Οι απαρχές της διαλεκτικής

Διαλεκτική ορίζεται η τέχνη του διαλόγου, της συζήτησης δηλαδή, με λόγο και αντίλογο. Η λέξη προέρχεται από το δια + λέγομαι που σημαίνει συν-διαλέγομαι, συν-ομιλώ, συν-ζητώ, αναζητώ κάτι από κοινού με άλλον.

Η αρχική σημασία της λέξης ήταν η τέχνη της συζήτησης με ερωταποκρίσεις. Έτσι, ο Πλάτων στον Κρατύλο (390 C), αναφέρει: «Τον δ’ ερωτάν και αποκρίνεσθαι επιστάμενον αλλά τι σύ καλείς ή διαλεκτικόν;» (= Εκείνον ο οποίος γνωρίζει να ερωτά και να απαντά δεν τον ονομάζεις διαλεκτικό;).

Τη μέθοδο αυτή τη χρησιμοποίησε κυρίως ο Σωκράτης (μαιευτική τέχνη, μέθοδος ερωτάν και αποκρίνεσθαι). Κατ’ επέκταση, βεβαίως, ο Πλάτων, και οι Σοφιστές πιο μπροστά. Ο Σωκράτης την ανήγαγε σε αρχή και ειδική μέθοδο ανεύρεσης της αληθείας.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ενώ δεχόταν την αξία της διαλεκτικής, ωστόσο δεν δεχόταν ότι μπορεί να μας οδηγήσει σε βέβαια και ασφαλή συμπεράσματα, εφευρέτης της διαλεκτικής ήταν ο φιλόσοφος Ζήνων ο Ελεάτης (490, 430 π.Χ.). Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται ως επινοητής της διαλεκτικής (Διογένης Λαέρτιος) επειδή χρησιμοποίησε πρώτος για την εξέταση προβλημάτων αντιφατικά επιχειρήματα.

Στους νεώτερους χρόνους, είναι γνωστό ότι την διαλεκτική ανήγαγαν σε επιστήμη ολόκληρη, ο Χέγκελ (θέση, αντίθεση, σύνθεση) και οι Μάρξ και Ένγκελς. Ο Καντ στάθηκε επιφυλακτικός απέναντί της και την ονόμασε «λογική της απάτης».

Παρά τις όποιες επιφυλάξεις για την μετεξέλιξη και τη διεύρυνση της έννοιας, σίγουρη είναι η αξία της διαλεκτικής ως διαλόγου με ανταλλαγή σκέψεων, επιχειρημάτων και ερωταποκρίσεων, για την ανεύρεση της αλήθειας, έστω, και αν κατά κοινή διαπίστωση «δυσθήρατος ο της αληθείας λόγος».

Το ερώτημα που μ’ απασχόλησε προσωπικά, ήταν ποιες είναι οι απαρχές της Διαλεκτικής. Ήταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι οι εφευρέτες της; Ή μήπως υπάρχουν και άλλα αρχαία κείμενα που αποκαλύπτουν ότι η τέχνη της ερωταποκρίσεως και της συζήτησης που οδηγεί σε λογικά συμπεράσματα, ήταν γνωστή πιο μπροστά;

Κατ’ αρχάς, νομίζω, ότι ο άνθρωπος ο σοφός, ο homo sapiens όπως ονομάζεται γενικά, από τη στιγμή που κατενόησε τις εγγενείς λογικές του δυνάμεις και την ικανότητα του διαλογίζεσθαι, δεν έπαυσε να ερευνά, να συζητά, να ερωτά και ν’ αποκρίνεται. Αυτό συνέβη τόσο σε πολιτισμένες αρχαίες κοινωνίες (Σουμερία, Βαβυλώνα, Αίγυπτο) όσο και σε πιο πρωτόγονες, απλές, που υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα. Οι έρευνες ανθρωπολόγων, όπως του Λεβί, Στρώς, είχαν καταδείξει ότι οι λεγόμενοι πρωτόγονοι και οι κοινωνίες τους, ελάχιστα υπολείπονταν σε διανοητικές ικανότητες από τον σύγχρονο άνθρωπο. Εξ άλλου, όπως κατέδειξα στο βιβλίο μου «Φως εξ Ανατολής», υπάρχουν κείμενα της αρχαίας Εγγύς Ανατολής που έχουν διαφυλάξει κάποιες ωραίες συζητήσεις με ευγενείς αυλικούς, σοφούς και άλλους. Στις διδαχές του Αιγυπτίου Πταχοτέπ του 1800 π.Χ., λόγου χάριν, δια του οποίου αποτυπώνεται η σοφία ενός μεγάλου σε ηλικία υπό μορφών συμβουλών σε έναν νέο, διαβάζουμε: «η καλή συζήτηση είναι πιο κρυμμένη κι από ένα νεφρίτη∙ κι όμως τη βρίσκεις (ανάμεσα) στις κοπέλες που δουλεύουν στις μυλόπετρες».

