Ὁ κ. Δ. Τσινικόπουλος (στό ἑξῆς ΔΤ) εἶναι γνωστός στή βιβλιογραφία γιά τήν ἐκτενέστατη ἐργογραφία του. Εἶχα τήν τιμή νά τόν ἀκούσω καί ὡς προσκεκλημένο σέ μάθημά μου γιά τό θέμα τῆς θεοδικίας. Ὄχι μόνο ὡς συνεπής στίς ἔρευνές του, καί μεταδοτικός τῆς γνώσης ἐρευνητής, ἀλλά καί ὡς συζητητής πού ἁπλοποιεῖ τή γνώση του, ἑλκύει τόν ἐνδιαφερόμενο πού θέλει νά μάθει ἀπό τήν πολύπλευρη θεματολογικά ἔρευνά του.
Ἐργάζεται ἐρευνητικά ὡς ἀνεξάρτητο κριτικό πνεῦμα ἀντλώντας πάντα ἀπό τό πηγαῖο ὑλικό τή συγκριτική ἔκφραση τοῦ λόγου του. Δέν κινεῖται δηλ. σέ δοκιμιογραφικό πεδίο ἔκφρασης, ἀλλά παραθέτει συνεχῶς ἀπό τά διαβάσματά του ἀποσπάσματα, γιά νά ἀσκήσει διάλογο μέ τό ἔργο πού θέτει ὑπό κριτική. Ἔτσι καί στό βιβλίο αὐτό μέ ὅλως κατανοητό τρόπο γραφῆς εἰσάγει τόν ἀναγνώστη στό θέμα του, ἀντιμετωπίζοντας μέ τόν συγκριτικό-κριτικό του λόγο τόν ἀντιχριστιανισμό τοῦ Νίτσε.
Ὁ πρόλογος καί τα εἰσαγωγικά φέρνουν τόν ἀναγνώστη μέσα στό ἐξεταζόμενο θέμα. Καί ἄμεσα ἀπό τή σελίδα 23 ἔρχεται ὁ ΔΤ σέ ἕναν διάλογο κριτικό μέ τήν ἀντιχριστιανική σκέψη τοῦ Νίτσε.
Ἄν εἶναι ὁ Χριστιανισμός θρησκεία τῶν ἀδύναμων εἶναι ἕνα πρῶτο ἐρώτημα στή βάση τῆς ἀνάπτυξης τοῦ βιβλίου.
Ὁ ΔΤ ἔχει κόμπο-κόμπο δεμένα ἀποσπάματα ἀπό τίς βιβλικές καί ἄλλες χριστιανικές πηγές, γιά νά ἀπαντήσει συγκεκριμένα καί νά προκρίνει μία εὐγενή ἀνθρωπολογία.
Πραγματικά, βλέποντας παραπομπές ὅπως αὐτή στή σ. 25 ἀπό τόν ἀπολογητή Ἀθηναγόρα (2ος αἰ. μ.Χ.), ζηλεύει κανείς γιά τήν βαθύτερη ἀνθρώπινη εὐγένεια τῆς χριστιανικῆς ἀπολογίας πού τήν χαρακτηρίζει ἡ ὄντως δημοκρατία. Ζηλεύει καλῶς τήν ἐπιστολή πρός Διόγνητον, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ὄντως χριστιανικότητα, καί γι’ αὐτό ἔμεινε ἔργο ἀνωνύμου (2ος αἰ. μ.Χ.) (σσ. 25-26). Ὁ ΔΤ γίνεται προβολέας τέτοιων ὑψηλῆς ἀνθρωπολογικῆς σημασίας κειμένων.
Τό ἐρώτημα τῆς νίκης τῶν Χριστιανῶν παρά τούς διωγμούς στούς τρεῖς πρῶτους αἰῶνες, δηλ. τῆς νίκης τῶν ἀδυνάτων, εἶναι ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον θέμα. Εἶναι, ἐξάλλου, τό διαχρονικό ζητούμενο τοῦ κάθε ὄντως χριστιανοῦ πού πιστεύει σ’ αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ν. Καβάσιλας, ὅτι ἐμεῖς νικᾶμε ὅταν νικοῦν (ἐμᾶς) οἱ ἄλλοι. Ἐδῶ ἐντοπίζεται ἡ χριστιανική ὀντολογία πού ἀπαντᾶ τό ἐρώτημα περί ἀληθείας, ὅπου ἡ πραγματική νίκη ἀποδεικνύεται νά εἶναι τοῦ ἀληθεύοντος ἀνθρώπου πού καταδεικνύει μέ τή στάση του ὅτι τό δῆθεν νικητήριο κακό εἶναι ἐντέλει τωόντι ἀνυπόστατο.
