Η ηλικιωμένη κυρία φαινότανε ανήσυχη στις εξωτερικές σκάλες του δικαστικού μεγάρου. Κρατούσε ένα χαρτί στα χέρια της που κοιτούσε και ξανακοιτούσε, φέρνοντάς το κοντά στα γυαλιά της.
Κάποια στιγμή αποτόλμησε αυτό που ανέβαλε να κάνει. Σταμάτησε έναν κουστουμαρισμένο κύριο με τσάντα, που ανέβαινε τα σκαλοπάτια για να τον ρωτήσει:” Με συγχωρείτε κύριε, είστε δικηγόρος; «Μάλιστα κυρία μου», απάντησε ευγενικά ο δικηγόρος Θωμάς Θωμίδης. Μήπως μπορείτε να με εξυπηρετήσετε; Τι γράφει εδώ; Δε μπορώ να καταλάβω... Δε βγάζω και τα γράμματα. Σε ποια αίθουσα πρέπει να πάω, να εξετασθώ ως μάρτυρας;».
Ο δικηγόρος κοίταξε με μια γρήγορη ματιά την κλήση και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο της απάντησε: «Ακολουθείστε με, κυρία μου, σ’ αυτήν την αίθουσα κατευθύνομαι κι εγώ». «Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ, είστε πολύ ευγενικός», αποκρίθηκε η ηλικιωμένη κυρία και, καθώς ξανακοίταξε από κοντά τον δικηγόρο πιο προσεχτικά, αναφώνησε:
«Μα εγώ, σας γνωρίζω. Δεν είσθε ο δικηγόρος Θωμάς Θωμίδης; Δε με θυμάστε; Έχουν περάσει κάπου είκοσι χρόνια από τότε που… αλλά εγώ δε σας ξέχασα καθόλου!»
Ο Θωμίδης, κοίταξε με περιέργεια την ηλικιωμένη κυρία και προσπάθησε ν’ ανασύρει από το μπερδεμένο κουβάρι της μνήμης, το πρόσωπό της που ο χρόνος φανερά είχε αλλοιώσει. Κάποια στιγμή σα να θυμήθηκε κάτι, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Είχε πολλούς πελάτες τα τελευταία χρόνια, και η μνήμη του ενώ λειτουργούσε εκπληκτικά σε πολλά θέματα, ιδιαίτερα τα επαγγελματικά, στην αναγνώριση προσώπων που δεν τον απασχολούσαν, υστερούσε…
«Βοηθείστε με, κυρία μου, γιατί η μνήμη μου αυτή τη στιγμή δε με βοηθάει. Η ηλικιωμένη κυρία με μιας άρχισε να του εξιστορεί τού πώς χειρίστηκε επιτυχώς την υπόθεση μιας φίλης της, και κέρδισε το δικαστήριο, ότι της έκανε εντύπωση η ρητορική του δεινότητα, αλλά και η ευγένειά του, και το ήθος του, και πως στο τέλος, τού ζήτησε μια κάρτα του, έτσι, για να βρίσκεται στα χέρια της, μήπως τον χρειαστεί σε καιρό ανάγκης... Αλλ’ είχαν περάσει χρόνια από τότε, και να που η τύχη τα ’φερε έτσι, και ξανασυναντήθηκαν εδώ, στα δικαστήρια, στο ιερό τέμενος της Θέμιδας...
«Αυτό εξηγεί κυρία μου, γιατί δε σας θυμάμαι καλά», εξήγησε ο Θωμίδης γελώντας. «Δεν υπήρξατε πελάτισσά μου, δε χειρίστηκα κάποια υπόθεσή σας, δε μ’ απασχόλησε κάποιο πρόβλημα σας ώστε να δαπανήσω χρόνο για τη λύση του και γι’ αυτό δε σας θυμάμαι». «Μα προς Θεού! Δεν πειράζει, δεν πειράζει. Είναι φυσικό», αναφώνησε η ηλικιωμένη που υπενθύμισε στο δικηγόρο ότι λεγόταν Φωτεινή Ξενίδου. Αφού τον ευχαρίστησε γι’ ακόμα μια φορά, ζήτησε την κάρτα του για να τον επισκεφτεί για κάποια υπόθεση που την απασχολούσε. Λίγο πριν αποχωριστούν η κ. Ξενίδου εξομολογήθηκε στο δικηγόρο: «Χρειάζομαι έναν δικηγόρο έμπιστο, με εχεμύθεια και με εντιμότητα... Πάνω απ’ όλα με εντιμότητα. Κι εγώ πάνω απ’ όλα, στο πρόσωπό σας, διέκρινα εκτός από την ικανότητα και την ευγένεια, την εντιμότητα».