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η οποιαδήποτε διαλεκτική τέχνη σε αρχαίους διαλόγους είναι σε μορφή πρωτόγονη. Αλλά ερευνώντας και μελετώντας το ιερό βιβλίο των τριών μονοθεϊσμών, Ιουδαίων –Χριστιανών, Μουσουλμάνων, τη Βίβλο, ανακάλυψα κάποιους εκπληκτικούς διαλόγους και ερωταποκρίσεις με υψηλό ηθικοφιλοσοφικό περιεχόμενο, που με οδήγησαν σε προβληματισμό για το αν οι απαρχές της διαλεκτικής θα πρέπει να εντοπισθούν στους αρχαίους Έλληνες μόνο, όπως γενικά πιστεύεται.

Για να καταδείξω του λόγου το αληθές, παρουσιάζω τρία μόνο παραδείγματα από τα αρχαία βιβλία της Γενέσεως, της Εξόδου και του Ιώβ. Αφορούν κυρίως διαλόγους τριών επιφανών βιβλικών μορφών. Του Αβραάμ, του Μωυσή και του Ιώβ, με το Θεό, μέσω αγγελικών του εκπροσώπων.

Ο Αβραάμ έζησε στη Μεσοποταμία και Παλαιστίνη γύρω στο 2000, 1900 π.Χ. Ο Μωυσής πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στο 1500 π.Χ., και ο Ιώβ γύρω στα 1.700 π.Χ. Στο Γένεσης κεφ. 18ο (εδ. 23, 33) διαβάζουμε για έναν εκπληκτικό διάλογο που διαμείφθηκε μεταξύ τριών αγγελικών εκπροσώπων του Θεού και του Αβραάμ. Απ’ αυτούς ανακοινώνεται η απόφαση του Θεού για την καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρων, λόγω της φοβερής ανομίας τους. Τότε ο Αβραάμ, με οξυμμένο το αισθητήριο της δικαιοσύνης, πλησιάζει τον ένα εκπρόσωπο και τον ερωτά: «Θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν πενήντα δίκαιοι στην πόλη. Θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δεν θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των πενήντα δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτήν; Δε γίνεται να το κάνεις εσύ αυτό, να θανατώσεις δηλαδή δικαίους και αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;»

Στους επόμενους στίχους έχουμε μια ζωηρή στιχομυθία μεταξύ Θεού και Αβραάμ, όπου με μια σειρά ερωτήσεων, που τις θέτει με δέος και σεβασμό (μη τι Κύριε, εάν λαλήσω), ο Αβραάμ εκμαιεύει την τελική απάντηση του αγγέλου∙ ότι αν βρεθούν έστω δέκα άνθρωποι δίκαιοι στις «αμαρτωλές πόλεις», χάριν αυτών δεν θα τις κατέστρεφε, διότι δέκα άνθρωποι θα ήταν περίπου μια μεγάλη οικογένεια, την εποχή εκείνη.

Η συνομιλία ολοκληρώθηκε μετά απ’ αυτή τη διαβεβαίωση. Και ο Αβραάμ επέστρεψε στη σκηνή του, αφού είχε ήδη υποβάλλει συνολικά, οχτώ διαδοχικές ερωτήσεις, για να εκμαιεύσει την απάντηση που ήθελε και να επιβεβαιώσει το αρχήθεν λογικό του συμπέρασμα υπό μορφήν ερωτήσεως: «Ο κρίνων πάσαν την γην ου ποιήσεις κρίσιν;». Ο Θεός εδώ μιλούσε στον Αβραάμ ως φίλο του (πρβλ. Ησ. 41 : 8, Ιακώβου 2 :23). Και έτσι αισθάνθηκε και ο ίδιος ο Αβραάμ, ο πατήρ πάντων των πιστευόντων κατά τον απ. Παύλο, ο οποίος θίγει το περίφημο πρόβλημα της θεοδικίας για πρώτη φορά.

