Η έξαψη ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τα μάτια του κατακόκκινα. Από την κούραση. Τα ’κλεισε για λίγο, κι άφησε το βιβλίο που μελετούσε να πέσει απ’ τα χέρια του. Πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνθηκε μυρμήγκια στα μάτια του, βελόνες να τα σουβλίζουν, μετά από τόσο εξαντλητική μελέτη.
Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα, μπρος στην ψυχική του αναστάτωση. «Μα είναι δυνατόν;», μονολόγησε. «Είναι δυνατόν! Και πώς δεν το ανακάλυψα αυτό πιο μπροστά, ή δεν το ανακάλυψε κάποιος άλλος πιο έμπειρος ερευνητής από μένα; Είναι δυνατόν, ο πολιούχος άγιος της πόλης μας να μην υπήρξε ποτέ; Να είναι προϊόν φαντασίας, συναξαριστών και ιερωμένων, που τον βίο του τον έπλασαν και τον λάνσαραν σιγά-σιγά στο λαό, προσθέτοντας θρύλους, μύθους και ιστορίες για γριούλες; Είναι δυνατόν;»
Σηκώθηκε με μία απότομη κίνηση. Άνοιξε το παράθυρο του γραφείου του για να μπει καθαρός αέρας. Να τον φυσήξει ο αέρας στο πρόσωπο το αναψοκοκκινισμένο, από την ένταση, τη θλίψη και την οργή.
Αύριο ξημέρωνε η μέρα εορτασμού του πολιούχου Αγίου… Οι καμπάνες θα χτυπούν χαρμόσυνα. Οι πιστοί θα συρρέουν σαν μπουλούκια στις εκκλησίες και ο μητροπολίτης, θα εκφωνήσει τον προγραμματισμένο λόγο του, τον εγκωμιαστικό, για τον βίο του Αγίου, και θα προτρέψει το ποίμνιο να μιμηθεί το παράδειγμά του. Το ηρωικό παράδειγμα του Αγίου, που προτίμησε οι διώκτες του να τον βασανίσουν, να τον διατρυπήσουν με δόρατα και με βέλη, αλλά αυτός άκαμπτος, με την πίστη του ακλόνητη, δεν απαρνήθηκε τον Κύριό του… Παρέμεινε πιστός μέχρι θανάτου. Στο τέλος, ο σκληρός Ρωμαίος άρχοντας διέταξε να κάψουν το πτώμα του. Αλλά, μέσα από τις φλόγες, έβγαινε απ’ το καμένο κορμί μια ευωδιά και μια μελωδία, μελωδία αγγελική…
Οι σημειώσεις της έρευνάς του τον οδήγησαν στη νέα του μελέτη με τίτλο, Η κατασκευή των Αγίων στο Βυζάντιο–Ανύπαρκτοι Άγιοι. Μια έρευνα που θα έφερνε τα πάνω κάτω, θα τάραζε τα λιμνάζοντα νερά του πανεπιστημιακού και του θρησκευτικού κατεστημένου, αφού αυτός σαν Βυζαντινολόγος, θα έφερνε καινούργιο φως στα παλιά γεγονότα, ξεμπλέκοντας την αλήθεια από την παχιά σκόνη των παραδόσεων, των θρύλων και των μύθων, που επικάθησαν με τα χρόνια και την αλλοίωσαν…
Τον τελευταίο καιρό πολύ τον προβλημάτιζαν τα θέματα των απαρχών του Χριστιανισμού και η ιστορική πορεία του. Η έρευνά του ως ιστορικού, τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι, μέσα στο ρεύμα του χρόνου, ο Χριστιανισμός, μια λέξη που, όπως ανακάλυψε για πρώτο φορά χρησιμοποίησε ο αποστολικός Πατέρας Ιγνάτιος ο λεγόμενος Θεοφόρος, ο Χριστιανισμός, υπέστη ισχυρές παραμορφωτικές πιέσεις και στρεβλώσεις από πολλούς εξωγενείς και εσωγενείς παράγοντες. Εσωγενείς, ήταν η φιλαρχία και η εγωμανία ιεραρχών, πατριαρχών και παπών, που συγκέντρωναν όλο και περισσότερη εξουσία στα χέρια τους, υποβιβάζοντας φτωχό κλήρο, άκληρους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, σωρεύοντας αμύθητα πλούτη, δόξα και δύναμη στα χέρια τους… ως θεάρεστοι εκπρόσωποι του Χριστού επί της γης.
