Η ποίηση του Δημήτρη Τσινικόπουλου, που περιέχεται στις 7 μέχρι σήμερα εκδοθείσες ποιητικές του συλλογές, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ανάλογα με το θεματικό της περιεχόμενο σε ποίηση φιλοσοφική, θρησκευτική, σατιρική και κοινωνική με υπαρξιακό προσανατολισμό. Διαβάζοντας την ποίηση του Δημήτρη και προσπαθώντας να σκιαγραφήσω τον δημιουργό της, μου έρχεται στο νου ο περίφημος ψυχαναλυτικός, ψυχοθεραπευτικός όρος ρετράκξιον (ανάδραση), η διαδικασία δηλ. που επαναφέρει δραματικά στο νου του ποιητή τα τραύματα του, τού παρελθόντος για να τα ξαναζήσει και μέσα από αυτή τη δεύτερη βίωση να καθαρθεί από αυτά. Είναι ένα από τα μυστικά της συγγραφής των πιο αξιοπρόσεκτων ποιημάτων.
Ο Φλωμπέρ είχε λαμπικάρει μέσα στα διυλιστήρια του μυαλού του δύο χιλιάδες τόμους της Εθνικής Βιβλιοθήκης Γαλλίας, για να μπορέσει ν' αποστάξει το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα του έργου του «Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» ή του έργου του «Σαλαμπο». Σαν κάποιος ρεπόρτερ, με το σημειωματάριο στο χέρι, ο Ζολά, σεργιανούσε ολόκληρες βδομάδες στο χρηματιστήριο των Παρισίων, στα μεγάλα καταστήματα, στα διάφορα εργαστήρια, για να βρει τα πρότυπα του, για να συλλέξει παρατηρήσεις και γεγονότα. Γι’ αυτούς και τους όμοιους τους, η πραγματικότητα είναι μια ύλη ψυχρή, ολοφάνερη, μετρητή. Βλέπουν και ζυγιάζουν τα πράγματα σαν φωτογράφοι, συλλέγουν τα ξέχωρα στοιχεία της ζωής, τα ταχτοποιούν, τα διυλίζουν, κάνουν ένα είδος μιγμάτων και χημικών ενώσεων. Αντίθετα, η μέθοδος του Δημήτρη Τσινικόπουλου, ας μου επιτρέψει τον χαρακτηρισμό, έχει κάτι το δαιμονιακό. Αν η μέθοδος των άλλων απορρέει απ’ την επιστήμη, η τέχνη του Τσινικόπουλου έχει κάτι απ' τη μαγεία. Είναι ένας ιεροφάντης, ένας αλχημιστής της πραγματικότητας, ένας αστρολόγος της ψυχής. Μέσα σ' έναν πυρετώδη οραματισμό, σε μια σχεδόν ιερή παραίσθηση, εξερευνάει την άβυσσο της ζωής και το αυθόρμητο δημιούργημα του είναι πιο πλήρες από κάθε συστηματική παρατήρηση. Δε διαλέγει, δε σταχυολογεί τα γεγονότα, απλώς του είναι όλα γνωστά. Ποτέ δεν υπολογίζει, κι όμως, ποτέ δε λαθεύει. Έχει μέσα του κάτι από μέντιουμ και από μάγο. Μοιάζει με γητευτή των παραμυθιών, που σκίζει το φλοιό της ζωής για να ρουφήξει τον ζωογόνο χυμό της. Είναι προφανές πως από αυτούς τους δύο τρόπους δημιουργίας , εγώ προτιμώ τον δεύτερο, τον τρόπο δημιουργίας του Δημήτρη Τσινικόπουλου.
Το μυστικό του βρίσκεται κάπου μέσα στις λέξεις, μέσα στην κίνηση και το ρυθμό της φράσης, στη θέση που τοποθετούνται οι συλλαβές και οι λέξεις. Δεν είναι σπάταλος. Δίνει μοναχά μια λεπτομέρεια, εκεί που άλλοι συγγραφείς σωριάζουν πλήθος, αλλά το κάνει με το πιο πανούργο, με το πιο ραφινάτο ηδονικό αίσθημα. Κρατάει αυτή την ασήμαντη λεπτομέρεια της απόλυτης αλήθειας, για να την πετάξει απάνω μας τη στιγμή που ούτε καν την περιμέναμε, για να μας καταλάβει κυριολεχτικά «εξαπίνης».