Ἔτσι, ὁ ΔΤ ἀπαντᾶ στό ὑποτιμητικό βλέμμα τοῦ Νίτσε γιά τόν χριστιανικό πολιτισμό μέ ἀνθολόγηση κειμένων καί ἀπό ἄλλους (νεότερους καί σύγχρονους) στοχαστές. Ἀποδεικνύεται τοιουτοτρόπως, ἐπί παραδείγματι, θανατόφιλη ἡ σκέψη περιπτώσεων ὅπως του Ἀϊνστάιν, πού ἐπενδύει στήν ἀνθρώπινη μειονεξία (σ. 28).
Τό ἐρώτημα πάλι περί τῆς σκλαβιᾶς (σ. 29 κ. ἑξ.) τίθεται γιά νά φανεῖ ἡ σημασία τῆς ἀντιηθικῆς τοῦ Νίτσε, ὁ ὀποῖος θεωρεῖ ὅτι ἡ ἠθική εἶναι γιά τούς δούλους, ὄχι τούς ἰσχυρούς. Χρειάζεται γιά τους πρώτους, διότι εἶναι ἔσχατοι. Τό βασικό γιά τή ζωή, κατά Νίτσε, εἶναι ἡ θέληση γιά δύναμη (σ. 30). Ἄρα, στήν περίπτωση αὐτή, θεωρεῖται διαστροφή ἡ χριστιανική ἠθική, ἐφόσον ὑποστηρίζει τόν ἐξασθενημένο ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο πού μισεῖ τή γῆ καί τά ἐπίγεια. Ὁ Χριστός ἐδῶ εἶναι ἕνας ἐκτελεστής τοῦ ἑβραϊκοῦ σχεδίου, γιά νά τήν πατήσουν ἁπλά οἱ ἐχθροί τοῦ Ἰσραήλ (σ. 31). Τέτοιες ἀπόψεις τίς ἀντικρούει ὁ ΔΤ, καθότι ἀποδεικνύονται ἀνιστόρητες. Ἐξάλλου, ἀκόμη καί ἡ αἴσθηση περί καλοῦ καί κακοῦ φαίνονται νά ἑδράζονται σέ μία ἔμφυτη διάθεση τῆς ἀνθρωπότητας, κάτι πού ὁ ΔΤ σημειώνει μέ ἐνδεικτικά παραδείγματα ἀπό τήν ἠθική τῶν ἀνθρώπινων πολιτισμῶν (σ. 32 κ. ἑξ.).
Τό ὅτι ὁ χριστιανισμός στηρίζεται σέ φαντασιακό πεδίο (σ. 37 κ ἑξ.) τό ἐξετάζει ὁ ΔΤ γιά νά ἀντικρούσει καί ἐδῶ μία βασική ἀρχή του Νίτσε. Προκρίνει, ὡς ἐκ τούτου, τό πρακτικό πεδίο ἄσκησης τῆς χριστιανικότητας ὡς βασική ἀπόδειξη γιά τήν ἀνεδαφικότητα τῆς ἄποψης τοῦ Νίτσε καί τῆς ἀντιηθικῆς του. Ὁ ΔΤ διαβάζει καλά τή σημασία τοῦ χρόνου στή χριστιανική θεολογία καί διακρίνει τήν ἐσχατολογική προοπτική τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας, αὐτῆς τῆς ἀνθρωπότητας πού δέν εἰδωλοποιεῖ τόν ἱστορικό χρόνο καί τούς θεούς πού χτίζονται μέσα σ’ αὐτόν.
Ἔτσι νιώθει μαζί μέ φιλοσόφους, ὅπως ὁ Λάιμπνιτς, ὅτι ἡ ἄρνηση τῆς μυστηριακῆς διάστασης στή ζωή, εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη του (σ. 39). Ἐξάλλου, μέ ἁγιογραφικά χωρία ὁ ΔΤ ἐπενδύει τήν ἐπιχειρηματολογία του, ὥστε νά διασαφηνίσει τή σημασία τῆς θείας ἀποκάλυψης γιά τήν ἀνθρωπότητα (σ. 40) καί τή σημασία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐδῶ καί τώρα.