Ο Θωμίδης χαμογέλασε, χαιρέτησε με θερμή χειραψία την ηλικιωμένη και αφού της υπέδειξε πού να καθίσει για να περιμένει τη σειρά της, της είπε: «Είμαι στη διάθεσή σας κυρία μου όποτε με χρειαστείτε».
Κόντευε να ξεχάσει το ασήμαντο κατά τα άλλα αυτό επεισόδιο ο Θωμίδης, όταν μετά από δύο βδομάδες περίπου χτύπησε την πόρτα του γραφείου του η κ. Ξενίδου και ζήτησε από τη γραμματέα του, αν μπορούσε, να τον δει. Η γραμματέας μετά από μια σύντομη ενημέρωση του δικηγόρου, της είπε ότι μπορούσε να περάσει κι εκείνη τον ευχαρίστησε που την δέχτηκε χωρίς ραντεβού, όπως είπε.
Η Ξενίδου, αφού έκανε μια σύντομη εισαγωγή στο θέμα, κι αφού του εξήγησε πόσο τον εκτιμούσε και πόσο εξετίμησε βαθιά το γεγονός ότι την εξυπηρέτησε προ ημερών, εξήγησε ότι η υπόθεση αφορούσε το γιο της και το διαζύγιο που θα αντιμετώπιζε στο εγγύς μέλλον, λόγω της δυσαρμονίας του με την σύζυγό του. Ο Θωμίδης την άκουγε προσεχτικά. Κράτησε κάποιες σημειώσεις, της έκανε μερικές ερωτήσεις και έκλεισε κάποιο άλλο ραντεβού για να τον επισκεφτεί με τον άμεσα ενδιαφερόμενο, τον γιό της, για να ’χει καλύτερη γνώση του θέματος από πρώτο χέρι.
Φεύγοντας, η κ. Ξενίδου, έσφιξε το χέρι στον δικηγόρο, λέγοντας: «Είμαι απόλυτα σίγουρη για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης. Γιατί ο γιος μου έχει δίκιο και εσείς έχετε τη φήμη του έντιμου δικηγόρου».
Λίγο αργότερα, γύρω στις 8 το βράδυ, πριν φύγει από το γραφείο του, ο Θωμίδης κάθισε κι αναλογίστηκε τα πεπραγμένα της μέρας του. Έβαλε λίγο ουίσκι στο ποτήρι του, και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του βγάζοντας τη γραβάτα του. Έλυσε και τα κορδόνια απ’ τα παπούτσια του για να χαλαρώσει κάπως. Ήταν ομολογουμένως μια δύσκολη επαγγελματικά ημέρα. Είχε ασφαλιστικά Μονομελούς και ένα Τριμελές Πλημ/κείο για μια ψευδή καταμήνυση όπου παρέστη ως πολιτικώς ενάγων. Είχε τελειώσει γύρω στις 3 το μεσημέρι, πήγε στο γραφείο του και μετά στο σπίτι του, για μεσημεριανό γύρω στις
4. Έφαγε, ξεκουράστηκε λίγο, και κατά τις 6 ήταν στο γραφείο του και πάλι, για να δεχθεί πελάτες και να μελετήσει τη δικογραφία της επόμενης μέρας.