Εξωγενείς πάλι, ήταν πολλοί. Ο Παγανισμός των Ελλήνων και των Ρωμαίων, που μπήκε αθόρυβα στον Χριστιανισμό και θρονιάστηκε βαθμηδόν, με τις ευλογίες μάλιστα των ιεραρχών, αφού δεν μπορούσαν και δεν συνέφερε σ’ αυτούς να τον ξεριζώσουν για να προσελκύονται έτσι οι μάζες στην εκκλησία. Ο αρχαίος ποικιλόμορφος Γνωστικισμός που, σαν Λερναία Ύδρα, προσπαθούσε να καταφάει την αρχέγονη αγνή εκκλησία του Χριστού και των αποστόλων. Που δεν το πέτυχε μεν, αλλά δεν άφησε και την εκκλησία αλώβητη και ανεπηρέαστη, αφού πολλές διδασκαλίες του την επηρέασαν αποφασιστικά. Και επαληθεύτηκε έτσι, η παροιμία, «όποιος κοιμάται με τυφλό, ξυπνάει αλλήθωρος!». Άλλος θανάσιμος εχθρός ήταν, ο σεκουλαρισμός της εκκλησίας και οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Οι τελευταίοι, έβλεπε, ότι υπήρξαν, πιο επικίνδυνοι από τους πρώτους, αφού με την ιδιότητα τάχα του Χριστιανού ηγεμόνα έκοβαν και έραβαν κατά την αρέσκεια τους.
Εξόριζαν άλλους ηγεμόνες και κληρικούς και «αγίους», ανακηρύχθηκαν μερικοί απ’ αυτούς ως και άγιοι από Συνόδους, και εφοδιασμένοι με απεριόριστη εξουσία, φαινόταν να επιβάλλουν την «βασιλεία του Θεού» επί της γης, με το δικό τους τρόπο, τον αλάθητο, ελέω Θεού, βασιλείς… Έτσι ήταν όλα μέλι γάλα. Pax in Terris. Όσο για την ελληνική φιλοσοφία, και ιδίως τον Νεοπλατωνισμό, αυτή ήταν που διείσδυσε νωρίς μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να διαβρώσει την δογματική διδασκαλία της και έτσι, ήρθε σε ύπαρξη ένα υβρίδιο παράξενο: η ελληνοχριστιανική παράδοση, ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός…
Τα ήξερε καλά όλα αυτά και τα δίδασκε μάλιστα και στους φοιτητές του. Αλλά, φρόντιζε να τα τεκμηριώνει με απόψεις και άλλων και με παραπομπές στις πηγές. Εκείνο όμως, που τον ενοχλούσε τώρα, στη συνείδησή του, ήταν ότι ορισμένα πορίσματα και συμπεράσματά του, δίσταζε να τα κοινοποιήσει, φοβούμενος τη γενική κατακραυγή, την οργή του πανίσχυρου μητροπολίτη και του προκαθήμενου της εκκλησίας. Που, τίποτα δεν μπορούσε να τους εμποδίσει να τον απειλήσουν, όχι τόσο με αφορισμό…, όσο ότι θα ’χανε τη θέση του επίκουρου καθηγητή στο πανεπιστήμιο, αυτή που με τόσο κόπο και τόσο αγώνα πέτυχε να αποκτήσει, αν συνέχιζε να διδάσκει τα περί ανυπαρξίας αγίων και (μυθο)κατασκευής αγίων στο Βυζάντιο… Ύστερα, ήτανε και οι συνάδελφοι του. Μήπως, θα τον κοιτούσαν με κάποια καχυποψία; Μήπως, δεν θα τον προβίβαζαν σε τακτικό, δεχόμενοι πιέσεις;
Καθώς επέστρεψε στο γραφείο του, μια σελίδα πεσμένη στο δάπεδο τον έκανε να ξαναγυρίσει πίσω στη διατριβή του. Την σήκωσε και διάβασε τις σημειώσεις του ξανά.