Πῶς ἀντιλαμβάνεται ὁ Νίτσε τόν Θεό; Ὁ ΔΤ μέ χαρακτηριστικά παραθέματα (σ. 43 κ. ἑξ.) δείχνει τόν νιτσεϊκό ἀντιχριστιανισμό, ὡς ἀκατοχύρωτο ἀπό εἰδικές παραπομπές πού νά αἰτιολογοῦν τίς ἀπόψεις του. Βρίσκει, μάλιστα, τό κλειδί τῆς παραφθορικῆς συγγραφικῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Νίτσε στό ὅτι ὁ τελευταῖος ἀπεχθάνεται τήν ἀντιαμαρτητική προοπτική τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἡ συμπαθητική στροφή του στόν Βουδισμό γίνεται ἐν προκειμένῳ εὐνόητη. Εὐνόητη γίνεται καί ἡ ἀποστροφή τοῦ Νίτσε στήν πράξη τῆς δικαιοσύνης, ἐφόσον ἡ ἔννοιά της ἀποδομεῖται στό ἔργο του.
Ἡ ἐκ τοῦ Νίτσε θεώρηση τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς προϊόντος τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ, συνδέεται (σ. 47 κ. ἑξ.) μέ ἐκτιμήσεις γιά τόν ἑβραϊκό λαό πού εἶναι ἄκρως ἀντιφατικές μεταξύ τους. Σέ κάθε περίπτωση, γιά τήν ἐκτίμηση ὅτι ὁ χριστιανισμός εἶναι ἁπλή μετεξέλιξη τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ὁ ΔΤ φέρνει στό προσκήνιο ἁγιογραφικά παραδείγματα πού στηρίζουν τήν ἀποκαλυπτική (θεϊκή) προέλευση τῆς χριστιανικότητας, ἡ ὁποία ἀπέχει ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό καί τόν Ἑλληνισμό, μέ τή θρησκευτική ἔννοια τῶν ὅρων.
Ἡ βιβλική παράδοση πάντως εἶναι κάτι πού ἀποστρέφεται ὁ Νίτσε, χωρίς κι ἐδῶ νά λείπει ἡ ἀντίφαση (σ. 53 κ.ἑξ.), ἐφόσον βασίζεται στά βιβλικά στοιχεῖα, ἔστω γιά νά τά παραποιήσει. Βασική διαπίστωση τοῦ ΔΤ εἶναι ὅτι ὁ Νίτσε εἶναι ἀνιστορικός καί ὅτι οἱ ἀπόψεις του εἶναι ἀναπόδεικτες ἀπό τίς πηγές. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ΔΤ παίρνει πολλά στοιχεῖα ἀπό φιλοσόφους και στοχαστές γιά νά ἐμπλουτίσει τή γραφή του. Ἡ παράθεση ρήσεων ἀπό αὐτούς προσδίδει ἐνδιαφέρον στόν ἀναγνώστη κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου.
Ἡ κατανόηση τῆς ἁμαρτίας σέ σχέση μέ τόν Ἰησοῦ εἶναι ἕνα σημεῖο πού πραγματεύεται ἐπίσης συστηματικά ὁ ΔΤ (σ. 65 κ. ἑξ.), τονίζοντας ὅτι τό εὐαγγέλιο ἐκθέτει τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ ὡς λυτρωτικοῦ γιά τήν ἀνθρωπότητα γεγονότος.
Πράγματι, ὁ ΔΤ καταλαβαίνει σωστά ὅτι ὁ Νίτσε ἀδιαφορεῖ γιά τό μυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἀσχολεῖται μέ ἕναν παραχριστιανισμό πού ὁ ἴδιος πλάθει, γιά νά τόν προσαρμόσει στά γεγονότα (σ. 69 κ. ἑξ.), ὥστε νά πεῖ ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος γίνεται παραποιητής τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ καί ἡ ἐκκλησία παραποιήτρια τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐμφατικά, λοιπόν, ὁ ΔΤ ὑπογραμμίζει τήν ἀδιαφορία τοῦ Νίτσε γιά τήν ἀποδεικτική λογική στίς θεωρήσεις του, ὅπου πιστεύεται ὅτι ἡ χριστιανική ἀγάπη εἶναι ἀλληλένδετη μέ τήν ἀνθρώπινη μνησικακία. Αὐτό, ὅμως, ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τά ἁγιολογικά παραδείγματα τοῦ χριστιανικοῦ βίου (σ. 73). Ὁ Νίτσε ἀπεχθάνεται τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ταυτίζει τήν ἀγάπη του μέ τή μνησικακία. Ἔτσι γίνεται ἀντιθεολογικός, διότι ἡ εὐγενέστερη κίνηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπαξιώνεται ἐν προκειμένῳ μέ κρότο.
