Την σοβαρή ποιητική του δουλειά μάς προσφέρει ο δικηγόρος, δοκιμιογράφος, ποιητής και ζωγράφος Δημήτρης Τσινικόπουλος με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Άγγελος Δημητρίου» (που και άλλοτε σε σποραδικές εμφανίσεις και δημοσιεύσεις είχε μεταχειριστεί) με την ποιητική συλλογή Σύφλογο (1988). Προηγήθηκε ο Φωτοτροπισμός (1985) και άλλα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικό (Σπαράγματα, 1987).
Ο ποιητής στρέφεται προς το ερωτικό στοιχείο, βασικό όπως ξέρουμε στο τρίπτυχο «ζωή - έρωτας - θάνατος». Και με ποιήματα άλλοτε μικρά (στο στυλ του χάι - κάι), και άλλοτε μεγαλύτερα, κατορθώνει να μας δώσει μια ποίηση λυρικώτατη, με συναισθηματικούς κραδασμούς ολοφάνερους και με στίχους γεμάτους μουσικότητα και ομορφιά.
Άριστος χειριστής του πινέλου και των χρωμάτων καθώς είναι, δημιουργεί πίνακες ζωγραφικούς με στίχους, σε σημείο που να νομίζει κανείς πως βλέπει μπροστά του έναν ζωγραφικό πίνακα. Κι αυτό γίνεται πάμπολλες φορές σ' αυτό το έργο.
Μια αδιόρατη θλίψη διαπνέει κάποιες σελίδες του βιβλίου, κι αυτό βέβαια είναι συνέπεια του αποχωρισμού και της πίκρας που δημιουργεί· όμως η μοναξιά, παλεύεται σθεναρά με την πένα, κι όταν αυτή η αγάπη ανυψωθεί και γίνει ιδανικό, τότε γίνεται
το Α του Κενταύρου
στον αστερισμό της Ανδρομέδας
ή ακόμα
φλεγόμενη βάτος σ' άνυδρη χώρα.
Ο ποιητής αγαπώντας ξαναγίνεται παιδί, νοιώθει όλο το φάσμα της ζωής, ακούει τ' ανήκουστα, ταξιδεύει σε μιαν άλλη διάσταση.
Η ποίηση του Άγγέλου Δημητρίου είναι υποβλητική και διάφανη όπως η ποίηση του μεγάλου Ινδού Νομπελίστα ποιητή και στοχαστή Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Πράγματι, σε τόνους απλούς, λιτούς, κατορθώνει να μας μεταδώσει αυτή τη γνήσια συγκίνηση και το φως που αποζητά η ψυχή για να πεταρίσει και να καθαρισθεί. Αυτό το φως της αγάπης που οι τυφλοί δεν βλέπουν, γιατί τα αισθήματά τους έχουν πετρώσει.
Στα μάτια της αγαπημένης, που είναι σημαντικότατο στοιχείο στην ερωτική ποίηση, ξεκινούν όλα και όλα καταλήγουν εκεί, κι έτσι, ανάλογα με την ψυχική διάθεση, άλλοτε από κει ξεκινούν «οι χρυσαφένιοι κάμποι», κι άλλοτε πάλι εκεί «νυχτώνουν».
Ο ποιητής νοιώθει την ανάγκη να εξομολογηθεί, μπροστά στην αγαπημένη, κι άλλοτε πάλι να της εξηγήσει με πολλά την αγάπη του, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, δίνοντας τις δικές του εκδοχές στο ίδιο θέμα, παρ’ ότι γνωρίζει καλά πως κάθε του ποίημα για την αγάπη και τον έρωτα είναι και μια άλλη γλώσσα, μια άλλη διάλεκτος ερωτικής επικοινωνίας, ένας άλλος κώδικας. Δεν εκχυδαΐζει τη γλώσσα· αντίθετα την ανυψώνει και την εξευγενίζει, κάτι που στον τομέα της ερωτικής ποίησης λίγοι μόνο ποιητές το κατορθώνουν, δείχνοντας παράλληλα και την ψυχική ευγένεια και εσωτερική τους καλλιέργεια. Πουθενά δεν θα βρει ο αναγνώστης έστω και τον παραμικρό υπαινιγμό, ακόμη κι όταν ασχολείται ο ποιητής με τα διάφορα μέλη του σώματος. Εδώ η ψυχή και το πνεύμα ξεπερνούν το φθαρτό της σάρκας και της εξαθλίωσης, η ερωτική ένωση είναι πρώτα προϊόν εσωτερικών διεργασιών, εδώ «ρουφάς αχόρταγα τα λόγια των ματιών», γκρεμίζοντας τα φράγματα της «παραχειμάζουσας νύχτας» και την «αφρισμένη ράχη της θάλασσας δαμάζοντας». Βλέπουμε λοιπόν, ότι με την δύναμη του ερωτικού πάθους και της αγάπης (και τα δύο τα θεωρεί αλληλένδετα ο ποιητής), ξεπερνιούνται τα εξωτερικά προβλήματα και οι δυσκολίες της ζωής, η αγάπη φτερώνει το νου, ενώνει τον ουρανό με τη γη, όντας μέσα στην έρημο της γης.