«Ο πάπας το 1969, μ’ ένα διάταγμα είχε καταργήσει πολλούς, γύρω στους 200, αγίους της καθολικής εκκλησίας γιατί ήταν ανύπαρκτοι!!! Μεταξύ αυτών, τον προστάτη των ερωτευμένων Άγιο Βαλεντίνο, την Αγία Φιλομήνα, τον Άγιο Γεώργιο, τον δρακοκτόνο προστάτη της Αγγλίας και της Γένουας, και τον Άγιο Χριστόφορο τον προστάτη των αυτοκινητιστών. Τον Άγιο Γεώργιο, μάλιστα, διότι, δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ιστορικότητάς του, και η μορφή του αναδύθηκε μάλλον, μέσα από το μύθο του Περσέα και της Ανδρομέδας… Η δε περίφημη δρακοκτονία του, προήλθε από τον αρχέγονο μύθο των ανθρωποθυσιών στις πηγές των νερών, που πιστευόταν ότι φυλάσσονταν από δράκοντες…»
Έγινε σάλος τότε. Ο Τύπος είχε ασχοληθεί με το θέμα, οι Times της Νέας Υόρκης το είχαν πρωτοσέλιδο, οι αυτοκινητιστές και πολλές άλλες τάξεις που χάσαν τον προσφιλή άγιό τους, διαμαρτυρήθηκαν, και η Kαθολική εκκλησία μετά τον σάλο που ξέσπασε και τον θόρυβο, μ’ ένα γλαφυρό άρθρο στο L’ Osservatore Romano, και μέσω των εκπροσώπων της, είπε ότι, τελικά, μπορούσαν οι πιστοί να πιστεύουν στους αγίους τους, έστω κι αν δεν υπήρξαν, ή δεν ήταν τα πράγματα έτσι, ακριβώς, όπως χρόνια τα ήξεραν… Όσο για τα θαύματά τους…, ο καθένας μπορούσε να τα πιστεύει, αν ήθελε…
Τώρα, τι θα γινόταν όμως, με τη δική του διατριβή; Να τολμούσε να την δημοσιεύσει με όλα τα επακόλουθα; Μέσα σ’ αυτήν έγραφε ότι, ο πολιούχος άγιος της επαρχιακής πόλης που ζούσε, και που μεγάλως ετιμάτο από την εκκλησία και τα πλήθη, ήταν ανύπαρκτος αυτός, πλάσμα της φαντασίας ρασοφόρων ιερωμένων και καλογήρων. Και τα περίφημα θαύματά του, προϊόν αγυρτείας και αποκύημα φαντασίας θρησκόληπτων… Να το αποτολμούσε, ή να καθόταν στ’ αυγά του ήσυχος, και να τηρούσε σιγήν ιχθύος;
Την επόμενη μέρα το πρωί, τον ξύπνησαν οι κωδωνοκρουσίες και οι ψαλμωδίες από τα μεγάφωνα της εκκλησίας που απείχε καμία 300αριά μέτρα από το διαμέρισμά του. Πιο κάτω, στον κεντρικό δρόμο, θα γινόταν η λιτάνευση και η περιφορά της εικόνας του Αγίου, οι δρόμοι θα κλείναν, ο κόσμος θα ’τρεχε να πάρει την ευλογία του Δεσπότη στην εκκλησία που θα εκφωνούσε το λόγο του, και σε λίγο, στην πλατεία θα γινόταν και η καθιερωμένη παρέλαση. Ένα τιμητικό άγημα θα παρήλαυνε μπροστά στην εξέδρα των επισήμων. Στην εξέδρα θα βρισκόταν ο Δήμαρχος, ο στρατηγός, ο Υπουργός και ο Δεσπότης… Που από καιρό είχε χάσει την «καλή μαρτυρία έξωθεν» και πολλοί, του καταλογίζαν έκτροπα… ηθικά και οικονομικά, χώρια από τους εμπρηστικούς λόγους μίσους κατά των αλλοθρήσκων και των αιρετικών που κατά καιρούς εκφωνούσε.
