Ο Blaise Pascal (1623–1662), αυτός ο ιδιοφυής Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός που, από την εποχή του ίσαμε σήμερα, εξακολουθεί με τις Σκέψεις του, να απασχολεί τους σκεπτόμενους ανθρώπους, θεωρείται από πολλούς, ως ο ιδρυτής, ή ο πρόδρομος του χριστιανικού υπαρξισμού. Και τούτο, διότι, με τις λεπτές και βαθύτατες παρατηρήσεις του γύρω από τον κόσμο του επιστητού, τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες, τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, και τη σχέση του με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, έθεσε σίγουρα τις βάσεις μιας φιλοσοφίας που χαρακτηρίζεται ως υπαρξιακή. Είναι βέβαια, γνωστό, ότι, ένας αυστηρός ορισμός της λέξης υπαρξισμός δεν μπορεί να δοθεί, γιατί δεν υπάρχει μία μόνο υπαρξιακή φιλοσοφία. Κοινός παρανομαστής πάντως των διαφόρων υπαρξιακών ρευμάτων, ακόμη και του λεγομένου αθεϊστικού υπαρξισμού, εκπρόσωποι του οποίου θεωρούνται οι Nietzsche, Camus, Jean-Paul Sartre, Heidegger και άλλοι, είναι ο ίδιος άνθρωπος, η προσωπική του ελευθερία και η ευθύνη του. Τον Pascal, τον ακολούθησε ο Δανός φιλόσοφος Søren Kierkegaard (1813–1855) που από πολλούς, αυτός θεωρείται ο πραγματικός ιδρυτής του χριστιανικού υπαρξισμού ή υπαρξιασμού, ο οποίος στηρίχτηκε εν πολλοίς στον Pascal. Άλλοι γνωστοί χριστιανοί υπαρξιστές φιλόσοφοι υπήρξαν ο Γερμανός Karl Jaspers, ο Ισπανός Miguel de Unamuno, ο Ρώσος Nikolai Berdyaev κ.λπ.
Σ’ όλο το έργο του ο Pascal στις περίφημες Σκέψεις του, τονίζει το μεγαλείο του ανθρώπου αλλά και την μικρότητα, την αθλιότητα, τη μηδαμινότητά του, μπροστά στο ασύλληπτο μεγαλείο του σύμπαντος, καθώς επίσης και ότι, ο καθένας οφείλει να εκλέξει μεταξύ Θεού και πραγμάτων του κόσμου, μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ πραγματικής ελευθερίας και δουλείας.
Αξίζει, νομίζω εδώ, να παραθέσουμε μερικές από τις Σκέψεις του, που αποδείχνουν του λόγου το αληθές:
«Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα καλάμι, το πιο αδύνατο της φύσης αλλά, ένα καλάμι που σκέπτεται» (347).
«Σαν σκέφτομαι την μικρή διάρκεια της ζωής μου, απορροφημένη μέσα στην αιωνιότητα που προηγήθηκε και θ’ ακολουθήσει στο μικρό διάστημα που γεμίζω και, προπαντός, που βλέπω, ριγμένος καθώς είμαι στην άβυσσο της απεραντοσύνης των διαστημάτων που τ’ αγνοώ και μ’ αγνοούν, τρομάζω και ξαφνιάζομαι που βλέπω τον εαυτό μου εδώ και όχι εκεί… Ποιος με τοποθέτησε εδώ;» (205).
Για ν’ ακολουθήσει η ποιητικότατη αποστροφή του: «Le silence eternal de ces espaces infinis m’ effraire (Η αιώνια σιωπή αυτών των απείρων διαστημάτων με τρομάζει)» (206).