Το στοιχείο του νερού είναι για τον ποιητή βασικό στοιχείο για να προσδιορίσει αυτό που θέλει να πει, και δεν λείπει σχεδόν από κανένα από τα ποιήματα του βιβλίου. Συμβολίζει την δύναμη της ζωής, τη θλίψη άλλοτε (με τα δάκρυα) τη χαρά αλλού (η αύρα της θάλασσας). Παράλληλα, αν και υπάρχει ταυτότητα ως προς την εξωτερική μορφή, πουθενά δεν συναντά κανείς επανάληψη και χασμωδία. Τα πάντα είναι χτισμένα αρμονικά και σωστά δομημένα, τα κύματα της μουσικής, τα χρώματα της ζωγραφικής, και τα λόγια της ποίησης εναλλάσσονται με χίλιους δύο συνδυασμούς, σ' ένα πανηγύρι ζωής, χαράς κι ελπίδας. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής θα μπορούσε να είναι σελίδες ημερολογίου (περίπτωση προσέγγισης με Γιώργο Σαραντάρη) ή ακόμη ακροτελεύτια λόγων. Μπορεί ακόμη να είναι η αληθινή ιστορία προσώπων, πραγμάτων και γεγονότων, που δεν γράφεται στα βιβλία· ή, ακόμη, προσπάθειες του ποιητή να παλέψει στη ζωή και να κρατηθεί, βρίσκοντας στην αγάπη και στον έρωτα ένα κλαδί που θα τον γλυτώσει από τα ορμητικά ρεύματα του χειμάρρου που παρασέρνει το κάθε τι στο διάβα του. Ένα όμως είναι σίγουρο: ότι αποτελούν καρπό γνήσιας εσωτερικής αγωνίας, αγωνίας πνευματικής, προϊόν αυθόρμητης και όχι τεχνικής γραφής και οι στίχοι αυτοί έχουν γραφεί με αίμα ψυχής. Και αυτό είναι που έχει σημασία.
Τα Κριτήρια επιλογής και επιλογή κριτηρίων (1991) του Δημήτρη Τσινικόπουλου, περιλαμβάνουν τριακόσια δεκαεπτά γνωμικά, κρίσεις, αποφθέγματα, που είναι μεστοί καρποί πολύχρονων αναζητήσεων και προβληματισμών, ένας απολογισμός και μια καταγραφή τόσων και τόσων εννοιών, ιδεών, θέσεων, αντιπαραθέσεων, γόνιμων στοχασμών και εντρυφήσεων και που οι λίγες σχετικά σελίδες του θα μπορούσαν να γεμίσουν τόμους εκατοντάδων σελίδων. Εδώ και η μεγάλη τους εκτός των άλλων σημασία, που διακρίνει άλλωστε το έργο, το γενικότερο έργο του Δημήτρη Τσινικόπουλου η πυκνότητα του στοχασμού, η διαύγεια, η απουσία του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, αλλά και η πρωτοτυπία και η σωστή αρμοδεσία παράλληλα και με τη καθαρότητα και την υπέρβαση και την λεπτομέρεια τόσο στη σύλληψη, όσο και στην απόδοση. Λίγα παραδείγματα για του λόγου το αληθές. «Όποιος είναι ‘γεμάτος’ από τον εαυτό του, δεν χωράει ανάμεσα στους άλλους». «Όχι σκέπτομαι άρα υπάρχω, ούτε αμφιβάλλω, άρα υπάρχω. Αλλά αγαπώ, άρα υπάρχω. Και υπάρχω ενόσω αγαπώ. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ζωή». Ή ακόμη, «δεν φοβάμαι τη φλόγα της αγάπης. Φοβάμαι την πυρά που στήνεται εν ονόματι της αγάπης», ή ακόμη, «πολλά όπλα ωχριούν μπρος σ' ένα αφοπλιστικό χαμόγελο», και τέλος, «η σιωπή είναι η μήτρα του λόγου. Και ο λόγος γίνεται σπόρος της σιωπής».