Έρχομαι στο δεύτερο παράδειγμα στο βιβλίο της Εξόδου κεφ. 32ο. Εκεί διαβάζουμε ότι ο Μωυσής ως μεσίτης μεταξύ Θεού και λαού Ισραήλ συνομιλει με αγγελικό εκπρόσωπο. Ο Θεός φαίνεται δυσαρεστημένος με την ειδωλολατρία και την απάθεια του λαού, αφού αυτός κατασκεύασε χρυσούν μόσχο για να τον προσκυνά! Με ανθρωπομορφική γλώσσα, για να δοκιμάσει το χαρακτήρα και την ακεραιότητα του Μωυσή, τού προτείνει να αφανίσει τον σκληροτράχηλο λαό και «εκτρίψω αυτούς και ποιήσω σε εις έθνος μέγα».

Ακολουθεί ένας ενδιαφέρων διάλογος, όπου ο Μωυσής με λογικά επιχειρήματα προσπαθεί να καταπραΰνει την «οργήν Κυρίου».

Βεβαίως, ο Κύριος του Ουρανού δεν χρειαζόταν τη συνηγορία του Μωυσή για το λαό. Το ενδιαφέρον σημείο είναι, ότι ο Μωυσής, ομίλησε, συν-διαλέχτηκε. Τού δόθηκε η δυνατότης και η ευκαιρία να συν-διαλεχθεί με το Θεό και να εκφράσει απόψεις και τη γνώμη του ελεύθερα, ως ενώπιος ενωπίω, ως πρόσωπο με πρόσωπο και να αποτρέψει την θεία οργή. Αποκρίνεται, ερωτά, και λαμβάνει απάντηση. Γι’αυτό αργότερα διαβάζουμε τη δήλωση: «Και ελάλησεν Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω (πρόσωπο με πρόσωπο) όπως συζητάει κανείς με το φίλο του (ει τις λαλήσει προς τον εαυτόν φίλον)».

Στο βιβλίο της Εξόδου υπάρχουν εγκατεσπαρμένα και άλλα παρόμοια παραδείγματα συζητητικής τέχνης που είναι αξιοπρόσεχτα (Έξοδος Κεφ. 3ο και 6ο). Είναι ενδιαφέροντες διάλογοι διαλεκτικής όπως στο Εξοδ. 6 : 13-16, όπου ο θεός αποκαλύπτεται ως Εχυέχ ασέρ Εχυέχ. Αυτός δηλαδή που όχι μόνο υπάρχει, ο Ων, αλλά Αυτός που θ’αποδείξει ότι υπάρχει στο μέλλον με δράση, επεμβαίνοντας στην ιστορία και οδηγώντας την, εκεί που Αυτός θέλει.

 

Το βιβλίο του Ιώβ, θεωρείται ένα αριστούργημα της ποιητικής τέχνης. Ο Βίκτωρ Ουγκώ το χαρακτήρισε «έμβρυο που είναι κολοσσός». Από το θέμα του εμπνεύστηκαν ουκ ολίγοι επιφανείς φιλόσοφοι και ποιητές, όπως ο Γκαίτε (Φάουστ), και άλλοι, ενώ ο Καρλάυλ, το θεωρεί ως την πρώτη αντιμετώπιση του άλυτου προβλήματος του πόνου και του προορισμού του ανθρώπου. Όλο το βιβλίο του Ιώβ είναι δομημένο σε μορφή έξοχων συζητήσεων, φιλοσοφικών διαλόγων, μεταξύ του πιστού πατριάρχου Ιώβ, και των τριών φίλων του, που προσπαθούν με ποικίλα επιχειρήματα να του επιρρίψουν ευθύνες για την αθεράπευτη ασθένειά του και για τις συμφορές που τον έπληξαν. Ο Ιώβ τους αντικρούει, αλλά τον βασανίζει το μυστήριο του πόνου και του κακού. Μετά τον πρόλογο σε πεζό λόγο όπου υπάρχει και διάλογος με ερωταποκρίσεις μεταξύ Θεού και Σατανά για την πιστότητα και ακεραιότητα του Ιώβ, υπάρχουν τρεις κύκλοι συζήτησης μεταξύ του Ιώβ και των τριών φίλων του και ενός άλλου του Ελιού  (κεφ. 3 : 1, 42 : 6). Τη συζήτηση κλείνει η παρέμβαση του Θεού, που δίνει έμμεση απάντηση στο πρόβλημα της θεοδικίας, όπως ονομάστηκε, από τον Λάιμπνιτς, στο πρόβλημα δηλαδή, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πάσχει ο δίκαιος, ενώ πολλές φορές ο άδικος ευημερεί, παραπέμποντας στα έργα της δημιουργίας Του και της μεγαλοσύνης Του. Ο Θεός υποβάλλει 70 ερωτήσεις στον Ιώβ, για να διευρύνει την οπτική του, και να τον βοηθήσει μετανοούντα εν σακώ και σποδώ, να αναγνωρίσει, ό,τι υπαινίχθηκε ήδη προηγουμένως: Ότι μόνο την ηχώ, ή έναν ψίθυρο των οδών ή έργων του Θεού έχουν ακούσει οι άνθρωποι, αλλά το πραγματικό μέγεθος της δύναμης και της σοφίας Του, ποιος μπορεί να το χωρέσει στο μυαλό του; Και να καταλήξει, τελικά, ο Ιώβ, ότι μιλούσε για πράγματα που δεν μπορούσε να καταλάβει (Ιώβ 42 : 3).