Διάβασα, διαβάζω και ξαναδιαβάζω τον Pascal, τον Kierkegaard κ.ά. υπαρξιακούς, και βλέπω πόσο με εκφράζουν σε πολλά, αυτοί οι πραγματικά μεγάλοι στοχαστές. Αφιέρωσα γι’ αυτούς ειδικά δοκίμια στο βιβλίο μου Οι κλητοί και εκλεκτοί. Ωστόσο, μπαίνω στον πειρασμό, να συγκρίνω τις ποιητικές σκέψεις του πρώτου, του Pascal, με τις ποιητικές συλλήψεις κι ενοράσεις, ενός άλλου αναγνωρισμένου, μεγάλου ποιητικού αναστήματος και διαμετρήματος της αρχαιότητας, του Δαβίδ, που κατά την γνώμη μου, αυτός υπήρξε ο πρώτος υπαρξιακός στοχαστής. Διότι, αν διαβάσει κανείς τους περίφημους Ψαλμούς του, (αυτούς που αναμφισβήτητα είναι δικοί του, μέσα στο σύνολο των 150), και ιδιαίτερα, τον 8ο Ψαλμό, δύσκολα μπορεί ν’ αποφύγει το συμπέρασμα που προανέφερα, ότι είναι υπαρξιακός στοχαστής και μάλιστα ένθεος.
Και ιδού το γιατί:
Σ’ αυτόν τον σύντομο, τον περιεκτικό, τον ανυπέρβλητο Ψαλμό, ο Δαβίδ φαίνεται να ’χει πιάσει όλο το νόημα, όλο το υπαρξιακό βάθος του ανθρώπου, τη θέση του μέσα στο σύμπαν, τη θέση του στη φύση, τη σχέση του με το Δημιουργό του Σύμπαντος, και τη λύση, τη διέξοδο, στο υπαρξιακό του ζήτημα.
Ο Ψαλμός αυτός συνετέθη από τον Δαβίδ, μετά από παρατήρηση του ένδον και του έξω κόσμου, μετά από την παρατήρηση του ουράνιου θόλου σε μία ξάστερη νύχτα. Είδε ο Δαβίδ τον έναστρο ουρανό. Κοίταξε ύστερα τον εαυτό του, και τον άνθρωπο γενικά, και αιώνες πριν από τον Γερμανό φιλόσοφο Immanuel Kant (1724-1804), που είπε το περίφημο, «δύο πράγματα γεμίζουν την ψυχή μου με άφατο θαυμασμό: ο έναστρος ουρανός πάνω μας και ο έμφυτος νόμος μέσα μας», ο Δαβίδ είπε κάτι ανάλογο. Παραθέτω μερικούς στίχους του Ψαλμού αυτού από την μετάφραση των Ο΄, που την θεωρώ ποιητικότατη.
2. Κύριε, ο Κύριος ημών,
ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη.
ότι επήρθη η μεγαλοπρέπειά σου
υπεράνω των ουρανών …
3. (…)
4. ότι όψομαι τους ουρανούς
έργα δακτύλων σου,
σελήνην και αστέρας,
α συ θεμελιώσας.
5. τι εστιν άνθρωπος,
ότι μιμνήσκει αυτού;
η υιός ανθρώπου,
ότι επισκέπτη αυτόν;
6. Ηλάττωσας αυτόν
βραχύ τι παρ’ αγγέλους,
δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν,
7. και κατέστησας αυτόν
επί τα έργα των χειρών σου.
πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού.
8. πρόβατα και βόας απάσας,
έτι δε και τα κτήνη του πεδίου,
9. τα πετεινά του ουρανού,
και τους ιχθύας της θαλάσσης,
τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών.
10. Κύριε, ο Κύριος ημών,
ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη.