Ο καθηγητής Διομήδης Κυριακού, όπως ήταν ξενυχτισμένος, με τα βιβλία και χαρτιά του, δεν είχε καμία όρεξη να ντυθεί και να αναμειχθεί με το πλήθος για να παρακολουθήσει για μια ακόμα φορά, την περιφορά της εικόνας του αγίου, τις γονυκλισίες και την παρέλαση, τις τυμπανοκρουσίες, τους εορταστικούς λόγους, τις φανφάρες, τα χειροκροτήματα και τους φαρισαϊσμούς. Τα είχε χορτάσει αυτά με το παραπάνω τόσα χρόνια… και ήξερε πολύ καλά, πως οι περισσότεροι επίσημοι και ανεπίσημοι, δεν τα πίστευαν όλα αυτά. Αλλά το κατεστημένο βλέπεις, το κατεστημένο, τους είχε καθυποτάξει, και τα «καλά και συμφέροντα»… και η ψηφοθηρία των πολιτικών. Ο Καισαροπαπισμός, σε όλο του το μεγαλείο…
Τώρα, τελευταία, άρχισε να συνειδητοποιεί μέσα του, πόσο όλα αυτά δεν ήταν χριστιανικά και θεάρεστα. Όχι μόνο, γιατί υπήρχαν ανύπαρκτοι άγιοι στο εορτολόγιο, όχι μόνο γιατί στο εορτολόγιο των Ορθοδόξων τιμούνται και άγιοι καθολικοί που θα ’πρεπε κανονικά να θεωρούνταν αιρετικοί, όχι μόνο γιατί η περιφορά της εικόνας του ανύπαρκτου αγίου τιγκάριζε τα παγκάρια των εκκλησιών, αλλά γιατί ο σκοταδισμός εξακολουθούσε να επιβάλλεται στο ανυποψίαστο πλήθος από την ηγεσία της εκκλησίας που ήταν απρόθυμη ν’ αλλάξει όλα τα κακώς κείμενα….
Προχώρησε, και άνοιξε και πάλι το παράθυρό του γραφείου του. Οι ψαλμωδίες και οι θόρυβοι είχαν κοπάσει…
Και οραματίστηκε ξαφνικά ότι, γινότανε λέει, μια παρέλαση διαφορετική, πριν από εκατοντάδες χρόνια κάπου μακριά. Μια παρέλαση των ρωμαϊκών στρατευμάτων… στην Ιερουσαλήμ ή στην Καισάρεια. Και στην εξέδρα των επισήμων ήτανε, μαζί, ο Πιλάτος, ο αρχιερέας Καϊάφας, ο Άννας, ο Ηρώδης, και δίπλα τους, ο Ιησούς της Γαλιλαίας… Ναι, ο ίδιος ο Χριστός!… Και επευφημούσε κι αυτός, μαζί με τον Πιλάτο και τον Ηρώδη και τον Καϊάφα, τις ρωμαϊκές λεγεώνες, που επέστρεψαν τροπαιοφόρες μετά από τον σφαγιασμό των Περσών, που τόλμησαν ν’ αντισταθούν στο κραταιό Imperium Romanum… Τα λάβαρα ανέμιζαν, οι παιάνες παντού αντηχούσαν, τα πλήθη επευφημούσαν και παραληρούσαν… σκεπάζοντας κάποιες ισχνές φωνές διαμαρτυρίας και αποδοκιμασίας… κάποιων άσημων θεοσεβών.
Ένα δάκρυ αργοκύλησε από τα μάτια του. Απρόθυμος κάθισε στην καρέκλα του, συλλογιζόμενος ότι, η Βαβυλών η μεγάλη, η φανταχτερή, η «καθήμενη επί πολλών εθνών και φυλών και γλωσσών», επεδείκνυε για ακόμα μια φορά τη διαφθορά, τη δύναμη και το μεγαλείο της, ενώ εκείνος, ο αδύναμος ο δειλός και άτολμος, δεν είχε το θάρρος να την πολεμήσει… κατά μέτωπο.