Κόιντος Σεπτίμιος Τερτυλλιανός
Η λογοτεχνική αξία του έργου του
Στην ιστορία υπάρχουν μερικά πράγματα που φαίνονται παράξενα και ανεξήγητα. Συμβαίνει δηλαδή, να γνωρίζει κανείς πολλά για τις σκέψεις και το ιδεολογικό στίγμα ενός μεγάλου ανδρός αλλά λίγα–ελάχιστα, για την ίδια τη ζωή του. Και τούτο παρά τις ιστορικές έρευνες και προσπάθειες για αναδίφηση και συγκέντρωση πληροφοριών. Μέσα σ’ αυτή την χορεία των ολίγο γνωστών προσωπικοτήτων της ιστορίας ανήκει και ένα μεγάλο όνομα: ο Κόιντος Σεπτίμιος Τερτυλλιανός. Ο άνθρωπος που με τη γόνιμη, δημιουργική του σκέψη, τη φιλομάθεια, την πολυμάθεια το νευρώδες δικανικό ύφος τη μαχητικότητα και την επιμονή κατόρθωσε να γίνει ο θεμελιωτής της λατινικής εκκλησιαστικής φιλολογίας.
Τα πάνω από 30 έργα του που μας άφησε στη λατινική γλώσσα μιλούν εύγλωττα για τη νοοτροπία, την κριτική σκέψη, τις πεποιθήσεις, το ζήλο, το ασυμβίβαστο πνεύμα και την ορμητικότητα του χαρακτήρα του. Ωστόσο οι πληροφορίες μας για τη ζωή του είναι πενιχρές και ελάχιστα ιστορικά εξακριβωμένες.
Από αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς είναι γνωστό ότι γεννήθηκε από εθνικούς γονείς, σπούδασε και έδρασε στην Καρθαγένη της Β. Αφρικής—όπου καλλιεργήθηκε η λατινική εκκλησιαστική γλώσσα—και η εν γένει δράση του τοποθετείται ανάμεσα στα 150–160 έως 225–240 μΧ. Οι έρευνες όμως νεότερων ερευνητών όπως του Τ. D. Barnes στη μονογραφία του Tertιllian: A histοrical and literal stιdy (1971) απομυθοποίησαν το εκκλησιαστικό πορτραίτο και έδειξαν ότι δεν ήταν γιος Ρωμαίου εκατόνταρχου ούτε χειροτονήθηκε ιερέας—όπως μας πληροφορεί ο Ιερώνυμος. Ούτε μπορεί να ταυτιστεί με τον ομώνυμο περίφημο νομικό των Πανδεκτών, που έδρασε στη Ρώμη γύρω το 200 μ.Χ., αν και σίγουρα ήταν νομομαθής, όπως προδίδει η νομική ορολογία και η δικανική του σκέψη που είναι ευδιάκριτη στα έργα του. Το συμπέρασμα αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με την πληροφορία του ιστορικού Ευσέβιου που τον χαρακτηρίζει άνδρα «τους Ρωμαίων νόμους ηκριβωκώς» (Εκ. Ιστορία ΙΙ, 2).
Γοητευμένος και κυριολεκτικά συνεπαρμένος από την αγνότητα και τα ήθη των πρώτων χριστιανών, αλλά περισσότερο από τη γενναιότητα και το θάρρος τους ν’ αντιμετωπίζουν κατάφατσα το θάνατο, ο Τερτυλλιανός μεταστρέφεται και από εθνικός γίνεται ζηλωτής χριστιανός. Τα παραπάνω γεγονότα τον κάνουν να απολακτίσει την πρότερη φιλήδονη και μάταιη ζωή του, και να γίνει γύρω στο 192 μ.Χ. ασυμβίβαστος στρατιώτης του Χριστού, αφού παντρεύτηκε και χριστιανή σύζυγο.