Παρατηρούμε ότι, ο υπέροχος, ο σφιχτοδεμένος αυτός ψαλμός-προσευχή του Δαβίδ, τελειώνει με τον στίχο που άρχισε, ανακυκλώνοντας την αρχική σκέψη, σε έναν τόνο παγκοσμιότητας-οικουμενικότητας, αφού κατανοεί ότι τα έργα του Θεού μεγαλύνουν το όνομά του σε όλη τη γη… Όχι μόνο στην Ιουδαία, όπου αυτός ζούσε. Ακόμα, αξιοπαρατήρητο είναι ότι, ο ποιητής, μιλάει στον πληθυντικό αριθμό, «Κύριε ημών» και όχι «Κύριέ μου», γιατί θεωρεί το Θεό, Κύριο όλου του έθνους του, που μιλάει σαν εκπρόσωπός του, αφού μιλάει και απευθύνεται στον Γιαχβέ, τον αληθινό Θεό, τον αποκαλυφθέντα στον Μωυσή στη βάτο, αλλά με τη φράση «εν πάση τη γη», μεταβαίνει από το εθνικό στο υπερεθνικό, από το τοπικό στο παγκόσμιο.
Οι ειδικοί που ανάλυσαν τον Ψαλμό τούτο, τον διέκριναν σε τέσσερις στροφές: 1) Στίχοι 2β–3, όπου υμνείται το μεγαλείο του Θεού, ακόμα και από το στόμα μικρών παιδιών εις βάρος των εχθρών-απίστων, που έρχονται σε αμηχανία λόγω της πίστης και του αίνου των μικρών παιδιών. 2) Στίχοι 4–5, όπου γίνεται η αντίθεση μεταξύ του θείου μεγαλείου του ουρανού και της γης, και της συγκατάβασης του Θεού στο τόσο μικρό και ασήμαντο πλάσμα που είναι ο άνθρωπος. 3) Την στροφή των στίχων 6–7, όπου περιγράφεται πολύ συνοπτικά το μεγαλείο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, την κορωνίδα της δημιουργίας του, παρά την ασημαντότητα του ανθρώπου σε σχέση με το μεγαλείο της όλης δημιουργίας. 4). Την στροφή των στίχων 8–9, όπου αναφέρεται τι υποτάχθηκε στον άνθρωπο. Δηλαδή, ολόκληρο το ζωικό βασίλειο που περιλαμβάνει άγρια και εξημερωμένα ζώα, τα πτηνά, τα ψάρια που διαπορεύονται «τρίβους θαλάσσης». Ο στίχος 10, είναι όπως είδαμε, η επωδός, με την οποία εκφράζει και πάλι το θαυμασμό του ο ποιητής, όπως και στην αρχή.
Επικεντρώνομαι στη δεύτερη και στην τρίτη στροφή. Ο Δαβίδ θεωρώντας τους έναστρους ουρανούς προφανώς μια ξάστερη νύχτα (γιατί δεν γίνεται λόγος για τον ήλιο), αποκαλεί σε ποιητική-μεταφορική γλώσσα, τη σελήνη και τα άστρα, έργα δημιουργικά, των δαχτύλων του Θεού. Δηλαδή, του πνεύματός Του (ρούαχ, רוּחַ), όπως καταφαίνεται από άλλα χωρία της Βίβλου, όπου δάχτυλο Θεού, και Άγιο Πνεύμα ταυτίζονται (πρβλ. Εξοδ. 32:15, 16, Ματ. 12:28, Λουκ. 11:20).
Δεν του απομένει καμία, μα καμία αμφιβολία ότι, τα έργα αυτά είναι έργα του σοφού Δημιουργού, ο οποίος προϋπάρχει και προϋποτίθεται, και ο οποίος τα εθεμελίωσε. Κι ας μην είχε γνώση ο Δαβίδ, της συγχρόνου κοσμολογίας και αστρονομίας, που μας λένε με άλλη γλώσσα, επιστημονική, περίπου το ίδιο, ότι το σύμπαν είναι αποτέλεσμα δημιουργίας υπερτάτου ελλόγου όντος, που αποκαλύπτει τον Νούν του Θεού, και όχι τύχης… όπως υποστηρίζουν κάποιοι.