Αυτό το εξοντωτικό ωράριο το ακολουθούσε επί 20 και πλέον χρόνια. Ένοιωθε κουρασμένος και μερικές φορές εξουθενωμένος. Δεν τον κούραζε τόσο πολύ η νομική ενασχόληση όσο η δυστροπία των πελατών. Τη δυστροπία και την δολοπλοκία των αντιδίκων την είχε συνηθίσει και δεν τον άγγιζαν τόσο πολύ. Κάποιες φορές βέβαια, τον έκαναν θηρίο, αλλά, γενικά, τις αντιμετώπιζε. Τις γνώριζε, τις προέβλεπε. Αλλά η δυστροπία και οι παράλογες απαιτήσεις των πελατών, ήταν κάτι που δεν μπορούσε ούτε να αποδεχτεί, ούτε να συνηθίσει. Και τι δεν περιλάμβαναν αυτές οι παράλογες απαιτήσεις. Υποδείξεις πώς να κάνει τη δουλειά του, πώς θα εξετάσει τους μάρτυρες, τί να συμπεριλάβει και τί όχι στην αγωγή και στις προτάσεις εναντίον των αντιδίκων, ατελείωτα παζάρια στην αμοιβή, την ακλόνητη πεποίθηση ότι είχαν πάντα δίκιο αυτοί και άδικο ο αντίδικός τους, την απαίτηση να προβλέψει 100% την έκβαση της δίκης και, κυρίως, ότι πρέπει να χειριστεί την υπόθεση με εντιμότητα και να μην συναλλαχθεί με τους αντιδίκους! Ακόμη και τον αντίδικο δικηγόρο να μη χαιρετά, γιατί ο χαιρετισμός εκδηλώνει φιλικότητα, και ποιός ξέρει τί άλλο υποκρύπτει, ενώ αυτοί τον ήθελαν μαχητικό, φωνακλά, και πάντα λυμένο το ζωνάρι του, έτοιμο για καβγά! Τέτοιοι ήταν οι πελάτες του, κι απ’ όσο ήξερε τέτοιοι και οι περισσότεροι πελάτες των συναδέλφων. Τον τελευταίο καιρό, αναλογίστηκε, πολλοί ήταν αυτοί που του μιλούσαν για τη διαφθορά στους κόλπους της δικαιοσύνης, για το παραδικαστικό που υπόγεια λειτουργούσε, για δικαστές που λαδώνονται από δικτυωμένους δικηγόρους για να επιτύχουν οι τελευταίοι, ευνοϊκή έκβαση για την υπόθεση των πελατών τους, αλλά και για την ανάγκη να υπάρχει εντιμότητα από πλευράς του δικηγόρου, μιας και έχει δώσει όρκο να υπερασπίζεται τον πελάτη του μέχρις εσχάτων, με νόμιμους και ευθείς τρόπους, όπως ορίζει και ο κώδικας των δικηγόρων. Ο Θωμίδης είχε προμετωπίδα του τη διάταξη: «Ο δικηγόρος οφείλει να αρνηθεί να αναλάβει υπόθεση καταφανώς άδικη…».
Είχε τη φήμη του έντιμου δικηγόρου, του αδιάφθορου, του μη συναλλασόμενου υπογείως, σε αντίθεση με μερικούς άλλους συναδέλφους του, που δεν είχαν και τόσο καλή φήμη. Σπάνιζαν περιπτώσεις σαν κι αυτή συναδέλφου, που κατήγγειλε δικαστή που του ζητούσε χρήματα για να βγάλει ευνοϊκή απόφαση για τον πελάτη του. Ο δικηγόρος του ’στησε «παγίδα» κατά το κοινώς λεγόμενον, με προσημειωμένα χρήματα, και ο δικαστής συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από όργανα της ασφάλειας, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκδιώχθηκε από το σώμα. Κι αυτά, πολύ πριν από την πρόσφατη αναστάτωση που προκάλεσε η ανακάλυψη παραδικαστικού κυκλώματος με πανελλήνιες διαστάσεις. Ο Θωμίδης, πολλές φορές συνεχάρη τον συνάδερφο που είχε το θάρρος και την τόλμη να καταγγείλει δικαστή, γνωρίζοντας τον βρώμικο πόλεμο που θα δεχόταν από πολλούς και επωμιζόμενος την ευθύνη του εγχειρήματος...
Από τα πρώτα βήματα της δικηγορίας του γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η δικηγορία, είναι ένα πολύ δύσκολο επάγγελμα. Γιατί ο δικηγόρος βρίσκεται ανάμεσα σε διιστάμενα συμφέροντα, σε συμπληγάδες. Έχει μεν κοινωνική αποστολή, αλλά πώς να το κάνουμε, είναι και επαγγελματίας. Πρέπει να βγάλει τα προς το ζην με τρόπο αξιοπρεπή και να κερδίζει αρκετά, για να συνεχίζει να ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου, του συλλειτουργού της δικαιοσύνης... να μην καταντήσει επαίτης αμοιβών αλλά και να μη διαφθείρει τη συνείδησή του με άνομα χρήματα...