Σκέψεις και συναισθήματα, επιγραμματική θέση, καίρια ερωτήματα κι ερωτηματικά, λόγος και αντίλογος, κέντρο ο άνθρωπος και η πολύτιμη αιμάσσουσα πείρα, λόγος βιωμένος εκ βαθέων, αυτός είναι ο λόγος του ποιητή στοχαστή και μελετητή Δημήτρη Τσινικόπουλου, που ο Ιάσονας Ευαγγέλου, αυτός ο χαλκέντερος του γνωμικού λόγου, με τις παροιμιώδεις Ψηφίδες του, σ' ένα μνημειώδες έργο του, με τίτλο Ανθολογία νεοελληνικού γνωμικού λόγου, συμπεριέλαβε επάξια τον θεσσαλονικιό συγγραφέα με αρκετά αποσπάσματα του έργου του.
Τα Τρίστιχα και χάι - κάι του Δημήτρη Τσινικόπουλου, κυκλοφόρησαν σε λιλιπούτεια έκδοση από τις εκδόσεις Ίδμων το 2001. Τούτη η έκδοση, είναι αντιστρόφως ανάλογη του περιεχομένου και της ποιητικής εμβέλειας που περικλείουν τα ολιγόστιχα ποιήματα του τομιδίου, που εκτείνονται σε εξήντα τρεις σελίδες. Θα κατατάσσαμε αναμφίβολα τα πονήματα αυτά στην γνωμική ποίηση, σε ίσες μοίρες την ποίηση και τον φιλοσοφικό στοχασμό, που όμως από την πλευρά της μορφής προσεγγίζουν τον λυρικό ποιητικό λόγο. Άλλωστε ο Τσινικόπουλος έχει εντρυφήσει στον γόνιμο μετουσιωμένο λυρικό λόγο και σοφία. Τούτα τα μικρά ποιήματα, ενέχουν τη δροσιά και την λεπταίσθητη διείσδυση στον πυρήνα των πραγμάτων αλλά από την άλλη μεριά, ενέχουν το αιφνίδιο και το απροσδόκητο, τη γόνιμη οξυγονούχο αμφιβολία, μετερίζι του γόνιμου κι εποικοδομητικού διαλόγου. Διότι, πράγματι, έναν διάλογο ανοίγει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη, όχι σαν μια σχέση πομπού και δέκτη αλλά αντίθετα σε διαλεκτικά σχήματα αναζητά να βρει οδοιπόρους και εθελοντές της αλήθειας. Το χάι - κάι είναι ένα δύσκολο είδος—μορφή ποίησης που σε αυστηρούς ρυθμούς υπακούει στις συλλαβές 5-7-5, αποτελείται δηλαδή από δεκαεπτά συνολικά συλλαβές, και στην Ιαπωνία λέγεται χάικου. Ο Τσινικόπουλος ακολούθησε στον τίτλο τον Αντωνίου και τον Σεφέρη που χάριν αισθητικής ευηκοΐας υιοθέτησαν τα χάι - κάι προσαρμόζοντάς τα στα ελληνικά δεδομένα. Πάντως η νοηματική συμπύκνωση, η εικονοπλασία του στίχου, οι ζείδωροι προβληματισμοί, η ατμόσφαιρα ρέμβης κατά περίπτωση, είναι σημαντικά προσόντα της οξύτητας της γραφίδας του ποιητή, που κατατάσσει σε τρεις ενότητες το έργο του. Α) σε τρίστιχα και χάι - κάι και β) σε δέκα και μια νυχτοκουβέντες και γ) σε δέκα και τρία φυσικά ποιήματα για τη φύση. Ένα παράδειγμα από κάθε κατηγορία: α) Βαδίζω μόνος. / Μ' ακολουθεί η σκιά μου / ρίχνει το φως της. β) Οι νύχτες / πουλιούνται ακριβά / για να μην τις αγοράσεις και γ) Στο αλφαβητάρι της φύσης βρισκόμαστε / ακόμα στο άλφα».
