνηθούμε και να τον καταργήσουμε.
Ας θυμηθούμε εδώ τον Κλαούζεβιτς που έλεγε ότι ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Και ακόμα περισσότερο, να θυμηθούμε τον μεγάλο παρανοϊκό του αιώνα μας Άντολφ Χίτλερ, που υλοποίησε τη νιτσεϊκή φιλοσοφία σκορπώντας τη φρίκη. Στο βιβλίο του Ο Αγών μου έγραψε: «Η αιώνια ειρήνη θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στον τάφο… Ο πιο δυνατός ρόλος των ζωντανών πλασμάτων μέσα στη φύση είναι να κυριαρχούν και όχι να συγχωνεύονται με το πιο αδύνατο».
Στο σημείο αυτό όμως, θα πρέπει κανείς να ερωτήσει: αν η αιματοχυσία και ο πόλεμος βρίσκεται μέσα στη φύση του ανθρώπου, τότε πώς θα εξηγηθεί ο αλτρουισμός του που φαίνεται να είναι δομημένος στο DNA των κυττάρων του, όπως μας λένε οι ανθρωπολόγοι; Και μήπως θα πρέπει να απαρνηθούμε την ανωτερότητα του ανθρώπου και να μη μιλάμε για τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ελευθερία, ιδανικά για τα οποία αγωνίζεται επί χιλιετηρίδες; Αν ο πόλεμος είναι σύμφυτος με την ανθρώπινη φύση, πώς θα εξηγηθεί επίσης το γεγονός ότι κανένας λαός δεν επιθυμεί τον πόλεμο και κανένα άτομο δεν θέλει να πολεμήσει;
Οι υπέρμαχοι του πολέμου ασφαλώς έχουν την εύκολη απάντηση που ανέφερα παραπάνω. Μερικοί μάλιστα προσφεύγουν και στο απόφθεγμα του Ηρακλείτου «πόλεμος πάντων πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς..», για να στηρίζουν τις θέσεις τους, παραβλέποντας εκουσίως ότι ο Εφέσιος φιλόσοφος εννοούσε κάτι διαφορετικό: ότι όλα τα αντίθετα παράγουν κίνηση, ότι τα πάντα είναι μια διαπάλη και όλα γεννιούνται με βάση την αναγκαιότητα. Η σύγκρουση δε και η ενότητα των αντιθέτων δυνάμεων σχηματίζουν την αρμονία. Ανεξάρτητα από τα οποιαδήποτε δευτερογενή αίτια των ενόπλων συγκρούσεων, δεν θα ήταν ανώφελη η αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων του πολέμου. Kαταρχάς, αντί να διακρίνουμε τους πολέμους σε δίκαιους και άδικους, σε αμυντικούς και επιθετικούς, σε ανθρωπιστικούς και βάρβαρους, όπως τους διακρίνουν πολλοί με τα γνωστά και επισφαλή κριτήρια, θα ήταν προτιμότερο να αναζητήσουμε και να εντοπίσουμε τα αίτιά τους, στα ανθρώπινα πάθη και συμφέροντα. Πριν από τους σύγχρονους αναλυτές όπως ο Malinοwski, ο οποίος ορίζει τον πόλεμο ως ανθρωπολογικό φαινόμενο του ένοπλου ανταγωνισμού δύο πολιτειακών ενοτήτων που επιδιώκουν η καθεμία φυλετικούς ή εθνικούς στόχους, ο Πλάτων και ο σοφός του αρχαίου Ισραήλ Σολομών, είχαν επισημάνει ότι «πάντες οι πόλεμοι δια την κτήσιν χρημάτων ημίν γίγνονται» (Φαίδων, 66) και, «μόνον εκ της υπερηφανείας προέρχεται η έρις· ο αλαζών την καρδίαν διεγείρει έριδας» (Παροιμίες 28:25, 13:10).