Στην εικοσαετή του καριέρα, ο Θωμίδης, δέχθηκε προτάσεις από αντιδίκους για συμβιβασμούς, με το αζημίωτο βέβαια... αλλά τις απέρριπτε ασυζητητί. Ήταν θέμα αρχών, ευσυνειδησίας και ήθους. Προτιμούσε να μην κερδίζει πολλά από παράνομες πηγές αλλά να κερδίζει από νόμιμες απολαβές, που τον τελευταίο καιρό τις είχε αναπροσαρμόσει, για να ανταπεξέλθει στα καλπάζοντα έξοδα. Παρά τη φήμη του ως έντιμου δικηγόρου, με ήθος, δεν έλειπαν και οι προτάσεις από πελάτες του που ήξεραν το ποιόν του, να μιμηθεί συναδέλφους του με υπόγειες δικτυώσεις για να επιτύχει περισσότερα. Προ ημερών, μια καλοστεκούμενη ξανθομάλλα σαραντάρα, που τον είχε επί χρόνια δικηγόρο της, γιατί τον είχε εμπιστοσύνη και ήξερε ότι δεν θα την πουλήσει ποτέ στη διεκδίκηση μιας τεράστιας ακίνητης περιουσίας, του είπε χαρακτηριστικά: «Κύριε Θωμίδη, νομίζω ότι τελικά για να κερδίσουμε, θα πρέπει να λαδώσουμε και κανέναν δικαστή, αλλιώς δεν θα τελειώσουμε ούτε σε είκοσι χρόνια. Πρέπει και εσείς να λαδώνετε, όπως και οι άλλοι, αν θέλετε να πετύχετε το ποθούμενον...». Ο Θωμίδης την κοίταξε αποσβολωμένος και την κεραυνοβόλησε: «Μα αν δεν κάνω λάθος, είμαι χρόνια δικηγόρος σας, γιατί με εμπιστεύεσθε και γιατί είμαι έντιμος, και δεν συναλλάσσομαι. Ποτέ μου δεν διανοήθηκα να λαδώσω δικαστή που εκ προοιμίου τον θεωρώ αδιάφθορο και αδέκαστο. Αλλά αν ρίξω νερό στο κρασί μου και αρχίσω να λαδώνω όπως θέλετε εσείς, πώς είστε βέβαιη ότι τελικά, κι εγώ δε θ’ αντισταθώ στον πειρασμό να δεχθώ χρήματα από τους αντιδίκους σας;». Η κυρία δεν απάντησε. Άφησε όμως ένα αδιόρατο μειδίαμα να ξεφύγει από το καλοσχηματισμένο πρόσωπό της, και σε κάποια στιγμή, «Δε νομίζω ότι θα το κάνατε αυτό…» ψιθύρισε κάπως αμήχανα, «γιατί είσθε έντιμος».
«Ναι αλλά τώρα μόλις, μου ζητήσατε να γίνω ανέντιμος!», αντέταξε σθεναρά ο Θωμίδης, αποστομώνοντάς την.
Πολλοί είχαν μια περίεργη αντίληψη για την ηθικότητα και την εντιμότητα, σκέφτηκε, καθώς έβαζε το σακάκι του και έκλεινε την βαριά τσάντα με τις δικογραφίες, έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι του.
Δεν πρόλαβε να φύγει, όταν άκουσε ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. Δεν περίμενε κανέναν. Περίεργος, άνοιξε και αντίκρισε χαμογελαστό τον κύριο Φάνη, έναν πελάτη του, την υπόθεση του οποίου είχε εκδικάσει πριν τρία χρόνια περίπου. Ο δικηγόρος απόρησε: «Πώς από εδώ κύριε Φάνη και τέτοια ώρα, χωρίς να κλείσουμε ραντεβού;».
«Έχετε δίκιο κύριε Θωμίδη, έπρεπε να σας τηλεφωνήσω πιο μπροστά», δικαιολογήθηκε ο πελάτης. «Αλλά, να, ήμουνα εδώ κοντά για μία άλλη δουλειά και είπα να πεταχτώ για να σας φέρω την κλήση. Το Εφετείο είναι σε λίγες μέρες…».