Ἔχω, ἐξάλλου, τή γνώμη ὅτι ὁ ΔΤ μέ τίς προσεγγίσεις του ἀναδεικνύει κρυφές ἀρετές τῆς νεότερης θεολογικῆς θεώρησης στήν ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Ἄς πῶ ἕνα παράδειγμα (σσ. 76-77). Ἀντιμετωπίζοντας τή νιτσεϊκή ἀμφιβήτηση τῆς ἐγκυρότητας τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ στήν ΚΔ, ἀναδεικνύει τή σημασία πού εἶχαν οἱ μελέτες καινοδιαθηκολόγων τῆς Δύσης τόν 20ό αἰώνα, οἱ ὁποῖες ἀπέδιδαν τήν αὐθεντικότητα τῆς καινοδιαθηκικῆς φωνῆς στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Τό θέμα τῆς πίστης βεβαίως ἀπασχολεῖ τόν ΔΤ (σ. 79 κ.ἑξ.), ἐφόσον ὁ Νίτσε τή διαιρεῖ ἀπό τήν ἐπιστήμη καί τήν ἀλήθεια. Γι’ αὐτόν ἡ πίστη εἶναι ἀρρώστια. Ἀδιαφορεῖ γιά τήν πίστη ὡς βέβαια καί ἐμπεριστατωμένη ἀλήθεια πού στηρίζει τήν ἐπιστημονική πρόοδο καί τήν κάνει φιλάνθρωπη. Ὅταν μάλιστα ὁ Νίτσε εἰσέρχεται στήν ψυχολογία τοῦ Ἰησοῦ, (σ. 83 κ. ἑξ.) τόν παρουσιάζει ὡς ὀνειροπόλο συμβολιστή πού ὑποστασιάζει ἕνα ψυχολογικό σύμβολο, τό ὁποῖο δέν ἔχει αὐτεπίγνωση μεσιανικότητας. Βέβαια, ἀπό τίς ἁγιογραφικές μαρτυρίες αὐτό δέν ἐπιβεβαιώνεται (σ. 84). Ἐπίσης, ἡ νιτσεϊκή ἀντίθεση στόν Παῦλο εἶναι ἔντονη, πού συνοδεύεται μέ βαρύτατους χαρακτηρισμούς ἐναντίον του. Ὁ ΔΤ ἀφήνει τόν ἴδιο τόν ἀπόστολο νά ἀπαντήσει μέσα ἀπό παραθέματα ἀπό τίς ἐπιστολές του (σ. 87 κ. ἑξ.).
Ὁ Νίτσε θά προτιμοῦσε ἕναν ἄδικο Θεό, ἤ ἕναν ἀδιάφορο γιά τή δικαιοσύνη Θεό. Δέν ἐνδιαφέρεται ἔτσι γιά τήν ἄσκηση τῆς δικαιοσύνης στήν πράξη. Ὁ ΔΤ παραθέτει βιβλιογραφία περί Παύλου ὅπου μπορεῖ ὁ ἀναγνώστης νά ἀνατρέξει. Δείχνει ὅτι γνωρίζει τή βιβλιογραφία περί Παύλου πού χαρακτηρίζει τή σύγχρονη ἐπί τοῦ ἀποστόλου συγγραφή (σ. 92).
Ἄν γιά τόν Νίτσε ὁ χριστιανισμός εἶναι διαφθορικός (σ. 95 κ. ἑξ.), τότε πρέπει κανείς νά δεῖ τήν ταύτιση τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τήν ἐκτροπή του. Ὁ Νίτσε ἀντιστρέφει τήν ὀπτική, κάνοντας τήν ἐκτροπή τοῦ χριστιανισμοῦ χριστιανισμό, γιά νά τόν ἀπαξιώσει. Ἀπαξιώνει ὅμως τήν ἱστορία τῆς διωκόμενης ἁγιότητας. Ἀπαξιώνει τή διωκόμενη ἀνά τούς αἰῶνες χριστιανικότητα, ἡ ὁποία εἶναι ἐνυπόστατη στούς χριστιανούς πού τή βιώνουν πρακτικά.