Ήδη, ο μεγάλος Isaac Newton (1643-1727) πριν από αιώνες, είχε προλάβει όλους τους σύγχρονους υλιστές, και αθεϊστές αντιρρησίες, και τους αποστόμωσε λέγοντας: «Το ωραιότερο σύστημα ηλίων, πλανητών και κομητών, θα μπορούσε να προέλθει μόνο από τους σκοπούς και την κυριαρχία ενός φωτισμένου και ισχυρού όντος».
Αμέσως μετά, το ενδιαφέρον του Δαβίδ στρέφεται στον άνθρωπο και στη μηδαμινότητά του μπροστά στο συγκλονιστικό μεγαλείο του έναστρου ουρανού. Διερωτάται: Tι είναι ο άνθρωπος Κύριε, ώστε να τον θυμάσαι, δηλαδή να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν, ή ο υιός του ανθρώπου (δηλαδή, πάλι ο άνθρωπος), για να τον επισκέπτεσαι; Να θέλεις να συνδιαλέγεσαι μαζί του;
Εδώ, σαφώς, έχουν θέση ως απάντηση τα λόγια του Pascal: «Ο άνθρωπος μέσα στη φύση είναι ένα μηδέν μπροστά στο άπειρο, το παν μπροστά στο μηδέν, μία μεσότητα ανάμεσα στο τίποτα και στο παν».
Ο Δαβίδ, διαβλέποντας την μηδαμινότητα, τη φθαρτότητα και την αθλιότητα του ανθρώπου, μπροστά στο μεγαλείο της δημιουργίας του Θεού, μας λέει κάτι ανάλογο. Μας λέει ότι ο άνθρωπος είναι μεν ένα τίποτα, αλλά μέσα στην κλίμακα των όντων είναι όν «βραχύ τι παρ’ αγγέλους» (εβρ. ελοχίμ = θεοί ή άγγελοι). Διότι, ο Θεός τον έκανε κορωνίδα της επίγειας δημιουργίας. Του χάρισε νοημοσύνη, τον στεφάνωσε με δόξα και τιμή, δηλαδή του έδωσε αξιοπρέπεια, και όλα τα άλλα όντα, τα υπέταξε κάτω από τα πόδια του. Παρ’ όλα αυτά, για τον Δαβίδ, η γη δεν φαίνεται να είναι το κέντρο του κόσμου, ούτε και ο άνθρωπος ο ίδιος. Είναι κατώτερος των αγγέλων και ανώτερος των ζώων.
Εδώ, πρόκειται για μια σαφή αναφορά στο χωρίο Γεν. 1:28, όπου ο Δημιουργός μετά τη δημιουργία του πρώτου ζεύγους κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του, ευλογεί τους ανθρώπους και τους δίνει την εντολή «να άρχουν επί των ιχθύων της θαλάσσης, επί των πετεινών του ουρανού, και πάνω σε κάθε ζωντανό πλάσμα που κινείται πάνω στη γη».
Ο ψαλμωδός γράφει ότι ο Θεός όλα τα επίγεια τα υπέταξε κάτω από τα πόδια του ανθρώπου, και αιώνες μετά, όλοι εμείς, παριστάμεθα μάρτυρες της εκπληκτικής κυριαρχικής δύναμης του ανθρώπου σ’ όλη την ενόργανη και ανόργανη κτίση, σ’ όλο το φυσικό και ζωικό βασίλειο, σ’ όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Ο άνθρωπος είναι ο άρχων της γης. Έκπληκτος ο γνωστός εξελικτικός βιολόγος Julian Huxley, δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Ψαλμό αυτό (και άλλους Ψαλμούς), διότι όπως παρατήρησε, οι Ψαλμοί της Βίβλου, περιέχουν τη θεολογική άποψη μιας καταπληκτικής επιστημονικής αλήθειας—τη βιολογική μοναδικότητα του ανθρώπου… Κάτι ανάλογο είχε επισημάνει και ο Pascal σε μία Σκέψη του (418). Έγραψε: «Είναι επικίνδυνο να κάνεις τον άνθρωπο να βλέπει πόσο μοιάζει με τα ζώα, χωρίς να του δείχνεις το μεγαλείο του, αλλά πιο επικίνδυνο είναι να τον κάνεις να βλέπει το μεγαλείο του χωρίς να βλέπει τη μικρότητά του… Δεν πρέπει να πιστεύει ο άνθρωπος πως μοιάζει με τα ζώα, αλλά ούτε και με αγγέλους».