Σα νομικός και ελεύθερο, καλλιεργημένο πνεύμα που αγαπούσε την ελευθερία έκφρασης και λατρείας, αποδύεται στη συνέχεια σ’ έναν πνευματικό αγώνα κατά των εθνικών και των Ρωμαϊκών αρχών που με σκληρούς διωγμούς προσπαθούσαν να εξαλείφουν την «αίρεση των Ναζωραίων». Και επειδή η αγνότητα και ο ζήλος και το φρόνημα του μαρτυρίου ήταν πιο έκδηλα στους Μοντανιστές χριστιανούς, ο Τερτυλλιανός ένιωσε μια ιδιάζουσα έλξη προς αυτούς και έγινε αργότερα οπαδός τους—αν και δεν φαίνεται ορθή η πληροφορία του Αυγουστίνου ότι δημιούργησε δική του ομάδα, τους «Τερτυλλιανιστές».
***
Αφήνοντας κατά μέρους τις σκοτεινές και αδιευκρίνιστες σελίδες της ζωής του αλλά και το μεγάλο πλούτο των θεολογικών του θεμάτων όπως παρουσιάζονται κυρίως στα έργα του Κατά Πραξέα, Κατά Ιουδαίων, Περί βαπτίσματος, Περί ψυχής, Περί Στεφάνου Στρατιωτών, κ.λπ., θα ασχοληθούμε εδώ περισσότερο με τον Τερτυλλιανό ως λόγιο. Γιατί αναμφισβήτητα ο Τερτυλλιανός είχε αυτό το χάρισμα μαζί με τα τόσα άλλα που διέθετε.
Δεν υπήρξε μόνο δεξιοτέχνης χειριστής της λατινικής γλώσσας, αλλά ταυτόχρονα και γλωσσοπλάστης δημιουργός της. Αρίστος γνώστης της λατινικής και ελληνικής γλώσσας στηριζόμενος στην κλασική λατινική δημιούργησε, με τη βοήθεια των στοιχείων της καθομιλουμένης και των δικών του τύπων, τη χριστιανική λατινική γλώσσα. Χάρις στις έξοχες σπουδές του και τις ανεξάντλητες γνώσεις του, ήξερε να χρησιμοποιεί με εκπληκτική ευχέρεια το δικανικό λόγο αλλά και τη στωική φιλοσοφία και τον πλατωνισμό και τη σοφιστική τέχνη με τα σχήματά της, μ’ ένα ανεπτυγμένο γλωσσικό κριτήριο. Και εκεί που ήξερε να τηρεί τόσο πιστά τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες, εκεί τους καταργούσε ο ίδιος με ευχέρεια και αυθεντία για να μας δώσει τελικά ένα ύφος πότε λαμπερό και γλαφυρό και πότε σκοτεινό και γριφώδες. Αλλού νευρώδες και δυναμικό και αλλού ένα ύφος με ασυνταξίες και με έλλειψη ηθελημένης καλλιέπειας. Δηλαδή ένα ύφος τόσο περίπλοκο όσο η ίδια η περίπλοκη προσωπικότητά του.
Από τον κάλαμο του Τερτυλλιανού προήλθαν και δύο μέχρι σήμερα πολυαναφερόμενοι αφορισμοί: το «Credο qιia absιrdιm est» (πιστεύω διότι είναι αδύνατο) και το «Testimοniο anima natιraliter Christiana» (μαρτυρία της ψυχής εκ ρύσεως χριστιανικής).
Το έργο όμως που φανερώνει ανάγλυφα τη δυναμική αυτή προσωπικότητα και την ικανότητά της να χειρίζεται άριστα το γραπτό λόγο, με πλούτο μάλιστα ιδεών και εκφράσεων—το τελειότερο έργο του—είναι το σύγγραμα που φέρει τον τίτλο Apοlοgeticιm (Απολογητικός) . Είναι ένα έργο που όπως αποκαλύπτει ο τίτλος του είναι μια απολογία των χριστιανών απευθυνόμενη μάλλον προς τον ανθύπατο της Αφρικής, όπου αναιρούνται μία προς μία, διά στόματος Τερτυλλιανού, όλες οι ψευδείς και χαλκευμένες κατηγορίες, όλες οι ύβρεις των εθνικών εναντίον των χριστιανών. Ότι τάχα οι χριστιανοί εγκληματούν σε βάρος του κράτους, του Ρωμαίου αυτοκράτορα, ότι είναι μισάνθρωποι, κ.ά.
Το έργο γράφτηκε το 197 ή 198 μ.Χ. και νωρίς μεταφράστηκε στην ελληνική, αλλά σώθηκαν μόνο αποσπάσματά της, όπως μας πληροφορεί και πάλι ο ιστορικός Ευσέβιος.