Ὁ ΔΤ ἔχει σειρά ἀπό παραδείγματα χριστιανῶν ἐπιστημόνων καί πλειάδα ἁγιογραφικῶν χωρίων γιά νά πείθει σέ κάθε ἑνότητα γιά τήν ἀνυπαρξία ἐπιχειρημάτων στίς ἀντιχριστιανικές θεωρήσεις τοῦ Νίτσε, ὅπως συμβαίνει καί στίς περί σώματος ἀντιλήψεις του γιά τόν χριστιανισμό (σ. 99 κ. ἑξ.). Ἐδῶ ὁ Νίτσε δέν κάνει διάκριση μεταξύ παραφθορᾶς τοῦ σώματος στά πάθη καί ἔλλογης ἡδύτητος ἐν σώματι (σ. 103). Ὁ ΔΤ, πάντως, σημειώνει παραδείγματα «πατερικά» πού βλέπουν μειωτικά τό σῶμα, ἄν καί, κατά τή γνώμη μου, στίς πατερικές γραφές ὀφείλεται ἡ ἑρμηνεία τῶν κειμένων σέ σχέση μέ τήν ὀπτική ἐναντίωσης στό σαρκικό φρόνημα. Ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχει στήν πατερική γραμματεία μία ἀντισωματική ἔκφραση, πρέπει νά ἐξετασθεῖ κατά περίπτωση, ἀπό τήν ὀπτική ἐναντίωσης στό σαρκικό φρόνημα, τό ὁποῖο στή μοναστική ζωή γίνεται ἕνας δυνατός ἀντίπαλος γιά νά γίνεται πνευματικό τό σῶμα, ἐνῶ στόν ἔγγαμο βίο γίνεται ἕνας ἀντίπαλος γιά νά εἶναι συνδημιουργικό τό σῶμα. Σέ κάθε περίπτωση ἀντίπαλος εἶναι ἡ διαφθορική σωματικότητα πού ἐκμηδενίζει τόν ἀνθρώπινο βίο στήν ἄκαρπη ἡδονοδοξία.
Ἀκριβῶς ἐδῶ τίθεται θέμα τῆς ἐλεύθερης βούλησης, τοῦ νοήματος τῆς ἠθικῆς καί τῆς ἁμαρτίας, πράγματα πού ἀπασχολοῦν τόν ΔΤ σχετικά μέ τόν Νίτσε (σ. 107 κ. ἑξ.). Γιά τόν Νίτσε δέν ὑπάρχει ἁμαρτία. Δέν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ. Αὐτό πού μετρᾶ εἶναι ἡ θέληση γιά δύναμη καί ἡ ἐπιβολή τῆς δύναμης στόν ἀδύνατο.
Ἔτσι καταργεῖται ἡ παραδοχή τῆς ἐλεύθερης βούλησης στόν ἄνθρωπο. Ὁ ΔΤ ἐπισημαίνει τό σημεῖο αὐτό ἀναφέροντας καί ἄλλους φιλοσόφους πού δέν παραδέχονταν τήν ὕπαρξη ἐλεύθερης βούλησης. Σέ ντετερμινιστικό φυσιοαναγκαστικό πλαίσιο ὁ Νίτσε καταργεῖ οὐσιαστικά τήν ἠθική ποντάροντας στά ἀνθρώπινα ἔνστικτα. Γιά τόν Νίτσε ἡ παραδοχή τῆς ἠθικῆς θά σήμαινε εὕρεση ἐνόχων (σ. 110). Ἡ παραδοχή ἐλευθερίας θά σήμαινε τήν ἐκζήτηση τιμωρίας ἐπί τῶν ἐνόχων. Οἱ θέσεις τοῦ Νίτσε συμβαδίζουν καί μέ σύγχρονες ντετερμινιστικές θεωρήσεις (κυρίως στόν χῶρο τῶν βιοεπιστημῶν), ὅπου πλέον ἐνῶ ὑπάρχει ἡ βιοθεώρηση τῆς ἐξέλιξης, ὡστόσο ὑπάρχει πίστη στόν μή ἐξελισσόμενο ἠθικά ἄνθρωπο.