Η επιστημονικές αλήθειες της Βίβλου και, ιδίως αυτού του ωραιότατου Ψαλμού, δεν εξαντλούνται με αυτήν την παρατήρηση. Ο ψαλμωδός Δαβίδ, κάνει λόγο μεταξύ άλλων και για τους ιχθύες της θαλάσσης τους «διαπορευομένους τρίβους (οδούς) των θαλασσών». Ο στίχος αυτός, ενέβαλε σε σκέψεις τον Matthew Maury (1806–1873) που θεωρείται ο πατέρας της ωκεανογραφίας. Ο Maury, σκέφτηκε ότι, για να υπάρχει αυτή η περίεργη έκφραση του ψαλμωδού κάτι το ιδιαίτερο θα εννοεί. «Αν ο Θεός μιλάει για δρόμους ή μονοπάτια της θάλασσας, θα ψάξω να τους βρω», είπε. Και μετά από έρευνες ανακάλυψε αυτό που είναι γνωστό σήμερα ως θερμά και ψυχρά θαλάσσια ρεύματα!
Αυτά τα θαυμάσια νοήματα, είναι για τους επιστήμονες και για τους διανοούμενους, οι οποίοι μπορούν ν’ ανακαλύψουν συγκλονιστικές αλήθειες μέσα σε λίγους στίχους. Αλλά, για τους χριστιανούς αυτός ο Ψαλμός έχει να πει πολύ περισσότερα. Διότι, τόσο ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, χρησιμοποίησε τον στίχο 3, για να αποστομώσει τους διαμαρτυρόμενους Φαρισαίους για την θριαμβευτική υποδοχή του—«εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον» (Ματ. 21:16)—όσο και ο απ. Παύλος. Ο τελευταίος μάλιστα, κατέδειξε ότι εκείνος προς τον οποίον υπετάγησαν τα πάντα, δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, αλλά ο ιδεώδης άνθρωπος, ο έσχατος Αδάμ, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος έγινε άνθρωπος χάριν της σωτηρίας του ανθρώπου. Ο οποίος Ιησούς, εσχατολογικά, θα υποτάξει τελικά, υπό τους πόδας του, όχι μόνο όλη την κτίση, αλλά και την αμαρτία και τον θάνατο, δίνοντας έτσι οριστική λύση στο τραγικό αδιέξοδο του πεπτωκότος ανθρώπου (Εφεσ. 1:22, Εβρ. 2:5–9, Α΄ Κορ. 15:25–27).
Κατόπιν όλων αυτών, νομίζω ότι δικαίως, ο ψαλμωδός Δαβίδ μπορεί να διεκδικήσει επαξίως τον τίτλο του πρώτου υπαρξιακού στοχαστή. Ο οποίος, θέτοντας το ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος ώστε να τον σκέπτεσαι Θεέ», μας διανοίγει τις δικλίδες της διάνοιας, για ν’ αντιληφθούμε την μηδαμινότητα του ανθρώπου και το μεγαλείο του ταυτόχρονα, αφού μόνο γι’ αυτόν ο Θεός σ’ όλη του την κτίση, συγκαταβαίνει κι ενδιαφέρεται με αγάπη γι’ αυτόν, σαν μοναδική, έλλογη οντότητα που είναι, σαν εικόνα και ομοίωση Θεού.
Μπορούμε να επαναλάβουμε εδώ την επωδό: «Γιαχβέ, ο Κύριος ημών, πόσο θαυμαστό είναι το όνομά σου σ’ όλη τη γη», για να κλείσουμε τις σκέψεις μας γύρω απ’ αυτόν τον υπέροχο Ψαλμό.