Από μια νεότερη μετάφραση του κειμένου που έγινε στη νεοελληνική, σε καθαρεύουσα, από τον I. Φραγκούλη το 1936, παραθέτω μερικά αποσπάσματα, στη δημοτική, από το σπάνιο τούτο φιλολογικό έργο που σφράγισε το όνομα του πνευματικού του δημιουργού. «Γιατί η Απολογία θεωρείται η κορωνίδα της συγγραφικής παραγωγικότητας του ανδρός. Δικαίως δε υπήρξεν παρά τω κόσμω των λογίων καθ’ όλας τας χριστιανικάς εποχάς προσφιλέστατον ανάγνωσμα» (I. Φραγκούλης).
***
Στην εποχή του Τερτυλλιανού οι Ρωμαίου διώκτες του χριστιανισμού χρησιμοποιούσαν τη φωτιά και το ξίφος σαν όπλα τους. Αλλά, «η πένα είναι πιο δυνατή από το ξίφος», είχε πει κάποτε ο Μέγας Ναπολέων. Υπάρχουν συγγραφείς οι οποίου με μια κίνηση του ξίφους της «πένας» τους μπορούν να διατρυπήσουν τον αναγνώστη και να τον συγκλονίσουν. Ένας τέτοιος συγγραφέας αναμφίβολα υπήρξε ο Τερτυλλιανός.
«Από πού είναι αυτοί που επιτίθενται ενάντια στον αυτοκράτορα; Από πού προέρχονται αυτοί που έκαμαν ασκήσεις πάλης για να αποκτήσουν ικανότητα να σφίγγουν το λαιμό του αντιπάλου και να τον στραγγαλίζουν; Από πού ξεφύτρωσαν αυτοί που εισβάλουν πάνοπλοι στ’ ανάκτορα;… Αν δεν κάνω λάθος ήσαν Ρωμαίοι· δηλαδή δεν ήσαν Χριστιανοί… Αλλ’ αποτελεί ευγενικό καρπό των Χριστιανών το ότι δεν έχουν τέτοιους καρπούς· οποιαδήποτε όμως ζημία κι αν υποστούν τα συμφέροντά σας από τη θρησκεία που ασκούμε», γράφει απευθυνόμενος στους Ρωμαίους Διοικητές, «η προστασία που έχετε από εμάς αντισταθμίζεται επαρκώς. Τους Χριστιανούς προτιμάτε να τους λέτε εχθρούς της ανθρώπινης φυλής αντί να τους αποκαλείτε εχθρούς της ανθρώπινης πλάνης (qιam errοris hιtnani).
Την εποχή που έγραφε ο Τερτυλλιανός ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ο όχλος να ευφραίνεται με «άρτον και θεάματα». Στις ρωμαϊκές κονίστρες δούλοι μονομάχοι με αγχέμαχα όπλα έπεφταν μαχόμενοι μέχρι θανάτου. Το αίμα έρεε και άγρια θηρία με τα γαμψά τους νύχια ξέσχιζαν τις σάρκες των αντιφρονούντων. Αλλά οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να αναμιχθούν σε τέτοια διαγωγή ούτε να παρακολουθούν τέτοιου είδους θεάματα. Η πίστη και η αγνότητά τους δεν το επέτρεπε. «Η γλώσσα μας και τα μάτια μας και τ’ αυτιά μας δεν έχουν καμιά σχέση με την παραφροσύνη του ιπποδρομίου, με τις ασχήμιες του θεάτρου, με την αγριότητα της κονίστρας, με τη ματαιότητα των γυμναστηρίων».
Σ’ ένα άλλο σύγγραμά του που φέρει τον τίτλο De spectacιlis (Περί θεαμάτων), ο συγγραφέας εξηγεί το γιατί:
«Εκείνος ο αριστοτέχνης στα γρονθοκοπήματα θα μένει ατιμώρητος; Εκείνη η επουλωθείσα πληγή στο μέτωπο, η άλλη ουλή στο χέρι, το πρησμένο αυτί—τα πήρε μήπως από το Θεό; Δεν του ’δώσε μάτια για να τα στερηθεί πυγμαχώντας… Είναι καθήκον μας να μισούμε αυτές τις συνάξεις και συγκεντρώσεις των εθνικών».
