Του Κοσμά Ηλιάδη (δικηγόρος)
Φαινόμενο παραγωγικού, πολυπράγμονα, πετυχημένου λογοτέχνη και όχι μόνο. Βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, αναζήτηση, καταγραφή. Υπηρετεί τόσες τέχνες, δίχως να παραμελεί κάποια, δίχως να την αδικεί. Αγαπάει ίσα και δίκαια τη δημιουργία και την εργασία. Δεν ισχύει εδώ το «την μεν φιλείν, την δε θεραπεύειν». Ευρυμαθής, πολύτεχνος, πολυάσχολος, ως γνήσιος απόγονος του Αριστοτέλη.
Αντλεί τα θέματα του από πολύ μακριά, από το Βυζάντιο, ακόμα πιο πέρα, από τα σπάργανα της χριστιανικής ζωής. Τότε που έλεγε ο Ιωάννης Χρυσόστομος «ώσπερ την μέλιτταν ορώμεν εφ’ άπαντα τα βλαστήματα καθιζάνουσαν, αφ’ ενός μεν τα βέλτιστα λαμβάνουσαν, ούτω δει παιδείαν ορεγομένους μεν απείρως έχειν, πανταχόθεν δε τα βέλτιστα συλλέγειν». Επικάθεται και στα άνθη του κακού, διυλίζει το κακό, το παράλογο, μας δίνει εικόνες προβληματισμού και χαράς.
Ερανιστής της ποίησης, της πανταχού ποίησης. Στο γραπτό λόγο, με τα διηγήματά, τα δοκίμια, την ποίηση. Στις καλές τέχνες, με το χρωστήρα, το φακό. Παγιδεύει μια απειροελάχιστη στιγμή του φαλακρού χρόνου, σύμφωνα με δικό του στίχο, μας την παραδίδει ολόφρεσκη, ολοζώντανη. Να χαρούμε κομμάτι και εμείς. Οι απεικονίσεις και οι φωτογραφίσεις του είναι τόσο ζωντανές, σου δηλώνουν την παρουσία τους, σε καθηλώνουν. Κάθεσαι, μελετάς, ξεχνιέσαι.
Ο Μύρωνας είναι σχεδόν σε όλους γνωστός με το δισκοβόλο του. Του χάρισε, όμως, ιδιαίτερη αίγλη το επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου, για ένα σχεδόν άγνωστο άγαλμά του: «Βουκόλε την αγέλην πόρρω νέμε, μη του Μύρωνος βοΐδιον ως έμπνουν εξελάσεις» (βοσκέ, το κοπάδι σου μακριά βόσκησε, μην (τυχόν) το μοσχάρι του Μύρωνα το εκλάβεις σαν ζωντανό).
Σε ζητήματα χρωστήρα, φακού, περιορισμέ| νος είναι ο κύκλος των γνώσεών μου. Σε θέματα λογοτεχνίας προσπαθώ, αγωνίζομαι όπως μπορώ. Ως εδώ εγώ μπορώ να αναλύσω. Οι επαΐοντες και οι σοφοί μπορούν να εντρυφήσουν περισσότερο, να δώσουν εμπεριστατωμένες απαντήσεις.
Επιθυμώ να καταθέσω τελειώνοντας αυτό που σκόπευα τηλεγραφικά να πω εξ αρχής και μόνο τούτο, μα δεν ταίριαξε. Ο Δημήτρης Τσινικόπουλος, κατατάσσεται, σύμφωνα με την προσωπική μου εκτίμηση, στους μείζονες λογοτέχνες και φιλοσόφους θα έλεγα. Κάτι άσχετοι τύποι, με ένα ή δυο βιβλία υπό μάλης, σερβίρονται ως σπουδαίοι, μα δεν είναι, απλά κρατάνε κάποια στήλη σε κάποια εφημερίδα, έχουν αγαθές σχέσεις με το γυαλί, που τους δείχνει τρεις και λιγάκι. Ή είναι ενταγμένοι σε κάποιο σωματείο, σε κάποια λογοτεχνική συντροφιά ή σε κάποιο κόμμα. Έτσι φαίνονται, χωρίς να δικαιούνται, επιφανείς. Εδώ ο Νίκος Γκάτσος καταξιώθηκε, και δίκαια βέβαια, με ένα μοναδικό έργο του, το αριστούργημά του, την Αμοργό. Έγραψε βέβαια πολλά ποιήματα που μελοποιήθηκαν. Αυτά.