Ο Θωμίδης κοίταξε την κλήση και διαπίστωσε ότι πράγματι η δικάσιμος ήτανε σε 10 ημέρες.
«Έπρεπε όμως να με τηλεφωνήσετε πιο μπροστά και να κλείσουμε ραντεβού. Τώρα η ώρα είναι περασμένη», είπε, κοιτάζοντας το ρολόι του ο Θωμίδης.
«Ναι, καταλαβαίνω, θα ’ρθω μια άλλη ώρα», απάντησε ο πελάτης, και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει, κοντοστάθηκε. «Ήθελα… ήθελα να σας πω κάτι άλλο. Σας πειράζει μαζί μ’ εσάς να παραστεί και ένας άλλος συνάδελφός σας, ο οποίος είχε παραστεί με συγκατηγορούμενο μου σ’ άλλη υπόθεση; Εσείς θα αμειφθείτε κανονικά, μη στεναχωριέστε αν... απλά θέλω και τον άλλο, γιατί χειρίστηκε παρόμοιες υποθέσεις και έχει πείρα…».
«Καλά, καλά, πηγαίνετε και θα το συζητήσουμε. Δεν έχω κατ’ αρχάς αντίρρηση να παρασταθεί μαζί μου και ο εκλεκτός συνάδερφος», είπε ο Θωμίδης και ξεπροβόδισε τον πελάτη του.
Κόντευαν να φθάσουν οι μέρες του Εφετείου και ο κύριος Φάνης δεν είχε φανεί. Ο Θωμίδης άρχισε ν’ ανησυχεί. Κάποιες υποψίες, κάποιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του. Είχε βέβαια αρκετές επαγγελματικές σκοτούρες και δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Παραμονές της δίκης σκέφτηκε να του τηλεφωνήσει, όταν ένα απόγευμα μπαίνοντας στο γραφείο του και βάζοντας τον τηλεφωνητή σε λειτουργία, άκουσε ένα μήνυμα. Ήταν του κυρίου Φάνη. Το μήνυμα έλεγε: «Κύριε Θωμίδη είμαι ο Φάνης. Σας πήρα να σας πω, ότι, τελικά αποφάσισα να παραστεί για το μεθαυριανό Εφετείο, μόνο ο συνάδελφός σας και όχι κι εσείς όπως σας είπα τις προάλλες. Ξέρετε, είναι θέμα οικονομικό βέβαια, αλλά είναι και κάτι άλλο. Πώς να το πω… Εσείς είσθε πολύ έντιμος για μια τέτοια υπόθεση. Τον άλλον τον θεωρώ πιο κολπαδόρο και αρκετά θρασύ, κατάλληλο για να χειριστεί μια τέτοια λεπτή περίπτωση σα τη δική μου… Μπορεί και να λαδώσει αν χρειαστεί…».
Ο Θωμίδης δεν ήθελε ν’ ακούσει περισσότερα. Έκλεισε τον τηλεφωνητή, φανερά εκνευρισμένος. Πήγε και κοίταξε έξω από το παράθυρο του, απ’ όπου φαινότανε το δικαστικό μέγαρο, το ιερό τέμενος της απονομής της δικαιοσύνης.
Αν μπορούσε κανείς να διαβάσει το βλέμμα του, θα διέκρινε τη σχηματισμένη σ’ αυτό πικρία και απορία του:
Πώς να συνεχίσει να δικηγορεί κανείς με πελάτες, που οι μισοί απ’ αυτούς τον ήθελαν έντιμο, οι άλλοι μισοί ανέντιμο, και οι ίδιοι πελάτες πότε έντιμο και πότε ανέντιμο, ανάλογα με τις υποθέσεις, τις προτιμήσεις και τα συμφέροντά τους;
«Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και απύθμενη η ιδιοτέλειά του», ψιθύρισε, καθώς έκλεισε το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. «Είχε άραγε άδικο ο Πασκάλ, που έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι κριτής πάντων και ανόητο σκουλήκι, θεματοφύλακας αλήθειας και ταυτόχρονα βόρβορος αβεβαιότητας;».