Συνηθισμένες ήταν οι κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών ότι μετείχαν σε Θυέστεια δείπνα, σε αιμομιξίες και σε ανθρωποκτονίες. Αλλά, γράφει ο Τερτυλλιανός, όλα αυτά είναι ψευδή. Τόσο ψευδή ώστε σ’ εμάς:
«Είναι απαγορευμένη όχι μόνο η ανθρωποκτονία, αλλά δεν μας επιτρέπετε να προκαλέσουμε το θάνατο του εμβρύου στην κοιλιά της μητέρας καθ’ ον χρόνον η ανθρώπινη ύπαρξη σχηματίζεται… Λίγο διαφέρει να αφαιρεί κανείς την ύπαρξη μετά τη γέννηση από το να την καταστρέφει όταν διαμορφώνεται. Είναι ήδη άνθρωπος ο μέλλων να γίνει άνθρωπος· όπως κάθε καρπός περιέχεται ήδη στο σπόρο… Ντραπείτε λοιπόν για την τύφλωσή σας…»
Στην προκλητική κατηγορία ότι δεν θυσιάζουν στον αυτοκράτορα οι Χριστιανοί, ο Τερτυλλιανός απαντά ότι η άρνησή τους δεν αποτελεί ύβρη ούτε περιφρόνηση.
«Ο αυτοκράτορας είναι μέγας γιατί είναι κατώτερος του Ουρανού. Είναι κι αυτός κτήμα Εκείνου στον οποίο ο Ουρανός και κάθε πλάσμα ανήκουν… Ας σύρει τον Ουρανό αιχμάλωτο πίσω απ’ το θριαμβευτικό του άρμα».
Οι Χριστιανοί που δεν μπορούν να μετέχουν σε ειδωλολατρεία που εξαχρειώνει τον άνθρωπο και εξαπατά το Θεό, αφού αρνείται κανείς έτσι ν’ αποδώσει σ’ Αυτόν την τιμή που του ανήκει, αποδίδοντάς τη σ’ αυτούς που δεν ανήκει, κάμουν κάτι το καλύτερο.
«Παρακαλούμε για τη μακροζωία των αυτοκρατόρων, για την ατάραχη βασιλεία τους υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου… Παρακαλούμε Εκείνον που είναι ο μόνος που δύναται να εκπληρώσει τις παρακλήσεις.
Ο εύτολμος λόγος του Τερτυλλιανού δεν μετριάζεται ούτε υποχωρεί όταν πρόκειται να καυτηριάσει τις υποκρισίες. Είναι ασυμβίβαστος και δεν «χαρίζει κάστανα» σε κανέναν.
«Όταν βλέπω ότι οι ιερείς σας, οι περισσότερο ανήθικοι, εξετάζουν τα προς θυσία σφαγιαζόμενα ζώα, με έκπληξη αναρωτιέμαι και θέλω να μάθω για ποιο λόγο εξετάζονται τα σπλάχνα των θυμάτων και όχι οι καρδιές των ίδιων των θυτών;»
Για τον Τερτυλλιανό οι μεγάλοι φιλόσοφοι είναι και οι μεγάλοι διαστροφείς της αλήθειας, οι πατριάρχες των αιρέσεων. Γι’ αυτό φαίνεται ν’ αποστρέφεται την ελληνική φιλοσοφία μόλο που κι ο ίδιος δεν μπόρεσε να αποφύγει την επίδραση της. Θέτει το ερώτημα: «Τι κοινόν υπάρχει μεταξύ Αθηνών και Ιεροσολύμων; Ποια συμφωνία υπάρχει μεταξύ Ακαδημίας και Εκκλησίας;»
Είναι κακό να καταδικάζει κανείς κάποιον πριν να τον ακούσει τι έχει να πει, επιμένει ο Τερτυλλιανός, ο συγγραφέας με την νομοθρεμένη διάνοια:
«Τότε μόνον είναι κάτι άξιο μίσους, όταν κάποιος γνωρίζει ότι αξίζει τούτο να μισηθεί… Αν καταδικάζουν την αλήθεια αναπολόγητη, πλην της απέχθειας της διαπραττόμενης αδικίας θα επισύρουν και την υποψία υστεροβουλίας. Επειδή ακριβώς αρνούνται ν’ ακούσουν εκείνο που δεν θα μπορούσαν να καταδικάσουν αν το άκουγαν. Η αλήθεια έχει έναν και μόνο πόθο. Τον πόθο να μην καταδικαστεί πριν γίνει γνωστή… (Κεφ. Α΄)
Μπορεί να ενοχλούνται οι εθνικοί γιατί οι χτεσινοί Χριστιανοί γέμισαν τις πόλεις, τα νησιά και φρούρια και αγορές, αλλά να θυμούνται ένα πράγμα: ότι είναι αβλαβείς· συναθροίζονται για να διαβάσουν τα βιβλία του Θεού και να προσευχηθούν. Τους υπενθυμίζει:
«Με το δικό σας είδος ανθρώπων οι φυλακές είναι γεμάτες. Ούτε ένας Χριστιανός σ’ αυτόν τον κατάλογο, εκτός μόνον αν είναι απλώς Χριστιανός»… Και άλλου: «Αλλ’ εμείς δεν έχουμε κυριευθεί απ’ τα πάθη της δοξομανίας και της φιλοδοξίας, δεν αισθανόμαστε την ανάγκη συνασπισμού. Και τίποτε άλλο δεν μας είναι τόσο ξένο όσον η πολίτικη. Αναγνωρίζουμε μία και μόνη πολιτεία κοινή σε όλους: τον κόσμο» (Unam omnium repuplicam agnοscimus: mundum).
Είναι πολλά αυτά που έχει γράφει ο Τερτυλλιανός σε πολλά θέματα. Αλλά είναι αρκετό να διαβάσει κανείς έστω και λίγες σελίδες απ’ την υπέροχη Απολογία του. Αρκούν μερικές σελίδες απ’ τα γραπτά του γονιμότερου και παραγωγικότερου πνεύματος της Εκκλησίας του 2ου μ.Χ. αιώνα. Του ανθρώπου που «συνδύαζε την ευγλωττία του Κικέρωνα, τη σατιρική οξύτητα του Γιουβενάλη, και μερικές φορές μπορούσε να συγκριθεί με τον Τάκιτο ως προς τη συγκέντρωση οξύτητας σε μια μόνο φράση» (Will Durant). Θα νιώσει τότε σα να ζει σε μιαν άλλη εποχή. Θα νιώσει τη φλογερή αλουργίδα της πίστης και τον λευκό χιτώνα της αγνότητας να τον εγγίζουν. Θα νιώσει να τον σιμώνει ένας άλλος κόσμος. Ο κόσμος των πρωτοχριστιανών που βίωναν αυτό που κήρυττα πως πίστευαν και που τολμούσαν αντί να θυσιάσουν λίγους κόκκους θυμιάματος για τη λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, με κίνδυνο της ζωής τους, να υψώνουν το θυμίαμα της απόλυτης πίστης και αφοσίωσης στο Θεό.
Ύστερα όμως, στα μεταγενέστερα χρόνια, τα πράγματα σιγά–σιγά άρχισαν να αλλάζουν… Ιδίως όταν οι διωκόμενοι έγιναν διώκτες. Όταν η ποσότητα αλλοίωσε την ποιότητα και ο τύπος σκέπασε την ουσία… Αλλά και του Τερτυλλιανού τα έργα—παρ’ όλον που ο ίδιος υπήρξε μετά τον Αυγουστίνο ο κυριότερος εισηγητής εκκλησιαστικής ορολογίας και θεμελιωτής πολλών δογμάτων—αργότερα ξεχάστηκαν και επισκιάστηκαν από άλλους μεταγενέστερους. Και μόνο μετά τον 16ο αιώνα άρχισε να ανακινείται το ενδιαφέρον των πιστών και των μελετητών για τα γραπτά του.
Δε θ’ άξιζε άραγε μερικοί λατινομαθείς που περί πολλών άλλων μεριμνούν και τυρβάζουν, να μεταφράσουν στη νεοελληνική μερικά από τα έργα του μεγάλου αυτού λόγιου συγγραφέα;