Και οι δυο ξακουστοί σοφοί συμφωνούν, δηλαδή, ότι η ιδιοτέλεια, τα ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα, η άκρατη φιλαυτία και ο νοσηρός εγωισμός, το πείσμα και η φιλοδοξία του ανθρώπου, είναι τα αίτια εκείνα που τον οδηγούν σε σύγκρουση κατ’ αρχάς με τον διπλανό του, και κατ’ επέκταση σε εμπόλεμη κατάσταση με κοινωνικές ομάδες, εθνότητες και κράτη. Έτσι, δημιουργούνται και μίση μεταξύ των εθνοτήτων, μίση θρησκευτικά, οικονομικοί και στρατιωτικοί ανταγωνισμοί και άλλα δευτερογενή αίτια συγκρούσεων.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα —και έτσι έχουν—, τι πρέπει να γίνει για να καταπαύσουν κάποτε οι πόλεμοι; Ο Τζόρτζ Ουάσιγκτον είχε πει σε κάποια περίπτωση: «Μια μικρή γνώση της ανθρώπινης φύσης θα μας πείσει ότι για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας η διέπουσα αρχή είναι το συμφέρον… Γι’ αυτό πρέπει σε μεγάλο βαθμό να αλλάξουμε τη νοοτροπία του ανθρώπου, για ν’ αλλάξει η κατάσταση». Και στο καταστατικό της εκπαιδευτικής, επιστημονικής και πολιτιστικής οργάνωσης του ΟΗΕ αναγνωρίζεται ότι «επειδή οι πόλεμοι αρχίζουν στο νου των ανθρώπων, γι’ αυτό και στον νου των ανθρώπων πρέπει να οικοδομηθεί η άμυνα της ειρήνης». Εδώ λοιπόν βρίσκεται το κλειδί της υπόθεσης. Πρέπει ν’ αλλάξει η νοοτροπία του ανθρώπου. Δηλαδή, μόνον όταν ο άνθρωπος —ο κάθε άνθρωπος— από μικρός εκπαιδευτεί, έτσι ώστε να γίνει περισσότερο αλτρουιστής και λιγότερο ιδιοτελής, φίλαυτος και εγωκεντρικός απ’ ό,τι είναι σήμερα, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ωριμάσουν τα πράγματα και να αυξηθεί η ικανότητά του, ώστε να καθυποτάσσει τα προσωπικά ή τα ομαδικά του συμφέροντα χάριν των υπέρτατων αγαθών που λέγονται ειρήνη και αρμονική συμβίωση με τους άλλους. Και ακόμη, τότε θα μπορέσει ν’ αναπτύξει ο άνθρωπος επιτυχώς τις έννοιες του σεβασμού και της αυτοδιάθεσης και αυτονομίας των μειονοτήτων, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας, θρησκείας ή φυλής. Γιατί όλοι μας απευχόμαστε τον πόλεμο, αλλά λίγοι, πολύ λίγοι, εργάζονται σκληρά για να μην προκαλούνται στην κοινωνία οι προϋποθέσεις εκείνες που οδηγούν έθνη και κράτη σε πόλεμο.
Ακόμα, η σπουδή της ιστορίας μάς αποκαλύπτει ότι οι λεγόμενοι απελευθερωτικοί πόλεμοι αποτελούν μικρό ποσοστό στο σύνολο των πολέμων. Και οφείλονται συνήθως στην καταπίεση του κυρίαρχου, που οδηγεί στην εξέγερση ή επανάσταση του υπόδουλου. Η πείρα έχει καταδείξει ότι η βία ως μέσο για την ειρήνη είναι μονάχα η διαιώνιση της βίας… Ο Aλμπέρτ Καμί (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1957) σωστά έλεγε, ότι πρέπει να ξαναπλάσουμε τον άνθρωπο στα μέτρα του ανθρώπου και υπεύθυνο για τους ανθρώπους… Αυτή η μετάπλαση όμως δυστυχώς αργεί να γίνει. Κι αν μια μέρα γίνει, θα γίνει μόνον από μας τους ίδιους. Με επίγνωση, με παιδεία, με μεγάλο αγώνα και υπευθυνότητα. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Πόλεμοι γίνονται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Και δεν πρόκειται να σταματήσουν από μελλοντικούς κοινωνικο-πολιτικούς μετασχηματισμούς ή εξωτερικές αλλαγές των κοινωνικών δομών. Ούτε από νέες πολιτικές ιδεολογίες. Η αλλαγή θα πρέπει να γίνει από μέσα προς τα έξω και όχι από έξω προς τα μέσα. Ο Θουκυδίδης πριν από 2.500 χρόνια είχε παρατηρήσει ότι οι πόλεμοι θα συνεχίζονται εφόσον, η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια, αναλλοίωτη: «γιγνόμενα μεν και αεί εσόμενα έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η» (1, 224).