Ὁ ΔΤ ἔχει γνώση τῆς σύγχρονης ββλιογραφίας (σ. 111 κ. ἑξ.), γιά νά κατατοπιστεῖ ἔτσι καί ὁ ἀναγνώστης περί τοῦ θέματος τῆς ἐλευθερίας. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι αὐτό πού ὑπογραμμίζει ὁ ΔΤ: «Γιά νά θέλει κανείς νά ἀποκτήσει δύναμη -πράγμα ἠθικό κατά Νίτσε- σημαίνει ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά κατευθύνει τή βούλησή του πρός αὐτή τήν κατεύθυνση γιά τήν ἀπόκτηση δύναμης!» (114). Ἡ σημείωση αὐτή τοῦ ΔΤ τά λέει ὅλα σχετικά μέ τήν ἀντιφατική νιτσεϊκή θεώρηση περί τοῦ θέματος τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ θεοκτονία τοῦ Νίτσε ἐπίσης ἀπασχολεῖ εἰδικά τόν ΔΤ (σ. 117 κ. ἑξ.). Ἡ θεοκτονία αὐτή βέβαια εἶναι καταρχήν μία ἀντίδραση στήν διεφθαρμένη ἔκφραση τοῦ χριστιανισμοῦ στήν ἐποχή του. Ἔτσι ὅμως συνεπῆρε καί τήν οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ ἐναντιωνόμενος σέ αὐτή χωρίς συγκροτημένη ἀποδεικτική μεθοδολογία. Ὁ ΔΤ συνοψίζει τά ἀντιχριστιανικά στοιχεῖα τοῦ Νίτσε (σσ. 119-120) καί βάσει τῶν νιτσεϊκῶν πηγῶν προκρίνει τά σημεῖα τῆς ἀντιχριστιανικῆς παθολογίας τοῦ Νίτσε. Κύρια διαπίστωση, ἔτσι ὅπως ἑρμηνεύω τήν περιγραφή τοῦ ΔΤ, εἶναι ὅτι ὁ Νίτσε κάθισε πάνω στόν ἑαυτό του πού τόν ἔπνιξε στήν προσπάθεια νά σηκωθεῖ ἀπ’ αὐτόν. Ὁ ἑαυτός αὐτός κουβαλοῦσε τά βάρη τῆς σωματικῆς ἀσθένειας πού προφανῶς χαρακτήρισαν τήν συγγραφή του καί τήν ἑρμηνευτική του ματιά πρός τόν μηδενισμό, ἀκριβῶς ἐκεῖ δηλ. πού ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ -συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα- τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ (σσ. 122-123). Δέν ἔχει ἄδικο ὁ ΔΤ μέ τό Ὑστερόγραφό του (σ. 125) νά ἐπιμένει ὅτι ἡ σύγχρονη ἐπιστημονική ἔρευνα ἀπέδειξε τή γνησιότητα τῆς βιβλικῆς παράδοσης. Ὁ Νίτσε εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι ἡ βιβλική παράδοση παραποιήθηκε ἀπό τό ἱερατεῖο. Ποῦ νά ἤξερε ὅτι τό δικό του ἔργο θά νοθευτεῖ ἀπό τήν ἀδελφή του μετά τόν θάνατό του;!
Ὁ ΔΤ παραθέτει στό τέλος τοῦ βιβλίου (σ. 127 κ. ἑξ.) ἀνθολογικά κρίσεις ἄλλων γιά τόν Νίτσε πού εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσες, ὅπως ἐνδιαφέροντα εἶναι καί τά ρητά τοῦ Νίτσε πού μέ ἐπιμέλεια ἀνθολογεῖ (σ. 141 κ.ἑξ.). Ἐπίσης κατατοπιστική εἶναι ἡ σύντομη ἀναφορά στό βίο καί ἔργο τοῦ Νίτσε (σ. 145 κ. ἑξ.). Τό ἐπίμετρο τοῦ Παύλου Βασιλειάδη εἶναι μία συνοπτική ἀναφορά στή νιτσεϊκή σκέψη καί στόν κύριο σκοπό τοῦ ἔργου τοῦ ΔΤ, κάτι πού λειτουργεῖ ἁρμονικά στό βιβλίο ὡς ἕνας κατατοπιστικός ἐπίλογος.
Πολύ εὐσύνοπτη καί μεστή παρουσίαση τοῦ παρουσιαζόμενου βιβλίου θά βρεῖ κανείς καί στίς βιβλιοαναγνώσεις τῆς «Ἐφημερίδος τῶν Συντακτῶν» (14-16 Ἀπριλίου 2023) ἀπό τόν ὁμ. καθηγητή Δημήτριο Χρηστίδη, ὁ ὁποῖος εὔστοχα διακρίνει στόν ΔΤ ἕναν σύγχρονο ἀπολογητή.