Με μια ποίηση μεταφυσικού χαρακτήρα που έχει τίτλο Μέθεξη (εκδ. Μπίμπης, Θεσσαλονίκη 2002) μάς προσφέρει την καινούργια του παραγωγή. Τίτλος απόλυτα αντιπροσωπευτικός, ανταποκρινόμενος πλήρως προς το περιεχόμενο. Ο Τσινικόπουλος καταθέτει μια βιωμένη προσωπική μαρτυρία, με λόγο συμπυκνωτικό, απόσταγμα πόνου και αγωνίας πνευματικής, με αναζητήσεις εσωτερικού χώρου που προσλαμβάνουν τη μορφή ψυχογραφημάτων, ένας άρτιος συνδυασμός ποίησης και φιλοσοφικού στοχασμού αλλιώς μια γνωμική ποίηση αξιώσεων μεγάλου βεληνεκούς. «... Κυοφορώ την υπνώττουσα ύπαρξή μου / Σπαργανώνω εξ αρχής / Την αναθρώσκουσα συνείδησή μου».
Η Μέθεξη είναι ένα αποκαλυπτικό κείμενο που έχει γραφεί με οσμήν ευωδίας πνευματικής, όταν ο χρόνος ραγίζει τα βλέφαρα και ανοίγει ο Θεός τις μυστικές βρύσες της αποκάλυψης. Μια εξομολόγηση–προσευχή γιατί δεητικός είναι ως επί το πλείστον ο χαρακτήρας της συλλογής αυτής που τελεί σε αγαστή συμπόρευση και συμπλήρωση με το προηγούμενο έργο του δημιουργού. Το βιβλίο αυτό αξίζει κανείς να το διαβάσει κάνοντας συχνά μικρές διακοπές κι ακούγοντας τη μυστική ευωχία της σιωπής, του πόνου της ψυχής, των δακρύων που σταλάζουν στην καρδιά μας και γίνονται σάλπιγγα ενάντια στη ματαιότητα της φθοράς και της σήψης. Η «στίλβουσα κάμινος» της γραφίδας του, προσεγγίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, τον εγκλωβισμένο άνθρωπο της εποχής μας, που χαίρεται μια ποίηση υψηλού επιπέδου:
Γυπαετοί πειναλέοι που ψάχνουν πάντα για ένα κουφάρι ...
Γιατί έτσι συμβαίνει πάντοτε:
«Όπου είναι το πτώμα Εκεί
Κι οι αετοί!
Κλείνοντας την κατάθεσή μας στο ποιητικό σώμα και αίμα του Δημήτρη Τσινικόπουλου, να τονίσουμε την θαυμαστή ενότητα–συνοχή του ποιητικού του corpus, την εναλλαγή από τη νηφαλιότητα και τη ρέμβη στην έκρηξη, την ρομαντική διάθεση που διαπνέει το στίχο, την εσωτερικότητα και το γόνιμο προβληματισμό, την αιματηρή βιωματική μαρτυρία.
«Πολλές φορές σκοτώνουμε το χρόνο
Μια φορά αυτός μας θανατώνει»!
Αυτή είναι η ποίηση του Τσινικόπουλου: η φλόγα που μεταλαμπαδεύεται, ο θείος έρωτας των αοράτων, η ερμηνεία της σιωπής και της μουσικής των προσώπων και των πραγμάτων.
Κάθε μέρα μέσα στους ποταμούς της φλέβας μου
Διαπλέω—άγνωστος ιστιοπλόος
Σφυρηλατούμαι πάνω στο πυρωμένο αμόνι
Η γιγάντια σφύρα της ζωής
Μέρα με τη μέρα με μεταποιεί
Κάθε μέρα με εκποιεί!
Δημήτρης Καραμβάλης
δικηγόρος - ποιητής κριτικός λογοτεχνίας