Διάλογοι λαμπεροί σαν διαμάντια παραδείγματα διαλεκτικής υπάρχουν διάσπαρτοι σ’ όλη την Βίβλο, ιδιαίτερα, στα ιστορικά της βιβλία. Και, βεβαίως, ο Ιησούς Χριστός έκανε ευρύτατη χρήση των ερωταποκρίσεων της διαλεκτικής, μαιευτικής μεθόδου τόσο με τους μαθητές του όσο και με τους Φαρισαίους (Streitfrage). Θα ήταν ενδιαφέρον θέμα να κάνει κάποιος μια μικρή διατριβή με τίτλο: «Η μέθοδος της διαλεκτικής του Ιησού», αφού έχουν εντοπιστεί στα Λόγια του, μέσα στα Ευαγγέλια περισσότερες από 280 ερωτήσεις.

Πριν τελειώσω, θέλω ν’ απαντήσω καθ’ υποφοράν σε μια πιθανή ένσταση κάποιων. Πότε γράφτηκαν τα παραπάνω βιβλία απ’ όπου αντλήθηκαν τα παραδείγματα της συζητικής τέχνης; Μήπως είναι πολύ μεταγενέστερα απ’ ό,τι τα ίδια υπανίσσονται; Μήπως γράφτηκαν περίπου τον 3ο αι. π.Χ. όπως υποστηρίζουν κάποιοι σύγχρονοι βιβλικοί μινιμαλιστές; Και, συνεπώς, δεν πρέπει να ψάχνουμε σ’ αυτά τις ρίζες της διαλεκτικής; Η απάντηση είναι ότι και οι πιο σκληροί αρνητικοί κριτικοί δέχονται ότι ο διάλογος του Αβραάμ ανήκει στην λεγόμενη πηγή J (Γιαχβική), που χρονολογείται τον 9ο αι. π.Χ. Ο διάλογος του Μωυσή, παρομοίως, βρίσκεται στην ίδια υποτιθέμενη πηγή. Όσο για το βιβλίο του Ιώβ, ενώ δεν υπάρχει ομοφωνία για το πότε γράφτηκε (κάποιοι θεωρούν τον Μωυσή, όπως δέχεται και το Ταλμούδ), μερικοί την εποχή του Σολομώντα (1000 π.Χ.), η πλειονότητα των σύγχρονων ερευνητών δέχεται τον 7ο π.Χ. αιώνα ως χρονολογία σύνθεσης του έργου, και όχι νεότερη πάντως, από την εποχή της αιχμαλωσίας (6ος αι. π.Χ.). Η παράδοση, βέβαια, προφορική και γραπτή, είναι αρχαιότερη, αφού ο Ιώβ και οι σύντροφοί του ζουν στην πατριαρχική εποχή. Εκεί εντάσσεται και όλο το σκηνικό όπου διεξάγονται οι φιλοσοφικοί διάλογοι. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους διαλόγους Μωυσή και Αβραάμ.

Αυτά τα ολίγα είχα να παρατηρήσω για τις απαρχές της διαλεκτικής. Αν υπάρχουν διαφωνούντες επ’ αυτών, τι το καλύτερο από τον διάλογο και τον αντί-λογο, για να φθάσουμε σε μια γόνιμη σύνθεση, σύμφωνα με το γνωστό σχήμα της διαλεκτικής: θέση, αντίθεση, σύνθεση.

Οι πιο πρόσφατες αναρτήσεις