Φαίνεται ότι ενόσω ο άνθρωπος παραμένει ένα εγωιστικό και ιδιοτελές ον, οι πόλεμοι θα συνεχίζονται και θα μαίνονται. Θα ερημώνουν πόλεις και χωριά, θα καταστρέφουν πολιτιστικά μνημεία, θα σκορπούν τον όλεθρο, θα βυθίζουν σε δυστυχία εκατομμύρια ανθρώπους, θα μολύνουν το περιβάλλον, θα δημιουργούν «χιμπακούσα» τύπου Χιροσίμα και Nαγκασάκι. Και θα υποθηκεύουν τις μελλοντικές γενιές με τρόμο, αβεβαιότητα και το φάσμα της αυτοκαταστροφής.
Είναι τάχα απαραίτητο να υπενθυμίσω εδώ ότι ο πόλεμος είναι πατήρ… πάντων των επακόλουθων δεινών; Από τον πόλεμο και την άδικη σφαγή και αιματοχυσία, προέρχεται η φτώχεια, η πείνα, η μιζέρια, η ανέχεια, η προσφυγιά, ο απορφανισμός. Η άνθηση της εγκληματικότητας, η πορνεία, η εξαθλίωση, η αποκτήνωση του ανθρώπου, ο οποίος διδάσκεται το μίσος, την εγκληματικότητα και την ανταπόδοση, ιδιότητες που φωλιάζουν στην καρδιά του σ’ όλη του τη ζωή.
Οι μεγάλοι σφαγείς της ανθρωπότητας παραδόξως αναγνωρίζονται και ονομάζονται από την ιστορία μεγάλοι. Ένας τέτοιος μεγάλος σφαγέας, ο Ναπολέων, έχοντας επίγνωση των αποτελεσμάτων του πολέμου, τον χαρακτήρισε ως «επιχείρηση βαρβάρων». Αυτοί οι βάρβαροι, φαίνεται πως στην εποχή μας περισσεύουν και υπερπλεονάζουν. Γιατί τολμούν και μετονομάζουν τις βαρβαρότητές τους σε ανθρωπιστικές πράξεις (όπως έγινε στον πρόσφατο πόλεμο του NΑΤΟ στο Κόσοβο). Και είναι κοινός τόπος ότι ο 20ός αιώνας ξεπέρασε σε βαρβαρότητα όλους τους προηγούμενους…
Μπορεί να καυχάται ο άνθρωπος του 20ού αιώνα για τα επιτεύγματά του της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ωστόσο, αυτές τον έχουν οδηγήσει μάλλον σε αδιέξοδο, αφού κατασκευάζει τώρα καταστρεπτικότερα όπλα απ’ ό,τι στο παρελθόν και αφού τελικά δεν τον ηθικοποιούν. Χωρίς αγάπη, η απόκτηση γνώσεων αυξάνει τη σύγχυση και οδηγεί στην καταστροφή. Σύμφωνα με τις στατιστικές, σ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα δεν υπήρξε ούτε μια μέρα ειρήνης ανά την υφήλιο! Στον αιώνα αυτό της επιστήμης, του ορθολογισμού και της διανόησης, έχασαν τη ζωή τους σε εμπόλεμες συρράξεις και τοπικούς ή παγκόσμιους πολέμους 200.000.000 άτομα. Σύμφωνα δε με άλλους πρόσφατους υπολογισμούς ο ετήσιος τζίρος του εμπορίου όπλων ανέρχεται σε 1.200 τρισεκατομμύρια δρχ.…
Eισερχόμαστε στον 21ο αιώνα. Κι αυτός όμως είναι βέβαιο ότι θα στιγματιστεί με πολέμους, αιματοχυσίες και θηριωδίες. Τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει, αν δεν θελήσουμε εμείς οι ίδιοι ν’ αλλάξουμε. Κι αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι ο άνθρωπος που σκοτώνει τον άλλον, είναι σαν να σκοτώνει τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε άραγε άδικο ο Α. Σολζενίτσιν που έλεγε ότι «οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τον Θεό… Ο ξεπεσμός της ανθρώπινης συνείδησης… είναι ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες όλων των μεγάλων εγκλημάτων του αιώνα»; Πρέπει να οδηγηθούμε σε ολοσχερή αυτοκαταστροφή για ν’ αντιληφθούμε ότι πρέπει ο καθένας μόνος του και όλοι μας ν’ αγωνιστούμε για την επικράτηση της ειρήνης, ώστε τελικά το περιστέρι να νικήσει το γεράκι;