Ο Δημήτρης Τσινικοπουλος—και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε—, είναι όχι μόνο ο αιχμάλωτος της αντινομίας του, της εσωτερικής του αντίφασης, αλλά και το φερέφωνο της. Ακριβώς εκεί έγκειται η βαθύτερη πρωτοτυπία του έργου του και δε θα ήταν καθόλου σωστό ένα τέτοιο φαινόμενο να το χαρακτηρίσουμε με τη λέξη «τεχνική». Δεν πρόκειται για τεχνική, αλλά για μια τέχνη που βγαίνει απ' την ίδια του την προσωπικότητα, απ' τον δυϊσμό του αισθήματος που υπάρχει μέσα του.
Υπάρχει στην ποίηση του Δημήτρη μια πνευματική κρυπτογραφία, ένα σύνολο από σήματα σχεδόν αδιόρατα που η σημασία τους δεν αποκαλύπτεται αλλά υπονοείται. Σπάνια σε ποιητή θα συναντήσουμε πίσω από αυτά που με λέξεις δηλώνει να υπάρχει ένα τόσο περίπλοκο δίκτυο αυτών που διαφαίνονται ή υπονοούνται. Και έχω την ταπεινή άποψη πως ότι υπονοείται είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικό από εκείνο που δηλώνεται. Ίσως το ανθρώπινο μυαλό έχει την τάση να αρνείται τις δηλώσεις. Θυμηθείτε τι είπε ο Emerson: τα επιχειρήματα δεν πείθουν κανέναν. Και δεν πείθουν γιατί παρουσιάζονται ως επιχειρήματα. Μετά τα κοιτάμε, τα ζυγίζουμε, τα μελετάμε προσεκτικά και αποφαινόμαστε εναντίον τους. Αλλά όταν κάτι υπονοείται, υπάρχει ένα είδος φιλοξενίας στο μυαλό μας. Είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε. Ο Whitman, νομίζω, λέει κάπου πως βρίσκει το αεράκι της νύχτας και τα λίγα μεγάλα αστέρια πολύ πειστικότερα από τα απλά επιχειρήματα.
Δεν θα σας κουράσω όμως άλλο με τις αναλύσεις μου πάνω στη ποίηση του Δημήτρη Τσινικόπουλου, ποίηση που άλλωστε δεν τις χρειάζεται, γιατί αισθάνεται επαρκής στην ίδια της την ομορφιά. Ο Ιρλανδός ποιητής Μπρένταν Μπίαν πολύ εύστοχα είχε πει πως:
«Οι κριτικοί λογοτεχνίας είναι σαν τους ευνούχους σε χαρέμι. Ξέρουν πως γίνεται, αλλά είναι ανίκανοι να το κάνουν οι ίδιοι».
Φίλες και φίλοι, ο Ισπανοεβραίος ποιητής Ραφαέλ Κανσίνος-Ασένς, μας άφησε μια προσευχή όπου λέει:
«Κύριε, ας μην υπήρχε τόση ομορφιά».
Και ο Μπράουνινγκ έγραψε:
«Πάνω που νιώθουμε ασφαλείς κάτι συμβαίνει — ένα ηλιοβασίλεμα, το τέλος ενός χορικού του Ευριπίδη— και νιώθουμε ξανά χαμένοι».
Η ομορφιά καραδοκεί παντού. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην τέχνη, μέσα στη ζωή, μέσα στην ποίηση του Δημήτρη Τσινικόπουλου, που ένα μικρό της δείγμα θα μπορούν να μας δώσουν κάποια ποιήματά του από τις ανέκδοτες συλλογές του με τίτλο: Καρπός χειλέων (θρησκευτική ποίηση) και Η νηστεία των λέξεων (φιλοσοφική, υπαρξιακή). Ένα ποίημα από κάθε συλλογή.
Θεοφάνης Σβες
Δικηγόρος-ποιητής